Η ευρωπαϊκή συνεργασία είναι μονόδρομος
Jean-Marie Colombani, Το Βήμα της Κυριακής, Δημοσιευμένο: 2008-10-12
Η κρίση λοιπόν συνεχίζεται. Ακόμη χειρότερα, φαίνεται να βαθαίνει και, επιπλέον, απειλεί καθημερινά να περάσει από τη χρηματοοικονομική σφαίρα στην πραγματική οικονομία. Το βλέπουμε άλλωστε στις Ηνωμένες Πολιτείες: η αρνητική ελικοειδής πορεία είναι πιθανό να πλήξει και άλλες τράπεζες και να μεταθέσει χρονικά ακόμη περισσότερο την ώρα της ανάκαμψης. Εξάλλου η μετάδοση της κρίσης στην πραγματική οικονομία φαίνεται και μέσα από τις - πρόσφατες - διαδοχικές και επαναλαμβανόμενες ανακοινώσεις για την επιβράδυνση. Οσες μάλιστα προέρχονται από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) προκαλούν και τη μεγαλύτερη ανησυχία. Στην πραγματικότητα αυτό ακριβώς πρέπει να φοβόμαστε περισσότερο: τη διακοπή παροχής πίστωσης προς τις επιχειρήσεις η οποία θα επιφέρει την ύφεση. Μια κατάσταση που βρίσκεται μακριά από τη συλλογική μνήμη της Ευρώπης καθώς έχουμε ζήσει μια πολύ μεγάλη και ευτυχή περίοδο ανάπτυξης που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην πρόοδο του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.
Η Ευρώπη βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι, για την ακρίβεια στο κέντρο του. Βρίσκεται αντιμέτωπη με μια κρίση η οποία, σύμφωνα με τον γενικό διευθυντή του ΔΝΤ Ντομινίκ Στρος-Καν, δεν μπορεί να επιλυθεί χωρίς συνεργασία, με τον καθένα απομονωμένο στη γωνιά του. Είναι λοιπόν επιβεβλημένη η ευρωπαϊκή συνεργασία. Σε αυτό το επίπεδο έχουμε καλά και άσχημα νέα. Το θετικό της υπόθεσης έγκειται στις προσπάθειες που καταβάλλουν η γαλλική προεδρία της Ευρωπαϊκής Ενωσης, οι πρόεδροι του Eurogroup (η επιτροπή των υπουργών Οικονομικών των χωρών της ευρωζώνης) και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και κυρίως ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) Ζαν-Κλοντ Τρισέ. Ολοι μαζί καταβάλλουν προσπάθειες να μεγιστοποιήσουν τη δράση των εταίρων ώστε να βοηθήσουν ένα τραπεζικό σύστημα που απειλείται με μπλοκάρισμα και με γενικευμένη κατάρρευση. Το αρνητικό είναι ότι παντού εφαρμόστηκαν λύσεις σε εθνικό επίπεδο, τη στιγμή που ένα πανευρωπαϊκό σχέδιο θα ήταν πιθανότατα αποτελεσματικότερο.
Αυτή τη φορά ήταν η Γερμανία που διέψευσε τις ελπίδες μας. Συγκεκριμένα η Ανγκελα Μέρκελ, η οποία αρνήθηκε ένα τέτοιο σχέδιο τόσο για λόγους που σχετίζονται με τις εκλογές και τον συσχετισμό δυνάμεων εντός του μεγάλου κυβερνητικού συνασπισμού της χώρας όσο και - κυρίως - λόγω της κακής εκτίμησης, προφανώς, της πραγματικής κατάστασης στην οποία βρίσκονται οι γερμανικές τράπεζες. Εξέφρασε τις διαφωνίες της ωσάν να επρόκειτο να βοηθήσει η Ευρώπη τους άλλους, ενώ στη συγκεκριμένη περίπτωση η Γερμανία ήταν αυτή που έχρηζε βοήθειας. Υπάρχει ένα (σχετικό) ιστορικό προηγούμενο· η αναγνώριση της Κροατίας από τη Γερμανία, στις αρχές της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας, την ίδια στιγμή που οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Γαλλία, είχαν εισηγηθεί ως προαπαιτούμενο την ύπαρξη μιας ομόφωνης απόφασης. Παραδόξως η ιδέα της εφαρμογής ενός μεσοπρόθεσμου ευρωπαϊκού σχεδίου προήλθε από εκεί που δεν το περιμέναμε, από το Λονδίνο. Η Μεγάλη Βρετανία αποτελεί, δεδομένης της θέσης που κατέχει διεθνώς το Σίτι, την κατ’ εξοχήν απειλούμενη χώρα από την εξέλιξη της κρίσης. Απόδειξη αυτού το εύρος των εθνικοποιήσεων που προβλέπει η εξαγγελθείσα από τον βρετανό πρωθυπουργό Γκόρντον Μπράουν νομοθετική ρύθμιση.
Ωστόσο αυτό που θα πρέπει στο εξής να μας προβληματίζει είναι οι ΗΠΑ και το (οικονομικό) μοντέλο τους. Ακόμη περισσότερο και από το μοντέλο, το αμερικανικό «πιστεύω» όπως αυτό εφαρμόστηκε προοδευτικά από την εποχή Ρίγκαν και ακολούθησε η καλύτερη μαθήτριά του, η κυρία Θάτσερ. Ενα «πιστεύω» που στηρίχθηκε στη λογική της απορρύθμισης. Ενώ αυτό που απαιτείται πλέον είναι μία ακόμη ευρύτερη και αποτελεσματικότερη ρύθμιση. Ενα «πιστεύω» που βασίστηκε στην ιδέα ότι «λιγότερη» κυβέρνηση, λιγότερες δημόσιες δαπάνες, λιγότερες δημόσιες υπηρεσίες θα σήμαιναν περισσότερα κέρδη από την παραγωγικότητα και την ανάπτυξη. Αυτό το όραμα εφαρμόστηκε κατά κύριο λόγο μέσω μιας πολιτικής εύκολου και άμεσα προσβάσιμου χρήματος, υποστηριζομένης από μια χρηματοοικονομική βιομηχανία απολύτως αποδεσμευμένη. Με τις καταστροφικές συνέπειες που παρατηρούνται σήμερα, έπειτα όμως - για να πούμε την αλήθεια - από μια λαμπρή περίοδο ανάπτυξης, η οποία σημαδεύτηκε από τη συρρίκνωση του κράτους και την τρομακτική όξυνση των ανισοτήτων.
Επομένως η έξοδος από την κρίση προϋποθέτει απαραιτήτως την επιστροφή του κράτους, η οποία θα οδηγήσει πιθανότατα σε ένα μεγαλόπνοο πρόγραμμα βασισμένο στις δημόσιες υπηρεσίες και στην αποκατάσταση της παλιάς, καλής ιδεολογίας της σοσιαλδημοκρατίας, προσανατολισμένης στην κοινωνική συνοχή, που θα πρέπει τελικά να οδηγήσει στη νίκη του Μπαράκ Ομπάμα. Το προβάδισμα που έχει αποκτήσει ο Δημοκρατικός υποψήφιος έναντι του Ρεπουμπλικανού αντιπάλου του οφείλεται λιγότερο στην επιτυχία που έχει - λίγο ως πολύ - σημειώσει στις τηλεοπτικές αναμετρήσεις και περισσότερο στη σημερινή πραγματικότητα, η οποία προκαλεί στα μάτια της πλειοψηφίας της κοινής γνώμης αποστροφή προς τις «συντηρητικές συνταγές».
Αυτό που μένει, σε αυτό το στάδιο, είναι να διατυπώσουμε μια διαπίστωση και ένα ερώτημα.
Η διαπίστωση: Πώς μπορούμε να μη βλέπουμε ότι αυτό που διαδραματίζεται επί της ουσίας μπροστά στα μάτια μας δεν είναι τίποτε λιγότερο από τη μετατόπιση του κέντρου βάρους και της ισχύος από την υπερατλαντική ζώνη στη ζώνη Ασίας - Ειρηνικού και συγκεκριμένα από την αμερικανική σφαίρα προς το σύνολο της σφαίρας επιρροής της Κίνας σήμερα, με την προσθήκη προσεχώς της Ιαπωνίας και της Ινδίας. Ποιος δεν βλέπει ότι η Κίνα, με τα τεράστια αποθέματα συναλλάγματος που έχουν δημιουργηθεί λόγω του εμπορικού πλεονάσματος έναντι των ΗΠΑ, είναι αυτή που μπορεί να συμβάλει στην επίλυση της κρίσης. Μια λύση η οποία θα ωφελήσει και την ίδια στον βαθμό που θα διασώσει τους μεγαλύτερους πελάτες της και θα διασφαλίσει κατά συνέπεια την ανάπτυξή της.
Το ερώτημα αφορά τη διατήρηση της αρχής που θα πρέπει να διέπει την οργάνωση του πλανήτη. Μια οργάνωση που θα πρέπει να είναι «ανοικτή»· η ανοικτή κοινωνία και η ανοικτή οικονομία βρέθηκαν ως σήμερα στην καρδιά της προόδου. Παντού όμως επανεμφανίζεται η τάση του προστατευτισμού και από αυτή την άποψη η αποτυχία που κατέγραψε στις αρχές του καλοκαιριού ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου αποτέλεσε έναν κακό οιωνό. Πρέπει λοιπόν να έχουμε κατά νου τα πολύ σοφά λόγια του Φρανσουά Μιτεράν: «Προστατευτισμός σημαίνει πόλεμος!»
Η Ευρώπη βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι, για την ακρίβεια στο κέντρο του. Βρίσκεται αντιμέτωπη με μια κρίση η οποία, σύμφωνα με τον γενικό διευθυντή του ΔΝΤ Ντομινίκ Στρος-Καν, δεν μπορεί να επιλυθεί χωρίς συνεργασία, με τον καθένα απομονωμένο στη γωνιά του. Είναι λοιπόν επιβεβλημένη η ευρωπαϊκή συνεργασία. Σε αυτό το επίπεδο έχουμε καλά και άσχημα νέα. Το θετικό της υπόθεσης έγκειται στις προσπάθειες που καταβάλλουν η γαλλική προεδρία της Ευρωπαϊκής Ενωσης, οι πρόεδροι του Eurogroup (η επιτροπή των υπουργών Οικονομικών των χωρών της ευρωζώνης) και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και κυρίως ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) Ζαν-Κλοντ Τρισέ. Ολοι μαζί καταβάλλουν προσπάθειες να μεγιστοποιήσουν τη δράση των εταίρων ώστε να βοηθήσουν ένα τραπεζικό σύστημα που απειλείται με μπλοκάρισμα και με γενικευμένη κατάρρευση. Το αρνητικό είναι ότι παντού εφαρμόστηκαν λύσεις σε εθνικό επίπεδο, τη στιγμή που ένα πανευρωπαϊκό σχέδιο θα ήταν πιθανότατα αποτελεσματικότερο.
Αυτή τη φορά ήταν η Γερμανία που διέψευσε τις ελπίδες μας. Συγκεκριμένα η Ανγκελα Μέρκελ, η οποία αρνήθηκε ένα τέτοιο σχέδιο τόσο για λόγους που σχετίζονται με τις εκλογές και τον συσχετισμό δυνάμεων εντός του μεγάλου κυβερνητικού συνασπισμού της χώρας όσο και - κυρίως - λόγω της κακής εκτίμησης, προφανώς, της πραγματικής κατάστασης στην οποία βρίσκονται οι γερμανικές τράπεζες. Εξέφρασε τις διαφωνίες της ωσάν να επρόκειτο να βοηθήσει η Ευρώπη τους άλλους, ενώ στη συγκεκριμένη περίπτωση η Γερμανία ήταν αυτή που έχρηζε βοήθειας. Υπάρχει ένα (σχετικό) ιστορικό προηγούμενο· η αναγνώριση της Κροατίας από τη Γερμανία, στις αρχές της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας, την ίδια στιγμή που οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Γαλλία, είχαν εισηγηθεί ως προαπαιτούμενο την ύπαρξη μιας ομόφωνης απόφασης. Παραδόξως η ιδέα της εφαρμογής ενός μεσοπρόθεσμου ευρωπαϊκού σχεδίου προήλθε από εκεί που δεν το περιμέναμε, από το Λονδίνο. Η Μεγάλη Βρετανία αποτελεί, δεδομένης της θέσης που κατέχει διεθνώς το Σίτι, την κατ’ εξοχήν απειλούμενη χώρα από την εξέλιξη της κρίσης. Απόδειξη αυτού το εύρος των εθνικοποιήσεων που προβλέπει η εξαγγελθείσα από τον βρετανό πρωθυπουργό Γκόρντον Μπράουν νομοθετική ρύθμιση.
Ωστόσο αυτό που θα πρέπει στο εξής να μας προβληματίζει είναι οι ΗΠΑ και το (οικονομικό) μοντέλο τους. Ακόμη περισσότερο και από το μοντέλο, το αμερικανικό «πιστεύω» όπως αυτό εφαρμόστηκε προοδευτικά από την εποχή Ρίγκαν και ακολούθησε η καλύτερη μαθήτριά του, η κυρία Θάτσερ. Ενα «πιστεύω» που στηρίχθηκε στη λογική της απορρύθμισης. Ενώ αυτό που απαιτείται πλέον είναι μία ακόμη ευρύτερη και αποτελεσματικότερη ρύθμιση. Ενα «πιστεύω» που βασίστηκε στην ιδέα ότι «λιγότερη» κυβέρνηση, λιγότερες δημόσιες δαπάνες, λιγότερες δημόσιες υπηρεσίες θα σήμαιναν περισσότερα κέρδη από την παραγωγικότητα και την ανάπτυξη. Αυτό το όραμα εφαρμόστηκε κατά κύριο λόγο μέσω μιας πολιτικής εύκολου και άμεσα προσβάσιμου χρήματος, υποστηριζομένης από μια χρηματοοικονομική βιομηχανία απολύτως αποδεσμευμένη. Με τις καταστροφικές συνέπειες που παρατηρούνται σήμερα, έπειτα όμως - για να πούμε την αλήθεια - από μια λαμπρή περίοδο ανάπτυξης, η οποία σημαδεύτηκε από τη συρρίκνωση του κράτους και την τρομακτική όξυνση των ανισοτήτων.
Επομένως η έξοδος από την κρίση προϋποθέτει απαραιτήτως την επιστροφή του κράτους, η οποία θα οδηγήσει πιθανότατα σε ένα μεγαλόπνοο πρόγραμμα βασισμένο στις δημόσιες υπηρεσίες και στην αποκατάσταση της παλιάς, καλής ιδεολογίας της σοσιαλδημοκρατίας, προσανατολισμένης στην κοινωνική συνοχή, που θα πρέπει τελικά να οδηγήσει στη νίκη του Μπαράκ Ομπάμα. Το προβάδισμα που έχει αποκτήσει ο Δημοκρατικός υποψήφιος έναντι του Ρεπουμπλικανού αντιπάλου του οφείλεται λιγότερο στην επιτυχία που έχει - λίγο ως πολύ - σημειώσει στις τηλεοπτικές αναμετρήσεις και περισσότερο στη σημερινή πραγματικότητα, η οποία προκαλεί στα μάτια της πλειοψηφίας της κοινής γνώμης αποστροφή προς τις «συντηρητικές συνταγές».
Αυτό που μένει, σε αυτό το στάδιο, είναι να διατυπώσουμε μια διαπίστωση και ένα ερώτημα.
Η διαπίστωση: Πώς μπορούμε να μη βλέπουμε ότι αυτό που διαδραματίζεται επί της ουσίας μπροστά στα μάτια μας δεν είναι τίποτε λιγότερο από τη μετατόπιση του κέντρου βάρους και της ισχύος από την υπερατλαντική ζώνη στη ζώνη Ασίας - Ειρηνικού και συγκεκριμένα από την αμερικανική σφαίρα προς το σύνολο της σφαίρας επιρροής της Κίνας σήμερα, με την προσθήκη προσεχώς της Ιαπωνίας και της Ινδίας. Ποιος δεν βλέπει ότι η Κίνα, με τα τεράστια αποθέματα συναλλάγματος που έχουν δημιουργηθεί λόγω του εμπορικού πλεονάσματος έναντι των ΗΠΑ, είναι αυτή που μπορεί να συμβάλει στην επίλυση της κρίσης. Μια λύση η οποία θα ωφελήσει και την ίδια στον βαθμό που θα διασώσει τους μεγαλύτερους πελάτες της και θα διασφαλίσει κατά συνέπεια την ανάπτυξή της.
Το ερώτημα αφορά τη διατήρηση της αρχής που θα πρέπει να διέπει την οργάνωση του πλανήτη. Μια οργάνωση που θα πρέπει να είναι «ανοικτή»· η ανοικτή κοινωνία και η ανοικτή οικονομία βρέθηκαν ως σήμερα στην καρδιά της προόδου. Παντού όμως επανεμφανίζεται η τάση του προστατευτισμού και από αυτή την άποψη η αποτυχία που κατέγραψε στις αρχές του καλοκαιριού ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου αποτέλεσε έναν κακό οιωνό. Πρέπει λοιπόν να έχουμε κατά νου τα πολύ σοφά λόγια του Φρανσουά Μιτεράν: «Προστατευτισμός σημαίνει πόλεμος!»