Το ελληνικό πανεπιστήμιο χωρίς φόβο και πάθος
Ναπολέων Μαραβέγιας, Ελευθεροτυπία, Δημοσιευμένο: 2009-02-16
Η πρόσφατη μέτρηση των δεικτών εμπιστοσύνης στους θεσμούς από την Public Issue αποκαλύπτει ότι τα πανεπιστήμια βρίσκονται μέσα στην πρώτη δεκάδα των θεσμών που εμπιστεύονται οι Ελληνες πολίτες («Καθημερινή», 28/12/2008). Συγκριτικά με άλλους θεσμούς, όπως τα κόμματα, οι κυβερνήσεις, τα υπουργεία, η τηλεόραση κ.ά., η θέση που βρίσκονται τα πανεπιστήμια είναι αξιοζήλευτη, ιδιαίτερα έπειτα από τόσες καταγγελίες ακόμη και από τους ίδιους τους λειτουργούς τους, τους καθηγητές.
Το ερώτημα που τίθεται είναι γιατί τα τελευταία χρόνια οι ίδιοι οι καθηγητές προχωρούν σε δημόσιες καταγγελίες των όσων συμβαίνουν στο ελληνικό πανεπιστήμιο. Μήπως πρόκειται για διάθεση αυτοθυσίας, που αξίζει να επαινεθεί ή για ενδόμυχη τάση αναζήτησης ενός ιδανικού κόσμου, μέσα στον οποίο τα πανεπιστήμια θα λειτουργούν και στην Ελλάδα όπως εξιδανικευμένα υποτίθεται ότι λειτουργούν στη Δύση; (όπου οι περισσότεροι καθηγητές των ελληνικών πανεπιστημίων έχουμε σπουδάσει ή/και διδάξει).
Η εξήγηση του φαινομένου δεν αλλάζει το γεγονός ότι συμβαίνουν πολλά από όσα καταγγέλλονται. Ομως είναι άδικο και επικίνδυνο να γενικεύονται οι καταγγελίες σε όλους τους καθηγητές και φοιτητές, εφόσον οι περισσότεροι εργάζονται με σοβαρότητα και υπευθυνότητα στο πλαίσιο των συχνά αξεπέραστων δυσκολιών που θέτουν η γενικότερη κατάσταση των υποδομών σε κτίρια και εξοπλισμό, λόγω της χρόνιας δημόσιας υποχρηματοδότησης, η αναξιοπρεπής μισθολογική μεταχείριση των διδασκόντων, η υποτυπώδης φοιτητική μέριμνα καθώς και η ξεπερασμένη οργάνωση και διοίκηση των ελληνικών πανεπιστημίων λόγω της επαγγελλόμενης αλλά ακόμη εκκρεμούσας μεταρρύθμισης.
Ενώ είναι αλήθεια ότι δεν είναι όλα τα ελληνικά πανεπιστήμια ίδια, ούτε όλα τα πανεπιστημιακά τμήματα λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο, υπάρχουν περιπτώσεις που κυριαρχούν η πλημμελής εκπλήρωση των διδακτικών και ερευνητικών καθηκόντων των διδασκόντων, η αναξιοκρατία, η ευνοιοκρατία, η οικογενειοκρατία, η «αλληλεγγύη της παρέας» και οι προσωπικές σχέσεις που συχνά γίνονται και πελατειακές, όσον αφορά στην ανάδειξη των διοικητικών αρχών και στην εκλογή καθηγητών.
Το γεγονός ότι οι συμπεριφορές αυτές είναι εγγενείς στην ελληνική κοινωνία και ότι διαχέονται σε όλα τα κοινωνικά στρώματα και σ’ όλους τους θεσμούς της χώρας μας δεν πρέπει να αποτελεί δικαιολογία. Δυστυχώς πολύ συχνά η εύνοια για αυτούς που γνωρίζουμε προσωπικά και φιλικά συναγωνίζεται την αδιαφορία και την εχθρότητα γι’ αυτούς που βρίσκονται έξω από τον κύκλο των γνωστών και φιλικών μας προσώπων, έστω κι αν αυτοί είναι άριστοι. Αυτό συμβαίνει σ’ όλο τον κόσμο, αλλά στη χώρα μας παίρνει μεγάλες διαστάσεις και αποτελεί ένα πολιτιστικό χαρακτηριστικό που καταστρέφει κάθε έννοια θεσμού και τελικά κάθε έννοια συγκροτημένης κοινωνίας.
Στα ελληνικά πανεπιστήμια τέτοιες συμπεριφορές θα έπρεπε να υποχωρούν μπροστά στον ορθολογισμό και την αποπροσωποποιημένη λειτουργία των θεσμών, εφόσον οι περισσότεροι από τους καθηγητές που υπηρετούν σε αυτά έχουν γνώση και εμπειρία από τον αποτελεσματικότερο, αλλά όχι ιδανικό, όπως συχνά εμφανίζεται, τρόπο λειτουργίας των πανεπιστημίων στις δυτικές χώρες. Είναι προφανές ότι στον σύγχρονο ανταγωνιστικό κόσμο ο «ελληνικός τρόπος» λειτουργίας δεν είναι αποτελεσματικός, εφόσον εμποδίζει την ανάδειξη των καλύτερων διδασκόντων και υπονομεύει την άρτια εκπαίδευση των φοιτητών.
Στην πραγματικότητα, παρά τα όσα λέγονται, οι συμπεριφορές αυτές εμφανίζονται σε πολύ μικρότερο βαθμό στο ελληνικό πανεπιστήμιο σε σχέση με ό,τι συμβαίνει σε άλλους θεσμούς στη χώρα μας, πράγμα που εξηγεί και το γεγονός ότι το γενικό επίπεδο απόδοσης του ελληνικού πανεπιστημίου είναι ικανοποιητικό. Αυτό αποδεικνύεται από τους Ελληνες πτυχιούχους που διαπρέπουν επιστημονικά σε διάφορες χώρες του εξωτερικού καθώς και από τις ερευνητικές επιδόσεις των καθηγητών σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Εξάλλου το γεγονός ότι οι «ελληνικού τύπου» συμπεριφορές καταγγέλλονται, συχνά υπερβολικά, από τους ίδιους τους λειτουργούς του ελληνικού πανεπιστημίου, δείχνει μια ευαισθησία, που σπάνια απαντάται σε άλλους θεσμούς.
Προφανώς οι συμπεριφορές αυτές πρέπει να εκλείψουν, προκειμένου να βελτιωθεί το επίπεδο σπουδών στα ελληνικά πανεπιστήμια, να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη της ελληνικής κοινωνίας προς αυτά, να αποδυναμωθούν τα επιχειρήματα υπέρ της ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων και κυρίως να αποτελέσουν παράδειγμα και για άλλους θεσμούς στη χώρα μας.
Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος βελτίωσης της ποιότητας των πανεπιστημίων μας, εκτός βέβαια από την απαραίτητη αύξηση της χρηματοδότησής τους, την αξιοπρεπή μισθολογική μεταχείριση των λειτουργών τους και τον εκσυγχρονισμό του θεσμικού τους πλαισίου, το οποίο, μεταξύ άλλων, πρέπει να αποτρέπει τις προαναφερόμενες συμπεριφορές (βλ. «Ελευθεροτυπία» 6.3.07 ), είναι η ουσιαστική εφαρμογή διαφανών διαδικασιών σε όλες τις πτυχές της λειτουργίας τους, καθώς και η λογοδοσία στην ελληνική κοινωνία με συνεχή αξιολόγηση του έργου τους, όπως συμβαίνει σε όλο τον κόσμο.
Είναι ενθαρρυντικό ότι τα τελευταία χρόνια έχουν ξεκινήσει και στη χώρα μας, παρά τις δυσκολίες, διαδικασίες αξιολόγησης των ελληνικών ΑΕΙ με την υποστήριξη μιας Ανεξάρτητης Διοικητικής Αρχής, ενώ αργά αλλά σταθερά αναπτύσσεται στην πανεπιστημιακή κοινότητα ένα σημαντικό ρεύμα προς την κατεύθυνση αυτή, που αξίζει να ενισχυθεί με εποικοδομητική κριτική, χωρίς φόβο αλλά και χωρίς πάθος.
* Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Το ερώτημα που τίθεται είναι γιατί τα τελευταία χρόνια οι ίδιοι οι καθηγητές προχωρούν σε δημόσιες καταγγελίες των όσων συμβαίνουν στο ελληνικό πανεπιστήμιο. Μήπως πρόκειται για διάθεση αυτοθυσίας, που αξίζει να επαινεθεί ή για ενδόμυχη τάση αναζήτησης ενός ιδανικού κόσμου, μέσα στον οποίο τα πανεπιστήμια θα λειτουργούν και στην Ελλάδα όπως εξιδανικευμένα υποτίθεται ότι λειτουργούν στη Δύση; (όπου οι περισσότεροι καθηγητές των ελληνικών πανεπιστημίων έχουμε σπουδάσει ή/και διδάξει).
Η εξήγηση του φαινομένου δεν αλλάζει το γεγονός ότι συμβαίνουν πολλά από όσα καταγγέλλονται. Ομως είναι άδικο και επικίνδυνο να γενικεύονται οι καταγγελίες σε όλους τους καθηγητές και φοιτητές, εφόσον οι περισσότεροι εργάζονται με σοβαρότητα και υπευθυνότητα στο πλαίσιο των συχνά αξεπέραστων δυσκολιών που θέτουν η γενικότερη κατάσταση των υποδομών σε κτίρια και εξοπλισμό, λόγω της χρόνιας δημόσιας υποχρηματοδότησης, η αναξιοπρεπής μισθολογική μεταχείριση των διδασκόντων, η υποτυπώδης φοιτητική μέριμνα καθώς και η ξεπερασμένη οργάνωση και διοίκηση των ελληνικών πανεπιστημίων λόγω της επαγγελλόμενης αλλά ακόμη εκκρεμούσας μεταρρύθμισης.
Ενώ είναι αλήθεια ότι δεν είναι όλα τα ελληνικά πανεπιστήμια ίδια, ούτε όλα τα πανεπιστημιακά τμήματα λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο, υπάρχουν περιπτώσεις που κυριαρχούν η πλημμελής εκπλήρωση των διδακτικών και ερευνητικών καθηκόντων των διδασκόντων, η αναξιοκρατία, η ευνοιοκρατία, η οικογενειοκρατία, η «αλληλεγγύη της παρέας» και οι προσωπικές σχέσεις που συχνά γίνονται και πελατειακές, όσον αφορά στην ανάδειξη των διοικητικών αρχών και στην εκλογή καθηγητών.
Το γεγονός ότι οι συμπεριφορές αυτές είναι εγγενείς στην ελληνική κοινωνία και ότι διαχέονται σε όλα τα κοινωνικά στρώματα και σ’ όλους τους θεσμούς της χώρας μας δεν πρέπει να αποτελεί δικαιολογία. Δυστυχώς πολύ συχνά η εύνοια για αυτούς που γνωρίζουμε προσωπικά και φιλικά συναγωνίζεται την αδιαφορία και την εχθρότητα γι’ αυτούς που βρίσκονται έξω από τον κύκλο των γνωστών και φιλικών μας προσώπων, έστω κι αν αυτοί είναι άριστοι. Αυτό συμβαίνει σ’ όλο τον κόσμο, αλλά στη χώρα μας παίρνει μεγάλες διαστάσεις και αποτελεί ένα πολιτιστικό χαρακτηριστικό που καταστρέφει κάθε έννοια θεσμού και τελικά κάθε έννοια συγκροτημένης κοινωνίας.
Στα ελληνικά πανεπιστήμια τέτοιες συμπεριφορές θα έπρεπε να υποχωρούν μπροστά στον ορθολογισμό και την αποπροσωποποιημένη λειτουργία των θεσμών, εφόσον οι περισσότεροι από τους καθηγητές που υπηρετούν σε αυτά έχουν γνώση και εμπειρία από τον αποτελεσματικότερο, αλλά όχι ιδανικό, όπως συχνά εμφανίζεται, τρόπο λειτουργίας των πανεπιστημίων στις δυτικές χώρες. Είναι προφανές ότι στον σύγχρονο ανταγωνιστικό κόσμο ο «ελληνικός τρόπος» λειτουργίας δεν είναι αποτελεσματικός, εφόσον εμποδίζει την ανάδειξη των καλύτερων διδασκόντων και υπονομεύει την άρτια εκπαίδευση των φοιτητών.
Στην πραγματικότητα, παρά τα όσα λέγονται, οι συμπεριφορές αυτές εμφανίζονται σε πολύ μικρότερο βαθμό στο ελληνικό πανεπιστήμιο σε σχέση με ό,τι συμβαίνει σε άλλους θεσμούς στη χώρα μας, πράγμα που εξηγεί και το γεγονός ότι το γενικό επίπεδο απόδοσης του ελληνικού πανεπιστημίου είναι ικανοποιητικό. Αυτό αποδεικνύεται από τους Ελληνες πτυχιούχους που διαπρέπουν επιστημονικά σε διάφορες χώρες του εξωτερικού καθώς και από τις ερευνητικές επιδόσεις των καθηγητών σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Εξάλλου το γεγονός ότι οι «ελληνικού τύπου» συμπεριφορές καταγγέλλονται, συχνά υπερβολικά, από τους ίδιους τους λειτουργούς του ελληνικού πανεπιστημίου, δείχνει μια ευαισθησία, που σπάνια απαντάται σε άλλους θεσμούς.
Προφανώς οι συμπεριφορές αυτές πρέπει να εκλείψουν, προκειμένου να βελτιωθεί το επίπεδο σπουδών στα ελληνικά πανεπιστήμια, να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη της ελληνικής κοινωνίας προς αυτά, να αποδυναμωθούν τα επιχειρήματα υπέρ της ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων και κυρίως να αποτελέσουν παράδειγμα και για άλλους θεσμούς στη χώρα μας.
Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος βελτίωσης της ποιότητας των πανεπιστημίων μας, εκτός βέβαια από την απαραίτητη αύξηση της χρηματοδότησής τους, την αξιοπρεπή μισθολογική μεταχείριση των λειτουργών τους και τον εκσυγχρονισμό του θεσμικού τους πλαισίου, το οποίο, μεταξύ άλλων, πρέπει να αποτρέπει τις προαναφερόμενες συμπεριφορές (βλ. «Ελευθεροτυπία» 6.3.07 ), είναι η ουσιαστική εφαρμογή διαφανών διαδικασιών σε όλες τις πτυχές της λειτουργίας τους, καθώς και η λογοδοσία στην ελληνική κοινωνία με συνεχή αξιολόγηση του έργου τους, όπως συμβαίνει σε όλο τον κόσμο.
Είναι ενθαρρυντικό ότι τα τελευταία χρόνια έχουν ξεκινήσει και στη χώρα μας, παρά τις δυσκολίες, διαδικασίες αξιολόγησης των ελληνικών ΑΕΙ με την υποστήριξη μιας Ανεξάρτητης Διοικητικής Αρχής, ενώ αργά αλλά σταθερά αναπτύσσεται στην πανεπιστημιακή κοινότητα ένα σημαντικό ρεύμα προς την κατεύθυνση αυτή, που αξίζει να ενισχυθεί με εποικοδομητική κριτική, χωρίς φόβο αλλά και χωρίς πάθος.
* Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών