Η μετάθεση της ευθύνης
Γιώργος Γιαννουλόπουλος, Ελευθεροτυπία, Δημοσιευμένο: 2009-03-06
Μέσα στον κλαυσίγελο που προκάλεσε η απόδραση Παλαιοκώστα, ίσως δεν προσέξαμε όσο θα έπρεπε μια σημαντική πτυχή του θέματος. Εννοώ την ευκολία με την οποία η κυβέρνηση εξήγγειλε το νέο μέτρο που υποτίθεται ότι θα προλάβει τέτοιου είδους ενέργειες στο μέλλον: να καταγράφονται τα στοιχεία όσων χρησιμοποιούν καρτοκινητό. Προφανές το σκεπτικό, αν και ουδείς τόλμησε να το διατυπώσει ρητά. Οτι δηλαδή, αν ίσχυε το εν λόγω μέτρο, η απόδραση δεν θα είχε γίνει. Συνεπώς, το πρόβλημα δεν είναι η επάνδρωση του κράτους από κάποιους ανίκανους στην καλύτερη περίπτωση και στη χειρότερη διεφθαρμένους, δεν είναι η ευθύνη των εκάστοτε κυβερνήσεων γι’ αυτό το χάλι, δεν είναι η απαράδεκτη κατάσταση στις φυλακές. Οχι! Το πρόβλημα είναι η ανωνυμία της καρτοκινητής τηλεφωνίας.
Ως συνήθως, η ελληνική αντίδραση αποδεικνύεται η γελοία εκδοχή ενός φαινομένου που το συναντάμε σ’ ολόκληρο τον κόσμο, και το οποίο αλλού έχει πάρει πιο σοβαρές και πιο ανησυχητικές διαστάσεις. Αντί να αντιμετωπιστεί πολιτικά η τρομοκρατία και να αποδοθούν οι πραγματικές ευθύνες, οι δυτικές κυβερνήσεις καταργούν ελευθερίες και δικαιώματα που όλοι θεωρούσαμε αυτονόητα. Σήμερα, οι κάμερες στους δρόμους, η αστυνόμευση του Διαδικτύου και των τηλεφώνων, η καταγραφή κάθε δοσοληψίας που γίνεται με κάρτα, τα ηλεκτρονικά ίχνη που αφήνουμε πίσω μας, όλα αυτά συσσωρεύουν έναν τεράστιο όγκο δεδομένων και δίνουν τη δυνατότητα σε όσους μάς παρακολουθούν να ξέρουν πού βρισκόμαστε ανά πάσα στιγμή, τι διαβάζουμε, σε ποιο αυτοκίνητο επιβαίνουμε και δίπλα σε ποιον καθόμαστε, ποιο DVD βλέπουμε στο σπίτι μας, πού φάγαμε, τι φάγαμε και πόσο πληρώσαμε.
Υπάρχει αντίλογος: προέχει η ασφάλεια, η οποία αποτελεί το ύψιστο δικαίωμα. Και για να διαφυλαχθεί, θα πρέπει να θυσιαστούν κάποια άλλα δικαιώματα. Στο κάτω κάτω, αν δεν παρανομούμε, τι μας πειράζει; Σε μια Δημοκρατία όμως, η περιστολή των ελευθεριών στο όνομα της ασφάλειας οφείλει να είναι το έσχατο μέτρο, ενώ στην πραγματικότητα έχει γίνει το πρώτο και το μοναδικό. Και όπως συνέβη στην περίπτωση Παλαιοκώστα, η έμφαση στην καταστολή μέσω της καθολικής ηλεκτρονικής παρακολούθησης αποκρύπτει τις πολιτικές ευθύνες για την τρομοκρατία και το μόνο που κάνει είναι να διαιωνίσει τον πόλεμο εναντίον της, προς όφελος όσων θα ήθελαν να συνεχιστεί.
Για να μη φτάσουμε στο άλλο άκρο, της εύκολης καταγγελίας, τρομοκρατία υπάρχει και είχα την ατυχία να τη δω από κοντά ένα πρωί στο Λονδίνο. Σαφώς, κάτι πρέπει να κάνουμε. Ομως αυτοί που την αντιμετωπίζουν με την παρακολούθηση των πάντων, είναι εκείνοι που με τις πράξεις τους την ενισχύουν. Διότι ναι μεν θα ήταν λάθος να πιστεύουμε, όπως πολλοί στην Ελλάδα, ότι ο μουσουλμανικός φονταμενταλισμός χρεώνεται αποκλειστικά στην υποστήριξη του Ισραήλ από τη Δύση -το πρόβλημα είναι σαφώς πιο περίπλοκο- αλλά ουδείς στοιχειωδώς καλόπιστος θα αμφισβητούσε την προφανή σχέση ανάμεσα στα εγκλήματα που διαπράττονται από τους Ισραηλινούς, και γενικότερα την πολιτική των δυνατών ανά τον κόσμο (βλέπε Ιράκ), με την έκρηξη της τρομοκρατίας, η οποία, σε τελική ανάλυση, είναι το όπλο των αδυνάτων.
Και κάτι τελευταίο: η αποσύνδεση της τρομοκρατίας από τη στάση της Δύσης δεν είναι μόνον αφελής ή ιδιοτελής. Η δαιμονοποίηση των τρομοκρατών -περί αυτού πρόκειται- τους μετατρέπει σε εξωγήινους που για κάποιο δικό τους αυθαίρετο λόγο αποφάσισαν να μας επιτεθούν. Ετσι η πολιτική και οι απορρέουσες ευθύνες διαγράφονται, ενώ μαίνεται η μάχη κατά του απόλυτου κακού. Σε τι διαφέρει αυτό από τον φονταμενταλισμό;
Ως συνήθως, η ελληνική αντίδραση αποδεικνύεται η γελοία εκδοχή ενός φαινομένου που το συναντάμε σ’ ολόκληρο τον κόσμο, και το οποίο αλλού έχει πάρει πιο σοβαρές και πιο ανησυχητικές διαστάσεις. Αντί να αντιμετωπιστεί πολιτικά η τρομοκρατία και να αποδοθούν οι πραγματικές ευθύνες, οι δυτικές κυβερνήσεις καταργούν ελευθερίες και δικαιώματα που όλοι θεωρούσαμε αυτονόητα. Σήμερα, οι κάμερες στους δρόμους, η αστυνόμευση του Διαδικτύου και των τηλεφώνων, η καταγραφή κάθε δοσοληψίας που γίνεται με κάρτα, τα ηλεκτρονικά ίχνη που αφήνουμε πίσω μας, όλα αυτά συσσωρεύουν έναν τεράστιο όγκο δεδομένων και δίνουν τη δυνατότητα σε όσους μάς παρακολουθούν να ξέρουν πού βρισκόμαστε ανά πάσα στιγμή, τι διαβάζουμε, σε ποιο αυτοκίνητο επιβαίνουμε και δίπλα σε ποιον καθόμαστε, ποιο DVD βλέπουμε στο σπίτι μας, πού φάγαμε, τι φάγαμε και πόσο πληρώσαμε.
Υπάρχει αντίλογος: προέχει η ασφάλεια, η οποία αποτελεί το ύψιστο δικαίωμα. Και για να διαφυλαχθεί, θα πρέπει να θυσιαστούν κάποια άλλα δικαιώματα. Στο κάτω κάτω, αν δεν παρανομούμε, τι μας πειράζει; Σε μια Δημοκρατία όμως, η περιστολή των ελευθεριών στο όνομα της ασφάλειας οφείλει να είναι το έσχατο μέτρο, ενώ στην πραγματικότητα έχει γίνει το πρώτο και το μοναδικό. Και όπως συνέβη στην περίπτωση Παλαιοκώστα, η έμφαση στην καταστολή μέσω της καθολικής ηλεκτρονικής παρακολούθησης αποκρύπτει τις πολιτικές ευθύνες για την τρομοκρατία και το μόνο που κάνει είναι να διαιωνίσει τον πόλεμο εναντίον της, προς όφελος όσων θα ήθελαν να συνεχιστεί.
Για να μη φτάσουμε στο άλλο άκρο, της εύκολης καταγγελίας, τρομοκρατία υπάρχει και είχα την ατυχία να τη δω από κοντά ένα πρωί στο Λονδίνο. Σαφώς, κάτι πρέπει να κάνουμε. Ομως αυτοί που την αντιμετωπίζουν με την παρακολούθηση των πάντων, είναι εκείνοι που με τις πράξεις τους την ενισχύουν. Διότι ναι μεν θα ήταν λάθος να πιστεύουμε, όπως πολλοί στην Ελλάδα, ότι ο μουσουλμανικός φονταμενταλισμός χρεώνεται αποκλειστικά στην υποστήριξη του Ισραήλ από τη Δύση -το πρόβλημα είναι σαφώς πιο περίπλοκο- αλλά ουδείς στοιχειωδώς καλόπιστος θα αμφισβητούσε την προφανή σχέση ανάμεσα στα εγκλήματα που διαπράττονται από τους Ισραηλινούς, και γενικότερα την πολιτική των δυνατών ανά τον κόσμο (βλέπε Ιράκ), με την έκρηξη της τρομοκρατίας, η οποία, σε τελική ανάλυση, είναι το όπλο των αδυνάτων.
Και κάτι τελευταίο: η αποσύνδεση της τρομοκρατίας από τη στάση της Δύσης δεν είναι μόνον αφελής ή ιδιοτελής. Η δαιμονοποίηση των τρομοκρατών -περί αυτού πρόκειται- τους μετατρέπει σε εξωγήινους που για κάποιο δικό τους αυθαίρετο λόγο αποφάσισαν να μας επιτεθούν. Ετσι η πολιτική και οι απορρέουσες ευθύνες διαγράφονται, ενώ μαίνεται η μάχη κατά του απόλυτου κακού. Σε τι διαφέρει αυτό από τον φονταμενταλισμό;