Το δημόσιο και το ιδιωτικό
Γιώργος Γιαννουλόπουλος, Ελευθεροτυπία, Δημοσιευμένο: 2008-02-15
Μια σκηνή από τη ζωή, στην οποία δεν αποκλείεται να έχετε πρωταγωνιστήσει: Σχολιάζοντας κάποιο μέτρο της κυβέρνησης που πλήττει το δημόσιο τομέα προς όφελος του ιδιωτικού -και τέτοια μέτρα υπάρχουν πολλά-, ένας από την ομήγυρη εκφράζει την αγανάκτησή του παραθέτοντας μια σειρά από θέσεις και επιχειρήματα τα οποία, για λόγους συντομίας, συνοψίζω ως εξής: το αδηφάγο κεφάλαιο επιδιώκει τη συνεχή αύξηση του κέρδους και προχωράει ακάθεκτο στη διάλυση του κοινωνικού κράτους με ιδεολογικό φόντο την αποθέωση του ιδιωτικού, καθιερώνοντας έτσι ως μοναδική αρετή τον ατομικισμό και απορρίπτοντας ως απαρχαιωμένες ή περιττές ορισμένες θεμελιώδεις αξίες (αλληλεγγύη, συλλογικότητα, προσφορά στο σύνολο, ανιδιοτέλεια). Υστερα από λίγη ώρα, όταν η συζήτηση έχει περάσει σε άλλα θέματα, ο ίδιος άνθρωπος, με αφορμή αυτή τη φορά μια εμπειρία που είχε σε κάποια εφορία, πολεοδομία, νοσοκομείο κ.λπ., αναθεματίζει εξίσου παθιασμένα όσους εργάζονται στο Δημόσιο: ακαμάτηδες, τυραννικοί, διεφθαρμένοι, επειδή ξέρουν ότι δεν θα πάθουν τίποτα καταδυναστεύουν τον ανυπεράσπιστο πολίτη, ο οποίος είτε ταλαιπωρείται είτε αναγκάζεται να τους λαδώσει. Το αν έχει δίκιο στην πρώτη ή στη δεύτερη περίπτωση ας μην το αναλύσουμε. Αυτό που θέλω να επισημάνω είναι ότι δεν μπορεί να λέει και τα δύο.
Η σύγκρουση ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό δεν αποτελεί ελληνική ιδιοτυπία· τη βλέπουμε σε ολόκληρο τον κόσμο εδώ και κάμποσα χρόνια. Στο εξωτερικό ωστόσο -εννοώ τη Δυτική Ευρώπη- οι εκατέρωθεν θέσεις είναι πιο σαφείς και τεκμηριωμένες: οι αρετές του δημόσιου τομέα, σύμφωνα με τους υποστηρικτές του, δεν εκπορεύονται μόνο από κάποια γενική έννοια αλλά υλοποιούνται, ενώ οι εχθροί του δεν αρκούνται σε μια εξ ορισμού καταγγελία αλλά προσπαθούν να αποδείξουν ότι η συρρίκνωσή του θα έχει απτά οφέλη. Δηλαδή και οι δύο πλευρές επιχειρηματολογούν με στοιχεία και δεν αρκούνται στην αρχική τους τοποθέτηση. Στην πατρίδα του Πλάτωνα, όμως, κυριαρχεί το είδος, το οποίο έχει αποσυνδεθεί από την πραγματικότητα. Ετσι φτάνουμε στο τραγελαφικό φαινόμενο να κατακεραυνώνουν το δημόσιο τομέα για συγκεκριμένα ελαττώματα εκείνοι που σε αφηρημένο επίπεδο τον υπερασπίζονται με νύχια και με δόντια.
Η αιτία αυτής της σχιζοφρένειας είναι απλή: η τάση να αποδίδουμε αυτομάτως τις ιδιότητες μιας έννοιας σε όσους φραστικά την υποστηρίζουν χωρίς να μας ενδιαφέρει τι συμβαίνει στην πράξη. Πρόκειται για συνήθη, να μην πω καθιερωμένη πρακτική μας. Ετσι χρωματίζουμε τα πράγματα άσπρα ή μαύρα για να καταλήξουμε σε κάτι που όντως συνιστά ελληνική ιδιοτυπία: κάργα ιδεολογία και ελάχιστη πολιτική. Στην εν λόγω περίπτωση εκείνο που όλοι ξέρουμε εμπειρικά αλλά δεν μπορούμε να βάλουμε στη συζήτηση επειδή αυτή κινείται στον πλατωνικό χώρο των αφηρημένων και καθαρών εννοιών, είναι το γεγονός ότι πολλοί εργάζονται στο Δημόσιο για να αποκομίσουν προσωπικά οφέλη. Οποιος αμφιβάλλει ας ανατρέξει στην ιστορία. Ο δημόσιος τομέας στην Ελλάδα στελεχώθηκε με ανθρώπους οι οποίοι δεν επεδίωκαν να προσφέρουν στο κοινωνικό σύνολο αλλά να εξασφαλιστούν βιοποριστικά, διοριζόμενοι από την εκάστοτε πολιτική εξουσία. Το βλέπουμε και σήμερα με τα γαλάζια και τα πράσινα παιδιά. Φυσικά υπάρχουν εξαιρέσεις. Γνωρίζω και θαυμάζω πανεπιστημιακούς που δεν θα δίδασκαν ποτέ σε ιδιωτικό ΑΕΙ, όσα και να τους έδιναν, επειδή πιστεύουν στη δημόσια δωρεάν παιδεία. Γνωρίζω επίσης γιατρούς που δεν ανοίγουν ιδιωτικό ιατρείο επειδή πιστεύουν στη δημόσια δωρεάν υγεία. Είναι όμως χονδροειδές λάθος να θεωρούμε δεδομένο ότι όλοι οι εργαζόμενοι στο δημόσιο τομέα εμφορούνται από αισθήματα αλληλεγγύης και ανιδιοτέλειας. Οπως είπε ένας συνδικαλιστής της Ολυμπιακής: «Αφού μας τα δίνανε, να μην τα πάρουμε;»
Συμβαίνει να πιστεύω κι εγώ στο δημόσιο τομέα, και ίσως το μόνο πράγμα για το οποίο αισθάνομαι υπερήφανος είναι ότι εκεί δούλεψα. Ξέρω όμως, γιατί το έχω δει, ότι πριν από τη συρρίκνωσή του έχει προηγηθεί η απαξίωση. Και το έργο όσων θέλουν για ιδεολογικούς λόγους να τον ξηλώσουν γίνεται απείρως ευκολότερο από εκείνους που θυμούνται την κοινωνική αλληλεγγύη και την ανιδιοτέλεια μόνο όταν τους συμφέρει. Και τότε καταφεύγουν στα μεγάλα, τα ωραία λόγια. Στην Ελλάδα πιάνουν. Είναι επειδή έχουμε συνηθίσει να μιλάμε πάντα με έννοιες οι οποίες, για να παραμείνουν αφηρημένες, αρνούνται να συμπεριλάβουν εκείνο που όλοι βλέπουμε. Οι πρακτικές λεπτομέρειες, οι εφαρμογές, οι δυσκολίες που ενδεχομένως θα προκύψουν, με δυο λόγια οι συνέπειες των δικών μας ιδεολογικών επιλογών, όλα αυτά μας ξενερώνουν, δεν θέλουμε να τα σκεφτόμαστε. Το ίδιο κάνουν και οι πολιτικοί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο κ. Καραμανλής που πίστεψε ότι εγκαινίασε μια νέα εποχή κάνοντας δηλώσεις. Οσο για το χάσμα ανάμεσα στην πρόθεση και την αφηρημένη έννοια αφενός και την πραγματικότητα αφετέρου, αντί να γίνει το πεδίο όπου κινείται η πολιτική, γίνεται ο χώρος της ιδεολογικής σύγχυσης που τον καλύπτει η ρητορεία, «αυτή η λοιμική», όπως έλεγε ο Σεφέρης.
Η σύγκρουση ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό δεν αποτελεί ελληνική ιδιοτυπία· τη βλέπουμε σε ολόκληρο τον κόσμο εδώ και κάμποσα χρόνια. Στο εξωτερικό ωστόσο -εννοώ τη Δυτική Ευρώπη- οι εκατέρωθεν θέσεις είναι πιο σαφείς και τεκμηριωμένες: οι αρετές του δημόσιου τομέα, σύμφωνα με τους υποστηρικτές του, δεν εκπορεύονται μόνο από κάποια γενική έννοια αλλά υλοποιούνται, ενώ οι εχθροί του δεν αρκούνται σε μια εξ ορισμού καταγγελία αλλά προσπαθούν να αποδείξουν ότι η συρρίκνωσή του θα έχει απτά οφέλη. Δηλαδή και οι δύο πλευρές επιχειρηματολογούν με στοιχεία και δεν αρκούνται στην αρχική τους τοποθέτηση. Στην πατρίδα του Πλάτωνα, όμως, κυριαρχεί το είδος, το οποίο έχει αποσυνδεθεί από την πραγματικότητα. Ετσι φτάνουμε στο τραγελαφικό φαινόμενο να κατακεραυνώνουν το δημόσιο τομέα για συγκεκριμένα ελαττώματα εκείνοι που σε αφηρημένο επίπεδο τον υπερασπίζονται με νύχια και με δόντια.
Η αιτία αυτής της σχιζοφρένειας είναι απλή: η τάση να αποδίδουμε αυτομάτως τις ιδιότητες μιας έννοιας σε όσους φραστικά την υποστηρίζουν χωρίς να μας ενδιαφέρει τι συμβαίνει στην πράξη. Πρόκειται για συνήθη, να μην πω καθιερωμένη πρακτική μας. Ετσι χρωματίζουμε τα πράγματα άσπρα ή μαύρα για να καταλήξουμε σε κάτι που όντως συνιστά ελληνική ιδιοτυπία: κάργα ιδεολογία και ελάχιστη πολιτική. Στην εν λόγω περίπτωση εκείνο που όλοι ξέρουμε εμπειρικά αλλά δεν μπορούμε να βάλουμε στη συζήτηση επειδή αυτή κινείται στον πλατωνικό χώρο των αφηρημένων και καθαρών εννοιών, είναι το γεγονός ότι πολλοί εργάζονται στο Δημόσιο για να αποκομίσουν προσωπικά οφέλη. Οποιος αμφιβάλλει ας ανατρέξει στην ιστορία. Ο δημόσιος τομέας στην Ελλάδα στελεχώθηκε με ανθρώπους οι οποίοι δεν επεδίωκαν να προσφέρουν στο κοινωνικό σύνολο αλλά να εξασφαλιστούν βιοποριστικά, διοριζόμενοι από την εκάστοτε πολιτική εξουσία. Το βλέπουμε και σήμερα με τα γαλάζια και τα πράσινα παιδιά. Φυσικά υπάρχουν εξαιρέσεις. Γνωρίζω και θαυμάζω πανεπιστημιακούς που δεν θα δίδασκαν ποτέ σε ιδιωτικό ΑΕΙ, όσα και να τους έδιναν, επειδή πιστεύουν στη δημόσια δωρεάν παιδεία. Γνωρίζω επίσης γιατρούς που δεν ανοίγουν ιδιωτικό ιατρείο επειδή πιστεύουν στη δημόσια δωρεάν υγεία. Είναι όμως χονδροειδές λάθος να θεωρούμε δεδομένο ότι όλοι οι εργαζόμενοι στο δημόσιο τομέα εμφορούνται από αισθήματα αλληλεγγύης και ανιδιοτέλειας. Οπως είπε ένας συνδικαλιστής της Ολυμπιακής: «Αφού μας τα δίνανε, να μην τα πάρουμε;»
Συμβαίνει να πιστεύω κι εγώ στο δημόσιο τομέα, και ίσως το μόνο πράγμα για το οποίο αισθάνομαι υπερήφανος είναι ότι εκεί δούλεψα. Ξέρω όμως, γιατί το έχω δει, ότι πριν από τη συρρίκνωσή του έχει προηγηθεί η απαξίωση. Και το έργο όσων θέλουν για ιδεολογικούς λόγους να τον ξηλώσουν γίνεται απείρως ευκολότερο από εκείνους που θυμούνται την κοινωνική αλληλεγγύη και την ανιδιοτέλεια μόνο όταν τους συμφέρει. Και τότε καταφεύγουν στα μεγάλα, τα ωραία λόγια. Στην Ελλάδα πιάνουν. Είναι επειδή έχουμε συνηθίσει να μιλάμε πάντα με έννοιες οι οποίες, για να παραμείνουν αφηρημένες, αρνούνται να συμπεριλάβουν εκείνο που όλοι βλέπουμε. Οι πρακτικές λεπτομέρειες, οι εφαρμογές, οι δυσκολίες που ενδεχομένως θα προκύψουν, με δυο λόγια οι συνέπειες των δικών μας ιδεολογικών επιλογών, όλα αυτά μας ξενερώνουν, δεν θέλουμε να τα σκεφτόμαστε. Το ίδιο κάνουν και οι πολιτικοί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο κ. Καραμανλής που πίστεψε ότι εγκαινίασε μια νέα εποχή κάνοντας δηλώσεις. Οσο για το χάσμα ανάμεσα στην πρόθεση και την αφηρημένη έννοια αφενός και την πραγματικότητα αφετέρου, αντί να γίνει το πεδίο όπου κινείται η πολιτική, γίνεται ο χώρος της ιδεολογικής σύγχυσης που τον καλύπτει η ρητορεία, «αυτή η λοιμική», όπως έλεγε ο Σεφέρης.