Έρχεται θύελλα;
Σάκης Κουρουζίδης, Αυγή, Δημοσιευμένο: 2009-10-08
Είναι φυσιολογικό να εκδηλώνει κανείς τη χαρά του μετά από ένα καλό εκλογικό αποτέλεσμα, έστω κι αν …έχασε λίγο από το προηγούμενο ποσοστό του. Αυτό ισχύει τόσο για τον ΣΥΡΙΖΑ όσο και για το ΚΚΕ. Έχασαν από έναν βουλευτή σε σχέση με την απερχόμενη Βουλή και λίγα δέκατα της μονάδας στο ποσοστό τους. Η επιτυχία είναι ασφαλώς μεγαλύτερη για τον ΣΥΡΙΖΑ.
Το ΠΑΣΟΚ πέτυχε μια απρόσμενα μεγάλη νίκη, κάτι που δεν μπορούμε, βέβαια, να το αποδώσουμε αποκλειστικά στην άγνοια και την παραπλάνηση του κόσμου που ψήφισε. Δικαιολογείται κανείς να κρίνει, να αμφισβητεί και να προειδοποιεί για τις θέσεις των άλλων κομμάτων, πριν από τις εκλογές. Όταν, όμως, ο κόσμος παρά τις προειδοποιήσεις μας, κάνει άλλες επιλογές, είναι πολύ άχαρο να του λέμε, από το βράδυ της Κυριακής κιόλας, ότι εξαπατήθηκε, ότι «θα δείτε τι θα πάθετε»! Αναφέρομαι κυρίως στις πρώτες μετεκλογικές δηλώσεις του ΚΚΕ.
Σύμφωνα με το κόμμα αυτό, σύμφωνα με τη λογική του, η μόνη ψήφος του μη εξαπατημένου Έλληνα, δεν μπορεί παρά να πάει στο ΚΚΕ. Άλλες οπτικές δεν νοούνται, γιʼ αυτό και η αλλαγή θα γίνει μόνον όταν το ΚΚΕ, μόνο του, αποκτήσει τα ερείσματα εκείνα, κοινοβουλευτικά ή «άλλα», που θα του επιτρέψουν να «κατακτήσει» την εξουσία.
Όπως πολύ εύστοχα το βράδυ της Κυριακής, ο Π. Τσίμας επεσήμανε στον εκπρόσωπο του ΚΚΕ, παλιά το ΚΚΕ έλεγε ότι «αλλαγή δεν γίνεται χωρίς το ΚΚΕ», ενώ σήμερα λέει απλώς ότι «αλλαγή δεν γίνεται…», στοπ! Δηλαδή, παλιότερα, και για 20 σχεδόν χρόνια, το ΚΚΕ επεδίωκε να εμπλακεί, μαζί με άλλους προφανώς, στην προσπάθεια «αλλαγής», ενώ σήμερα διακηρύσσει ότι η αλλαγή θα γίνει όχι «με» -όχι «χωρίς»- το ΚΚΕ, αλλά «μόνον» με το ΚΚΕ.
Η επόμενη μέρα για την ανανεωτική αριστερά, η οποία συγκράτησε το «κύριο όγκο των δυνάμεών της», στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται, θα μπορούσε να εγκαινιαστεί με την επαναφορά σε κάποιες από τις αφετηρίες της, στον κριτικό λόγο. Να αποφύγει, δηλαδή, δύο ακραία συμπτώματα που τον υπονομεύουν. Η μία άκρη που κινείται σε ευθεία αντίθεση με τον κριτικό λόγο λέγεται υιοθέτηση, μέσα από έναν άκρατο θαυμασμό και η άλλη απόρριψη, μέσα από μια ισοπεδωτική καταγγελία.
Ο κριτικός λόγος… κρίνει, αξιολογεί, επικρίνει, αμφισβητεί, τροποποιεί, αντιπροτείνει και, κυρίως, συνομιλεί, συνδιαλέγεται, αποφεύγοντας τα εύκολα, βολικά και άκριτα «ναι» ή «όχι». Η κριτική αποτίμηση έχει απαιτήσεις, ενώ το απλό ναι ή όχι είναι εύκολα, αμάσητα, σε βγάζουν από την ανάγκη και σε απαλλάσσουν από τον κόπο να αξιολογήσεις, να κριτικάρεις και να αντιπροτείνεις συγκεκριμένα και αναλυτικά. «Κρίνω ίσον (συ)σχετίζω»!
Έρχεται θύελλα λοιπόν; Μπορεί, αλλά μπορεί και τα πράγματα να πάνε …λίγο καλύτερα. Όταν προβλέπεις θύελλες, οι παρενέργειες είναι πολλές και σοβαρές. Αφενός, η υπερβολικά αρνητική πρόβλεψη μπορεί να διευκολύνει τελικά τον επικρινόμενο, αφού εύκολα μπορεί να δείξει ότι τα ακραία καταστροφολογικά σενάρια δεν επιβεβαιώνονται και άρα είναι καλύτερος από όσο προβλέπαμε. Αφετέρου, όταν στηρίζεις την πολιτική σου στάση και συμπεριφορά σε ακραία αρνητικά σενάρια, για να βγεις αληθινός στις προβλέψεις σου και να δικαιωθείς, θα εύχεσαι τα πράγματα να πάνε …άσχημα, αλλιώς δικαιώνεται ο αντίπαλος.
Εμείς επιδιώκουμε, πρωτίστως, να πάνε καλά τα πράγματα και όπου και όταν αυτό συμβαίνει, να μην μας προκαλεί αμηχανία χειρισμού παραδεχόμενοι το γεγονός, επειδή έτσι θα κερδίσει στις εντυπώσεις ο κυβερνών, αλλά να αναζητούμε και να αναδεικνύουμε την όποια δική μας εμπλοκή, συμμετοχή, πίεση, αντιπροτάσεις από όπου να δικαιώνεται η πολιτική μας ύπαρξη. Υπάρχει και μια τρίτη παρενέργεια, ίσως η πιο σοβαρή.
Όταν προβλέπεις ακραία σενάρια, όταν όλα τα βλέπεις μαύρα, και μάλιστα δεδομένα, τότε σπέρνεις και μια ανάλογη απογοήτευση ότι τίποτε δεν γίνεται, όλα τα έχουν σχεδιάσει τα σκοτεινά κέντρα και τελικά ο κόσμος αναζητά λύσεις στα όποια μικρά, έστω και δευτερεύοντα διαβλέπει ότι μπορεί να συμβούν. Και, τρομοκρατημένος από τις προβλέψεις μας, διαλέγει με βάση αυτά τα μικρά και ανεπαίσθητα, δηλαδή, από αυτούς που του προτείνουν μια πιο ελπιδοφόρα προοπτική, έστω και δια της υπερβολής. Και έτσι διάλεξαν …ΠΑΣΟΚ.
Ο ρόλος της Κασσάνδρας δεν μας ταιριάζει, μας αδικεί, χάνουμε έτσι κι αλλιώς.
Το σενάριο για τις θύελλες, είναι αμυντικό και γιʼ αυτό αναποτελεσματικό και εξαντλείται στην προεκλογική περίοδο. Στη μετεκλογική, χρειάζεται η κριτική αριστερά, επί του συγκεκριμένου κάθε φορά, επί των πολιτικών επιλογών που θα γίνουν και όχι επί αυτών που είχαμε… προβλέψει ότι θα γίνουν. Που να μην υποβαθμίζει και να μην αδιαφορεί και για τα μικρά και δευτερεύοντα, αφού τα άλλα, τα μεγάλα, έχουμε προβλέψει ήδη ότι… αργούν πολύ.
Το ΠΑΣΟΚ πέτυχε μια απρόσμενα μεγάλη νίκη, κάτι που δεν μπορούμε, βέβαια, να το αποδώσουμε αποκλειστικά στην άγνοια και την παραπλάνηση του κόσμου που ψήφισε. Δικαιολογείται κανείς να κρίνει, να αμφισβητεί και να προειδοποιεί για τις θέσεις των άλλων κομμάτων, πριν από τις εκλογές. Όταν, όμως, ο κόσμος παρά τις προειδοποιήσεις μας, κάνει άλλες επιλογές, είναι πολύ άχαρο να του λέμε, από το βράδυ της Κυριακής κιόλας, ότι εξαπατήθηκε, ότι «θα δείτε τι θα πάθετε»! Αναφέρομαι κυρίως στις πρώτες μετεκλογικές δηλώσεις του ΚΚΕ.
Σύμφωνα με το κόμμα αυτό, σύμφωνα με τη λογική του, η μόνη ψήφος του μη εξαπατημένου Έλληνα, δεν μπορεί παρά να πάει στο ΚΚΕ. Άλλες οπτικές δεν νοούνται, γιʼ αυτό και η αλλαγή θα γίνει μόνον όταν το ΚΚΕ, μόνο του, αποκτήσει τα ερείσματα εκείνα, κοινοβουλευτικά ή «άλλα», που θα του επιτρέψουν να «κατακτήσει» την εξουσία.
Όπως πολύ εύστοχα το βράδυ της Κυριακής, ο Π. Τσίμας επεσήμανε στον εκπρόσωπο του ΚΚΕ, παλιά το ΚΚΕ έλεγε ότι «αλλαγή δεν γίνεται χωρίς το ΚΚΕ», ενώ σήμερα λέει απλώς ότι «αλλαγή δεν γίνεται…», στοπ! Δηλαδή, παλιότερα, και για 20 σχεδόν χρόνια, το ΚΚΕ επεδίωκε να εμπλακεί, μαζί με άλλους προφανώς, στην προσπάθεια «αλλαγής», ενώ σήμερα διακηρύσσει ότι η αλλαγή θα γίνει όχι «με» -όχι «χωρίς»- το ΚΚΕ, αλλά «μόνον» με το ΚΚΕ.
Η επόμενη μέρα για την ανανεωτική αριστερά, η οποία συγκράτησε το «κύριο όγκο των δυνάμεών της», στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται, θα μπορούσε να εγκαινιαστεί με την επαναφορά σε κάποιες από τις αφετηρίες της, στον κριτικό λόγο. Να αποφύγει, δηλαδή, δύο ακραία συμπτώματα που τον υπονομεύουν. Η μία άκρη που κινείται σε ευθεία αντίθεση με τον κριτικό λόγο λέγεται υιοθέτηση, μέσα από έναν άκρατο θαυμασμό και η άλλη απόρριψη, μέσα από μια ισοπεδωτική καταγγελία.
Ο κριτικός λόγος… κρίνει, αξιολογεί, επικρίνει, αμφισβητεί, τροποποιεί, αντιπροτείνει και, κυρίως, συνομιλεί, συνδιαλέγεται, αποφεύγοντας τα εύκολα, βολικά και άκριτα «ναι» ή «όχι». Η κριτική αποτίμηση έχει απαιτήσεις, ενώ το απλό ναι ή όχι είναι εύκολα, αμάσητα, σε βγάζουν από την ανάγκη και σε απαλλάσσουν από τον κόπο να αξιολογήσεις, να κριτικάρεις και να αντιπροτείνεις συγκεκριμένα και αναλυτικά. «Κρίνω ίσον (συ)σχετίζω»!
Έρχεται θύελλα λοιπόν; Μπορεί, αλλά μπορεί και τα πράγματα να πάνε …λίγο καλύτερα. Όταν προβλέπεις θύελλες, οι παρενέργειες είναι πολλές και σοβαρές. Αφενός, η υπερβολικά αρνητική πρόβλεψη μπορεί να διευκολύνει τελικά τον επικρινόμενο, αφού εύκολα μπορεί να δείξει ότι τα ακραία καταστροφολογικά σενάρια δεν επιβεβαιώνονται και άρα είναι καλύτερος από όσο προβλέπαμε. Αφετέρου, όταν στηρίζεις την πολιτική σου στάση και συμπεριφορά σε ακραία αρνητικά σενάρια, για να βγεις αληθινός στις προβλέψεις σου και να δικαιωθείς, θα εύχεσαι τα πράγματα να πάνε …άσχημα, αλλιώς δικαιώνεται ο αντίπαλος.
Εμείς επιδιώκουμε, πρωτίστως, να πάνε καλά τα πράγματα και όπου και όταν αυτό συμβαίνει, να μην μας προκαλεί αμηχανία χειρισμού παραδεχόμενοι το γεγονός, επειδή έτσι θα κερδίσει στις εντυπώσεις ο κυβερνών, αλλά να αναζητούμε και να αναδεικνύουμε την όποια δική μας εμπλοκή, συμμετοχή, πίεση, αντιπροτάσεις από όπου να δικαιώνεται η πολιτική μας ύπαρξη. Υπάρχει και μια τρίτη παρενέργεια, ίσως η πιο σοβαρή.
Όταν προβλέπεις ακραία σενάρια, όταν όλα τα βλέπεις μαύρα, και μάλιστα δεδομένα, τότε σπέρνεις και μια ανάλογη απογοήτευση ότι τίποτε δεν γίνεται, όλα τα έχουν σχεδιάσει τα σκοτεινά κέντρα και τελικά ο κόσμος αναζητά λύσεις στα όποια μικρά, έστω και δευτερεύοντα διαβλέπει ότι μπορεί να συμβούν. Και, τρομοκρατημένος από τις προβλέψεις μας, διαλέγει με βάση αυτά τα μικρά και ανεπαίσθητα, δηλαδή, από αυτούς που του προτείνουν μια πιο ελπιδοφόρα προοπτική, έστω και δια της υπερβολής. Και έτσι διάλεξαν …ΠΑΣΟΚ.
Ο ρόλος της Κασσάνδρας δεν μας ταιριάζει, μας αδικεί, χάνουμε έτσι κι αλλιώς.
Το σενάριο για τις θύελλες, είναι αμυντικό και γιʼ αυτό αναποτελεσματικό και εξαντλείται στην προεκλογική περίοδο. Στη μετεκλογική, χρειάζεται η κριτική αριστερά, επί του συγκεκριμένου κάθε φορά, επί των πολιτικών επιλογών που θα γίνουν και όχι επί αυτών που είχαμε… προβλέψει ότι θα γίνουν. Που να μην υποβαθμίζει και να μην αδιαφορεί και για τα μικρά και δευτερεύοντα, αφού τα άλλα, τα μεγάλα, έχουμε προβλέψει ήδη ότι… αργούν πολύ.