Για την Αριστερά των νέων
Κατερίνα Λαμπρινού, Αυγή της Κυριακής, Δημοσιευμένο: 2008-12-21
Στις πολιτικές, δημοσιογραφικές και κοινωνιολογίζουσες αναλύσεις των προηγούμενων ημερών για τις μέρες τούτες του Δεκέμβρη φάνηκε, σε αδρές γραμμές, μια ομόνοια ως προς τα αίτια της εξέγερσης, τα οποία συνεχίζουμε να επαναλαμβάνουμε ευλαβικά σαν προσευχή, ο καθένας στον εαυτό του και όλοι μαζί στις συζητήσεις μπας και καταφέρουμε μέσω --μιας σχεδόν αταβιστικής πια-- επανάληψης να καταλάβουμε πραγματικά το μέγεθος όσων ζούμε και το εύρος όσων δυσοίωνων μέλλονται.
Αυτή η σπάνια σύζευξη ποικίλων εκφάνσεων δυσαρέσκειας και οργής, όπως επικαθορίστηκε από την αδιανόητη βιαιότητα των αστυνομικών δυνάμεων και το είδος των κυβερνητικών επιλογών, δεν χαρακτηρίζεται, πιστεύω, τόσο από συγκεκριμένες στοχεύσεις και αιτήματα, όσο από την ανάγκη συμβολικής αποδοκιμασίας του πολιτικού συστήματος και του τρόπου λειτουργίας των θεσμικών μηχανισμών. Υπʼ αυτή την έννοια, το σύνολο των κομμάτων και των πολιτικών οργανώσεων --σε διαφορετικό βαθμό ευθύνης για τα αίτια της κρίσης, στον ίδιο βαθμό για την ουσία των προτάσεών τους-- κρίνονται, επικρίνονται και κατακρίνονται. Το αυθόρμητο και η αναγκαιότητα της εξέγερσης που η Αριστερά καλωσορίζει φαίνεται να συνιστά ταυτόχρονα και ένδειξη αποτυχίας της πολιτικής της, αυτοαναίρεση της αποτελεσματικότητάς της. Δεν εννοώ, φυσικά, ότι μια παθητική κοινωνία συνεπάγεται λειτουργική και επιτυχημένη Αριστερά. Ωστόσο, ο κυρίαρχος χαρακτήρας της κινητοποίησης, κατά κύριο λόγο, δεν προήλθε μέσα από τα οργανωτικά της μορφώματα και τα ποικίλα μετωπικά σχήματα που συνδιαλέγονται μαζί της: όπως το καταλαβαίνω τουλάχιστον, τον τόνο δίνουν σε μεγάλο βαθμό οι μαθητές και οι αναρχικοί· δεν ξέρω καν αν η πλειονότητα όσων διαμαρτύρονται συμπαρατάσσεται μαζί της εκλογικά.
Φυσικά, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι λόγω της ανόδου της Αριστεράς η κοινωνική αναταραχή οξύνεται, εφόσον η νέα κατάσταση αυξάνει τις προσδοκίες. Ωστόσο, αισθάνομαι ότι το επαναλαμβανόμενο μοτίβο πίσω από τις τοποθετήσεις των νέων για τους λόγους της κινητοποίησής τους ήταν το αδιέξοδο, με όλη την υλικότητα που η αίσθηση αδιεξόδου συνεπάγεται: αυτήν της μη ύπαρξης εναλλακτικής, δηλαδή εναλλακτικού τρόπου οργάνωσης της κοινωνικής και οικονομικής ζωής, εφικτού δηλαδή μετασχηματισμού των εξουσιαστικών δομών και των σχέσεων εκμετάλλευσης στο σχολείο, το πανεπιστήμιο και τον χώρο εργασίας.
Μια κρίση και επίκριση σαν και αυτή όμως δεν μπορεί να αφήνει την Αριστερά αδιάφορη. Η επιτυχία της εξέγερσης των νέων άλλωστε θα κριθεί από τις μεταβολές που θα επιφέρει και στο εσωτερικό των αριστερών κομμάτων. Ορθώς ο ΣΥΡΙΖΑ απευθύνεται προνομιακά σε μια ειδική κατηγορία που χαρακτηρίζει και προσδιορίζει την τρέχουσα κατάσταση, όχι γιατί πρόκειται για της Γης τους κολασμένους αλλά γιατί αποτελεί το νέο οικονομικό και πολιτικό υποκείμενο. Κανείς δεν είναι νέος για πάντα, όμως. Η νεολαία κάθε εποχής μέσα σε λίγα χρόνια ανανεώνεται σε ποσοστό εκατό τοις εκατό. Η μελλοντική κατανομή αυτής της γενιάς στην παραγωγική διαδικασία είναι, μεταξύ άλλων, αυτή που την οδηγεί στη διαμαρτυρία, με τις προσδοκίες δημιουργικής συλλογικής προόδου να βρίσκονται εκτός πεδίου και τους διαύλους της κοινωνικής ανόδου να έχουν διπλοκλειδώσει. Σε σχέση, ακριβώς, με αυτό η απεύθυνση της Αριστεράς στη νεολαία μπορεί να αποδειχθεί αποτελεσματική. Άλλωστε, ένας προταγματικός λόγος με επίκεντρο τα ζητήματα των νέων ίσως να είναι από τα ελάχιστα πράγματα που μπορούν να αποκαταστήσουν τη διερρηγμένη κοινωνική συνοχή, αν και αυτό ενδέχεται να αποδειχθεί εξαιρετικά δύσκολο, αφού δεν υπήρξαν ενδείξεις δυνάμει καθολικοποίησης των νεολαιίστικων συγκρούσεων.
Ένα τέτοιο πολιτικό σχέδιο, για να είναι συνεκτικό και δυνάμει ηγεμονικό, να εμπνέει και να κινητοποιεί δηλαδή, βάζει στο τραπέζι ταυτόχρονα πολλά ζητήματα για την Αριστερά: οικονομία και ανάπτυξη, μορφή που θα πάρουν η εργασιακή διαδικασία και η αναδιανομή, κοινωνικές συμμαχίες για τη συγκρότηση του κοινωνικού υποκειμένου, συστηματοποιημένες δηλαδή επεξεργασίες υπό τη μορφή συνεκτικού σχεδίου. Στη μικροκλίμακα της κομματικής πραγματικότητας, σίγουρα θέλω να πιστεύω ότι αξίζει κάτι καλύτερο από την αποσπασματικότητα των μπούλετ, τις συνοπτικές σελίδες που γράφει ένας και στις οποίες άλλοι αφαιρούν και συμπληρώνουν λέξεις, το στρογγύλεμα του λόγου, το συμπίλημα ανεπεξέργαστων και αυτοαναιρούμενων προτάσεων, την αποσιώπηση των προβληματισμών της βάσης και την (αυτο)λογοκρισία των διαφωνούντων.
Θα ήταν κρίμα ό,τι ζούμε να καταγραφεί σαν ένας ακόμα κρίκος στο είδος εκείνο των αναταραχών και των εξεγέρσεων που πρόσκαιρα μόνο οξύνονται για να μην επιφέρουν, τελικά, καμία ουσιαστική μεταλλαγή στην ίδια τη δομή της εξουσίας και απλώς χαρίζουν ένα άλλο ύφος στις συμβατικές μορφές διεκδίκησης. Η ιστορία μας δίδαξε ότι οι κοινωνικές εξεγέρσεις δεν συνεπάγονται νομοτελειακά τη ριζοσπαστικοποίηση και τη συνειδητοποίηση των δυνάμεων της αμφισβήτησης ούτε το αντίστροφο. Στο τέλος του γαλλικού Μάη, άλλωστε, οι τοίχοι του Παρισιού έφεραν το βάρος ενός συνθήματος-απειλή που με το προνόμιο της ύστερης γνώσης διαβάζεται ως φάρσα των γνήσιων τέκνων μιας μεγαλειώδους εξέγερσης: Το αίμα κυλάει, αλλά ο Κον-Μπεντίτ θα ξανάρθει!
Αυτή η σπάνια σύζευξη ποικίλων εκφάνσεων δυσαρέσκειας και οργής, όπως επικαθορίστηκε από την αδιανόητη βιαιότητα των αστυνομικών δυνάμεων και το είδος των κυβερνητικών επιλογών, δεν χαρακτηρίζεται, πιστεύω, τόσο από συγκεκριμένες στοχεύσεις και αιτήματα, όσο από την ανάγκη συμβολικής αποδοκιμασίας του πολιτικού συστήματος και του τρόπου λειτουργίας των θεσμικών μηχανισμών. Υπʼ αυτή την έννοια, το σύνολο των κομμάτων και των πολιτικών οργανώσεων --σε διαφορετικό βαθμό ευθύνης για τα αίτια της κρίσης, στον ίδιο βαθμό για την ουσία των προτάσεών τους-- κρίνονται, επικρίνονται και κατακρίνονται. Το αυθόρμητο και η αναγκαιότητα της εξέγερσης που η Αριστερά καλωσορίζει φαίνεται να συνιστά ταυτόχρονα και ένδειξη αποτυχίας της πολιτικής της, αυτοαναίρεση της αποτελεσματικότητάς της. Δεν εννοώ, φυσικά, ότι μια παθητική κοινωνία συνεπάγεται λειτουργική και επιτυχημένη Αριστερά. Ωστόσο, ο κυρίαρχος χαρακτήρας της κινητοποίησης, κατά κύριο λόγο, δεν προήλθε μέσα από τα οργανωτικά της μορφώματα και τα ποικίλα μετωπικά σχήματα που συνδιαλέγονται μαζί της: όπως το καταλαβαίνω τουλάχιστον, τον τόνο δίνουν σε μεγάλο βαθμό οι μαθητές και οι αναρχικοί· δεν ξέρω καν αν η πλειονότητα όσων διαμαρτύρονται συμπαρατάσσεται μαζί της εκλογικά.
Φυσικά, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι λόγω της ανόδου της Αριστεράς η κοινωνική αναταραχή οξύνεται, εφόσον η νέα κατάσταση αυξάνει τις προσδοκίες. Ωστόσο, αισθάνομαι ότι το επαναλαμβανόμενο μοτίβο πίσω από τις τοποθετήσεις των νέων για τους λόγους της κινητοποίησής τους ήταν το αδιέξοδο, με όλη την υλικότητα που η αίσθηση αδιεξόδου συνεπάγεται: αυτήν της μη ύπαρξης εναλλακτικής, δηλαδή εναλλακτικού τρόπου οργάνωσης της κοινωνικής και οικονομικής ζωής, εφικτού δηλαδή μετασχηματισμού των εξουσιαστικών δομών και των σχέσεων εκμετάλλευσης στο σχολείο, το πανεπιστήμιο και τον χώρο εργασίας.
Μια κρίση και επίκριση σαν και αυτή όμως δεν μπορεί να αφήνει την Αριστερά αδιάφορη. Η επιτυχία της εξέγερσης των νέων άλλωστε θα κριθεί από τις μεταβολές που θα επιφέρει και στο εσωτερικό των αριστερών κομμάτων. Ορθώς ο ΣΥΡΙΖΑ απευθύνεται προνομιακά σε μια ειδική κατηγορία που χαρακτηρίζει και προσδιορίζει την τρέχουσα κατάσταση, όχι γιατί πρόκειται για της Γης τους κολασμένους αλλά γιατί αποτελεί το νέο οικονομικό και πολιτικό υποκείμενο. Κανείς δεν είναι νέος για πάντα, όμως. Η νεολαία κάθε εποχής μέσα σε λίγα χρόνια ανανεώνεται σε ποσοστό εκατό τοις εκατό. Η μελλοντική κατανομή αυτής της γενιάς στην παραγωγική διαδικασία είναι, μεταξύ άλλων, αυτή που την οδηγεί στη διαμαρτυρία, με τις προσδοκίες δημιουργικής συλλογικής προόδου να βρίσκονται εκτός πεδίου και τους διαύλους της κοινωνικής ανόδου να έχουν διπλοκλειδώσει. Σε σχέση, ακριβώς, με αυτό η απεύθυνση της Αριστεράς στη νεολαία μπορεί να αποδειχθεί αποτελεσματική. Άλλωστε, ένας προταγματικός λόγος με επίκεντρο τα ζητήματα των νέων ίσως να είναι από τα ελάχιστα πράγματα που μπορούν να αποκαταστήσουν τη διερρηγμένη κοινωνική συνοχή, αν και αυτό ενδέχεται να αποδειχθεί εξαιρετικά δύσκολο, αφού δεν υπήρξαν ενδείξεις δυνάμει καθολικοποίησης των νεολαιίστικων συγκρούσεων.
Ένα τέτοιο πολιτικό σχέδιο, για να είναι συνεκτικό και δυνάμει ηγεμονικό, να εμπνέει και να κινητοποιεί δηλαδή, βάζει στο τραπέζι ταυτόχρονα πολλά ζητήματα για την Αριστερά: οικονομία και ανάπτυξη, μορφή που θα πάρουν η εργασιακή διαδικασία και η αναδιανομή, κοινωνικές συμμαχίες για τη συγκρότηση του κοινωνικού υποκειμένου, συστηματοποιημένες δηλαδή επεξεργασίες υπό τη μορφή συνεκτικού σχεδίου. Στη μικροκλίμακα της κομματικής πραγματικότητας, σίγουρα θέλω να πιστεύω ότι αξίζει κάτι καλύτερο από την αποσπασματικότητα των μπούλετ, τις συνοπτικές σελίδες που γράφει ένας και στις οποίες άλλοι αφαιρούν και συμπληρώνουν λέξεις, το στρογγύλεμα του λόγου, το συμπίλημα ανεπεξέργαστων και αυτοαναιρούμενων προτάσεων, την αποσιώπηση των προβληματισμών της βάσης και την (αυτο)λογοκρισία των διαφωνούντων.
Θα ήταν κρίμα ό,τι ζούμε να καταγραφεί σαν ένας ακόμα κρίκος στο είδος εκείνο των αναταραχών και των εξεγέρσεων που πρόσκαιρα μόνο οξύνονται για να μην επιφέρουν, τελικά, καμία ουσιαστική μεταλλαγή στην ίδια τη δομή της εξουσίας και απλώς χαρίζουν ένα άλλο ύφος στις συμβατικές μορφές διεκδίκησης. Η ιστορία μας δίδαξε ότι οι κοινωνικές εξεγέρσεις δεν συνεπάγονται νομοτελειακά τη ριζοσπαστικοποίηση και τη συνειδητοποίηση των δυνάμεων της αμφισβήτησης ούτε το αντίστροφο. Στο τέλος του γαλλικού Μάη, άλλωστε, οι τοίχοι του Παρισιού έφεραν το βάρος ενός συνθήματος-απειλή που με το προνόμιο της ύστερης γνώσης διαβάζεται ως φάρσα των γνήσιων τέκνων μιας μεγαλειώδους εξέγερσης: Το αίμα κυλάει, αλλά ο Κον-Μπεντίτ θα ξανάρθει!