Δραστικές προσαρμογές επιβάλλει η προειδοποίηση της Κομισιόν
Ελίζα Παπαδάκη, Κυριακάτικη Αυγή, Δημοσιευμένο: 2009-11-15
Δραστικές προσαρμογές επιβάλλει η προειδοποίηση της Κομισιόν
Στον αέρα βρίσκεται η εισοδηματική πολιτική για το 2010, ενώ αμέσως ανοίγει και το ασφαλιστικό. Η κυβέρνηση αναγκάζεται να αναθεωρήσει άρδην τα σχέδιά της μετά την αυστηρή - πραγματικά απειλητική - προειδοποίηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Πρώτη ιστορικά η χώρα μας οδηγείται στις ύστατες διαδικασίες της συνθήκης του Μάαστριχτ: πλέον, αν αγνοήσουμε τις συστάσεις, θα υποστούμε δυσβάσταχτες ποινές.
Στις προγραμματικές δηλώσεις της 16ης Οκτωβρίου ο πρωθυπουργός είχε παραλείψει οποιαδήποτε αναφορά στο ασφαλιστικό πρόβλημα της χώρας, προφανώς διότι δεν ήταν πολιτικά έτοιμος να το αντιμετωπίσει, ούτε είχε αντιληφθεί πόσο γρήγορα και πόσο επιτακτικά θα έμπαινε στο τραπέζι από εκείνους από τους οποίους σε τελική ανάλυση εξαρτάται η χρηματοδότηση των συντάξεων - τα θεσμικά όργανα της Ε.Ε. Ακόμα και τώρα άλλωστε, ενώ οι φορείς ήδη προσκαλούνται σε διάλογο και γίνεται λόγος για επώδυνες επιμέρους αλλαγές, δεν είναι διόλου σαφές αν θα ξεκινήσει μια μεταρρύθμιση για τη συνολική βιωσιμότητα του συστήματος. Δεν το ξεκαθάρισε ούτε προχθές, απαντώντας στην ερώτηση του Αλέξη Τσίπρα στη Βουλή ο Γιώργος Παπανδρέου.
Το προσχέδιο του προϋπολογισμού για το 2010 που παρουσιάστηκε μόλις δυόμισι εβδομάδες αργότερα συντάχθηκε με πλήρη επίγνωση του «δημοσιονομικού εκτροχιασμού», του εκρηκτικού ύψους που είχε φτάσει το έλλειμμα και, ακόμα χειρότερα, της εκρηκτικής δυναμικής που αποκτούσε το δημόσιο χρέος. Εκεί καταβλήθηκαν οι πρώτες προσπάθειες συγκράτησης του ελλείμματος, «μεταβατικά», σε συνδυασμό με την εκπλήρωση ορισμένων βασικών προεκλογικών δεσμεύσεων του ΠΑΣΟΚ. Αλλά οι διαρθρωτικές αλλαγές με στόχο την εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών σε μόνιμη βάση παραπέμπονταν στο πιο μακροχρόνιο πρόγραμμα σταθερότητας, που θα πρέπει να καταρτιστεί ως τα τέλη Ιανουαρίου, και στους προϋπολογισμούς των επομένων ετών.
Ίσως το οικονομικό επιτελείο να προσέβλεπε σε μία πολιτική περίοδο χάριτος απέναντι στη νεοεκλεγμένη κυβέρνηση. Όμως ελάχιστη σχετική προθυμία συνάντησε ο υπουργός Οικονομικών Γιώργος Παπακωνσταντίνου στους ομολόγους του, η δε εισήγηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προς το Συμβούλιο Ecofin που δημοσιεύθηκε την περασμένη Τετάρτη είναι απαγορευτική: διαπιστώνοντας ότι η φετινή επιδείνωση στα δημόσια οικονομικά της Ελλάδας οφείλεται κατά το μεγάλο της μέρος στη μη εφαρμογή των πολιτικών που είχαν συμφωνηθεί την άνοιξη (πρόκειται για τα πεπραγμένα της προηγούμενης κυβέρνησης, αλλά αυτό έξω δεν ενδιαφέρει), μόνο για τη χώρα μας δεν προτείνει νέα προθεσμία για την επαναφορά του ελλείμματος κάτω από το όριο του 3%. Αντίθετα, εισηγείται την υπαγωγή μας σε διαδικασίες πολύ πιο στενής επιτήρησης, που αν και αυτές δεν αποδώσουν οδηγούν στην επιβολή ποινών, δηλαδή περικοπή κοινοτικών χρηματοδοτήσεων και μεγάλα πρόστιμα.
Πέρα από το επίσημο αυτό ντοκουμέντο εξάλλου, στον κ. Παπακωνσταντίνου ήδη διαμηνύθηκαν προφορικά από τον επίτροπο Χοακίν Αλμούνια επιφυλάξεις ως προς την επάρκεια των μέτρων που ανήγγειλε με το προσχέδιο του προϋπολογισμού, ιδίως όσον αφορά τη συγκράτηση των δαπανών. Στο τελικό σχέδιο του προϋπολογισμού αυτήν την εβδομάδα ενδέχεται έτσι να δούμε αλλαγές. Και καθώς ο υπουργός, απευθυνόμενος την Πέμπτη στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής, επέμεινε πολύ στην αύξηση των δαπανών για την παιδεία κατά 1 δις, στις 3000 νέες προσλήψεις στο ΕΣΥ, στην αύξηση των επενδύσεων, των αγροτικών συντάξεων αλλά και του επιδόματος ανεργίας, προσπερνώντας γρήγορα τους μισθούς που θα αυξηθούν «οριακά», όπως είπε, μένει το ερώτημα πώς τελικά θα διαμορφωθεί η εισοδηματική πολιτική για τους δημοσίους υπαλλήλους.
Στις δαγκάνες του Μάαστριχτ και των αγορών
Με την πρότασή της της 11ης Νοεμβρίου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εισηγείται προς το Συμβούλιο να παρατείνει για τις περισσότερες χώρες την προθεσμία επαναφοράς του δημοσίου ελλείμματος κάτω από το όριο του 3% στο 2013.
Μια τέτοια παράταση εισηγείται ειδικότερα για τις τέσσερις χώρες που μαζί με την Ελλάδα είχαν τεθεί στο καθεστώς επιτήρησης του άρθρου 104 παράγραφος 7 της Συνθήκης τον Απρίλιο του 2009, εκτιμώντας ότι στο εξάμηνο που μεσολάβησε πήραν σημαντικά μέτρα για να μειώσουν τα ελλείμματά τους, όπως απαιτεί το εν λόγω άρθρο, αλλά αναγνωρίζοντας ότι η επιδείνωση οφείλεται στις δυσμενείς διεθνείς συνθήκες, αναγνώριση που προβλέπει το αναθεωρημένο το 2005 Σύμφωνο Σταθερότητας: για τη Γαλλία η Επιτροπή προτείνει έτσι μια δημοσιονομική προσαρμογή 1,25% του ΑΕΠ το χρόνο, για την Ισπανία 1,75% αντίστοιχα, για την Ιρλανδία 2% του ΑΕΠ το χρόνο, τέλος και για τη Βρετανία 1,75%, στις δύο τελευταίες χώρες δίνει μάλιστα ένα επιπλέον έτος προθεσμία (2014), εφόσον η κρίση ώθησε ακόμα υψηλότερα τα φετινά τους ελλείμματα.
Για την Ελλάδα όμως, που είχε αποδεχθεί τότε να μειώσει το έλλειμμά της κάτω από το 3% το 2010, η Επιτροπή δεν προτείνει καμία νέα προθεσμία, καθώς θεωρεί ότι η μεγάλη φετινή επιδείνωση (έλλειμμα 12,7% από 3,7% που πρόβλεπε το πρόγραμμα σταθερότητας Παπαθανασίου) είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος αποτέλεσμα της απουσίας μέτρων. Η φετινή υπέρβαση των δαπανών κατά 2,5 μονάδες του ΑΕΠ, γράφει, οφείλεται πάνω από το μισό σε μεγαλύτερες από τις προϋπολογισμένες αυξήσεις μισθών των υπαλλήλων και επενδύσεων.
Εισηγείται έτσι να υπαχθούμε στην παράγραφο 8 του άρθρου 104 της Συνθήκης, που προβλέπει δημοσιοποίηση των συστάσεων του Συμβουλίου προς την «αποκλίνουσα» χώρα. Τη σχετική απόφαση αναμένεται να λάβει το Ecofin το Δεκέμβριο, και το ερώτημα είναι πόσο μεγάλη ετήσια προσαρμογή θα υποδείξει. Το βέβαιο αμέσως επόμενο βήμα δύο μήνες αργότερα, το Φεβρουάριο, η υπαγωγή στην παράγραφο 9, προβλέπει τη στενή παρακολούθηση της υλοποίησης των συστάσεων αυτών από την Επιτροπή σε σύντομα τακτά διαστήματα, ανά τρίμηνο, ενώ μπορεί να απαιτηθεί ακόμα και μηνιαία ενημέρωση για την πορεία εσόδων και δαπανών. Στο μεταξύ η ελληνική κυβέρνηση θα έχει υποβάλει ένα νέο πρόγραμμα σταθερότητας, μάλλον για την τετραετία 2010-2013 και όχι τριετίας όπως συνηθιζόταν ως τώρα, εφόσον θα επιδιώξει να αποσπάσει προθεσμία ως το 2013 για την επαναφορά του ελλείμματος κάτω από το 3%, όπως δίδεται στις άλλες χώρες. Για τετραετία μιλάει άλλωστε ήδη ο κ. Παπακωνσταντίνου.
Το τί μπορεί να γίνει από εκεί και πέρα, αν τα πράγματα δεν πάνε καλά, είναι terra incognita, εφόσον καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν έχει φτάσει ποτέ στις διαδικασίες της παραγράφου 11 που προβλέπει πρόστιμο «υποχρεωτική άτοκη κατάθεση» μέχρι και στο 0,5% του ΑΕΠ της (12,5 δις ευρώ!) κάθε χρόνο, ούτε έχει υποστεί αναστολή των χορηγήσεων του Ταμείου Συνοχής. Η καταστροφή θα είχε επέλθει άλλωστε πολύ πριν από το δεκαεξάμηνο που προβλέπει η συνθήκη μεταξύ οριστικής διαπίστωσης απόκλισης των μεγεθών και επιβολής κυρώσεων. Θα συνίστατο σε δραματική επιδείνωση των όρων δανεισμού για την αναχρηματοδότηση του υπέρογκου δημόσιου χρέους που δεν θα μπορούσαμε να αντέξουμε.
Αν δεν είναι πειστικό το νέο πρόγραμμα σταθερότητας και αν δεν στηριχθεί αποφασιστικά από την Ε.Ε., ο κίνδυνος υποβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας από τους διεθνείς οίκους είναι άμεσος. Μέχρι στιγμής κατορθώνουμε να δανειζόμαστε με ένα spread 140 μονάδες βάσεις, δηλαδή 1,4% ακριβότερα από τη Γερμανία (μόνο). Αυτό είναι όμως συνέπεια της αποδοχής των ελληνικών ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα που έναντι αυτών παρέχει άνετη χρηματοδότηση στις τράπεζες που της τα καταθέτουν. Πριν υιοθετηθεί η πολιτική αυτή, υπενθυμίζεται, πέρυσι το Φεβρουάριο το spread είχε αγγίξει και τις 300 μονάδες βάσης. Η ΕΚΤ όμως έχει κάνει σαφές ότι μέσα στο 2010 θα αρχίσει να περιορίζει την υπέρμετρη (σε απάντηση της κρίσης) χορήγηση ρευστότητας, ενώ έχει προειδοποιήσει ότι δεν θα δέχεται ως ενέχυρο ομόλογα με διαβάθμιση χαμηλότερη από Α (που διατηρούν ακόμα τα δικά μας). Χωρίς τη μεσολάβηση της ΕΚΤ τα επιτόκια για την Ελλάδα θα γίνονταν πάρα πολύ υψηλότερα.
Η εκπόνηση επομένως και η αυστηρή εφαρμογή ενός προγράμματος που όντως θα μειώνει τα ελλείμματα και το χρέος και που θα στηρίζεται από την Ε.Ε. φαίνεται πια πραγματικά «μονόδρομος».
Δραστικές προσαρμογές επιβάλλει η προειδοποίηση της Κομισιόν
Την προοπτική αυτή δεν αλλάζει η αντίρρηση της γαλλικής κυβέρνησης π.χ., που απορρίπτει ως «μη ρεαλιστική» την υπόδειξη να μειώσει το έλλειμμά της, 8,3% του ΑΕΠ φέτος, κάτω από 3% το 2013, προκρίνοντας το 2014. Εμείς απέχουμε πάρα πολύ από το να μπορούμε να κάνουμε παζάρια αυτού του είδους, αν και ο κ. Παπακωνσταντίνου θα πρέπει να αξιοποιήσει κάθε ενδοκοινοτική διαφορά για να πετύχει τους καλύτερους δυνατούς όρους.
Στον αέρα βρίσκεται η εισοδηματική πολιτική για το 2010, ενώ αμέσως ανοίγει και το ασφαλιστικό. Η κυβέρνηση αναγκάζεται να αναθεωρήσει άρδην τα σχέδιά της μετά την αυστηρή - πραγματικά απειλητική - προειδοποίηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Πρώτη ιστορικά η χώρα μας οδηγείται στις ύστατες διαδικασίες της συνθήκης του Μάαστριχτ: πλέον, αν αγνοήσουμε τις συστάσεις, θα υποστούμε δυσβάσταχτες ποινές.
Στις προγραμματικές δηλώσεις της 16ης Οκτωβρίου ο πρωθυπουργός είχε παραλείψει οποιαδήποτε αναφορά στο ασφαλιστικό πρόβλημα της χώρας, προφανώς διότι δεν ήταν πολιτικά έτοιμος να το αντιμετωπίσει, ούτε είχε αντιληφθεί πόσο γρήγορα και πόσο επιτακτικά θα έμπαινε στο τραπέζι από εκείνους από τους οποίους σε τελική ανάλυση εξαρτάται η χρηματοδότηση των συντάξεων - τα θεσμικά όργανα της Ε.Ε. Ακόμα και τώρα άλλωστε, ενώ οι φορείς ήδη προσκαλούνται σε διάλογο και γίνεται λόγος για επώδυνες επιμέρους αλλαγές, δεν είναι διόλου σαφές αν θα ξεκινήσει μια μεταρρύθμιση για τη συνολική βιωσιμότητα του συστήματος. Δεν το ξεκαθάρισε ούτε προχθές, απαντώντας στην ερώτηση του Αλέξη Τσίπρα στη Βουλή ο Γιώργος Παπανδρέου.
Το προσχέδιο του προϋπολογισμού για το 2010 που παρουσιάστηκε μόλις δυόμισι εβδομάδες αργότερα συντάχθηκε με πλήρη επίγνωση του «δημοσιονομικού εκτροχιασμού», του εκρηκτικού ύψους που είχε φτάσει το έλλειμμα και, ακόμα χειρότερα, της εκρηκτικής δυναμικής που αποκτούσε το δημόσιο χρέος. Εκεί καταβλήθηκαν οι πρώτες προσπάθειες συγκράτησης του ελλείμματος, «μεταβατικά», σε συνδυασμό με την εκπλήρωση ορισμένων βασικών προεκλογικών δεσμεύσεων του ΠΑΣΟΚ. Αλλά οι διαρθρωτικές αλλαγές με στόχο την εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών σε μόνιμη βάση παραπέμπονταν στο πιο μακροχρόνιο πρόγραμμα σταθερότητας, που θα πρέπει να καταρτιστεί ως τα τέλη Ιανουαρίου, και στους προϋπολογισμούς των επομένων ετών.
Ίσως το οικονομικό επιτελείο να προσέβλεπε σε μία πολιτική περίοδο χάριτος απέναντι στη νεοεκλεγμένη κυβέρνηση. Όμως ελάχιστη σχετική προθυμία συνάντησε ο υπουργός Οικονομικών Γιώργος Παπακωνσταντίνου στους ομολόγους του, η δε εισήγηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προς το Συμβούλιο Ecofin που δημοσιεύθηκε την περασμένη Τετάρτη είναι απαγορευτική: διαπιστώνοντας ότι η φετινή επιδείνωση στα δημόσια οικονομικά της Ελλάδας οφείλεται κατά το μεγάλο της μέρος στη μη εφαρμογή των πολιτικών που είχαν συμφωνηθεί την άνοιξη (πρόκειται για τα πεπραγμένα της προηγούμενης κυβέρνησης, αλλά αυτό έξω δεν ενδιαφέρει), μόνο για τη χώρα μας δεν προτείνει νέα προθεσμία για την επαναφορά του ελλείμματος κάτω από το όριο του 3%. Αντίθετα, εισηγείται την υπαγωγή μας σε διαδικασίες πολύ πιο στενής επιτήρησης, που αν και αυτές δεν αποδώσουν οδηγούν στην επιβολή ποινών, δηλαδή περικοπή κοινοτικών χρηματοδοτήσεων και μεγάλα πρόστιμα.
Πέρα από το επίσημο αυτό ντοκουμέντο εξάλλου, στον κ. Παπακωνσταντίνου ήδη διαμηνύθηκαν προφορικά από τον επίτροπο Χοακίν Αλμούνια επιφυλάξεις ως προς την επάρκεια των μέτρων που ανήγγειλε με το προσχέδιο του προϋπολογισμού, ιδίως όσον αφορά τη συγκράτηση των δαπανών. Στο τελικό σχέδιο του προϋπολογισμού αυτήν την εβδομάδα ενδέχεται έτσι να δούμε αλλαγές. Και καθώς ο υπουργός, απευθυνόμενος την Πέμπτη στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής, επέμεινε πολύ στην αύξηση των δαπανών για την παιδεία κατά 1 δις, στις 3000 νέες προσλήψεις στο ΕΣΥ, στην αύξηση των επενδύσεων, των αγροτικών συντάξεων αλλά και του επιδόματος ανεργίας, προσπερνώντας γρήγορα τους μισθούς που θα αυξηθούν «οριακά», όπως είπε, μένει το ερώτημα πώς τελικά θα διαμορφωθεί η εισοδηματική πολιτική για τους δημοσίους υπαλλήλους.
Στις δαγκάνες του Μάαστριχτ και των αγορών
Με την πρότασή της της 11ης Νοεμβρίου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εισηγείται προς το Συμβούλιο να παρατείνει για τις περισσότερες χώρες την προθεσμία επαναφοράς του δημοσίου ελλείμματος κάτω από το όριο του 3% στο 2013.
Μια τέτοια παράταση εισηγείται ειδικότερα για τις τέσσερις χώρες που μαζί με την Ελλάδα είχαν τεθεί στο καθεστώς επιτήρησης του άρθρου 104 παράγραφος 7 της Συνθήκης τον Απρίλιο του 2009, εκτιμώντας ότι στο εξάμηνο που μεσολάβησε πήραν σημαντικά μέτρα για να μειώσουν τα ελλείμματά τους, όπως απαιτεί το εν λόγω άρθρο, αλλά αναγνωρίζοντας ότι η επιδείνωση οφείλεται στις δυσμενείς διεθνείς συνθήκες, αναγνώριση που προβλέπει το αναθεωρημένο το 2005 Σύμφωνο Σταθερότητας: για τη Γαλλία η Επιτροπή προτείνει έτσι μια δημοσιονομική προσαρμογή 1,25% του ΑΕΠ το χρόνο, για την Ισπανία 1,75% αντίστοιχα, για την Ιρλανδία 2% του ΑΕΠ το χρόνο, τέλος και για τη Βρετανία 1,75%, στις δύο τελευταίες χώρες δίνει μάλιστα ένα επιπλέον έτος προθεσμία (2014), εφόσον η κρίση ώθησε ακόμα υψηλότερα τα φετινά τους ελλείμματα.
Για την Ελλάδα όμως, που είχε αποδεχθεί τότε να μειώσει το έλλειμμά της κάτω από το 3% το 2010, η Επιτροπή δεν προτείνει καμία νέα προθεσμία, καθώς θεωρεί ότι η μεγάλη φετινή επιδείνωση (έλλειμμα 12,7% από 3,7% που πρόβλεπε το πρόγραμμα σταθερότητας Παπαθανασίου) είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος αποτέλεσμα της απουσίας μέτρων. Η φετινή υπέρβαση των δαπανών κατά 2,5 μονάδες του ΑΕΠ, γράφει, οφείλεται πάνω από το μισό σε μεγαλύτερες από τις προϋπολογισμένες αυξήσεις μισθών των υπαλλήλων και επενδύσεων.
Εισηγείται έτσι να υπαχθούμε στην παράγραφο 8 του άρθρου 104 της Συνθήκης, που προβλέπει δημοσιοποίηση των συστάσεων του Συμβουλίου προς την «αποκλίνουσα» χώρα. Τη σχετική απόφαση αναμένεται να λάβει το Ecofin το Δεκέμβριο, και το ερώτημα είναι πόσο μεγάλη ετήσια προσαρμογή θα υποδείξει. Το βέβαιο αμέσως επόμενο βήμα δύο μήνες αργότερα, το Φεβρουάριο, η υπαγωγή στην παράγραφο 9, προβλέπει τη στενή παρακολούθηση της υλοποίησης των συστάσεων αυτών από την Επιτροπή σε σύντομα τακτά διαστήματα, ανά τρίμηνο, ενώ μπορεί να απαιτηθεί ακόμα και μηνιαία ενημέρωση για την πορεία εσόδων και δαπανών. Στο μεταξύ η ελληνική κυβέρνηση θα έχει υποβάλει ένα νέο πρόγραμμα σταθερότητας, μάλλον για την τετραετία 2010-2013 και όχι τριετίας όπως συνηθιζόταν ως τώρα, εφόσον θα επιδιώξει να αποσπάσει προθεσμία ως το 2013 για την επαναφορά του ελλείμματος κάτω από το 3%, όπως δίδεται στις άλλες χώρες. Για τετραετία μιλάει άλλωστε ήδη ο κ. Παπακωνσταντίνου.
Το τί μπορεί να γίνει από εκεί και πέρα, αν τα πράγματα δεν πάνε καλά, είναι terra incognita, εφόσον καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν έχει φτάσει ποτέ στις διαδικασίες της παραγράφου 11 που προβλέπει πρόστιμο «υποχρεωτική άτοκη κατάθεση» μέχρι και στο 0,5% του ΑΕΠ της (12,5 δις ευρώ!) κάθε χρόνο, ούτε έχει υποστεί αναστολή των χορηγήσεων του Ταμείου Συνοχής. Η καταστροφή θα είχε επέλθει άλλωστε πολύ πριν από το δεκαεξάμηνο που προβλέπει η συνθήκη μεταξύ οριστικής διαπίστωσης απόκλισης των μεγεθών και επιβολής κυρώσεων. Θα συνίστατο σε δραματική επιδείνωση των όρων δανεισμού για την αναχρηματοδότηση του υπέρογκου δημόσιου χρέους που δεν θα μπορούσαμε να αντέξουμε.
Αν δεν είναι πειστικό το νέο πρόγραμμα σταθερότητας και αν δεν στηριχθεί αποφασιστικά από την Ε.Ε., ο κίνδυνος υποβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας από τους διεθνείς οίκους είναι άμεσος. Μέχρι στιγμής κατορθώνουμε να δανειζόμαστε με ένα spread 140 μονάδες βάσεις, δηλαδή 1,4% ακριβότερα από τη Γερμανία (μόνο). Αυτό είναι όμως συνέπεια της αποδοχής των ελληνικών ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα που έναντι αυτών παρέχει άνετη χρηματοδότηση στις τράπεζες που της τα καταθέτουν. Πριν υιοθετηθεί η πολιτική αυτή, υπενθυμίζεται, πέρυσι το Φεβρουάριο το spread είχε αγγίξει και τις 300 μονάδες βάσης. Η ΕΚΤ όμως έχει κάνει σαφές ότι μέσα στο 2010 θα αρχίσει να περιορίζει την υπέρμετρη (σε απάντηση της κρίσης) χορήγηση ρευστότητας, ενώ έχει προειδοποιήσει ότι δεν θα δέχεται ως ενέχυρο ομόλογα με διαβάθμιση χαμηλότερη από Α (που διατηρούν ακόμα τα δικά μας). Χωρίς τη μεσολάβηση της ΕΚΤ τα επιτόκια για την Ελλάδα θα γίνονταν πάρα πολύ υψηλότερα.
Η εκπόνηση επομένως και η αυστηρή εφαρμογή ενός προγράμματος που όντως θα μειώνει τα ελλείμματα και το χρέος και που θα στηρίζεται από την Ε.Ε. φαίνεται πια πραγματικά «μονόδρομος».
Δραστικές προσαρμογές επιβάλλει η προειδοποίηση της Κομισιόν
Την προοπτική αυτή δεν αλλάζει η αντίρρηση της γαλλικής κυβέρνησης π.χ., που απορρίπτει ως «μη ρεαλιστική» την υπόδειξη να μειώσει το έλλειμμά της, 8,3% του ΑΕΠ φέτος, κάτω από 3% το 2013, προκρίνοντας το 2014. Εμείς απέχουμε πάρα πολύ από το να μπορούμε να κάνουμε παζάρια αυτού του είδους, αν και ο κ. Παπακωνσταντίνου θα πρέπει να αξιοποιήσει κάθε ενδοκοινοτική διαφορά για να πετύχει τους καλύτερους δυνατούς όρους.