Για την υπεράσπιση της κοινωνίας
Γιάννης Μπαλαμπανίδης, Αυγή της Κυριακής, Δημοσιευμένο: 2008-12-21
Μαζί με την εξέγερση που πυροδότησε (κυριολεκτικά) η ασύλληπτη ωμότητα του "μεμονωμένου περιστατικού" το προηγούμενο Σάββατο, πυροδοτήθηκε και μια εκτεταμένη συζήτηση για τη βία, ως ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της ίδιας της εξέγερσης. Μεγάλη η κουβέντα, και χρήσιμη. Δεν σκοπεύω, ωστόσο, να συνεισφέρω στη συζήτηση, αλλά, με αφορμή τη βία, να προσπαθήσω να πω κάτι άλλο.
Βία καταρχάς μαζική, χαοτική, ποσοτικά και ποιοτικά διαφορετική από ό,τι είχαμε γνωρίσει ως τώρα, εξού και το γενικό σάστισμα. Επειδή ακριβώς εμπεριείχε ένα πρωτόγνωρο στοιχείο σφοδρότητας άνευ ορίων και άνευ όρων. Μέχρι τώρα, ακόμη και η τάση των "μπαχαλάκηδων" συνήθιζε να "τα σπάει", τελετουργικά, σχεδόν φολκλορικά, αλλά με ένα καλό ή κακό, όμως στοιχειωδώς πολιτικό, πλαίσιο: τράπεζες, αστυνομία, άντε και τα σύμβολα του μικροαστισμού, αμάξια και καμιά βιτρίνα. Αυτήν τη φορά, ωστόσο, η επίθεση στρεφόταν βέβαια πρωτίστως ενάντια σε τράπεζες και μεγαλοκαταστήματα, αλλά παραπέρα ενάντια σχεδόν στα πάντα, χωρίς πολλές πολλές διαφοροποιήσεις: αυτοκίνητα, μαγαζιά ή ξενοδοχεία, ακόμη κι αν μέσα βρίσκονταν άνθρωποι, επιθέσεις σε δημόσια κτίρια γενικώς και όχι απλώς σε όσα στεγάζουν κρατική εξουσία, νοσοκομεία, στάσεις λεωφορείων, πυροσβεστικά οχήματα, σε κάποιες, λίγες, περιπτώσεις, ακόμη και ασθενοφόρα∙ μένος ενάντια σε καθετί: ιδωτικό, κρατικό, δημόσιο -- αδιάφορο.
Το μαυροντυμένο πλήθος --σε γενικές γραμμές πιτσιρίκια ή νέοι, παιδιά εύπορων ή μικροαστικών οικογενειών, αλλά και "χουλιγκάνια", λούμπεν ή απόκληροι, μετανάστες δεύτερης γενιάς κλπ.-- χτυπώντας όλα αυτά χτυπούσε στην ουσία, συνολικά και άνευ ετέρου, ό,τι στα μάτια του αντιπροσωπεύει την οργανωμένη κοινωνία, για την ακρίβεια την κοινωνία όπως οργανώνεται σήμερα. Σε αυτό το αυθόρμητο, ανεπεξέργαστο και γενικευμένο μένος είναι μάλλον δύσκολο να ανιχνευθεί μια πολιτική διάσταση, διότι δεν διαμεσολαβείται πολιτικά κατά κανέναν τρόπο: δεν έχει διαδικασίες, αιτήματα, στόχους, λογική αλλά ούτε και λόγο· παραμένει (πολιτικά) άναρθρο. Αν ισχύουν όλα αυτά, η συγκεκριμένη τουλάχιστον, η πιο "θερμή" φάση της εξέγερσης, είχε χαρακτήρα βασικά αντι-κοινωνικό, με την πιο αυστηρή έννοια του όρου.
Φυσικά, η εξέγερση δεν έμεινε εκεί. Ως κοινωνικό φαινόμενο σε εξέλιξη, μετασχηματίστηκε ως προς τις μορφές, τα περιεχόμενα, τα υποκείμενά της. Εμπλουτίστηκε με τη συγκλονιστική παρουσία των μαθητών (και των γονιών τους), με άλλου τύπου διαδικασίες, δράσεις, διεκδικήσεις, των φοιτητών, λιγότερο των εργαζόμενων, και με μια καθοριστική συμβολή της (δικής μας και όχι μόνο) Αριστεράς.
Εξόχως σημαντικά και ελπιδοφόρα, όλα αυτά, και πρέπει να το πούμε. Ωστόσο, θα ήθελα να επιμείνω σε αυτό το κρίσιμο, κατά τη γνώμη μου, αντι-κοινωνικό στοιχείο των πρώτων, εν θερμώ αντιδράσεων. Γιατί μοιάζει μεν να ξεπεράστηκε στην περαιτέρω εξέλιξη της εξέγερσης, αλλά θα μπορούσαμε να διερωτηθούμε αν αφήνει κάποιο υλικό, συμβολικό και ιδεολογικό ίχνος πάνω της και πάνω σε όσους εμπλέκονται σε αυτήν. Αν επενεργεί, ρητά ή άρρητα, υπογείως ή μη, στους πόρους του κοινωνικού σώματος, σε μας τους ίδιους, και ενδεχομένως αν συμπυκνώνει αντιλήψεις, ιδέες, κοινούς τόπους που υφαίνουν μια συγκεκριμένη ποιότητα αντίστασης.
Το ερώτημα νομίζω ότι τίθεται ακριβώς επειδή αυτή η στάση, με τη σειρά της, χτίστηκε σταδιακά μέσα και σε αντιστοιχία με μια συγκεκριμένη κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, των τελευταίων χρόνων εννοώ. Μια πραγματικότητα αντι-κοινωνική η ίδια, με την έννοια ότι εντός της διαλύθηκε η κοινωνία, ό,τι συνέχει τους ανθρώπους σε κοινωνία, καθώς επικαθορίστηκε από τον συνδυασμό μιας ελκυστικής όσο και εύθραυστης ιδιωτικής ευμάρειας με μια εκτεταμένη δημόσια φτώχεια: μια ένδεια και απαξίωση κάθε δημόσιου και συλλογικού πράγματος. Το κυρίαρχο πρότυπο που προσφέρθηκε στους ανθρώπους ήταν η αποθέωση του καταναλωτικού ηδονισμού, το ατομικό και το κυνικό, η επιτρεπτικότητα στην παράβαση όρων και ορίων προς ίδιον όφελος, και η άλλη όψη της, ο αυταρχισμός που φρόντιζε να διοχετεύει τις κοινωνικές και πολιτικές συμπεριφορές στα όρια του απολύτως εμπορευματικού κόσμου μας.
Αυτό το πρότυπο ίσως προσδιόρισε και τις ίδιες τις αντιστάσεις που στράφηκαν εναντίον του. Κι επειδή όλοι μας, λίγο-πολύ, σε αυτό το πλαίσιο μετέχουμε, ιδίως οι μικρότεροι μέσα σε αυτό έχουμε συγκροτηθεί, επειδή αυτό έχει καθορίσει σε κάποιο βαθμό τουλάχιστον τις αντιλήψεις και τη στάση μας, θα πρέπει ενδεχομένως να αναρωτηθούμε αν ανεπαισθήτως ενδίδουμε καμιά φορά στους όρους ακριβώς που πολεμάμε. Όταν, για παράδειγμα, αποδεχόμαστε --αν και δεν συμμετέχουμε σʼ αυτήν-- την αδιαφοροποίητη οργή ως χειραφετητική ή απελευθερωτική αντίδραση από τους παρίες της κοινωνίας μας ή όταν, έχοντας επί χρόνια ζήσει την απαξίωση του συνδικαλισμού, δεν φέρνουμε και πολλές αντιρρήσεις σε μια διάλυση της "ξεπουλημένης ΓΣΕΕ".
Προφανώς δεν υπονοώ σε καμία περίπτωση την καταδίκη ή την ηθική απαξίωση της βίας, της οργής, και τα παρόμοια. Μας αφορά όμως να σκεφτούμε τους όρους της δικής μας πολιτικής πράξης. Να σκεφτούμε αν, όντας οι ίδιοι τέκνα όχι μόνο της ανάγκης και της οργής αλλά και ενός κόσμου που διαλύει κυνικά τους κοινωνικούς και πολιτικούς δεσμούς, προσχωρούμε, εκούσια ή ακούσια, εκεί που τέμνεται το ατομικό με το συλλογικό, σε μια στάση που, μπροστά σε αυτόν τον κόσμο, αποφασίζει να του δώσει μια να σπάσει -- κι ύστερα βλέπουμε. Ή αν πέφτει σε μας το δύσκολο καθήκον της υπεράσπισης της κοινωνίας. Όχι βέβαια συναινώντας στην αποκατάσταση της "κοινωνικής συνοχής" με τον τρόπο που μας υποβάλλει η κυβέρνηση και ο κυρίαρχος λόγος, που σημαίνει ματαίωση κάθε συλλογικής κινητοποίησης και επιστροφή στην τάξη της κατανάλωσης, αναπαράγοντας ακριβώς το πλαίσιο που διέλυσε την κοινωνία. Κάθε άλλο. Αλλά μάλλον να υπερασπιστούμε την κοινωνία προσδιορίζοντας ξανά, πολιτικά και συλλογικά, τι σημαίνει να ζούμε μαζί και με ποιους όρους, σε ποια όρια, με ποιο σκοπό. Έργο απείρως δυσκολότερο.
Ο Γιάννης Μπαλαμπανίδης είναι μέλος της Νεολαίας Συνασπισμού
Βία καταρχάς μαζική, χαοτική, ποσοτικά και ποιοτικά διαφορετική από ό,τι είχαμε γνωρίσει ως τώρα, εξού και το γενικό σάστισμα. Επειδή ακριβώς εμπεριείχε ένα πρωτόγνωρο στοιχείο σφοδρότητας άνευ ορίων και άνευ όρων. Μέχρι τώρα, ακόμη και η τάση των "μπαχαλάκηδων" συνήθιζε να "τα σπάει", τελετουργικά, σχεδόν φολκλορικά, αλλά με ένα καλό ή κακό, όμως στοιχειωδώς πολιτικό, πλαίσιο: τράπεζες, αστυνομία, άντε και τα σύμβολα του μικροαστισμού, αμάξια και καμιά βιτρίνα. Αυτήν τη φορά, ωστόσο, η επίθεση στρεφόταν βέβαια πρωτίστως ενάντια σε τράπεζες και μεγαλοκαταστήματα, αλλά παραπέρα ενάντια σχεδόν στα πάντα, χωρίς πολλές πολλές διαφοροποιήσεις: αυτοκίνητα, μαγαζιά ή ξενοδοχεία, ακόμη κι αν μέσα βρίσκονταν άνθρωποι, επιθέσεις σε δημόσια κτίρια γενικώς και όχι απλώς σε όσα στεγάζουν κρατική εξουσία, νοσοκομεία, στάσεις λεωφορείων, πυροσβεστικά οχήματα, σε κάποιες, λίγες, περιπτώσεις, ακόμη και ασθενοφόρα∙ μένος ενάντια σε καθετί: ιδωτικό, κρατικό, δημόσιο -- αδιάφορο.
Το μαυροντυμένο πλήθος --σε γενικές γραμμές πιτσιρίκια ή νέοι, παιδιά εύπορων ή μικροαστικών οικογενειών, αλλά και "χουλιγκάνια", λούμπεν ή απόκληροι, μετανάστες δεύτερης γενιάς κλπ.-- χτυπώντας όλα αυτά χτυπούσε στην ουσία, συνολικά και άνευ ετέρου, ό,τι στα μάτια του αντιπροσωπεύει την οργανωμένη κοινωνία, για την ακρίβεια την κοινωνία όπως οργανώνεται σήμερα. Σε αυτό το αυθόρμητο, ανεπεξέργαστο και γενικευμένο μένος είναι μάλλον δύσκολο να ανιχνευθεί μια πολιτική διάσταση, διότι δεν διαμεσολαβείται πολιτικά κατά κανέναν τρόπο: δεν έχει διαδικασίες, αιτήματα, στόχους, λογική αλλά ούτε και λόγο· παραμένει (πολιτικά) άναρθρο. Αν ισχύουν όλα αυτά, η συγκεκριμένη τουλάχιστον, η πιο "θερμή" φάση της εξέγερσης, είχε χαρακτήρα βασικά αντι-κοινωνικό, με την πιο αυστηρή έννοια του όρου.
Φυσικά, η εξέγερση δεν έμεινε εκεί. Ως κοινωνικό φαινόμενο σε εξέλιξη, μετασχηματίστηκε ως προς τις μορφές, τα περιεχόμενα, τα υποκείμενά της. Εμπλουτίστηκε με τη συγκλονιστική παρουσία των μαθητών (και των γονιών τους), με άλλου τύπου διαδικασίες, δράσεις, διεκδικήσεις, των φοιτητών, λιγότερο των εργαζόμενων, και με μια καθοριστική συμβολή της (δικής μας και όχι μόνο) Αριστεράς.
Εξόχως σημαντικά και ελπιδοφόρα, όλα αυτά, και πρέπει να το πούμε. Ωστόσο, θα ήθελα να επιμείνω σε αυτό το κρίσιμο, κατά τη γνώμη μου, αντι-κοινωνικό στοιχείο των πρώτων, εν θερμώ αντιδράσεων. Γιατί μοιάζει μεν να ξεπεράστηκε στην περαιτέρω εξέλιξη της εξέγερσης, αλλά θα μπορούσαμε να διερωτηθούμε αν αφήνει κάποιο υλικό, συμβολικό και ιδεολογικό ίχνος πάνω της και πάνω σε όσους εμπλέκονται σε αυτήν. Αν επενεργεί, ρητά ή άρρητα, υπογείως ή μη, στους πόρους του κοινωνικού σώματος, σε μας τους ίδιους, και ενδεχομένως αν συμπυκνώνει αντιλήψεις, ιδέες, κοινούς τόπους που υφαίνουν μια συγκεκριμένη ποιότητα αντίστασης.
Το ερώτημα νομίζω ότι τίθεται ακριβώς επειδή αυτή η στάση, με τη σειρά της, χτίστηκε σταδιακά μέσα και σε αντιστοιχία με μια συγκεκριμένη κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, των τελευταίων χρόνων εννοώ. Μια πραγματικότητα αντι-κοινωνική η ίδια, με την έννοια ότι εντός της διαλύθηκε η κοινωνία, ό,τι συνέχει τους ανθρώπους σε κοινωνία, καθώς επικαθορίστηκε από τον συνδυασμό μιας ελκυστικής όσο και εύθραυστης ιδιωτικής ευμάρειας με μια εκτεταμένη δημόσια φτώχεια: μια ένδεια και απαξίωση κάθε δημόσιου και συλλογικού πράγματος. Το κυρίαρχο πρότυπο που προσφέρθηκε στους ανθρώπους ήταν η αποθέωση του καταναλωτικού ηδονισμού, το ατομικό και το κυνικό, η επιτρεπτικότητα στην παράβαση όρων και ορίων προς ίδιον όφελος, και η άλλη όψη της, ο αυταρχισμός που φρόντιζε να διοχετεύει τις κοινωνικές και πολιτικές συμπεριφορές στα όρια του απολύτως εμπορευματικού κόσμου μας.
Αυτό το πρότυπο ίσως προσδιόρισε και τις ίδιες τις αντιστάσεις που στράφηκαν εναντίον του. Κι επειδή όλοι μας, λίγο-πολύ, σε αυτό το πλαίσιο μετέχουμε, ιδίως οι μικρότεροι μέσα σε αυτό έχουμε συγκροτηθεί, επειδή αυτό έχει καθορίσει σε κάποιο βαθμό τουλάχιστον τις αντιλήψεις και τη στάση μας, θα πρέπει ενδεχομένως να αναρωτηθούμε αν ανεπαισθήτως ενδίδουμε καμιά φορά στους όρους ακριβώς που πολεμάμε. Όταν, για παράδειγμα, αποδεχόμαστε --αν και δεν συμμετέχουμε σʼ αυτήν-- την αδιαφοροποίητη οργή ως χειραφετητική ή απελευθερωτική αντίδραση από τους παρίες της κοινωνίας μας ή όταν, έχοντας επί χρόνια ζήσει την απαξίωση του συνδικαλισμού, δεν φέρνουμε και πολλές αντιρρήσεις σε μια διάλυση της "ξεπουλημένης ΓΣΕΕ".
Προφανώς δεν υπονοώ σε καμία περίπτωση την καταδίκη ή την ηθική απαξίωση της βίας, της οργής, και τα παρόμοια. Μας αφορά όμως να σκεφτούμε τους όρους της δικής μας πολιτικής πράξης. Να σκεφτούμε αν, όντας οι ίδιοι τέκνα όχι μόνο της ανάγκης και της οργής αλλά και ενός κόσμου που διαλύει κυνικά τους κοινωνικούς και πολιτικούς δεσμούς, προσχωρούμε, εκούσια ή ακούσια, εκεί που τέμνεται το ατομικό με το συλλογικό, σε μια στάση που, μπροστά σε αυτόν τον κόσμο, αποφασίζει να του δώσει μια να σπάσει -- κι ύστερα βλέπουμε. Ή αν πέφτει σε μας το δύσκολο καθήκον της υπεράσπισης της κοινωνίας. Όχι βέβαια συναινώντας στην αποκατάσταση της "κοινωνικής συνοχής" με τον τρόπο που μας υποβάλλει η κυβέρνηση και ο κυρίαρχος λόγος, που σημαίνει ματαίωση κάθε συλλογικής κινητοποίησης και επιστροφή στην τάξη της κατανάλωσης, αναπαράγοντας ακριβώς το πλαίσιο που διέλυσε την κοινωνία. Κάθε άλλο. Αλλά μάλλον να υπερασπιστούμε την κοινωνία προσδιορίζοντας ξανά, πολιτικά και συλλογικά, τι σημαίνει να ζούμε μαζί και με ποιους όρους, σε ποια όρια, με ποιο σκοπό. Έργο απείρως δυσκολότερο.
Ο Γιάννης Μπαλαμπανίδης είναι μέλος της Νεολαίας Συνασπισμού