Ποιον εννοούν;
Γιώργος Γιαννουλόπουλος, Ελευθεροτυπία, Δημοσιευμένο: 2009-02-20
Μολονότι η συζήτηση για το αν ο Συνασπισμός θα πρέπει ή όχι να συνεργαστεί με το ΠΑΣΟΚ κρατάει χρόνια και δεν τη βλέπω να τελειώνει σύντομα, υπάρχει μια ερώτηση που παραμένει, για μένα τουλάχιστον, αναπάντητη: η συμμετοχή σε κυβέρνηση -διότι αυτό είναι το ουσιώδες- απορρίπτεται, επειδή οι συγκεκριμένοι όροι υπό τους οποίους θα πραγματοποιηθεί κρίνονται ασύμφοροι ή για λόγους αρχής; Προφανής η διαφορά. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε μια πολιτική εκτίμηση που μπορεί να κριθεί ή να αλλάξει· στη δεύτερη, μια αδιαπραγμάτευτη θέση. (Το ίδιο ισχύει για την αποδοχή τής συμμετοχής: είναι πολιτικά συμφέρουσα ή πρέπει να γίνει ντε και καλά;)
Δεν είμαι σε θέση να ξέρω πόσοι από εκείνους που τάσσονται κατά εμπίπτουν στην πρώτη ή στη δεύτερη κατηγορία. Εχω όμως την αίσθηση ότι για ορισμένους είναι όντως θέμα αρχής. Φυσικά, δημοσίως τέτοια πράγματα δεν λέγονται. Τους προδίδει όμως η στάση τους. Πάντα κάτι θα βρουν, ενώ παράλληλα ο ριζοσπαστισμός τους -αλήθεια, τι αλλάζει όταν ένα κόμμα της Αριστεράς γίνεται ριζοσπαστικό;- αναδίδει μια αίσθηση φιλάρεσκης αριστεροσύνης, που τρέφεται από το γεγονός ότι απαντάει μόνο στα ερωτήματα που οι ίδιοι επιλέγουν και όχι σ’ εκείνα που η πραγματικότητα επιβάλλει. Μια τέτοια στάση δεν θα άντεχε σε οποιαδήποτε συμμετοχή στην εξουσία, η οποία οφείλει να παίρνει και να εφαρμόζει αποφάσεις, με όποιο πολιτικό κόστος αυτό συνεπάγεται, και όχι απλώς να προτείνει έναν διαφορετικό κόσμο.
Στο σημείο αυτό σας μεταφέρω το εξής σχόλιο για ένα κόμμα της Αριστεράς: η αντίθεσή του στον δικομματισμό και τον καπιταλισμό «δεν αποσκοπεί ρητά και συγκεκριμένα στο να αλλάξουν σήμερα όσα οι κοινωνικοί και πολιτικοί συσχετισμοί και οι αντίστοιχοι αγώνες επιτρέπουν να αλλάξουν... Κάθε τέτοια αλλαγή δεν θεωρείται... επιμέρους κατάκτηση και συμβολή στην ενίσχυση των συσχετισμών αυτών, αλλά απλός εξωραϊσμός του καπιταλιστικού συστήματος. Με αυτό τον τρόπο οι ταξικές και λαϊκές δυνάμεις... εγκλωβίζονται σε μια απολύτως αδιέξοδη στρατηγική, ενόσω το ίδιο (το κόμμα) περιχαρακώνεται, προκειμένου να διατηρήσει τον εαυτό του καθαρό και αμόλυντο, επιδιώκοντας ταυτόχρονα να περιφρουρήσει τα εκλογικά ποσοστά του...»
Διευκρίνισα ότι η πατρότητα του σχολίου δεν μου ανήκει. Σκόπιμα όμως παρέλειψα να σας πω ποιος το έγραψε και ποιον εννοεί. Κι επειδή το μυαλό σας μπορεί να πάει στους ανανεωτές, σας πληροφορώ ότι το ανωτέρω απόσπασμα προέρχεται από το κείμενο προγράμματος του Συνασπισμού και αναφέρεται στο ΚΚΕ. Ως ανάλυση της πολιτικής του Περισσού, χτυπάει κέντρο. Μήπως, όμως, άθελά τους ίσως, οι συντάκτες του προγράμματος μιλούσαν και για τον Συνασπισμό; Μήπως δηλαδή στην πράξη και όχι στις διακηρύξεις, το ζητούμενο δεν είναι να βελτιωθεί, έστω και λίγο η κατάσταση, αλλά να διατηρηθεί το ηθικό πλεονέκτημα του κρίνοντος και να αναδειχθεί το «αντιστασιακό» και νεολαιίστικο image του ΣΥΡΙΖΑ; Μήπως κάποιες από τις συνιστώσες του, που έχουν αποκτήσει δυασανάλογα μεγάλο βάρος, προωθούν τη δική τους «καθαρή και αμόλυντη» αριστερίστικη ατζέντα, σε ένα θολό ιδεολογικό τοπίο, όπου η «αντίσταση» αποκτά τις μεταφυσικές διαστάσεις του Καλού; Μήπως η πολιτική γίνεται αφάνταστα εύκολη -αλλά συνάμα μάταιη- για όσους επιλέγουν τον ρόλο της μόνιμης αντιπολίτευσης, εφόσον ό,τι δεν εφαρμόζεται δεν μπορεί και να διαψευστεί; Φοβάμαι πως όλα αυτά αθροίζονται σε έναν ναρκισσισμό εκ του ασφαλούς. Δηλαδή σαν κάποιον που δηλώνει συγγραφέας και ως τέτοιος κρίνει, και μάλιστα αυστηρά, τα βιβλία των άλλων, όμως ο ίδιος δεν έχει εκδώσει ακόμα τίποτα, αλλά συνεχώς υπόσχεται πως όταν το κάνει θα είναι αριστούργημα.
Δεν είμαι σε θέση να ξέρω πόσοι από εκείνους που τάσσονται κατά εμπίπτουν στην πρώτη ή στη δεύτερη κατηγορία. Εχω όμως την αίσθηση ότι για ορισμένους είναι όντως θέμα αρχής. Φυσικά, δημοσίως τέτοια πράγματα δεν λέγονται. Τους προδίδει όμως η στάση τους. Πάντα κάτι θα βρουν, ενώ παράλληλα ο ριζοσπαστισμός τους -αλήθεια, τι αλλάζει όταν ένα κόμμα της Αριστεράς γίνεται ριζοσπαστικό;- αναδίδει μια αίσθηση φιλάρεσκης αριστεροσύνης, που τρέφεται από το γεγονός ότι απαντάει μόνο στα ερωτήματα που οι ίδιοι επιλέγουν και όχι σ’ εκείνα που η πραγματικότητα επιβάλλει. Μια τέτοια στάση δεν θα άντεχε σε οποιαδήποτε συμμετοχή στην εξουσία, η οποία οφείλει να παίρνει και να εφαρμόζει αποφάσεις, με όποιο πολιτικό κόστος αυτό συνεπάγεται, και όχι απλώς να προτείνει έναν διαφορετικό κόσμο.
Στο σημείο αυτό σας μεταφέρω το εξής σχόλιο για ένα κόμμα της Αριστεράς: η αντίθεσή του στον δικομματισμό και τον καπιταλισμό «δεν αποσκοπεί ρητά και συγκεκριμένα στο να αλλάξουν σήμερα όσα οι κοινωνικοί και πολιτικοί συσχετισμοί και οι αντίστοιχοι αγώνες επιτρέπουν να αλλάξουν... Κάθε τέτοια αλλαγή δεν θεωρείται... επιμέρους κατάκτηση και συμβολή στην ενίσχυση των συσχετισμών αυτών, αλλά απλός εξωραϊσμός του καπιταλιστικού συστήματος. Με αυτό τον τρόπο οι ταξικές και λαϊκές δυνάμεις... εγκλωβίζονται σε μια απολύτως αδιέξοδη στρατηγική, ενόσω το ίδιο (το κόμμα) περιχαρακώνεται, προκειμένου να διατηρήσει τον εαυτό του καθαρό και αμόλυντο, επιδιώκοντας ταυτόχρονα να περιφρουρήσει τα εκλογικά ποσοστά του...»
Διευκρίνισα ότι η πατρότητα του σχολίου δεν μου ανήκει. Σκόπιμα όμως παρέλειψα να σας πω ποιος το έγραψε και ποιον εννοεί. Κι επειδή το μυαλό σας μπορεί να πάει στους ανανεωτές, σας πληροφορώ ότι το ανωτέρω απόσπασμα προέρχεται από το κείμενο προγράμματος του Συνασπισμού και αναφέρεται στο ΚΚΕ. Ως ανάλυση της πολιτικής του Περισσού, χτυπάει κέντρο. Μήπως, όμως, άθελά τους ίσως, οι συντάκτες του προγράμματος μιλούσαν και για τον Συνασπισμό; Μήπως δηλαδή στην πράξη και όχι στις διακηρύξεις, το ζητούμενο δεν είναι να βελτιωθεί, έστω και λίγο η κατάσταση, αλλά να διατηρηθεί το ηθικό πλεονέκτημα του κρίνοντος και να αναδειχθεί το «αντιστασιακό» και νεολαιίστικο image του ΣΥΡΙΖΑ; Μήπως κάποιες από τις συνιστώσες του, που έχουν αποκτήσει δυασανάλογα μεγάλο βάρος, προωθούν τη δική τους «καθαρή και αμόλυντη» αριστερίστικη ατζέντα, σε ένα θολό ιδεολογικό τοπίο, όπου η «αντίσταση» αποκτά τις μεταφυσικές διαστάσεις του Καλού; Μήπως η πολιτική γίνεται αφάνταστα εύκολη -αλλά συνάμα μάταιη- για όσους επιλέγουν τον ρόλο της μόνιμης αντιπολίτευσης, εφόσον ό,τι δεν εφαρμόζεται δεν μπορεί και να διαψευστεί; Φοβάμαι πως όλα αυτά αθροίζονται σε έναν ναρκισσισμό εκ του ασφαλούς. Δηλαδή σαν κάποιον που δηλώνει συγγραφέας και ως τέτοιος κρίνει, και μάλιστα αυστηρά, τα βιβλία των άλλων, όμως ο ίδιος δεν έχει εκδώσει ακόμα τίποτα, αλλά συνεχώς υπόσχεται πως όταν το κάνει θα είναι αριστούργημα.