Από πιλότος, διαιτητής
Ανδρέας Πανταζόπουλος, Το Βήμα, Νέες Εποχές, Δημοσιευμένο: 2008-09-28
Και αίφνης το κράτος έγινε επίκαιρο. Τουλάχιστον στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, όπου οι νεοσυντηρητικοί μετεξελίχθησαν αναγκαστικά και προς στιγμή σε «σοσιαλιστές». Αραγε οι αμερικανικές κρατικοποιήσεις μεγάλων πτωχευμένων τραπεζών έχουν κάτι να μας πουν για το ρόλο και τη λειτουργία του κράτους στις σημερινές δυτικές κοινωνίες, στις οποίες εθεωρείτο μέχρι πρότινος ότι αντιστοιχεί μια μορφή μεταμοντέρνου κράτους; Ορισμένοι άρχισαν ήδη να μιλούν για «αλλαγή παραδείγματος» στον τρόπο με τον οποίο προσφάτως εθισθήκαμε να κατανοούμε και να εσωτερικεύουμε τις λεγόμενες αναντίστρεπτες εξελίξεις της παγκοσμιοποίησης. Εξελίξεις οι οποίες, υποτίθεται, ξεπερνούν τη νεωτερική κρατικο-εθνική πραγματικότητα, αμφισβητώντας τις μείζονες παρεμβατικές και προστατευτικές της λειτουργίες έναντι της κοινωνίας. Αν είναι αλήθεια ότι η αμφισβήτηση της κεντρικότητας του κράτους ως προς τη συγκρότηση του κοινωνικού δεσμού έχει δεξιές, νεο-φιλελεύθερες αφετηρίες, είναι εξίσου αλήθεια ότι ένα μεγάλο μέρος της δημοκρατικής αριστεράς προσηλυτίσθηκε σε μια ήπια εκδοχή αυτής της νέας αποκάλυψης: ο ρυθμιστικός ρόλος του κράτους ήρθε να αντικαταστήσει τον μεταπολεμικό σοσιαλδημοκρατικό παρεμβατισμό, στον οποίο το κράτος έπαιζε ενεργό, πρωταγωνιστικό ρόλο. Μεριμνώντας για την «κοινωνική συνοχή», πάντα στο πλαίσιο θερμής υποδοχής της παγκοσμιοποίησης, η σημερινή αριστερά θεώρησε ότι είναι η «ρύθμιση» που πλέον αντιστοιχεί στις εν τέλει πολιτικά ουδέτερες αναγκαιότητες μιας νέας εποχής, σφραγισμένης από την απροσδιοριστία και την πολυπλοκότητα, αλλά και τις αξίες της προσαρμογής, της ευελιξίας και βέβαια της αποδοτικότητας. Η ρύθμιση αυτή βαπτίσθηκε «διακυβέρνηση», η οποία και εξειδικεύθηκε μέσα από αξιολογικούς δείκτες «κυβερνησιμότητας» («νέο δημόσιο μάνατζμεντ»), εμπνεόμενη από ένα νεο-ανθρωπιστικό όραμα μιας υπεύθυνης, αποκεντρωμένης, πολυκεντρικής και συμμετοχικής κοινωνίας. Αυτή η αντικρατικιστική αντίληψη, εξοβελίζοντας τις συγκρούσεις από τον ορίζοντά της και βάζοντας στη θέση τους τον διαβουλευτικό κανόνα, περιόρισε το κράτος στον αποστασιοποιημένο ρόλο τού ισορροπιστή ανάμεσα στην κοινωνία και την οικονομία, το δημόσιο και το ιδιωτικό, το ατομικό και το συλλογικό. Στο φόντο μιας υπερνεωτερικής διαδικασίας εξατομίκευσης, πληθυντικότητας των επιλογών και άνθησης των ταυτοτήτων, εξελίξεις που χαιρετίστηκαν ως μεσοσταθμοί προς την κατάκτηση μιας ατομικιστικά συγκροτημένης χειραφέτησης, το κράτος από «πιλότος» έγινε «διαιτητής».
Αυτή η έκπτωση του κράτους σε ρόλο και λειτουργία έχει βέβαια τρομακτικές κοινωνικές συνέπειες που αναδεικνύει και η παρούσα κρίση. Μία έκπτωση που εδράζεται σε σειρά υπερνεωτερικών μεταπολιτικών μύθων αλλά και εννοιολογικών συγχύσεων που τους τροφοδοτούν. Αίφνης, στη σημερινή προοδευτική ρητορική, ο λόγος περί δημοσίου συμφέροντος εμφανίζεται να ευνοεί περισσότερο ένα άθροισμα υποκοινωνικά συγκροτημένων ιδιωτικών συλλογικοτήτων, παρά αφηρημένες μετακοινωνικές κατασκευές της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Η λεγόμενη κοινωνική συνοχή αφίσταται όχι μόνον μιας θεσμοποιημένης εξουσίας (αφού η εξουσία στη μετανεωτερική συνθήκη είναι «παντού», και μάλιστα «αποεδαφικοποιημένη»), αλλά και της σχετικής ενότητας αξιών που απορρέουν από την ένταξη σε μια διακριτή από την υπόλοιπη κοινωνία δημόσια σφαίρα. Ο πραγματικός θρίαμβος της ιδιωτικότητας εξισώνεται απατηλά με μια χειραφετημένη ατομικότητα, οι κοινωνιολογικές έννοιες της (κλειστής) κοινότητας και της (ανοιχτής) κοινωνίας συγχέονται με τις πολιτικές έννοιες του (κακού) δημόσιου και του (καλού) ιδιωτικού, το συνολικό υποκαθιστά το κοινό συμφέρον και, ως ιδεολογικό επιστέγασμα, η ηθικολογική ρητορική της διαφάνειας δαιμονοποιεί την πρακτική της αντιπροσώπευσης, στην οποία και χρεώνει όλες τις γραφειοκρατικές αγκυλώσεις.
Αν αξίζει να βιώσουμε θετικά την παρούσα κρίση, τη θρυλούμενη επιστροφή του κράτους (και όχι στο κράτος), αυτό δεν μπορεί να γίνει παρά μέσα από την κατάφαση σε μία ιδρυτική διάσταση του πολιτικού: τη διάκριση δημόσιου/ ιδιωτικού. Αν και αντίθετες μεταξύ τους, οι έννοιες του δημόσιου και του ιδιωτικού συσχετίζονται με έναν ειδικό τρόπο, η υποτίμηση της μιας συμπαρασύρει και την άλλη. Ετσι, σήμερα, η νίκη του ιδιωτικού αποδεικνύεται «πύρρειος», όπως παλιότερα συνέβη με αυτή του δημοσίου. Στο πλαίσιο αυτό, το δημόσιο, δηλαδή το κράτος, οφείλει να εκφράζει τη γενική βούληση, για να μπορεί να ιδρύει ένα καθεστώς ενότητας (τη διαφημισμένη «κοινωνική συνοχή») πέρα βέβαια από κάθε πειρασμό ομοιομορφίας.
Πολιτικά μιλώντας, μια τέτοια προοπτική έρχεται σε αντίθεση με μια αγγελική «ρυθμιστική» αξίωση. Την υπερβαίνει, σηματοδοτώντας την αναγκαιότητα μιας εναλλακτικής πολιτικής πέρα από τη ρύθμιση, νομιμοποιώντας έναν επίκαιρο παρεμβατισμό, δραστικές πολιτικές ελέγχου, απόρριψη διλημμάτων τύπου «περισσότερο ή λιγότερο κράτος» και απάντηση στο ερώτημα: «τι κράτος θέλουμε;». Αυτό που σήμερα διακυβεύεται για την προοδευτική σκέψη είναι αν το «φυσικό ρεφλέξ των λαών να στρέφονται προς το κράτος» σε περιόδους κρίσης μπορεί να μετουσιωθεί σε πραγματική επιστροφή της νεωτερικής πολιτικής. Γιατί μοναδική εγγύηση της κοινωνικής συνοχής είναι η πολιτική.
* Ο κ. Ανδρέας Πανταζόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Αυτή η έκπτωση του κράτους σε ρόλο και λειτουργία έχει βέβαια τρομακτικές κοινωνικές συνέπειες που αναδεικνύει και η παρούσα κρίση. Μία έκπτωση που εδράζεται σε σειρά υπερνεωτερικών μεταπολιτικών μύθων αλλά και εννοιολογικών συγχύσεων που τους τροφοδοτούν. Αίφνης, στη σημερινή προοδευτική ρητορική, ο λόγος περί δημοσίου συμφέροντος εμφανίζεται να ευνοεί περισσότερο ένα άθροισμα υποκοινωνικά συγκροτημένων ιδιωτικών συλλογικοτήτων, παρά αφηρημένες μετακοινωνικές κατασκευές της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Η λεγόμενη κοινωνική συνοχή αφίσταται όχι μόνον μιας θεσμοποιημένης εξουσίας (αφού η εξουσία στη μετανεωτερική συνθήκη είναι «παντού», και μάλιστα «αποεδαφικοποιημένη»), αλλά και της σχετικής ενότητας αξιών που απορρέουν από την ένταξη σε μια διακριτή από την υπόλοιπη κοινωνία δημόσια σφαίρα. Ο πραγματικός θρίαμβος της ιδιωτικότητας εξισώνεται απατηλά με μια χειραφετημένη ατομικότητα, οι κοινωνιολογικές έννοιες της (κλειστής) κοινότητας και της (ανοιχτής) κοινωνίας συγχέονται με τις πολιτικές έννοιες του (κακού) δημόσιου και του (καλού) ιδιωτικού, το συνολικό υποκαθιστά το κοινό συμφέρον και, ως ιδεολογικό επιστέγασμα, η ηθικολογική ρητορική της διαφάνειας δαιμονοποιεί την πρακτική της αντιπροσώπευσης, στην οποία και χρεώνει όλες τις γραφειοκρατικές αγκυλώσεις.
Αν αξίζει να βιώσουμε θετικά την παρούσα κρίση, τη θρυλούμενη επιστροφή του κράτους (και όχι στο κράτος), αυτό δεν μπορεί να γίνει παρά μέσα από την κατάφαση σε μία ιδρυτική διάσταση του πολιτικού: τη διάκριση δημόσιου/ ιδιωτικού. Αν και αντίθετες μεταξύ τους, οι έννοιες του δημόσιου και του ιδιωτικού συσχετίζονται με έναν ειδικό τρόπο, η υποτίμηση της μιας συμπαρασύρει και την άλλη. Ετσι, σήμερα, η νίκη του ιδιωτικού αποδεικνύεται «πύρρειος», όπως παλιότερα συνέβη με αυτή του δημοσίου. Στο πλαίσιο αυτό, το δημόσιο, δηλαδή το κράτος, οφείλει να εκφράζει τη γενική βούληση, για να μπορεί να ιδρύει ένα καθεστώς ενότητας (τη διαφημισμένη «κοινωνική συνοχή») πέρα βέβαια από κάθε πειρασμό ομοιομορφίας.
Πολιτικά μιλώντας, μια τέτοια προοπτική έρχεται σε αντίθεση με μια αγγελική «ρυθμιστική» αξίωση. Την υπερβαίνει, σηματοδοτώντας την αναγκαιότητα μιας εναλλακτικής πολιτικής πέρα από τη ρύθμιση, νομιμοποιώντας έναν επίκαιρο παρεμβατισμό, δραστικές πολιτικές ελέγχου, απόρριψη διλημμάτων τύπου «περισσότερο ή λιγότερο κράτος» και απάντηση στο ερώτημα: «τι κράτος θέλουμε;». Αυτό που σήμερα διακυβεύεται για την προοδευτική σκέψη είναι αν το «φυσικό ρεφλέξ των λαών να στρέφονται προς το κράτος» σε περιόδους κρίσης μπορεί να μετουσιωθεί σε πραγματική επιστροφή της νεωτερικής πολιτικής. Γιατί μοναδική εγγύηση της κοινωνικής συνοχής είναι η πολιτική.
* Ο κ. Ανδρέας Πανταζόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.