Πόσο βαθιά να θάψουμε τον καπιταλισμό;
Γιώργος Γιαννουλόπουλος, Ελευθεροτυπία, Δημοσιευμένο: 2009-01-23
Πολλοί έχουν πει ότι παρά τις δικαιολογημένες θριαμβολογίες της Αριστεράς για την πανωλεθρία του νεοφιλευθερισμού, οι αντιδράσεις της προδίδουν μια αίσθηση αμηχανίας. Γιατί, άραγε; Ενας λόγος θα μπορούσε να ήταν το γεγονός ότι η κατάρρευση δεν οφείλεται στην αντίσταση των ηττημένων αλλά στην απληστία των νικητών. Δηλαδή, τον λάκκο τον έσκαψαν τα golden boys όταν, εφαρμόζοντας τη νεοφιλελεύθερη λογική, δημιούργησαν προβλήματα που το σύστημα αδυνατούσε να διαχειριστεί. Ισως όμως υπάρχει κι ένας άλλος λόγος, πιο ουσιαστικός: ότι η κρίση ξεθάβει κάποια άλυτα προβλήματα της Αριστεράς, και την εξαναγκάζει να απαντήσει σε ερωτήματα που η ίδια επιμελώς αποσιωπά. Προεκτείνοντας το μεταφορικό σχήμα της ταφής, νομίζω ότι θα δούμε τα πράγματα πιο καθαρά αν συνοψίσουμε τη στάση της στο δίλημμα «πόσο βαθιά να θάψουμε τον καπιταλισμό;».
Εκδοχή πρώτη: ο ρηχός τάφος. Με τον όρο αυτό αναφέρομαι σε όσους εισηγούνται παρέμβαση του κράτους στην οικονομία, επιβολή κανόνων, διεύρυνση του δημόσιου τομέα, απόρριψη της ιδεολογίας που προτάσσει το ατομικό συμφέρον, προώθηση αξιών όπως η κοινωνική δικαιοσύνη, λιγότερη έμφαση στην κατανάλωση σε συνδυασμό με περισσότερη ευαισθητοποίηση για το περιβάλλον. Τι ακριβώς αποσιωπάται εδώ; Απλούστατα, το γεγονός ότι όλα αυτά συνιστούν μια λύση περίπου σοσιαλδημοκρατική. Και επειδή κάτι τέτοιο δεν μπορούν να το πούν ανοιχτά οι ανήκοντες στην κατηγορία «είμαι πολύ αριστερός, δοξάστε με!», καταφεύγουν στο εξής ρητορικό τέχνασμα: αρχίζουν πάντα με μια πύρινη καταγγελία του νεοφιλελευθερισμού, στον οποίον χαρίζουν όλους τους σοσιαλδημοκράτες, και στη συνέχεια προτείνουν τα παραπάνω μέτρα -που αν ζούσε ο μακαρίτης ο Κέινς νομίζω ότι δεν θα είχε κανένα πρόβλημα να τα ευλογήσει.
Εκδοχή δεύτερη: ο βαθύς τάφος. Σύμφωνα με αυτήν, το πρόβλημα είναι συστημικό και δεν προκλήθηκε από πρακτικές που οι σοσιαλδημοκράτες καταδικάζουν μεν αλλά πιστεύουν ότι θα μπορούσαν να αποφευχθούν στο μέλλον. Αρα, η λύση δεν πρέπει να περιοριστεί σε ημίμετρα αλλά να φτάσει στην καρδιά του προβλήματος, δηλαδή να αναιρέσει τα δομικά χαρακτηριστικά του συστήματος- όπως το κέρδος, η ιδιωτική πρωτοβουλία, ακόμα και η αγορά. Θεωρώ ότι η εν λόγω διάγνωση είναι αρκετά πειστική αλλά, όσον αφορά τη θεραπεία, εκείνοι που επιλέγουν τον βαθύ τάφο για τον καπιταλισμό, διαισθάνονται ότι η συνολική απόρριψή του προϋποθέτει συνολική και συγκεκριμένη εναλλακτική πρόταση, την οποία συστηματικά αποφεύγουν, επειδή ξέρουν ότι εκεί βαθιά που σκάβουν θα ανακαλύψουν το πτώμα του σοσιαλισμού σε προχωρημένη σήψη. Και αυτό, μολονότι δεν το αρνούνται, το θέτουν εκτός συζήτησης, ωσάν να μην είχε καμία σχέση με το θέμα.
Ισως έτσι εξηγείται η συνειδητή ή υποσυνείδητη αμηχανία της Αριστεράς (πλην σταλινικού ΚΚΕ), αλλά και το δίλημμά της. Οταν εισηγείται συγκεκριμένες λύσεις βάζει νερό στο κρασί της ιδεολογίας της, κι όταν παραμένει πιστή στην ιδεολογία της οδηγείται υποχρεωτικά σε θέσεις που η ίδια θεωρεί ανέφικτες ή λανθασμένες. Και σ’ αυτό το αδιέξοδο θα παραμένει εγκλωβισμένη όσο αρνείται να ξεκαθαρίσει τις θολές ιδέες της για τον σοσιαλισμό. Η πολιτική με σημαία μια γενική και αόριστη «αντίσταση», που αρνείται να αποσαφηνίσει τους όρους της και διακινεί πιασιάρικες έννοιες, π.χ. «κινήματα» ή «ριζοσπαστισμός» πάνω σ’ ένα σκόπιμα αδιευκρίνιστο σοσιαλιστικό φόντο, μπορεί να αποφέρει συγκυριακά δημοσκοπικά ή και εκλογικά κέρδη, αλλά παραμένει υπεκφυγή και δεν συνιστά σοβαρή εναλλακτική πρόταση. Οπως έλεγε ο Μαρξ, αντί να ερμηνεύουμε τον κόσμο (και κατ’ επέκταση να τον σχολιάζουμε επικριτικά) το ζητούμενο είναι να τον αλλάξουμε. Και ασαφείς αλλαγές δεν υπάρχουν.
Εκδοχή πρώτη: ο ρηχός τάφος. Με τον όρο αυτό αναφέρομαι σε όσους εισηγούνται παρέμβαση του κράτους στην οικονομία, επιβολή κανόνων, διεύρυνση του δημόσιου τομέα, απόρριψη της ιδεολογίας που προτάσσει το ατομικό συμφέρον, προώθηση αξιών όπως η κοινωνική δικαιοσύνη, λιγότερη έμφαση στην κατανάλωση σε συνδυασμό με περισσότερη ευαισθητοποίηση για το περιβάλλον. Τι ακριβώς αποσιωπάται εδώ; Απλούστατα, το γεγονός ότι όλα αυτά συνιστούν μια λύση περίπου σοσιαλδημοκρατική. Και επειδή κάτι τέτοιο δεν μπορούν να το πούν ανοιχτά οι ανήκοντες στην κατηγορία «είμαι πολύ αριστερός, δοξάστε με!», καταφεύγουν στο εξής ρητορικό τέχνασμα: αρχίζουν πάντα με μια πύρινη καταγγελία του νεοφιλελευθερισμού, στον οποίον χαρίζουν όλους τους σοσιαλδημοκράτες, και στη συνέχεια προτείνουν τα παραπάνω μέτρα -που αν ζούσε ο μακαρίτης ο Κέινς νομίζω ότι δεν θα είχε κανένα πρόβλημα να τα ευλογήσει.
Εκδοχή δεύτερη: ο βαθύς τάφος. Σύμφωνα με αυτήν, το πρόβλημα είναι συστημικό και δεν προκλήθηκε από πρακτικές που οι σοσιαλδημοκράτες καταδικάζουν μεν αλλά πιστεύουν ότι θα μπορούσαν να αποφευχθούν στο μέλλον. Αρα, η λύση δεν πρέπει να περιοριστεί σε ημίμετρα αλλά να φτάσει στην καρδιά του προβλήματος, δηλαδή να αναιρέσει τα δομικά χαρακτηριστικά του συστήματος- όπως το κέρδος, η ιδιωτική πρωτοβουλία, ακόμα και η αγορά. Θεωρώ ότι η εν λόγω διάγνωση είναι αρκετά πειστική αλλά, όσον αφορά τη θεραπεία, εκείνοι που επιλέγουν τον βαθύ τάφο για τον καπιταλισμό, διαισθάνονται ότι η συνολική απόρριψή του προϋποθέτει συνολική και συγκεκριμένη εναλλακτική πρόταση, την οποία συστηματικά αποφεύγουν, επειδή ξέρουν ότι εκεί βαθιά που σκάβουν θα ανακαλύψουν το πτώμα του σοσιαλισμού σε προχωρημένη σήψη. Και αυτό, μολονότι δεν το αρνούνται, το θέτουν εκτός συζήτησης, ωσάν να μην είχε καμία σχέση με το θέμα.
Ισως έτσι εξηγείται η συνειδητή ή υποσυνείδητη αμηχανία της Αριστεράς (πλην σταλινικού ΚΚΕ), αλλά και το δίλημμά της. Οταν εισηγείται συγκεκριμένες λύσεις βάζει νερό στο κρασί της ιδεολογίας της, κι όταν παραμένει πιστή στην ιδεολογία της οδηγείται υποχρεωτικά σε θέσεις που η ίδια θεωρεί ανέφικτες ή λανθασμένες. Και σ’ αυτό το αδιέξοδο θα παραμένει εγκλωβισμένη όσο αρνείται να ξεκαθαρίσει τις θολές ιδέες της για τον σοσιαλισμό. Η πολιτική με σημαία μια γενική και αόριστη «αντίσταση», που αρνείται να αποσαφηνίσει τους όρους της και διακινεί πιασιάρικες έννοιες, π.χ. «κινήματα» ή «ριζοσπαστισμός» πάνω σ’ ένα σκόπιμα αδιευκρίνιστο σοσιαλιστικό φόντο, μπορεί να αποφέρει συγκυριακά δημοσκοπικά ή και εκλογικά κέρδη, αλλά παραμένει υπεκφυγή και δεν συνιστά σοβαρή εναλλακτική πρόταση. Οπως έλεγε ο Μαρξ, αντί να ερμηνεύουμε τον κόσμο (και κατ’ επέκταση να τον σχολιάζουμε επικριτικά) το ζητούμενο είναι να τον αλλάξουμε. Και ασαφείς αλλαγές δεν υπάρχουν.