Μια ιστορική στιγμή για την Κύπρο
Νιαζί Κιζίλγιουρεκ, Συνέντευξη στον Στρατή Μπουρνάζο, Αυγή της Κυριακής, Δημοσιευμένο: 2009-04-19
Ο Νιαζί Κιζίλγιουρεκ, αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Κύπρου, είναι ένας από σημαντικότερους σύγχρονους μελετητές του Κυπριακού, της ιστορίας της Κύπρου και της Τουρκίας. Τουρκοκύπριος, γεννημένος στο μικτό χωριό Ποταμιά της Κύπρου, υπήρξε, εδώ και χρόνια, και σε καιρούς δύσκολους, μια από τις πιο μαχητικές και συνεπείς αντιεθνικιστικές φωνές, με δραστήρια παρέμβαση στο επιστημονικό και πολιτικό πεδίο. Είναι γνωστός στους έλληνες αναγνώστες, εκτός των άλλων, από τα βιβλία του αλλά και από την ταινία "Το τείχος μας", που ετοίμασε μαζί με τον Πανίκο Χρυσάνθου.
Ο Νιαζί Κιζίλγιουρεκ βρέθηκε στην Αθήνα την προηγούμενη εβδομάδα, για την παρουσίαση του βιβλίου του Οι Τουρκοκύπριοι, η Τουρκία και το Κυπριακό, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Παπαζήση. Το βιβλίο, συλλογή μελετών, πολλές από τις οποίες είχαν δημοσιευθεί σε ξένα έντυπα, μας προσφέρει μια κριτική επισκόπηση της ιστορικής διαδρομής της τουρκοκυπριακής κοινότητας, από την οθωμανική περίοδο μέχρι τις αρχές του 21ου αιώνα. Με την ευκαιρία αυτή, και ενόψει των τουρκοκυπριακών εκλογών, που πραγματοποιούνται σήμερα, 19 Απριλίου, συζητήσαμε μαζί του.
--Θα ήθελα να ξεκινήσω από το βιβλίο σας, που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά. Ποιος είναι ο βασικός του στόχος;
Το βιβλίο γεννήθηκε από μια αναγκαιότητα. Εδώ και πολλά χρόνια, έχω διαπιστώσει ότι στην ελληνοκυπριακή κοινότητα και στην Ελλάδα η γνώση για τους Τουρκοκύπριους είναι πολύ περιορισμένη, κάτι που ισχύει και στο ακαδημαϊκό επίπεδο, με ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως η εξαιρετική δουλειά της Σίας Αναγνωστοπούλου. Η άγνοια αυτή εμπεριέχει μια πολιτική υποτίμησης της τουρκοκυπριακής κοινότητας, η οποία έχει κοστίσει πολύ, και στην Κύπρο, και στην Ελλάδα, και ευρύτερα. Ήθελα λοιπόν να προσφέρω, στο ελληνόγλωσσο κοινό, ένα σώμα γνώσεων και μια ανάλυση για την πορεία της τουρκοκυπριακής κοινότητας, από την οθωμανική περίοδο μέχρι και λίγο πριν το Σχέδιο Ανάν. Το βιβλίο έχει αυτόν ακριβώς τον στόχο: να μικρύνει το χάσμα που γεννά η άγνοια.
--Το βιβλίο, όπως είπατε, σταματάει λίγο πριν από το Σχέδιο Ανάν. Από εκεί και πέρα, στην τουρκοκυπριακή κοινότητα, αλλά και όλη την Κύπρο, έχουμε σημαντικές αλλαγές.
Πράγματι, η σημερινή κατάσταση είναι πολύ διαφορετική. Μέσα από τη διαδικασία του Σχεδίου Ανάν, ενώ δεν φτάσαμε στη λύση, σημειώθηκαν μεγάλες αλλαγές εντός της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Μια από τις σπουδαιότερες είναι η απομάκρυνση από την εξουσία του Ραούφ Ντενκτάς, του ιστορικού ηγέτη της διχοτόμησης, που ήρθε σε σύγκρουση τόσο με την κοινότητά του όσο και με την κυβέρνηση Ερντογάν. Ταυτόχρονα, για πρώτη φορά στην ιστορία, οι δυνάμεις της τουρκοκυπριακής Αριστεράς κέρδισαν την πλειοψηφία. Η εξέλιξη αυτή επηρέασε θετικά και την ελληνοκυπριακή κοινότητα. Η νίκη της τουρκοκυπριακής Αριστεράς και η εκδήλωση της πρόθεσής της για λύση του Κυπριακού ενθάρρυναν, πιστεύω, το ΑΚΕΛ να διεκδικήσει, και να κερδίσει, με δικό του υποψήφιο, την εξουσία -- ενώ, παράλληλα, και το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο Δημοκρατικός Συναγερμός, υποστηρίζει την προοπτική της λύσης.
–Πιστεύετε λοιπόν ότι είμαστε κοντά σε μια λύση;
Βρισκόμαστε σε μια ιστορική στιγμή. Ποτέ μέχρι σήμερα δεν είχαμε μια τέτοια συγκυρία, με δυνάμεις που τάσσονται υπέρ της λύσης, από το εσωτερικό των δύο κοινοτήτων, να βρίσκονται στην εξουσία. Θεωρώ πολύ σημαντικό το συμφωνημένο πλαίσιο που υπέγραψαν οι δύο ηγέτες τον Μάιο του 2008, το οποίο προβλέπει ότι η λύση θα είναι ομοσπονδιακή, στη βάση της πολιτικής ισότητας και ότι η ομόσπονδη κυπριακή δημοκρατία θα έχει μία ιθαγένεια, μία διεθνή προσωπικότητα και μία κυριαρχία.
Σε επιμέρους θέματα υπάρχουν διαφορές, ωστόσο αυτές τοποθετούνται στο πλαίσιο της συμφωνημένης προοπτικής της ομοσπονδίας. Μπορεί λ.χ. ο Μ. Ταλάτ να υποστηρίζει μια πιο χαλαρή ομοσπονδία και ο Δ. Χριστόφιας μια πιο ισχυρή, όμως κανένας δεν μιλάει για δύο χωριστά κράτη ή για δύο κυριαρχίες, όπως οι Τουρκοκύπριοι παλαιότερα. Στο τέλος ίσως παραμείνει μια απόσταση, και τότε θα χρειαστεί η βοήθεια τρίτων, όπως της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ σίγουρα πρέπει να συνυπολογίσουμε και τη στάση της Τουρκίας. Κακά τα ψέματα, ο Μ. Ταλάτ δεν μπορεί να διαπραγματεύεται τόσο ανεξάρτητα όσο ο Δ. Χριστόφιας. Οι Τουρκοκύπριοι είναι πολύ πιο εξαρτημένοι, συγκριτικά, από τη λεγόμενη "μητέρα πατρίδα", και αυτό είναι αποτέλεσμα της ιστορικής εξέλιξης: η τουρκοκυπριακή κοινότητα βρίσκεται εκτός κρατικής εξουσίας ήδη από το 1964, πράγμα που συχνά το ξεχνάμε -- και σε αυτό ευθύνεται και η ελληνοκυπριακή κοινότητα. Πάντως, θέλω να ξαναπώ ότι βρισκόμαστε σε μια ιστορική στιγμή, και οι προοπτικές πιστεύω ότι θα φανούν πιο συγκεκριμένα μέχρι το τέλος του έτους ή τις αρχές του 2010.
--Ποια θεωρείτε ότι είναι τα βασικά εμπόδια στην πορεία των διαπραγματεύσεων;
Για τη μορφή της ομοσπονδίας δεν υπάρχει σοβαρή διαφωνία. Ούτε ως προς τη διακυβέρνηση, αν και το θέμα παραμένει ανοιχτό: ο Μ. Ταλάτ προτείνει προεδρικό συμβούλιο, όπως στο Σχέδιο Ανάν και στην Ελβετία, ενώ ο Δ. Χριστόφιας προεδρικό σύστημα, με πρόεδρο Ελληνοκύπριο και αντιπρόεδρο Τουρκοκύπριο. Θεωρώ και τις δύο προτάσεις θετικές, ενώ οι δύο πλευρές δεν είναι άκαμπτες, η μία ως προς τις προτάσεις της άλλης.
Ένα από τα πιο δύσκολα θέματα παραμένει το περιουσιακό. Έχουν δημιουργηθεί τετελεσμένα, που ορισμένες φορές δεν μπορούν να λυθούν μόνο με βάση το δίκαιο ή τη νομική αντίληψη. Βεβαίως, οι περιουσίες ανήκουν στους Ελληνοκύπριους, αυτό δεν μπορεί να το αμφισβητήσει κανείς, ούτε ο Μ. Ταλάτ το αμφισβητεί· από την άλλη όμως πάνω σε αυτές τις περιουσίες ζουν και συνεχίζουν να γεννιούνται άνθρωποι. Επομένως, χρειαζόμαστε πιο πραγματιστικές παρεμβάσεις και από τις δύο πλευρές, πράγμα που είναι και ζήτημα οικονομικών πόρων -- σε αυτό ίσως μπορεί να βοηθήσει η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Πιστεύω πάντως ότι οι έποικοι δεν είναι τόσο μεγάλο πρόβλημα, όσο λέγεται. Κάθε λογικός άνθρωπος καταλαβαίνει ότι δεν μπορεί να διωχθεί ένας ολόκληρος πληθυσμός, που ζει εκεί χρόνια, ανάμεσά τους και παιδιά που γεννήθηκαν εκεί και δεν έχουν δει ποτέ τους την Τουρκία. Ταυτόχρονα, όμως, υπάρχει μεγάλος αριθμός που θα μπορούσε να επιστρέψουν στην Τουρκία. Πρέπει να κάνουμε μια διαφοροποίηση, οι έποικοι δεν είναι κάτι ενιαίο: υπάρχουν αυτοί που έχουν την υπηκοότητα του ψευδοκράτους, άλλοι που ζουν εκεί αλλά δεν την έχουν εξασφαλίσει, άλλοι που έρχονται για να εργαστούν αλλά τελικά παραμένουν κ.ο.κ. Με μια πολιτική λύσης του προβλήματος και με οικονομική βοήθεια, κάποιοι θα μπορούσαν να επιστρέψουν στην Τουρκία.
Το τεράστιο πρόβλημα, κατά τη γνώμη μου, είναι το σύστημα των εγγυήσεων. Όπως ξέρετε, η Κυπριακή Δημοκρατία ιδρύθηκε ως εξαρτημένη δημοκρατία, με εγγυήτριες δυνάμεις την Ελλάδα, την Τουρκία και τη Μ. Βρετανία, οι οποίες εγγυώνται τη συνταγματική τάξη και έχουν δικαίωμα επέμβασης σε περιπτώσεις που διακυβεύεται. Σίγουρα, η ελληνοκυπριακή πλευρά έχει πολύ πικρή εμπειρία, λόγω της εισβολής. Βλέποντας ωστόσο το ζήτημα καθαρά από πλευράς Realpolitik, είναι εξαιρετικά δύσκολο η Τουρκία να παραιτηθεί σήμερα από ένα δικαίωμα που εξασφάλισε το 1959, όταν ήταν μια χώρα υπανάπτυκτη, αγροτική, με πολύ μικρότερο διεθνές εκτόπισμα.
Πιστεύω λοιπόν ότι πρέπει να αναζητήσουμε μηχανισμούς βελτίωσης ή εκσυγχρονισμού των συμφωνιών, λ.χ. η Τουρκία να παραμείνει εγγυήτρια δύναμη αλλά μόνο στην τουρκοκυπριακή ομόσπονδη πολιτεία. Επίσης, δεν μπορούμε να δεχτούμε το δικαίωμα μονομερούς παρέμβασης: αυτό πρέπει να τροποποιηθεί, συνδεόμενο με έναν διεθνή μηχανισμό, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του ΟΗΕ. Μου φαίνεται πιο ρεαλιστικό, αντί να ζητήσουμε την πλήρη απαλλαγή από εγγυήσεις. Ας μην επιμένουμε σε άπιαστα όνειρα, που μπορεί να ακυρώσουν κάθε προοπτική λύσης, ας μάθουμε να διαχωρίσουμε ευκταίο και εφικτό.
Το Κυπριακό θυμίζει λίγο την Αλσατία-Λωραίνη: μέχρι να λυθεί το ζήτημα, Γαλλία και Γερμανία δεν συμφιλιώθηκαν. Σήμερα μπορούμε να φανταστούμε μια κοινή ζώνη Κύπρου-Ελλάδας Τουρκίας, εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε μια προοπτική που αφήνει πίσω της τον 19ο αιώνα: από την εθνικιστική διεκδίκηση της πολιτικής της ασφάλειας, να περάσουμε σε μια άλλη φάση, της αλληλεξάρτησης και κοινών συμφερόντων.
--Πέραν των διαπραγματεύσεων, ποιο είναι το επίπεδο των σχέσεων ανάμεσα στις δυο κοινότητες;
Μετά το Σχέδιο Ανάν, οι δικοινοτικές επαφές έχουν μειωθεί πάρα πολύ, γεγονός εξαιρετικά αρνητικό. Είναι μια πρόκληση, οι διαπραγματεύσεις να στηρίζονται από ανάλογες κινήσεις της κοινωνίας των πολιτών. Δυστυχώς, δεν έχουμε δει έναν τέτοιο κοινωνικό δυναμισμό: κυριαρχεί η απάθεια, για διαφορετικούς λόγους, και στις δύο πλευρές.
Η εθνικιστική διένεξη έχει δημιουργήσει και πνευματικά σύνορα, τα οποία παραμένουν πανίσχυρά, παρά τη μετακίνηση ανθρώπων (όχι ελεύθερη, αλλά πάντως υπαρκτή) ανάμεσα στις δύο πλευρές. Ο Δ. Χριστόφιας προσπαθεί να κάνει ανοίγματα: φέτος κήρυξε τη σχολική χρονιά χρονιά της επαναπροσέγγισης με τους Τουρκοκύπριους και προχωράει σε μεταρρυθμίσεις, ιδίως στα βιβλία της ιστορίας. Ωστόσο συναντά μεγάλη αντίδραση, ακόμα και από τα κόμματα με τα οποία συγκυβερνά, την ΕΔΕΚ και το ΔΗΚΟ, ενώ με την κινητοποίηση της Εκκλησίας το όλο πράγμα παίρνει άλλες διαστάσεις.
Έχουμε, έτσι, δύο αποκλίνουσες πραγματικότητες: στο επίπεδο των ηγετών συνομιλίες σε καλό κλίμα, στο επίπεδο των δύο κοινοτήτων απόσταση και καχυποψία. Δυστυχώς, στην πλευρά των Ελληνοκυπρίων κυριαρχεί μια φοβία της αναγνώρισης, που δεν απελευθερώνει τις κοινωνικές δυνάμεις. Όταν οι πανεπιστημιακοί, λ.χ., θέλουν να αναπτύξουν κάποια συνεργασία, αυτή αμέσως ανακόπτεται, γιατί τα πανεπιστήμια της τουρκοκυπριακής κοινότητας δεν αναγνωρίζονται. Οι Τουρκοκύπριοι, από την άλλη, έχουν μια εμμονή με την αναγνώριση. Και αυτό το δίπολο εγκλωβίζει την κοινωνία των πολιτών στην Κύπρο, που ούτως ή άλλως δεν είναι ισχυρή, είναι εξαρτημένη από την πολιτική.
--Πιστεύετε ότι το αποτέλεσμα των τουρκοκυπριακών εκλογών, στις 19 Απριλίου, θα επηρεάσει την πορεία των διαπραγματεύσεων;
Συνομιλητής στις διαπραγματεύσεις θα παραμείνει ο Μ. Ταλάτ, αφού το σύστημα είναι προεδρικό και οι προεδρικές εκλογές θα γίνουν τον Απρίλιο του 2010. Οι βουλευτικές εκλογές της 19ης Απριλίου, όμως, θα είναι ενδεικτικές. Χωρίς αμφιβολία, αναμένεται άνοδος της Δεξιάς, δεν ξέρουμε όμως πόση. Δύο βασικοί λόγοι είναι η απογοήτευση για την απόρριψη του Σχεδίου Ανάν και η μη υλοποίηση των υποσχέσεων της ΕΕ περί απευθείας διαλόγου, ανάπτυξης εμπορικών σχέσεων κλπ. Αυτά χρεώνονται στους Ελληνοκύπριους, την Ευρώπη αλλά και τον ίδιο τον Ταλάτ. Στην τουρκοκυπριακή κοινότητα κυριαρχεί μια ψυχολογία του τύπου "θέλαμε τη λύση, είπαμε ναι και δεν έγινε τίποτα", πράγμα που ευνοεί σε μεγάλο βαθμό τη Δεξιά, τον Έρογλου που μιλάει για λύση δύο κρατών, μια πολιτική αναχρονιστική, απαράδεκτη και για τη διεθνή κοινότητα και για τους Ελληνοκύπριους.
Ας σημειώσουμε εδώ ότι η τουρκοκυπριακή Δεξιά έχει εμπλακεί άμεσα στην υπόθεση Εργκενεκόν, όχι μόνο ο Ντεντκάς αλλά και ο Έρογλου. Ένα έγγραφο που δημοσιοποιήθηκε λίγες μέρες πριν, δείχνει ότι ο Έρογλου είχε χρηματοδοτηθεί από το Εργκενεκόν με 1 εκατομμύριο δολάρια. Αυτό είναι ένα τεράστιο ζήτημα.
--Θα τελειώσω με μια ερώτηση, για τη στάση της ελληνικής και της τουρκικής Αριστεράς. Συγκεκριμένα, θα ήθελα ένα σχόλιό σας για την αντιιμπεριαλιστική προσέγγιση που κυριάρχησε για πολλά χρόνια στις αναλύσεις τους.
Υπάρχει ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα, καθώς τόσο η ελληνική όσο και η τουρκική Αριστερά, για πολύ μεγάλο διάστημα αγνόησαν το φαινόμενο του εθνικισμού και τα δεινά που γεννά, στην Κύπρο, εντάσσοντας το Κυπριακό στο πλαίσιο του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα. Έφτασαν έτσι να αντιμετωπίσουν τον μέγα αντικομμουνιστή Πολύκαρπο Γεωρκάτζη, τον μέγα αντικομμουνιστή Τάσσο Παπαδόπουλο, τον μέγα αντικομμουνιστή Ραούφ Ντενκτάς σαν αντιιμπεριαστές ηγέτες! Παρόλο που η μόνη έγνοια, και των τριών, ήταν η εθνικιστική επιβολή σε βάρος της άλλης κοινότητας. Αυτός ο παραλογισμός --επιτρέψτε μου τον χαρακτηρισμό-- της ελληνικής και τουρκικής Αριστεράς συνδέεται με την άγνοια για το Κυπριακό. Δεν μπορεί κανείς να νομιμοποιήσει βίαιες πράξεις, τις συμμορίες, την εθνοτική διένεξη, τις σφαγές, εντάσσοντας τα σε ένα ευρύτερο μέτωπο αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό, Ασφαλώς και υπήρξαν ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, στις οποίες είμαστε αντίθετοι, ωστόσο πιστεύω να ξεκινήσουμε από την κριτική του εθνικισμού στην Κύπρο: οι Τούρκοι για τον τουρκικό εθνικισμό και οι Έλληνες για τον ελληνικό.
Τέλος, θα ήθελα να διαχωρίσω και να εξάρω τη στάση του Συνασπισμού. Θυμάμαι, το 1996, μια πολύ σημαντική πρωτοβουλία, όταν ο Συνασπισμός είχε καλέσει τους Τουρκοκύπριους και Ελληνοκύπριους αρχηγούς της Αριστεράς στην Αθήνα. Από τουρκοκυπριακής πλευράς πήραν μέρος ο Μ. Ταλάτ, ο Μ. Ακιντζί, Α. Ντουρντουράν και εγώ. Ήταν μια τομή, μια πρωτοφανής εμπειρία για τους Τουρκοκύπριους, στην οποία αναφέρονται ακόμα εξαιρετικά θετικά. Τέτοιες ακριβώς πρωτοβουλίες χρειάζεται να παίρνει η Αριστερά.
Ο Νιαζί Κιζίλγιουρεκ βρέθηκε στην Αθήνα την προηγούμενη εβδομάδα, για την παρουσίαση του βιβλίου του Οι Τουρκοκύπριοι, η Τουρκία και το Κυπριακό, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Παπαζήση. Το βιβλίο, συλλογή μελετών, πολλές από τις οποίες είχαν δημοσιευθεί σε ξένα έντυπα, μας προσφέρει μια κριτική επισκόπηση της ιστορικής διαδρομής της τουρκοκυπριακής κοινότητας, από την οθωμανική περίοδο μέχρι τις αρχές του 21ου αιώνα. Με την ευκαιρία αυτή, και ενόψει των τουρκοκυπριακών εκλογών, που πραγματοποιούνται σήμερα, 19 Απριλίου, συζητήσαμε μαζί του.
--Θα ήθελα να ξεκινήσω από το βιβλίο σας, που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά. Ποιος είναι ο βασικός του στόχος;
Το βιβλίο γεννήθηκε από μια αναγκαιότητα. Εδώ και πολλά χρόνια, έχω διαπιστώσει ότι στην ελληνοκυπριακή κοινότητα και στην Ελλάδα η γνώση για τους Τουρκοκύπριους είναι πολύ περιορισμένη, κάτι που ισχύει και στο ακαδημαϊκό επίπεδο, με ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως η εξαιρετική δουλειά της Σίας Αναγνωστοπούλου. Η άγνοια αυτή εμπεριέχει μια πολιτική υποτίμησης της τουρκοκυπριακής κοινότητας, η οποία έχει κοστίσει πολύ, και στην Κύπρο, και στην Ελλάδα, και ευρύτερα. Ήθελα λοιπόν να προσφέρω, στο ελληνόγλωσσο κοινό, ένα σώμα γνώσεων και μια ανάλυση για την πορεία της τουρκοκυπριακής κοινότητας, από την οθωμανική περίοδο μέχρι και λίγο πριν το Σχέδιο Ανάν. Το βιβλίο έχει αυτόν ακριβώς τον στόχο: να μικρύνει το χάσμα που γεννά η άγνοια.
--Το βιβλίο, όπως είπατε, σταματάει λίγο πριν από το Σχέδιο Ανάν. Από εκεί και πέρα, στην τουρκοκυπριακή κοινότητα, αλλά και όλη την Κύπρο, έχουμε σημαντικές αλλαγές.
Πράγματι, η σημερινή κατάσταση είναι πολύ διαφορετική. Μέσα από τη διαδικασία του Σχεδίου Ανάν, ενώ δεν φτάσαμε στη λύση, σημειώθηκαν μεγάλες αλλαγές εντός της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Μια από τις σπουδαιότερες είναι η απομάκρυνση από την εξουσία του Ραούφ Ντενκτάς, του ιστορικού ηγέτη της διχοτόμησης, που ήρθε σε σύγκρουση τόσο με την κοινότητά του όσο και με την κυβέρνηση Ερντογάν. Ταυτόχρονα, για πρώτη φορά στην ιστορία, οι δυνάμεις της τουρκοκυπριακής Αριστεράς κέρδισαν την πλειοψηφία. Η εξέλιξη αυτή επηρέασε θετικά και την ελληνοκυπριακή κοινότητα. Η νίκη της τουρκοκυπριακής Αριστεράς και η εκδήλωση της πρόθεσής της για λύση του Κυπριακού ενθάρρυναν, πιστεύω, το ΑΚΕΛ να διεκδικήσει, και να κερδίσει, με δικό του υποψήφιο, την εξουσία -- ενώ, παράλληλα, και το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο Δημοκρατικός Συναγερμός, υποστηρίζει την προοπτική της λύσης.
–Πιστεύετε λοιπόν ότι είμαστε κοντά σε μια λύση;
Βρισκόμαστε σε μια ιστορική στιγμή. Ποτέ μέχρι σήμερα δεν είχαμε μια τέτοια συγκυρία, με δυνάμεις που τάσσονται υπέρ της λύσης, από το εσωτερικό των δύο κοινοτήτων, να βρίσκονται στην εξουσία. Θεωρώ πολύ σημαντικό το συμφωνημένο πλαίσιο που υπέγραψαν οι δύο ηγέτες τον Μάιο του 2008, το οποίο προβλέπει ότι η λύση θα είναι ομοσπονδιακή, στη βάση της πολιτικής ισότητας και ότι η ομόσπονδη κυπριακή δημοκρατία θα έχει μία ιθαγένεια, μία διεθνή προσωπικότητα και μία κυριαρχία.
Σε επιμέρους θέματα υπάρχουν διαφορές, ωστόσο αυτές τοποθετούνται στο πλαίσιο της συμφωνημένης προοπτικής της ομοσπονδίας. Μπορεί λ.χ. ο Μ. Ταλάτ να υποστηρίζει μια πιο χαλαρή ομοσπονδία και ο Δ. Χριστόφιας μια πιο ισχυρή, όμως κανένας δεν μιλάει για δύο χωριστά κράτη ή για δύο κυριαρχίες, όπως οι Τουρκοκύπριοι παλαιότερα. Στο τέλος ίσως παραμείνει μια απόσταση, και τότε θα χρειαστεί η βοήθεια τρίτων, όπως της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ σίγουρα πρέπει να συνυπολογίσουμε και τη στάση της Τουρκίας. Κακά τα ψέματα, ο Μ. Ταλάτ δεν μπορεί να διαπραγματεύεται τόσο ανεξάρτητα όσο ο Δ. Χριστόφιας. Οι Τουρκοκύπριοι είναι πολύ πιο εξαρτημένοι, συγκριτικά, από τη λεγόμενη "μητέρα πατρίδα", και αυτό είναι αποτέλεσμα της ιστορικής εξέλιξης: η τουρκοκυπριακή κοινότητα βρίσκεται εκτός κρατικής εξουσίας ήδη από το 1964, πράγμα που συχνά το ξεχνάμε -- και σε αυτό ευθύνεται και η ελληνοκυπριακή κοινότητα. Πάντως, θέλω να ξαναπώ ότι βρισκόμαστε σε μια ιστορική στιγμή, και οι προοπτικές πιστεύω ότι θα φανούν πιο συγκεκριμένα μέχρι το τέλος του έτους ή τις αρχές του 2010.
--Ποια θεωρείτε ότι είναι τα βασικά εμπόδια στην πορεία των διαπραγματεύσεων;
Για τη μορφή της ομοσπονδίας δεν υπάρχει σοβαρή διαφωνία. Ούτε ως προς τη διακυβέρνηση, αν και το θέμα παραμένει ανοιχτό: ο Μ. Ταλάτ προτείνει προεδρικό συμβούλιο, όπως στο Σχέδιο Ανάν και στην Ελβετία, ενώ ο Δ. Χριστόφιας προεδρικό σύστημα, με πρόεδρο Ελληνοκύπριο και αντιπρόεδρο Τουρκοκύπριο. Θεωρώ και τις δύο προτάσεις θετικές, ενώ οι δύο πλευρές δεν είναι άκαμπτες, η μία ως προς τις προτάσεις της άλλης.
Ένα από τα πιο δύσκολα θέματα παραμένει το περιουσιακό. Έχουν δημιουργηθεί τετελεσμένα, που ορισμένες φορές δεν μπορούν να λυθούν μόνο με βάση το δίκαιο ή τη νομική αντίληψη. Βεβαίως, οι περιουσίες ανήκουν στους Ελληνοκύπριους, αυτό δεν μπορεί να το αμφισβητήσει κανείς, ούτε ο Μ. Ταλάτ το αμφισβητεί· από την άλλη όμως πάνω σε αυτές τις περιουσίες ζουν και συνεχίζουν να γεννιούνται άνθρωποι. Επομένως, χρειαζόμαστε πιο πραγματιστικές παρεμβάσεις και από τις δύο πλευρές, πράγμα που είναι και ζήτημα οικονομικών πόρων -- σε αυτό ίσως μπορεί να βοηθήσει η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Πιστεύω πάντως ότι οι έποικοι δεν είναι τόσο μεγάλο πρόβλημα, όσο λέγεται. Κάθε λογικός άνθρωπος καταλαβαίνει ότι δεν μπορεί να διωχθεί ένας ολόκληρος πληθυσμός, που ζει εκεί χρόνια, ανάμεσά τους και παιδιά που γεννήθηκαν εκεί και δεν έχουν δει ποτέ τους την Τουρκία. Ταυτόχρονα, όμως, υπάρχει μεγάλος αριθμός που θα μπορούσε να επιστρέψουν στην Τουρκία. Πρέπει να κάνουμε μια διαφοροποίηση, οι έποικοι δεν είναι κάτι ενιαίο: υπάρχουν αυτοί που έχουν την υπηκοότητα του ψευδοκράτους, άλλοι που ζουν εκεί αλλά δεν την έχουν εξασφαλίσει, άλλοι που έρχονται για να εργαστούν αλλά τελικά παραμένουν κ.ο.κ. Με μια πολιτική λύσης του προβλήματος και με οικονομική βοήθεια, κάποιοι θα μπορούσαν να επιστρέψουν στην Τουρκία.
Το τεράστιο πρόβλημα, κατά τη γνώμη μου, είναι το σύστημα των εγγυήσεων. Όπως ξέρετε, η Κυπριακή Δημοκρατία ιδρύθηκε ως εξαρτημένη δημοκρατία, με εγγυήτριες δυνάμεις την Ελλάδα, την Τουρκία και τη Μ. Βρετανία, οι οποίες εγγυώνται τη συνταγματική τάξη και έχουν δικαίωμα επέμβασης σε περιπτώσεις που διακυβεύεται. Σίγουρα, η ελληνοκυπριακή πλευρά έχει πολύ πικρή εμπειρία, λόγω της εισβολής. Βλέποντας ωστόσο το ζήτημα καθαρά από πλευράς Realpolitik, είναι εξαιρετικά δύσκολο η Τουρκία να παραιτηθεί σήμερα από ένα δικαίωμα που εξασφάλισε το 1959, όταν ήταν μια χώρα υπανάπτυκτη, αγροτική, με πολύ μικρότερο διεθνές εκτόπισμα.
Πιστεύω λοιπόν ότι πρέπει να αναζητήσουμε μηχανισμούς βελτίωσης ή εκσυγχρονισμού των συμφωνιών, λ.χ. η Τουρκία να παραμείνει εγγυήτρια δύναμη αλλά μόνο στην τουρκοκυπριακή ομόσπονδη πολιτεία. Επίσης, δεν μπορούμε να δεχτούμε το δικαίωμα μονομερούς παρέμβασης: αυτό πρέπει να τροποποιηθεί, συνδεόμενο με έναν διεθνή μηχανισμό, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του ΟΗΕ. Μου φαίνεται πιο ρεαλιστικό, αντί να ζητήσουμε την πλήρη απαλλαγή από εγγυήσεις. Ας μην επιμένουμε σε άπιαστα όνειρα, που μπορεί να ακυρώσουν κάθε προοπτική λύσης, ας μάθουμε να διαχωρίσουμε ευκταίο και εφικτό.
Το Κυπριακό θυμίζει λίγο την Αλσατία-Λωραίνη: μέχρι να λυθεί το ζήτημα, Γαλλία και Γερμανία δεν συμφιλιώθηκαν. Σήμερα μπορούμε να φανταστούμε μια κοινή ζώνη Κύπρου-Ελλάδας Τουρκίας, εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε μια προοπτική που αφήνει πίσω της τον 19ο αιώνα: από την εθνικιστική διεκδίκηση της πολιτικής της ασφάλειας, να περάσουμε σε μια άλλη φάση, της αλληλεξάρτησης και κοινών συμφερόντων.
--Πέραν των διαπραγματεύσεων, ποιο είναι το επίπεδο των σχέσεων ανάμεσα στις δυο κοινότητες;
Μετά το Σχέδιο Ανάν, οι δικοινοτικές επαφές έχουν μειωθεί πάρα πολύ, γεγονός εξαιρετικά αρνητικό. Είναι μια πρόκληση, οι διαπραγματεύσεις να στηρίζονται από ανάλογες κινήσεις της κοινωνίας των πολιτών. Δυστυχώς, δεν έχουμε δει έναν τέτοιο κοινωνικό δυναμισμό: κυριαρχεί η απάθεια, για διαφορετικούς λόγους, και στις δύο πλευρές.
Η εθνικιστική διένεξη έχει δημιουργήσει και πνευματικά σύνορα, τα οποία παραμένουν πανίσχυρά, παρά τη μετακίνηση ανθρώπων (όχι ελεύθερη, αλλά πάντως υπαρκτή) ανάμεσα στις δύο πλευρές. Ο Δ. Χριστόφιας προσπαθεί να κάνει ανοίγματα: φέτος κήρυξε τη σχολική χρονιά χρονιά της επαναπροσέγγισης με τους Τουρκοκύπριους και προχωράει σε μεταρρυθμίσεις, ιδίως στα βιβλία της ιστορίας. Ωστόσο συναντά μεγάλη αντίδραση, ακόμα και από τα κόμματα με τα οποία συγκυβερνά, την ΕΔΕΚ και το ΔΗΚΟ, ενώ με την κινητοποίηση της Εκκλησίας το όλο πράγμα παίρνει άλλες διαστάσεις.
Έχουμε, έτσι, δύο αποκλίνουσες πραγματικότητες: στο επίπεδο των ηγετών συνομιλίες σε καλό κλίμα, στο επίπεδο των δύο κοινοτήτων απόσταση και καχυποψία. Δυστυχώς, στην πλευρά των Ελληνοκυπρίων κυριαρχεί μια φοβία της αναγνώρισης, που δεν απελευθερώνει τις κοινωνικές δυνάμεις. Όταν οι πανεπιστημιακοί, λ.χ., θέλουν να αναπτύξουν κάποια συνεργασία, αυτή αμέσως ανακόπτεται, γιατί τα πανεπιστήμια της τουρκοκυπριακής κοινότητας δεν αναγνωρίζονται. Οι Τουρκοκύπριοι, από την άλλη, έχουν μια εμμονή με την αναγνώριση. Και αυτό το δίπολο εγκλωβίζει την κοινωνία των πολιτών στην Κύπρο, που ούτως ή άλλως δεν είναι ισχυρή, είναι εξαρτημένη από την πολιτική.
--Πιστεύετε ότι το αποτέλεσμα των τουρκοκυπριακών εκλογών, στις 19 Απριλίου, θα επηρεάσει την πορεία των διαπραγματεύσεων;
Συνομιλητής στις διαπραγματεύσεις θα παραμείνει ο Μ. Ταλάτ, αφού το σύστημα είναι προεδρικό και οι προεδρικές εκλογές θα γίνουν τον Απρίλιο του 2010. Οι βουλευτικές εκλογές της 19ης Απριλίου, όμως, θα είναι ενδεικτικές. Χωρίς αμφιβολία, αναμένεται άνοδος της Δεξιάς, δεν ξέρουμε όμως πόση. Δύο βασικοί λόγοι είναι η απογοήτευση για την απόρριψη του Σχεδίου Ανάν και η μη υλοποίηση των υποσχέσεων της ΕΕ περί απευθείας διαλόγου, ανάπτυξης εμπορικών σχέσεων κλπ. Αυτά χρεώνονται στους Ελληνοκύπριους, την Ευρώπη αλλά και τον ίδιο τον Ταλάτ. Στην τουρκοκυπριακή κοινότητα κυριαρχεί μια ψυχολογία του τύπου "θέλαμε τη λύση, είπαμε ναι και δεν έγινε τίποτα", πράγμα που ευνοεί σε μεγάλο βαθμό τη Δεξιά, τον Έρογλου που μιλάει για λύση δύο κρατών, μια πολιτική αναχρονιστική, απαράδεκτη και για τη διεθνή κοινότητα και για τους Ελληνοκύπριους.
Ας σημειώσουμε εδώ ότι η τουρκοκυπριακή Δεξιά έχει εμπλακεί άμεσα στην υπόθεση Εργκενεκόν, όχι μόνο ο Ντεντκάς αλλά και ο Έρογλου. Ένα έγγραφο που δημοσιοποιήθηκε λίγες μέρες πριν, δείχνει ότι ο Έρογλου είχε χρηματοδοτηθεί από το Εργκενεκόν με 1 εκατομμύριο δολάρια. Αυτό είναι ένα τεράστιο ζήτημα.
--Θα τελειώσω με μια ερώτηση, για τη στάση της ελληνικής και της τουρκικής Αριστεράς. Συγκεκριμένα, θα ήθελα ένα σχόλιό σας για την αντιιμπεριαλιστική προσέγγιση που κυριάρχησε για πολλά χρόνια στις αναλύσεις τους.
Υπάρχει ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα, καθώς τόσο η ελληνική όσο και η τουρκική Αριστερά, για πολύ μεγάλο διάστημα αγνόησαν το φαινόμενο του εθνικισμού και τα δεινά που γεννά, στην Κύπρο, εντάσσοντας το Κυπριακό στο πλαίσιο του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα. Έφτασαν έτσι να αντιμετωπίσουν τον μέγα αντικομμουνιστή Πολύκαρπο Γεωρκάτζη, τον μέγα αντικομμουνιστή Τάσσο Παπαδόπουλο, τον μέγα αντικομμουνιστή Ραούφ Ντενκτάς σαν αντιιμπεριαστές ηγέτες! Παρόλο που η μόνη έγνοια, και των τριών, ήταν η εθνικιστική επιβολή σε βάρος της άλλης κοινότητας. Αυτός ο παραλογισμός --επιτρέψτε μου τον χαρακτηρισμό-- της ελληνικής και τουρκικής Αριστεράς συνδέεται με την άγνοια για το Κυπριακό. Δεν μπορεί κανείς να νομιμοποιήσει βίαιες πράξεις, τις συμμορίες, την εθνοτική διένεξη, τις σφαγές, εντάσσοντας τα σε ένα ευρύτερο μέτωπο αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό, Ασφαλώς και υπήρξαν ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, στις οποίες είμαστε αντίθετοι, ωστόσο πιστεύω να ξεκινήσουμε από την κριτική του εθνικισμού στην Κύπρο: οι Τούρκοι για τον τουρκικό εθνικισμό και οι Έλληνες για τον ελληνικό.
Τέλος, θα ήθελα να διαχωρίσω και να εξάρω τη στάση του Συνασπισμού. Θυμάμαι, το 1996, μια πολύ σημαντική πρωτοβουλία, όταν ο Συνασπισμός είχε καλέσει τους Τουρκοκύπριους και Ελληνοκύπριους αρχηγούς της Αριστεράς στην Αθήνα. Από τουρκοκυπριακής πλευράς πήραν μέρος ο Μ. Ταλάτ, ο Μ. Ακιντζί, Α. Ντουρντουράν και εγώ. Ήταν μια τομή, μια πρωτοφανής εμπειρία για τους Τουρκοκύπριους, στην οποία αναφέρονται ακόμα εξαιρετικά θετικά. Τέτοιες ακριβώς πρωτοβουλίες χρειάζεται να παίρνει η Αριστερά.