Πέρα από τη Στρατηγική της Λισαβώνας. Κατευθύνσεις Οικονομικής και Κοινωνικής Πολιτικής
Για την Εναλλακτική Οικονομική Πολιτική για την Ευρώπη
Οι Ευρωπαίοι Οικονομολόγοι, Δημοσιευμένο: 2005-01-24
Υπόμνημα 2004
Εισαγωγή
Το 2004 σημειώθηκαν πολλές, σημαντικές εξελίξεις στην Ε.Ε. Τον Μάϊο, η Ενωση διευρύνθηκε με την ένταξη δέκα νέων χωρών. Τον Ιούνιο, εξελέγη νέο Ευρωπαϊκό Kοινοβούλιο, ενώ μια εβδομάδα αργότερα οι αρχηγοί των κρατών μελών υπέγραψαν το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα. Τον Ιούλιο, ορίσθηκε νέος Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο οποίος υποχρεώθηκε να αποσύρει την πρότασή του για την νέα Επιτροπή και να την τροποποιήσει ως προς αρκετούς προτεινόμενους επιτρόπους μετά από μία άνευ προηγουμένου σύγκρουση με το Κοινοβούλιο. Το 2004 ήταν επίσης έτος οικονομικής ανάκαμψης, που θεωρήθηκε «έκπληξη» από τον αρμόδιο Επίτροπο. Είναι η Ε.Ε. έτοιμη για το «μεγάλο άλμα» προς τα εμπρός, προς μια πιο δυναμική και ισόρροπη ανάπτυξη μετά από μακρά περίοδο αδύναμης αύξησης της παραγωγής, υψηλής ανεργίας, αυξανόμενων κοινωνικών ανισοτήτων και ανεπαρκούς δημοκρατικού πολιτισμού; Επί τέλους, η Στρατηγική της Λισαβώνας του Μαρτίου 2000 θα κατορθώσει να μετατρέψει την Ε.Ε. στην πλέον ανταγωνιστική οικονομική περιοχή του κόσμου, με «περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας» και πλήρη απασχόληση μέχρι το 2010;
Οι ελπίδες στην κατεύθυνση αυτή μάλλον θα διαψευσθούν. Οι κύριοι λόγοι είναι, από την μια πλευρά, το δημοκρατικό έλλειμμα της Ε.Ε. και, από την άλλη, η υποβόσκουσα αδυναμία της οικονομίας. Παρατηρείται αξιοσημείωτο έλλειμμα πολιτικής βούλησης για την αντιμετώπιση των θεμελιωδών αυτών ζητημάτων.
Η πλήρης αδιαφάνεια που κάλυψε την υποψηφιότητα και ορισμό του νέου προέδρου της Επιτροπής αποτελεί ένδειξη του δημοκρατικού ελλείμματος της Ε.Ε. Γεγονότα όπως αυτό διευρύνουν το χάσμα μεταξύ της Ε.Ε. και των πολιτών της. Υπογραμμίζουν την τρέχουσα κρίση νομιμοποίησης που οδήγησε στο ιστορικά χαμηλό ποσοστό συμμετοχής των πολιτών στις Ευρωπαϊκές εκλογές, όπου το 54% των ψηφοφόρων στα 25 νέα κράτη μέλη επέλεξαν να μην συμμετάσχουν. Στο πλαίσιο αυτό η απόρριψη εκ μέρους του Ευρωκοινοβουλίου της προτεινόμενης Επιτροπής αποτελεί επιτυχία και βήμα στην προσπάθεια ενίσχυσης της δημοκρατίας. Η επιτυχία αυτή όμως είναι εύθραυστη. Το Σύνταγμα, παρά το γεγονός ότι περιλαμβάνει ορισμένα θετικά στοιχεία, δεν προωθεί τη δημοκρατία στην Ε.Ε.
Στη συνέχεια του κειμένου, εξετάζεται κριτικά η τρέχουσα οικονομική κατάσταση της Ε.Ε. (μέρος 1ο) και αναλύονται οι λόγοι αποτυχίας της Στρατηγικής της Λισαβώνας (μέρος 2ο). Κατόπιν, κατατίθενται ορισμένες προτάσεις για τη βελτίωση των ευρωπαϊκών επιδόσεων ως προς τη βιώσιμη ανάπτυξη, την πλήρη απασχόληση και την κοινωνική ευημερία (μέρος 3ο). Στο τέταρτο μέρος προτείνονται ορισμένα κεντρικά στοιχεία του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Μοντέλου και στο τελευταίο, πέμπτο μέρος, γίνεται κριτική ανάλυση του Ευρωπαϊκού Συντάγματος.
1. Ο φαύλος κύκλος των αυξανόμενων ανισοτήτων - Ανάγκη για ανάπτυξη
Η δυναμική της οικονομικής ανάκαμψης της Ε.Ε. ήδη εξαντλήθηκε. Διάρκειας μόλις ενός έτους, παρέμεινε αδύναμη, με ρυθμό αύξησης κάτω του 2,5% στο ανώτατο σημείο και απότομη πτώση το τρίτο τρίμηνο του 2004, χωρίς μείωση της ανεργίας. Η υψηλότερη του αναμενόμενου αύξηση της παραγωγής της Ε.Ε. το πρώτο ήμισυ του 2004 ήταν κυρίως αποτέλεσμα της καθαρής αύξησης των εξαγωγών, ενώ η εγχώρια ανάπτυξη παρέμεινε αδύναμη. Συνεπώς, η Ευρωπαϊκή οικονομία θα επηρεασθεί ιδιαίτερα από την επιβράδυνση των ΗΠΑ. Επί πλέον, κίνδυνοι από την αύξηση των τιμών του πετρελαίου και από την ανατίμηση του ευρώ (που μειώνει μεν τον λογαριασμό πετρελαίου, αλλά αποτελεί σημαντική απειλή για τις ευρωπαϊκές εξαγωγές προς τρίτες χώρες) καθιστούν την Ευρωπαϊκή οικονομία ιδιαίτερα ευάλωτη. Για την αντιμετώπιση της κατάστασης αυτής απαιτείται ενεργός πολιτική δράση εκ μέρους της Ε.Ε. Ωστόσο κάτι τέτοιο δεν παρατηρείται. Πρωτοβουλίες όπως αυτή της Γαλλίας για την από κοινού αντιμετώπιση απειλών όπως είναι η αύξηση των τιμών του πετρελαίου απορρίπτονται από το ECOFIN, το Συμβούλιο Υπουργών Οικονομίας, ενώ τυχόν εθνικά σχέδια δράσης αντιμετωπίζονται κριτικά. Όχι μόνο απουσιάζει η αντίληψη για κοινή Ευρωπαϊκή δράση, αλλά αντίθετα υπάρχει μια πλειοψηφούσα άποψη για μη δράση.
Μακροχρόνια, η πρόσφατη, σύντομη οικονομική ανάκαμψη της Ε.Ε. δεν την έβγαλε από το φαύλο κύκλο της χαμηλής ανάπτυξης, υψηλής ανεργίας και αυξανόμενης ανισότητας, που χαρακτήρισε την Ε.Ε.-15 για περισσότερο από 25 χρόνια. Η αύξηση της παραγωγής δεν ήταν αρκετά υψηλή ώστε να αντισταθμίσει την αύξηση της παραγωγικότητας και να απορροφήσει τους νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας. Συνεπώς, η ανεργία αυξήθηκε και παρέμεινε υψηλή ακόμα και στη διάρκεια της ανάκαμψης, ασκώντας πίεση στους εργαζόμενους και μειώνοντας το μερίδιο των μισθών στο εθνικό εισόδημα από το ιστορικά υψηλό ποσοστό του 73,4% το 1962 στο ιστορικά χαμηλό σημείο του 68,0% το 2004 (Ευρωπαϊκή Οικονομία 4/2003 και 6/2003, Πίν. 32). Η τάση αυτή εξάλλου ενισχύεται από τη φορολογική πολιτική της Ε.Ε., η οποία ευνοεί τα κέρδη. Από την άλλη πλευρά, η κερδοφορία αυξήθηκε σημαντικά σε σχέση με τις αρχές της δεκαετίας του 80 και σήμερα υπερβαίνει το επίπεδο ρεκόρ των αρχών της δεκαετίας του 60. Ωστόσο, η αύξηση της κερδοφορίας είχε ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη των χρηματοπιστωτικών αγορών και της κερδοσκοπίας, μάλλον παρά την αύξηση των επενδύσεων.
Οι τάσεις αυτές δεν μεταβλήθηκαν από την Στρατηγική της Λισαβώνας, που υιοθετήθηκε περίπου πριν από πέντε χρόνια. Στη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων ετών, ο μέσος ρυθμός αύξησης της παραγωγής ήταν ίσος με 1,5%, σε σύγκριση με 2,8% το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 90, ενώ ο προβλεπόμενος ρυθμός για την τρέχουσα δεκαετία είναι σχεδόν διπλάσιος. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο ρυθμός αύξησης της παραγωγής των νέων χωρών μελών (3,1%) ήταν διπλάσιος από εκείνο της Ε.Ε.-15. Στο επίπεδο της μακροοικονομίας δηλαδή παρατηρείται σύγκλιση, αν και η μείωση της ανεργίας είναι πολύ περιορισμένη.
Πίν. 1: Στοιχεία αύξησης του ΑΕΠ στην Ε.Ε.-25 και στην Ε.Ε.-15 (ετήσια % μεταβολή)
EU-25 EU-15
1996-2000 2001 2002 2003 2004 1996-2000 2001 2002 2003 2004
ΑΕΠ 2.8 1.8 1.1 1.0 2.5 2.7 1.7 1.1 0.9 2.4
Ιδιωτική Κατανάλωση
2.8
2.0
1.4
1.5
2.0
2.7
2.0
1.2
1.4
1.9
Δημόσια Κατανάλωση
1.7
2.5
3.1
1.9
1.8
1.7
2.5
3.2
1.9
1.9
Επενδύσεις 4.5 0.3 -1.4 0.0 3.2 4.3 0.4 -1.5 -0.1 2.9
Δημόσιες Επενδύσεις* 2.4 2.3 2.5 2.4 2.3 2.4 2.3 2.4 2.4
Εξαγωγές 8.1 3.3 2.0 1.5 7.4 7.8 2.9 1.6 0.6 7.0
Εισαγωγές 8.7 1.6 1.4 3.0 7.4 8.3 1.3 1.1 2.4 6.9
* ως ποσοστό του ΑΕΠ
Πηγή: European Commission, Economic Forecasts, Autumn 2004
Όπως προκύπτει από τον πιο πάνω πίνακα, οι επενδύσεις αποτελούν τον κύριο ανασχετικό ως προς την οικονομική δραστηριότητα παράγοντα. Το στοιχείο αυτό δεν είναι απλώς ανησυχητικό, αλλά εκθέτει το κυρίαρχο ευρωπαϊκό υπόδειγμα. Ειδικότερα, είναι ανησυχητικό γιατί «πλήττει τομείς που η Στρατηγική της Λισαβώνας θεωρεί ως άμεσης προτεραιότητας, όπως είναι το δίκτυο διακρατικών υποδομών και ο τομέας της γνώσης» (CEC, 2004:10). Ταυτόχρονα, εκθέτει το κυρίαρχο ευρωπαϊκό υπόδειγμα στο βαθμό που οι επενδύσεις δεν ανταποκρίνονται σε «θεμελιώδεις υποστηρικτικές παραμέτρους», όπως είναι τα χαμηλά επιτόκια, η αυξημένη κερδοφορία και οι αναδιαρθρωμένοι ισολογισμοί των επιχειρήσεων (Τριμηνιαία Εκθεση Ευρωζώνης, 3.3:9).
Οι δημόσιες επενδύσεις επίσης μειώνονται, με αποτέλεσμα να είναι σήμερα σημαντικά χαμηλότερες από ό,τι στις ΗΠΑ και στην Ιαπωνία: 2,4% του ΑΕΠ το 2001 - 2004 κατά μέσο όρο, σε σύγκριση με 2,9% στις ΗΠΑ και 4,3% στην Ιαπωνία. Η ασκούμενη πολιτική όμως δεν πρόκειται να ανατρέψει τη σχέση αυτή. Για παράδειγμα, η Ευρωπαϊκή Πρωτοβουλία Ανάπτυξης και το Πρόγραμμα Ταχείας Εναρξης αποτελούν πρόσφατα μέτρα, τα οποία στοχεύουν στην κινητοποίηση των πόρων στους τομείς των υποδομών και της γνώσης. Θα χρηματοδοτηθούν με αναλογία 60/40 από τον ιδιωτικό και το δημόσιο τομέα αντίστοιχα. Η συμμετοχή του τελευταίου όμως ανέρχεται σε μόλις 0,05% του Κοινοτικού ΑΕΠ. Δεν προκαλεί συνεπώς καμία έκπληξη το γεγονός ότι τόσο η Πρωτοβουλία όσο και το Πρόγραμμα είναι ελάχιστα διακριτά!
Εκείνο το οποίο εμπόδισε την μετεξέλιξη της αναιμικής αύξησης της παραγωγής σε πτώση ήταν η αύξηση της ιδιωτικής και ιδιαίτερα της δημόσιας κατανάλωσης (1,5% και 2,3% αντίστοιχα κατά μέσο όρο στην Ε.Ε.-25). Ηταν όμως πολύ αδύναμη για να θέσει τις οικονομίες της Ευρώπης σε ανοδική τροχιά. Την περίοδο αυτή, η δημοσιονομική πολιτική παρέμεινε ουσιαστικά περιοριστική, δεδομένου ότι παρά την περιορισμένη αύξηση του μέσου δημοσιονομικού ελλείμματος (2,7% του ΑΕΠ σε σύγκριση με 1,1% το 2002), τούτο μειώθηκε λαμβάνοντας υπόψη τις κυκλικές διακυμάνσεις.
Η ανεργία αυξήθηκε σταθερά από 7,4% του εργατικού δυναμικού το 2001σε 8,1% το 2004 στην Ε.Ε.-15 κατά μέσο όρο. Η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη στα νέα κράτη μέλη, όπου το μέσο επίπεδο βρίσκεται στο 14,4% τα τελευταία τέσσερα χρόνια, παρά τον υψηλότερο ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ.
Ο πληθωρισμός κινήθηκε γύρω στο 2%, ενώ η μέση αμοιβή κατά εργαζόμενο αυξήθηκε κατά μόλις 1% ετησίως μεταξύ 2001 και 2004. Το πραγματικό μοναδιαίο κόστος εργασίας μειώθηκε κατά 0,3% μεταξύ 2001 και 2004. Φόβοι για πληθωριστικές πιέσεις ως αποτέλεσμα της αύξησης των τιμών του πετρελαίου ήδη τροφοδοτούν ανησυχίες για τυχόν αύξηση των μισθών και εγκλήσεις για μετριοπάθεια!
Ως αποτέλεσμα της αυξανόμενης ανεργίας και των χαμηλών μισθολογικών αυξήσεων, το μερίδιο των μισθών στο ΑΕΠ μειώθηκε από το 69,2% του ΑΕΠ την περίοδο 1991-2000 σε 68% το 2004 στην Ε.Ε.-15.
Οι ανισότητες απασχόλησης, ανεργίας, κατά κεφαλή εισοδήματος και φτώχειας αποτελούν γνωστό πρόβλημα της Ε.Ε., το οποίο δεν έχει ακόμη επιλυθεί. Σε συνέχεια της τελευταίας διεύρυνσης, οι περιφερειακές ανισότητες αυξήθηκαν σημαντικά. Ο λόγος του κατά κεφαλή εισοδήματος στην πλουσιότερη χώρα προς εκείνο στη φτωχότερη ήταν 3:1 στη Ε.Ε.-15, αυξανόμενος σε 5:1 στην Ε.Ε.-25. Ταυτόχρονα, η περιφερειακή διάρθρωση των ανισοτήτων μετατοπίσθηκε δραματικά προς τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, χωρίς ουσιαστική βελτίωση στις πλέον αδύναμες περιοχές της Δυτικής και Νότιας Ευρώπης. Σύμφωνα με την Τρίτη Εκθεση Συνοχής (Φεβρουάριος 2004), ο αριθμός των λιγότερο αναπτυγμένων περιοχών στην Ε.Ε. (δηλ. των περιοχών με κατά κεφαλή εισόδημα κάτω του 75% του μέσου Κοινοτικού όρου) αυξήθηκε από 50 στην Ε.Ε.-15 σε 69 στην Ε.Ε.-25, και το μερίδιο του πληθυσμού που ζει στις περιοχές αυτές αυξήθηκε από 19,2% σε 27,1% στο σύνολο. Τα αυτά μεγέθη αποκαλύπτουν το δραματικό χαρακτήρα των εξελίξεων.
Το μέγεθος των ανισοτήτων στην Ε.Ε.-25 καθιστά την αναφορά στην ευρωπαϊκή οικονομία ως ενιαίο σύνολο αυταπάτη. Η χρήση του όρου αυτού δεν στηρίζεται στο μύθο της οικονομικής και κοινωνικής ομοιογένειας παρά τις όποιες διαφορές και τις ανισότητες. Αντίθετα, στηρίζεται στην πολιτική αντίληψη δημιουργίας οικονομικού δυναμισμού και κοινωνικής συνοχής στη βάση της συνεργασίας και της από κοινού δράσης, που αξιοποιεί τις διαφορές πόρων και δεξιοτήτων, προωθεί διαδικασίες σύγκλισης και συνοχής με την μεταφορά πόρων. Λαμβάνοντας υπόψη την αύξηση των ανισοτήτων μετά από τη διεύρυνση, οι προσπάθειες στην κατεύθυνση αυτή πρέπει να πολλαπλασιασθούν, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει.
2. Μετά την αποτυχία της Λισαβώνας: Ανάγκη για νέα στρατηγική ανάπτυξης
Τον Μάρτιο 2005 θα γίνει ανασκόπηση της στρατηγικής της Λισαβώνας, η οποία κλείνει μια πενταετία, στη βάση της έκθεσης ειδικής επιτροπής με επικεφαλής τον πρώην πρωθυπουργό της Ολλανδίας, Βιμ Κοκ. Η έκθεση, η οποία ήδη δημοσιεύθηκε, αναγνωρίζει ότι η υλοποίηση της ατζέντας της Λισαβώνας παρουσιάζει σημαντική υστέρηση. Προτείνει την επιτάχυνση της διαδικασίας, τον περιορισμό των ειδικών δεικτών από 100 σε 15, τη σύσταση εθνικών σχεδίων δράσης και τη συνεχή εποπτεία και έλεγχο από την Επιτροπή και το Ευρωκοινοβούλιο. Οι στόχοι και η μέθοδος της ατζέντας της Λισαβώνας δεν επανεξετάζονται. Αντίθετα, διατυπώνονται εκ νέου με σαφήνεια και επαναβεβαιώνονται. Πρόκειται για μυωπική προσέγγιση, η οποία αδυνατεί να διακρίνει τους πραγματικούς λόγους πίσω από τα Ευρωπαϊκά προβλήματα. Οι λόγοι αυτοί σχετίζονται με το υπόδειγμα, το οποίο υποδηλώνει η στρατηγική της Λισαβώνας και το οποίο προσδιορίζεται από τα εξής στοιχεία.
• Ιδιαίτερα στενό πλαίσιο άσκησης μακροοικονομικής πολιτικής, δυσμενές προς τη βιώσιμη ανάπτυξη και την πλήρη απασχόληση.
• Ισχυρή μεροληψία υπέρ της φιλελευθεροποίησης και της αποκλειστικής σχεδόν ρύθμισης της οικονομίας στη βάση της αγοράς, σε βάρος του πολιτικού ελέγχου των βασικών κατευθύνσεων ανάπτυξης, καθώς και του δημοκρατικού δημόσιου τομέα.
• Συνεχιζόμενο δημοκρατικό έλλειμμα, το οποίο δεν επιτρέπει τη διεξαγωγή ευρύ δημόσιου διαλόγου και τη λήψη μέτρων για βιώσιμη και παραγωγική ισορροπία μεταξύ της αγοράς και του ανταγωνισμού, από τη μια πλευρά, και της πολιτικής παρέμβασης και του δημόσιου τομέα, από την άλλη.
Μια ουσιαστική ανάλυση και αξιολόγηση της Στρατηγικής της Λισαβώνας οφείλει να ξεκινήσει από τη διαπίστωση ότι αυτή απέτυχε και να εξετάσει κριτικά το οικονομικό και κοινωνικό υπόδειγμα, το οποίο υποδηλώνει. Η επιτάχυνση και απλούστευση της στρατηγικής, χωρίς τροποποίηση του κεντρικού πυρήνα της, δεν θα τη βελτιώσει. Η συνεχιζόμενη και αποκλειστική ενασχόληση με την αναδιάρθρωση κυρίως της αγοράς εργασίας, προκειμένου να την καταστήσει πιο «ευέλικτη» δεν είναι μόνο ανεπαρκής, αλλά και επικίνδυνη για την αντιμετώπιση των σημερινών προβλημάτων της Ε.Ε. Η συζήτηση σχετικά με την αναμόρφωση του Συμφώνου Σταθερότητας στην κατεύθυνση της χαλάρωσης αποτελεί βήμα στη σωστή κατεύθυνση, το οποίο όμως δεν αναφέρεται από την Εκθεση Κοκ. Ούτε όμως αρκεί η μεταρρύθμιση αυτή. Εκείνο το οποίο απαιτείται είναι μια ευρύτερη προοπτική, στην οποία εντάσσονται τα κρίσιμα θέματα της κοινωνικής συνοχής, της περιβαλλοντικής βιωσιμότητας και του δημοκρατικού ελέγχου στην Ε.Ε. Συνεπώς, η όποια αξιολόγηση της στρατηγικής της Λισαβώνας οφείλει να έχει ως αφετηρία τον προσδιορισμό στόχων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, πέραν του κυρίαρχου και απλουστευτικού στόχου της αύξησης της παραγωγής και άμεση σχέση με το κοινωνικό περιεχόμενο, την οικολογική βιωσιμότητα και την ποιότητα της οικονομικής ανάπτυξης με ειρήνη και συνεργασία εντός και εκτός Ε.Ε.
Το γεγονός ότι η νεοφιλελεύθερη στρατηγική παραμένει η ίδια εξηγείται από την ύπαρξη και ισχύ ομάδων συμφερόντων, που όχι μόνο δεν βλάπτονται, αλλά ωφελούνται από την γενική οικονομική αδυναμία. Πρόκειται κατ΄ αρχήν για μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις και χρηματοοικονομικούς οργανισμούς, οι οποίοι κερδοσκοπούν από τον περιορισμό, την μεταφορά και την παύση των παραγωγικών δραστηριοτήτων, καθώς και τη συρρίκνωση των κοινωνικών κατακτήσεων των τελευταίων 50 ετών. Επίθεση δέχονται ιδιαίτερα ο χρόνος εργασίας, οι εργοδοτικές εισφορές, οι συμβάσεις εργασίας, ο ρόλος των συνδικάτων, κλπ.
Οι αρχές της Ε.Ε. δεν αντιτίθενται στις ενέργειες εκείνες που υπονομεύουν την κοινωνική συνοχή της Ε.Ε. Αντίθετα, η στρατηγική της Λισαβώνας τις υποστηρίζει μέσα από διαρκώς επαναλαμβανόμενες διακηρύξεις υπέρ ακόμα μεγαλύτερης ελαστικοποίησης της εργασίας. Επί πλέον, προωθεί νέο γύρο απελευθέρωσης της οικονομίας, ενισχύοντας έτσι την ανάπτυξη της στρατηγικής των επιχειρήσεων, με επίκεντρο τον τομέα των υπηρεσιών, τον οποίο η
Ε.Ε. σχεδιάζει να ανοίξει στον ανταγωνισμό τα επόμενα χρόνια, ακολουθώντας την παγκόσμια στρατηγική του νεοφιλελευθερισμού στο πλαίσιο της Γενικής Συμφωνίας για το Εμπόριο και τις Υπηρεσίες (GATS). Τούτο θα οδηγήσει σε νέο κύμα ιδιωτικοποιήσεων, με αποτέλεσμα την ένταση του κοινωνικού αποκλεισμού και την επιδείνωση των συνθηκών εργασίας για πολλούς εργαζόμενους.
3. Προτάσεις για την μεταβολή πολιτικής
Οι παρακάτω προτάσεις αποσκοπούν στη σταθεροποίηση και βελτίωση των αδύναμων σήμερα οικονομικών και κοινωνικών επιδόσεων της Ε.Ε. Τα μέτρα αυτά προϋποθέτουν το στενό συντονισμό μεταξύ των χωρών μελών, ενώ είναι ευέλικτα, υποκείμενα σε τροποποιήσεις ανάλογα με τις ανάγκες. Επί πλέον, πηγάζουν από την υφιστάμενη Συνθήκη και το Σύνταγμα, αν και ορισμένα προϋποθέτουν ομοφωνία και συνεπώς αναμένεται να προωθηθούν με ακόμα μεγαλύτερη σχετικά δυσκολία. Η μακροχρόνια σταθεροποίηση της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής ως βάση για το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Μοντέλο προϋποθέτει ριζικές θεσμικές μεταβολές, που έχουμε αναπτύξει σε προηγούμενα υπομνήματά μας.
i) Ανταποκρινόμενη προς την αύξηση των τιμών του πετρελαίου, η Ε.Ε. οφείλει να προωθήσει την αναδιάρθρωση του συστήματος παραγωγής ενέργειας και την εξοικονόμηση ενέργειας και έτσι να περιορίσει την εξάρτηση από οικολογικά επιβλαβείς πηγές. Βραχυχρόνια, οι επιπτώσεις από την αύξηση των τιμών του πετρελαίου μπορούν να αντιμετωπισθούν με την μείωση του πετρελαϊκού αποθέματος της Ε.Ε. ή με την επιδότηση μεσαίου και χαμηλού εισοδήματος νοικοκυριών και τομέων που επηρεάζονται ιδιαίτερα.
ii) Για να επιτύχουν τη βιώσιμη αύξηση της παραγωγής και της απασχόλησης, τα κράτη μέλη πρέπει σε συντονισμό μεταξύ τους να θέσουν σε εφαρμογή ένα δημόσιο επενδυτικό πρόγραμμα, που να αντιστοιχεί στο 1% του Κοινοτικού ΑΕΠ. Οι πόροι αυτοί κατ’ αρχήν πρέπει να χρησιμοποιηθούν για τη βελτίωση των μεταφορών και τηλεπικοινωνιών, για τον οικολογικό καθαρισμό και αναδιάρθρωση και για την τεχνολογική έρευνα και ανάπτυξη. Στην τελευταία περίπτωση, πρέπει να συμπληρωθούν με προγράμματα στο Ευρωπαϊκό επίπεδο. Μια τέτοια πρωτοβουλία, όπως έχουμε προτείνει στο παρελθόν, μπορεί να χρηματοδοτηθεί με την έκδοση ομολόγων και με δανεισμό από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, κεφάλαια τα οποία δεν θα προσμετρώνται στο εθνικό χρέος των χωρών μελών. Μια ανάκαμψη που θα εστιάζει στις κοινωνικές επενδύσεις είναι εφικτή, λαμβάνοντας υπόψη τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Λουξεμβούργου το 1997, σχετικά με την χρηματοδότηση επενδύσεων στους τομείς της υγείας, εκπαίδευσης, αστικής ανάπλασης και περιβάλλοντος από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.
iii) Η νομισματική πολιτική πρέπει να χαλαρώσει με τη μείωση του βασικού επιτοκίου της Ευρωζώνης κατά 50 μονάδες βάσης στο 1,5%. Η συνεργασία των εμπλεκομένων μερών πρέπει να ενταθεί, π.χ. στο πλαίσιο του Μακροοικονομικού Διαλόγου, με στόχο την επίτευξη μείγματος πολιτικής που θα ενισχύει την ανάπτυξη με ταυτόχρονη συγκράτηση του πληθωρισμού.
iv) H E.E. πρέπει να εγκαταλείψει την πρόθεσή της να μεταβάλει την οδηγία για την αύξηση του ανώτατου αριθμού ωρών εργασίας και να αντιληφθεί ότι η επέκταση του χρόνου εργασίας δεν αποτελεί κατάλληλη μέθοδο για την αύξηση της απασχόλησης. Συνεπώς, πρέπει να γίνει σύσταση προς τα κράτη μέλη να διερευνήσουν διάφορες μορφές μείωσης του χρόνου εργασίας ως μία από τις κεντρικές κατευθύνσεις της πολιτικής απασχόλησης. Π.χ. στην κατεύθυνση αυτή μπορούν να χρησιμοποιηθούν οι συμφωνίες για την καινοτομία που συνέστησε στους κοινωνικούς εταίρους το Συμβούλιο της Λισαβώνας τον Ιούνιο 2000, οι οποίες συνδυάζουν την ελαστικότητα της παραγωγής με την διαρκή βελτίωσή της με όρους συναίνεσης, καθώς και μια περισσότερο ελαστική εξισορρόπηση μεταξύ του χρόνου εργασίας και του προσωπικού χρόνου των εργαζομένων.
v) Σχετικά με την διαχειριστική περίοδο 2007-2013, η Ε.Ε. πρέπει να εγκαταλείψει την πρόθεση να διατηρήσει το ανώτατο όριο του Κοινοτικού προϋπολογισμού κάτω από το 1,24% του Κοινοτικού ΑΕΠ, όπως ισχύει σήμερα. Αντίθετα, το όριο αυτό πρέπει να αυξηθεί στο 5% του Κοινοτικού ΑΕΠ προκειμένου να αποκτήσει η Ε.Ε. τους απαραίτητους πόρους για το σκοπό της σταθεροποίησης και της αναδιανομής του εισοδήματος. Ταυτόχρονα, πρέπει να επιτευχθεί σημαντική μετατόπιση της διάρθρωσης των δαπανών στην κατεύθυνση των διαρθρωτικών και κοινωνικών πολιτικών, οι οποίες να απορροφούν περισσότερο από το 50% του προϋπολογισμού της Ενωσης.
vi) Για τη διακοπή του φορολογικού ανταγωνισμού, που υποσκάπτει τη βάση των εσόδων των κρατών μελών, το σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών σχετικά με το εισόδημα από τόκους πρέπει να επεκταθεί στα μερίσματα. Επίσης πρέπει να συμπληρωθεί από τη μεταρρύθμιση της φορολόγησης των εταιρικών κερδών. Η πλήρης εναρμόνιση της φορολογικής βάσης πρέπει να συνοδευθεί από την καθιέρωση ελάχιστου ποσοστού φορολόγησης 40% (ή 30% για χώρες των οποίων το κατά κεφαλή εισόδημα είναι μικρότερο από το 75% του μέσου Κοινοτικού όρου).
vii) Η Ε.Ε. οφείλει να διακόψει την προσπάθεια θέσπισης οδηγίας για την απελευθέρωση των υπηρεσιών μέχρι την ανάληψη πλήρους και ανεξάρτητης αξιολόγησης προηγούμενων ιδιωτικοποιήσεων. Ταυτόχρονα πρέπει να συστήσει στα κράτη μέλη ένα μορατόριουμ ως προς την περαιτέρω ιδιωτικοποίηση δημοσίων υπηρεσιών, σε αναμονή της διεξοδικής διερεύνησης και συζήτησης των επιπτώσεων προηγούμενων ιδιωτικοποιήσεων.
viii) Στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής, η Ε.Ε. πρέπει να εξετάσει κριτικά τις επιπτώσεις της (μερικής) ιδιωτικοποίησης των συνταξιοδοτικών συστημάτων και να διερευνήσει εναλλακτικές μεθόδους διατήρησης και επέκτασης δημοσίων ανταποδοτικών συστημάτων, τα οποία να εγγυώνται στα άτομα τρίτης ηλικίας αξιοπρεπή διαβίωση.
ix) Η Ε.Ε. οφείλει να αναλάβει πρωτοβουλία για την καταπολέμηση της φτώχειας και άλλων μορφών κοινωνικού αποκλεισμού. Για το σκοπό αυτό μέρος της αύξησης του Κοινοτικού προϋπολογισμού πρέπει να αποτελεί μεταβιβάσεις προς τα φτωχότερα τμήματα του πληθυσμού της Ενωσης.
4. Κεντρικά στοιχεία του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Μοντέλου
Πέρα από τις μεταβολές πολιτικής που προτείνονται παραπάνω, είναι αναγκαία η συζήτηση και προώθηση ορισμένων κοινωνικών στόχων, που συνθέτουν τον κεντρικό πυρήνα του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Μοντέλου (ΕΚΜ). Το θέμα αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία σήμερα, ενόψει του Συντάγματος που μόλις υπεγράφη. Τα τελευταία χρόνια γίνεται συχνά επίκληση της έννοιας του ΕΚΜ από πολλές πλευρές. Ωστόσο το περιεχόμενο της συγκεκριμένης έννοιας παραμένει σχετικά αόριστο. Αυτό ποικίλει από τις διακηρύξεις των Ευρωπαϊκών αρχών για ένα μοντέλο εναλλακτικό προς το Αμερικανικό σε εναλλακτικές προς τις υφιστάμενες νεοφιλελεύθερες πολιτικές της Ε.Ε. προτάσεις κριτικών απόψεων, που διαβλέπουν ότι η Ε.Ε. ήδη κινείται στην κατεύθυνση της εισαγωγής του Αμερικανικού μοντέλου.
Η Ενωση δύσκολα αναλαμβάνει κοινές δράσεις κοινωνικής πολιτικής, υποδηλώνοντας έτσι το γεγονός ότι τα κοινωνικά υποδείγματα των χωρών μελών είναι πολύ διαφορετικά και ότι η διαφορετικότητα αυτή πρέπει να είναι σεβαστή. Ταυτόχρονα η Ε.Ε. προωθεί την απελευθέρωση, απορύθμιση και ιδιωτικοποίηση της οικονομίας. Η ολοκλήρωση της αγοράς υπηρεσιών, η οποία αποτελεί προτεραιότητα για την Ε.Ε., θα επηρεάσει αρνητικά τις κοινωνικές υπηρεσίες στις χώρες της Ενωσης, εκθέτοντάς τις στην πίεση του ανταγωνισμού και της απορύθμισης, αδιαφορώντας για τη διαφορετικότητα των εθνικών συστημάτων. Με τον τρόπο αυτό η έννοια ενός ΕΚΜ παραμένει αδύναμη και κεντρικά στοιχεία, όπως η πλήρης απασχόληση, η κοινωνική πρόνοια και η κοινωνική δικαιοσύνη, υπόκεινται στις κυρίαρχες αρχές των αγορών και του ανταγωνισμού.
Αντίθετα με τα παραπάνω, θεωρούμε τη διαφορετικότητα των κοινωνικών συστημάτων και των συστημάτων πρόνοιας ως πλεονέκτημα για την Ε.Ε.. Ταυτόχρονα, θεωρούμε ότι η διαφορετικότητα αυτή πρέπει να συνδυασθεί με κοινούς κοινωνικούς στόχους, που δεν πρέπει να εγκαταλείπονται προς όφελος, ούτε να διαμορφώνονται ανάλογα με τις ανάγκες της αγοράς. Μεταξύ αυτών των στόχων, η πλήρης απασχόληση, η κοινωνική πρόνοια και η κοινωνική δικαιοσύνη κατέχουν κεντρική θέση.
Πλήρης απασχόληση – όχι μόνο υψηλά ποσοστά συμμετοχής στην αγορά εργασίας
Μετά το Συμβούλιο Κορυφής της Λισαβώνας, η πλήρης απασχόληση συμπεριλήφθηκε εκ νέου στους στόχους της Ε.Ε. Ειδικότερα, επιδιώκεται αύξηση των ποσοστών συμμετοχής στην αγορά εργασίας στο 70% για τους άνδρες και στο 60% για τις γυναίκες μέχρι το 2010. Ο επιμερισμός και η ποσοτικοποίηση του γενικού στόχου είναι χρήσιμα. Ωστόσο η επικέντρωση της προσοχής στα ποσοστά απασχόλησης και μόνο (την οποία ενισχύουν οι προτάσεις της Εκθεσης Κοκ) κινδυνεύει να επιβάλει μια μηχανιστικά ενιαία στρατηγική ανάπτυξης, παραβλέποντας τα συχνά πολύ διαφορετικά αίτια για τα χαμηλά ποσοστά συμμετοχής, η αντιμετώπιση των οποίων απαιτεί διαφοροποιημένες πολιτικές προσεγγίσεις. Για παράδειγμα, η συνεχιζόμενη χαμηλή συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας των Μεσογειακών χωρών δεν υποδηλώνει έλλειψης ευελιξίας, αλλά συνδέεται με την ανεπάρκεια των συστημάτων κοινωνικής στήριξης και προστασίας (έλλειψη παιδικών σταθμών, θέσεων μερικής απασχόλησης, ανεπαρκείς συντάξεις). Κατά προέκταση, για την αύξηση του ποσοστού συμμετοχής τους απαιτούνται πολύ βαθύτερες αλλαγές πέραν της αύξησης της παραγωγής. Ομοίως, η αύξηση της συμμετοχής στην αγορά εργασίας των ατόμων άνω των 60 ετών μπορεί να πηγάζει από την προσφορά ελκυστικών ευκαιριών απασχόλησης και συνθηκών εργασίας, όπως συμβαίνει στις Σκανδιναβικές χώρες. Μπορεί όμως να είναι το αποτέλεσμα ανεπαρκούς κοινωνικής ασφάλισης, υποχρεώνοντας τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας να συνεχίζουν να εργάζονται, όπως συμβαίνει στις ΗΠΑ. Η τάση της Ε.Ε. να θεωρεί τα γενναία συνταξιοδοτικά συστήματα ως «εμπόδια στην απασχόληση» κινείται στην δεύτερη κατεύθυνση, εκείνη των ΗΠΑ και σε καμία περίπτωση δεν βελτιώνει το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Μοντέλο. Ένα άλλο παράδειγμα αφορά στο χαμηλό ποσοστό συμμετοχής των νέων ανθρώπων, το οποίο μπορεί να αντικατοπτρίζει τις δυσχέρειες πρόσβασης στην αγορά εργασίας ή την παραμονή στο εκπαιδευτικό σύστημα για μεγαλύτερη περίοδο. Ενώ οι φραγμοί στην πρόσβαση πρέπει να αρθούν, η συμμετοχή στη δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση αποτελεί πλεονέκτημα.
Τα υψηλότερα ποσοστά συμμετοχής δεν πρέπει να επιδιώκονται σε βάρος της ποιότητας ή της αμοιβής της εργασίας. Οι ισχυρισμοί ότι η έλλειψη θέσεων εργασίας πηγάζει από το υπερβολικά υψηλό εργατικό κόστος ή τη μείωση του χρόνου εργασίας δεν ευσταθούν. Αντίθετα, οι χαμηλοί μισθοί οδηγούν σε αδύναμη ζήτηση, ενώ ο μακρύτερος χρόνος εργασίας συμβάλλει στην υπερπροσφορά και στις απολύσεις, καθώς και σε χαμηλά ποσοστά απασχόλησης.
Ο στόχος της πλήρους απασχόλησης αφορά επίσης στα νέα μέλη της Ε.Ε. Συνεπώς η ανάληψη επενδύσεων στις χώρες αυτές από Ευρωπαϊκές επιχειρήσεις είναι θετική, όπως και η μεταφορά παραγωγικών δραστηριοτήτων από τη μια χώρα στην άλλη. Εκείνο το οποίο καθιστά τη διαδικασία αυτή καταστρεπτική είναι η απειλή της μεταφοράς, η οποία χρησιμοποιείται από τους εργοδότες για να εκβιάσουν τους εργαζόμενους και τα σωματεία τους στα παλαιά κράτη μέλη. Αν η στρατηγική αυτή παραμείνει αναπάντητη, θα έχει ως αποτέλεσμα την παραίτηση από το στόχο της πλήρους απασχόλησης με αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας στην Ε.Ε. συνολικά. Αντί της βελτίωσης των συνθηκών εργασίας και διαβίωσης στις νέες χώρες μέλη, αυτές θα φθίνουν στα παλαιά μέλη. Στις συνθήκες αυτές, είναι απαραίτητη η πολιτική παρέμβαση. Ειδικότερα, η πλήρης απασχόληση προσδιορίζεται ως η κατάσταση εκείνη όπου όλοι όσοι μπορούν και επιθυμούν να εργασθούν μπορούν να βρουν εργασία ανάλογη με τα προσόντα τους και να εργασθούν σε αξιοπρεπείς συνθήκες, με επαρκή αμοιβή για ανεξάρτητη διαβίωση.
Κοινωνική ευημερία και ασφάλεια – Βάση για αξιοπρεπή διαβίωση
Κοινωνική ευημερία και ασφάλεια σημαίνει ότι τα γηρατειά, οι ασθένειες, τα ατυχήματα ή άλλες αντίξοες συνθήκες δεν πρέπει να οδηγούν σε συνθήκες φτώχειας και έλλειψης βοήθειας. Περιλαμβάνει το αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα όλων των κατοίκων στους πόρους εκείνους που επιτρέπουν την πρόσβαση στους κοινωνικούς και πολιτιστικούς θεσμούς και σε ευρύ φάσμα άλλων δημοσίων αγαθών. Η έννοια του «δημόσιου αγαθού» οφείλει να προσαρμόζεται στην ανάπτυξη της παραγωγικότητας και των υλικών αγαθών της κοινωνίας. Απαραίτητα συστατικά είναι ένα ισχυρό δίκτυο δημοσίων συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης (συνταξιοδότησης και υπηρεσιών υγείας), καθώς και η παροχή δημοσίων υπηρεσιών στον τομέα της εκπαίδευσης και της παιδικής μέριμνας. Η εξαφάνιση της φτώχειας και της έλλειψης στέγης αποτελούν ευθύνη της κοινωνίας.
Η ύπαρξη σχετικά περιεκτικών συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης αποτελεί κατάκτηση των χωρών μελών της Ε.Ε., παρά το γεγονός ότι αυτά αναπτύχθηκαν με διαφορετικό τρόπο. Τα τελευταία όμως χρόνια τα συστήματα αυτά δέχονται επίθεση και υποσκάπτονται σε μικρότερη ή μεγαλύτερη έκταση. Ο «εκσυγχρονισμός» της κοινωνικής πρόνοιας, ο οποίος αποτελεί προτεραιότητα για την Ε.Ε., μετατοπίζει την ευθύνη από την κοινωνία στα άτομα για την προστασία της υγείας τους, καθώς και του βιοτικού τους επιπέδου σε μεγάλη ηλικία, αυξάνοντας έτσι τα οικονομικά βάρη που φέρουν. Αντίστοιχα, τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης ιδιωτικοποιούνται, ενώ η διαχείρισή τους ανατίθεται σε χρηματοοικονομικούς οργανισμούς. Αντίθετα με την αντίληψη αυτή, θεωρούμε ότι η εξασφάλιση της ευημερίας, της κοινωνικής ασφάλισης και προστασίας για όλους αποτελεί ευθύνη της κοινωνίας και ότι παρέχεται πιο αποτελεσματικά μέσω του δημοσίου.
Κεντρικό στοιχείο κοινωνικής ευημερίας αποτελεί ένα σταθερό σύστημα συνταξιοδότησης. Το θέμα αυτό συγκαταλέγεται στις προτεραιότητες της Ε.Ε. Το 2001 το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Λάκεν συμφώνησε ορισμένες αρχές για την προσαρμογή των συνταξιοδοτικών συστημάτων ενόψει της αύξησης του αριθμού των ατόμων τρίτης ηλικίας. Οι αρχές αυτές είναι οι εξής (α) κάθε συνταξιούχος δικαιούται επαρκές εισόδημα και επίπεδο διαβίωσης (β) τα συνταξιοδοτικά συστήματα πρέπει να είναι βιώσιμα με πολιτικούς και οικονομικούς όρους (π.χ. δίκαια απέναντι στις μελλοντικές γενεές) και (γ) οι εισφορές και οι παροχές δεν πρέπει να επηρεασθούν αρνητικά από τις μεταβολές της αγοράς εργασίας (είτε πρόκειται για αύξηση της κινητικότητας, είτε για μεγαλύτερα διαστήματα ανεργίας).
Οι αρχές αυτές, αν και θετικές, χρησιμοποιήθηκαν για την μαζική μεταρρύθμιση των συνταξιοδοτικών συστημάτων σε πολλές χώρες, με την υποκατάσταση των ανταποδοτικών συστημάτων από ιδιωτικά. Τα τελευταία δεν αποτελούν εγγύηση για τη διασφάλιση του εισοδήματος και του βιοτικού επιπέδου των συνταξιούχων, σε αντίθεση με τα ανταποδοτικά συστήματα. Είναι λιγότερο αξιόπιστα, στο βαθμό που η επιτυχία τους εξαρτάται από την ανάπτυξη των χρηματοοικονομικών αγορών. Η διαχείριση των ιδιωτικών συστημάτων είναι περισσότερο δαπανητή από εκείνη των δημοσίων. Επίσης, τα ιδιωτικά συστήματα πρόνοιας δεν καλύπτουν περιόδους ανεργίας ή ασθένειας. Είναι από κάθε πλευρά κατώτερα των δημοσίων συστημάτων. Αν σημειώνονταν μια πραγματική κρίση στο συνταξιοδοτικό σύστημα, ένα ιδιωτικά χρηματοδοτούμενο σύστημα θα ήταν λιγότερο σε θέση να ανταποκριθεί στην πρόκληση σε σύγκριση με ένα δημόσιο. Γενικά, ο «εκσυγχρονισμός» των συνταξιοδοτικών συστημάτων εξυπηρετεί τα συμφέροντα του χρηματοοικονομικού τομέα και όχι των συνταξιούχων ή των εργαζομένων.
Κοινωνική δικαιοσύνη
Κοινωνική δικαιοσύνη σημαίνει απουσία κοινωνικών διακρίσεων και υπερβολικής ανισοκατανομής εισοδήματος και πλούτου, πρόσβαση σε υλικά αγαθά, θεσμούς και μέσα δημοκρατικού, δημόσιου διαλόγου και λήψης αποφάσεων. Πρόκειται για μια πολυδιάστατη έννοια διαπροσωπικών σχέσεων, περιφερειακής και ταξικής διάρθρωσης. Για την αντιμετώπιση των ταξικών ανισοτήτων, απαιτείται η ανατροπή τριών τάσεων των τελευταίων δύο δεκαετιών: της κατανομής του εισοδήματος υπέρ των κερδών και σε βάρος των μισθών, της μετατόπισης του φορολογικού βάρους από το κεφάλαιο στην εργασία και τους καταναλωτές και τέλος, της σημαντικής μείωσης ή εξαφάνισης των παροχών στα χαμηλού εισοδήματος και φτωχά τμήματα της κοινωνίας. Για την προώθηση της δικαιοσύνης στις διαπροσωπικές σχέσεις, απαιτούνται μέτρα για τον τερματισμό των διακρίσεων κατά των γυναικών στην αγορά εργασίας. Τέλος, για την αντιμετώπιση των περιφερειακών ανισοτήτων, απαιτείται ιδιαίτερη προσπάθεια υπέρ των αδύναμων και λιγότερο αναπτυγμένων περιοχών της Ε.Ε.
Η έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης περιλαμβάνεται στην επίσημη ατζέντα της Ε.Ε. μόνο σε σχέση με τη δεύτερη και την τρίτη περίπτωση. Ειδκότερα, καταβάλλονται προσπάθειες για την προώθηση ίσων ευκαιριών για γυναίκες και άνδρες, χωρίς όμως ιδιαίτερη επιτυχία, καθώς η άνιση μεταχείριση των γυναικών παραμένει ιδιαίτερα εκτεταμένη. Δεδομένου ότι η Ε.Ε. δεν διαθέτει εξουσίες σε θέματα κοινωνικής πολιτικής, δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει το ζήτημα των ανισοτήτων, με αποτέλεσμα οι διακηρύξεις υπέρ της ισότητας των φύλων να είναι κυρίως ρητορικού χαρακτήρα. Από την άλλη πλευρά, η περιφερειακή πολιτική της Ε.Ε. έχει περιορίσει ελαφρά τις ανισότητες του κατά κεφαλή εισοδήματος μεταξύ των διαφόρων χωρών της Ε.Ε. Δεν έχει όμως περιορίσει τις ανισότητες μεταξύ των περιφερειών της. Συνεπώς, απαιτείται μεγαλύτερη προσπάθεια και νέα προσέγγιση, ιδιαίτερα μετά την πρόσφατη διεύρυνση, η οποία συνοδεύεται από μεγάλη αύξηση των ανισοτήτων σε επίπεδο παραγωγικότητας, εισοδήματος και πλούτου.
Οικολογική βιωσιμότητα
Η οικολογική βιωσιμότητα αποσκοπεί στην συντήρηση της φυσικής βάσης διαβίωσης του ατόμου και της κοινωνίας. Σχετίζεται με την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων και την μόλυνση του περιβάλλοντος και προϋποθέτει πολύ προσεκτική προσέγγιση στους άγνωστους κινδύνους των φυσικών, χημικών και βιολογικών τεχνολογιών.
Για την επίτευξη οικολογικής βιωσιμότητας απαιτούνται μέτρα αναδιάρθρωσης σε σημαντικούς τομείς οικονομικής και κοινωνικής αναπαραγωγής. Η υποκατάσταση παραγωγικών και καταναλωτικών διαδικασιών που στηρίζονται στην χρήση ενέργειας και επιβαρύνουν το περιβάλλον αποτελεί κεντρικό στόχο. Μέτρα όπως η εξοικονόμηση ενέργειας, η μεγαλύτερη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, η δημιουργία κατάλληλης υποδομής μαζικών μεταφορών, ο περιορισμός της χρήσης χημικών λιπασμάτων και άλλων παρόμοιων στοιχείων στη γεωργία, η οικοδόμηση οικιών χαμηλής κατανάλωσης ενέργειας, κλπ πρέπει να αποκτήσουν πολιτική στήριξη.
Η οικολογική βιωσιμότητα δεν μπορεί να επιτευχθεί στη βάση του μηχανισμού της αγοράς. Προϋποθέτει ισχυρά διοικητικά μέτρα και παρέμβαση του δημόσιου τομέα, ανεξάρτητα από τους καταναγκασμούς του ανταγωνισμού. Στο παρελθόν, η περιβαλλοντική υποβάθμιση συνδέθηκε με την ενεργοβόρο και ρυπογόνο βιομηχανική ανάπτυξη. Η αναγκαία μετατόπιση προς μια περισσότερο βιώσιμη μορφή ανάπτυξης δεν σημαίνει απαραίτητα ότι ο στόχος της οικονομικής ανάπτυξης πρέπει να αφαιρεθεί από την ημερήσια διάταξη της οικονομικής πολιτικής. Ο στόχος όμως αυτός δεν μπορεί να επιδιώκεται με κάθε τίμημα, ανεξάρτητα από τις περιβαλλοντικές του επιπτώσεις. Αντίθετα, πρέπει να συμβαδίζει με το στόχο της οικονομικής αναδιάρθρωσης στην κατεύθυνση της οικολογικής βιωσιμότητας και της προσεκτικής διαχείρισης των φυσικών πόρων. Για παράδειγμα, η επέκταση του τομέα δημοσίων και ιδιωτικών υπηρεσιών εξυπηρετεί την ανάπτυξη με μικρότερη κατανάλωση ενέργειας και επιβάρυνση του περιβάλλοντος σε σχέση με τη βιομηχανία και τα ορυχεία.
Ισόρροπες διεθνείς οικονομικές σχέσεις και αποτελεσματική αναπτυξιακή βοήθεια
Η Ε.Ε. πρέπει να συμβάλει στη μείωση της πόλωσης μεταξύ πλούσιων και φτωχών χωρών και στην έναρξη μιας διαδικασίας διεθνούς ανακαταμερισμού εργασίας και ανάπτυξης σε όφελος των λιγότερο αναπτυγμένων χωρών. Μέτρα στη συγκεκριμένη κατεύθυνση περιλαμβάνουν την αύξηση της αναπτυξιακής βοήθειας και τη διαγραφή του χρέους των υπερχρεωμένων φτωχών χωρών. Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο είναι η ριζική αλλαγή θέσης στις εμπορικές διαπραγματεύσεις στο πλαίσιο του Διεθνούς Οργανισμού Εμπορίου και της Γενικής Συμφωνίας για το Εμπόριο και τις Υπηρεσίες (GATS), με έμφαση στο άνοιγμα των αγορών της Ε.Ε. για προϊόντα προερχόμενα από λιγότερο αναπτυγμένες χώρες (παρά το γεγονός ότι τούτο δεν επαρκεί για την επίλυση των προβλημάτων των χωρών αυτών, καθώς απαιτούνται πολλές άλλες διαρθρωτικές μεταβολές και διαφορετικό μοντέλο ανάπτυξης). Οι νέοι αυτοί προσανατολισμοί οικονομικής πολιτικής οφείλουν να εφαρμοσθούν στο πλαίσιο πολύ προσεκτικών προσαρμογών και αναδιάρθρωσης της Ευρωπαϊκής οικονομίας και κυρίως της γεωργίας.
Η επιδίωξη ισόρροπων διεθνών οικονομικών σχέσεων πρέπει να αντικαταστήσει τον συνεχώς αυξανόμενο διεθνή ανταγωνισμό με τη μέθοδο των απολύσεων, της μεταφοράς παραγωγικών δραστηριοτήτων σε περιοχές χαμηλού εργατικού κόστους και της επιθετικής τιμολογιακής πολιτικής με στόχο την αύξηση του μεριδίου αγοράς. Αν και εύλογο είναι οι διεθνείς επιχειρήσεις να έχουν τέτοιους στόχους, η πολιτική αυτή δεν πρέπει να υιοθετείται από τις ίδιες τις χώρες, στο βαθμό που οδηγεί σε διεθνή ανισορροπία και σκληρό ανταγωνισμό, χωρίς να προσφέρει οποιαδήποτε προοπτική βελτίωσης της κατάστασης. Η έλλειψη ισορροπίας στις διεθνείς συναλλαγές κεφαλαίου μεταξύ των αναπτυγμένων και των λιγότερο αναπτυγμένων χωρών δικαιολογείται μέχρις ενός σημείου, στο βαθμό που διευκολύνει την πρόσβαση σε κεφάλαια χωρών με ανεπαρκή αποταμίευση ή αδύναμη χρηματοπιστωτική δομή. Οι συναλλαγές αυτές όμως ενδεχομένως αφορούν σε κερδοσκοπικά κεφάλαια ή έχουν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μη βιώσιμων καταστάσεων για τις πιστώτριες χώρες. Για την αποφυγή του φαινομένου αυτού, η Ε.Ε. οφείλει να στηρίξει μια δυναμική διαδικασία σύγκλησης μέσω της παροχής αναπτυξιακής βοήθειας οικονομικού και τεχνολογικού χαρακτήρα. Μακροχρόνια, οι ισόρροπες διεθνείς οικονομικές σχέσεις αντικατοπτρίζονται στη διάρθρωση του λογαριασμού εξωτερικών συναλλαγών και ροής κεφαλαίων, όπου πρέπει να αποφεύγεται η συσσώρευση εξωτερικού χρέους – μη βιώσιμου σε διάρκεια χρόνου - από τις πιστώτριες χώρες. Οι ισόρροπες σχέσεις συμβαδίζουν απόλυτα με εντατικές διεθνείς εμπορικές ανταλλαγές και επενδυτικές σχέσεις, αρκεί να υπάγονται σε κανόνες δικαίου και τάξης. Δεν συμβαδίζουν με την κερδοσκοπία τεράστιων ροών κεφαλαίου, που οδηγούν σε αστάθεια, διαταραχές και κρίσεις. Συνεπώς, η προώθηση της διεθνούς χρηματοοικονομικής σταθερότητας αποτελεί ένα ακόμη μέτρο για την προαγωγή ισόρροπων διεθνών οικονομικών σχέσεων, προστατεύοντας ταυτόχρονα την Ευρωπαϊκή οικονομία από εξωτερικές επιθέσεις είτε μέσω μη δίκαιων εμπορικών πρακτικών, είτε μέσω της κερδοσκοπικής ροής κεφαλαίων.
5. Το Σύνταγμα δεν στηρίζει το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Μοντέλο
Το σχέδιο Συντάγματος υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο Κορυφής της Ε.Ε. στις 18 Ιουνίου και υπογράφηκε από τους αρχηγούς κρατών στις 29 Οκτωβρίου 2004. Η πρόθεση μετεξέλιξης της οικονομικής και νομισματικής ένωσης σε πολιτική ένωση, περισσότερο διακριτής διεθνώς και με μεγαλύτερη συνοχή στο εσωτερικό της, είναι θετική. Επίσης, θετικό είναι το γεγονός ότι το Σύνταγμα, το οποίο έχει τεθεί προς επικύρωση από τα κράτη μέλη της Ε.Ε., περιλαμβάνει ορισμένα προοδευτικά στοιχεία, όπως είναι η χάρτα θεμελιωδών δικαιωμάτων (Μέρος ΙΙ) και η αναφορά στις πολιτικές και κοινωνικές αξίες, οι οποίες πρέπει να αποτελούν τη βάση των θεσμών και κοινών πολιτικών της Ε.Ε. (Μέρος Ι). Μεταξύ των στοιχείων αυτών, σημαντική είναι η έννοια της αλληλεγγύης, η οποία εμφανίζεται με μεγαλύτερη βαρύτητα σε σχέση με τις προηγούμενες Συνθήκες. Επίσης, επισημαίνεται η έμφαση που ορισμένες διατάξεις θέτουν στο δημοκρατικό χαρακτήρα της Ενωσης. Τα στοιχεία αυτά αποτελούν σημεία αναφοράς στην αξιολόγηση της γενικής κατεύθυνσης του Συντάγματος, στο πλαίσιο της υφιστάμενης διαδικασίας επικύρωσής του.
Ωστόσο, υπάρχουν σοβαρές αντιρρήσεις σε κεντρικά ζητήματα του Συντάγματος. Η τάση αυξανόμενης στρατιωτικοποίησης που εμπεριέχει, αν και ανησυχητική, δεν εξετάζεται εδώ, καθώς εστιάζουμε στα θέματα οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής. Η κριτική μας αναφέρεται στο συνεχιζόμενο δημοκρατικό έλλειμμα και στις αντιπαραγωγικές και μεροληπτικές διατάξεις του Συντάγματος για την οικονομία.
Το συνεχιζόμενο δημοκρατικό έλλειμμα
Πρόκειται για σοβαρές ανεπάρκειες της δημοκρατικής διάρθρωσης και των νομοθετικών διαδικασιών της Ενωσης. Αφορούν στο Σύνταγμα συνολικά και υποσκάπτουν τη δυνατότητά του να χρησιμοποιηθεί ως σταθερή νομοθετική βάση για το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Μοντέλο.
Η πλέον σοβαρή από τις ανεπάρκειες αυτές είναι το γεγονός ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αντίθετα με κάθε άλλο κοινοβούλιο δημοκρατικής κοινωνίας, δεν νομιμοποιείται να σημάνει την έναρξη της νομοθετικής διαδικασίας. Μπορεί μόνο να ζητήσει από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να υποβάλει σχετικές προτάσεις. Η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να εκπληρώσει το αίτημα του Κοινοβουλίου, αν και οφείλει να εξηγήσει τους λόγους (Αρθρο ΙΙΙ-332). Επίσης, παρά το γεγονός ότι ο αριθμός των τομέων για τους οποίους το Κοινοβούλιο συμμετέχει στη νομοθετική διαδικασία έχει υπερδιπλασιασθεί, τομείς κεντρικού ενδιαφέροντος, όπως είναι ο φορολογικός και τα δικαιώματα των εργαζομένων, παραμένουν εκτός δικαιοδοσίας του.
Το Σύνταγμα επί πλέον δεν παρέχει στο Κοινοβούλιο το δικαίωμα συμμετοχής και παρέμβασης στις εμπορικές διαπραγματεύσεις (Αρθρο ΙΙΙ-315), το αποτέλεσμα των οποίων μπορεί μόνο να απορρίψει. Το στοιχείο αυτό είναι ιδιαίτερο προβληματικό, λαμβάνοντας υπόψη τις τρέχουσες διαπραγματεύσεις για την απελευθέρωση των αγορών υπηρεσιών στο πλαίσιο της Γενικής Συμφωνίας για το Εμπόριο και τις Υπηρεσίες (GATS). Ομοίως, η εκλογή του Προέδρου της Επιτροπής από το Κοινοβούλιο από το 2009 δεν αποτελεί ιδιαίτερη δημοκρατική πρόοδο, δεδομένου ότι η Επιτροπή μπορεί μόνο να αποδεχθεί ή να απορρίψει τον υποψήφιο, που προτείνει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.
Τέλος, αποτελεί οπισθοχώρηση το γεγονός ότι την τελευταία στιγμή οι αρχηγοί κρατών επέφεραν ορισμένες τροποποιήσεις, με την μορφή των διακηρύξεων και «επεξηγήσεων», οι οποίες στην ουσία περιορίζουν τα κοινωνικά δικαιώματα της Χάρτας των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ενωσης στο εθνικό επίπεδο. Για παράδειγμα, σύμφωνα με το Αρθρο ΙΙ-88 της Χάρτας, οι εργαζόμενοι έχουν το δικαίωμα «της διενέργειας και ολοκλήρωσης συλλογικών συμφωνιών στο κατάλληλο επίπεδο και, σε περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων, ανάληψης συλλογικής δράσης για την προάσπιση των συμφερόντων τους, περιλαμβανόμενης της απεργίας». Στη σχετική «επεξήγηση» αναφέρεται ότι «Ο τρόπος εφαρμογής και οι περιορισμοί κατά την άσκηση συλλογικών δράσεων, περιλαμβανόμενης της απεργίας, υπάγονται στο εθνικό δίκαιο και στην ασκούμενη πρακτική, συμπεριλαμβανόμενου του ερωτήματος εάν μπορούν να διεξαχθούν ταυτόχρονα σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη». Ετσι, ενώ από την Χάρτα προκύπτει το δικαίωμα της απεργίας σε Κοινοτικό επίπεδο, η επεξήγηση – που εντάχθηκε την τελευταία στιγμή στο κείμενο του Συντάγματος για «να ληφθεί υπόψη από τα δικαστήρια της Ενωσης και των κρατών μελών» (Αρθρο ΙΙ-112) – ουσιαστικά το καταργεί.
Αντιπαραγωγική και μεροληπτική οικονομική και κοινωνική πολιτική
Σε ό,τι αφορά στις διατάξεις οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής της Ενωσης, οι οποίες περιλαμβάνονται στο Μέρος ΙΙΙ του Συντάγματος, θεωρούμε ότι η τρέχουσα νεοφιλελεύθερη αντίληψη έχει μεταβληθεί σε συνταγματική επιταγή. Με τον τρόπο αυτό, στην πράξη αποκλείεται κάθε μεταβολή προσανατολισμού. Πιστεύουμε ότι η τρέχουσα οικονομική και κοινωνική πολιτική είναι λανθασμένη και ότι έχει οδηγήσει την Ε.Ε. σε πορεία χαμηλής ανάπτυξης, υψηλής ανεργίας και αυξανόμενων ανισοτήτων. Ακόμα όμως κι αν δεν ήμασταν τόσο κριτικοί απέναντι στην ασκούμενη πολιτική, θεωρούμε ότι η οικονομική και κοινωνική πολιτική πρέπει να αποτελεί αντικείμενο επιστημονικού και πολιτικού διαλόγου και να υπόκειται σε τροποποίηση, εφόσον ο διάλογος οδηγεί σε αναδιάταξη των πολιτικών προτεραιοτήτων. Το Σύνταγμα αποκλείει τη δυνατότητα αυτή. Παραβλέπει το γεγονός ότι η εμπειρία των τελευταίων δέκα ετών δεν επικύρωσε την οικονομική θεωρία, στην οποία βασίστηκαν οι Συνθήκες του Μάαστριχτ και του Αμστερνταμ. Επίσης αγνοεί τη συζήτηση και την κριτική κατά της νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Αν τα είχε λάβει υπόψη, τότε θα ήταν πιο προσεκτικό ως προς τις πολιτικές που περιλαμβάνει και περισσότερο δεκτικό σε νέα γνώση και εμπειρία. Το γεγονός αυτό δυσχεραίνει υπερβολικά, καθιστώντας πρακτικά αδύνατη, την αλλαγή προσανατολισμού της ασκούμενης οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, όπως έχει συμβεί στο παρελθόν. Με την ενσωμάτωση της νεοφιλελεύθερης αντίληψης στο Σύνταγμα, οι πολιτικοί μας καλύπτονται από κάθε κριτική και αμφισβήτηση επιστημονικού περιεχομένου, καθώς και από τις πολιτικές συνέπειες της αυξανόμενης ανεργίας και των ανισοτήτων. Πρόκειται για αντιεπιστημονική και αντιδημοκρατική στάση.
Συμπερασματικά, το Σύνταγμα οφείλει να είναι περισσότερο ανοιχτό. Πρέπει να περιλαμβάνει βασικές αξίες, στόχους και θεσμούς για το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Μοντέλο, τους κανόνες εφαρμογής των οποίων – π.χ. για την παρακολούθηση υπερβολικών δημοσιονομικών ελλειμμάτων - πρέπει να ρυθμίζει η Ευρωπαϊκή νομοθεσία.
Πιο συγκεκριμένα, καταθέτουμε τις εξής σκέψεις και προτάσεις.
Ο ανταγωνισμός ως βασική αρχή της οικονομίας. Το Σύνταγμα διατηρεί το γενικό θεωρητικό πλαίσιο της νεοκλασσικής οικονομίας, σύμφωνα με το οποίο το δικαίωμα ιδιοκτησίας, η ανοιχτή και ελεύθερη αγορά και η σταθερότητα των τιμών αποτελούν αναγκαία και ικανή συνθήκη για την οικονομική και κοινωνική ευημερία. Η αγορά και ο ανταγωνισμός συνθέτουν το πλαίσιο της οικονομικής ανάπτυξης. Στην κατεύθυνση αυτή, το Σύνταγμα επαναλαμβάνει τις ανόητες διατυπώσεις των Συνθηκών, οι οποίες επιβάλλουν «την αρχή της ανοιχτής οικονομίας της αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό υπέρ της αποτελεσματικής κατανομής των πόρων …», μετατρέποντας με τον τρόπο αυτό σε νομική δέσμευση μια υπόθεση εργασίας (που στηρίζεται σε αμφισβητούμενες παραδοχές). Εξαιρέσεις στον γενικό κανόνα του ανταγωνισμού επιτρέπονται μόνο σε πολύ στενά προσδιοριζόμενες συνθήκες και κάτω από διαρκή παρακολούθηση ως προς τη συνέχιση της αναγκαιότητάς τους. Ο δημόσιος τομέας με δημοκρατικό πολιτικό έλεγχο, ως συμπλήρωμα και αντίποδας, τόσο θεωρητικά, όσο και ιστορικά, προς την οικονομία της αγοράς δεν αναφέρεται πουθενά στο κείμενο των Συνθηκών και του Συντάγματος. Οι δημόσιες υπηρεσίες, μια έννοια κεντρικού ενδιαφέροντος σύμφωνα με την παράδοση πολλών κρατών μελών, ακρωτηριάζονται μετατρεπόμενες σε «υπηρεσίες γενικού ενδιαφέροντος» από τις Συνθήκες, διατύπωση η οποία επαναλαμβάνεται στο Σύνταγμα (ΙΙΙ-122). Η συζήτηση η οποία διεξάγεται τα τελευταία χρόνια γύρω από την αναγκαιότητα και λειτουργία ενός δημοκρατικού, δημόσιου τομέα, ως απαραίτητου πυλώνα για την επίτευξη υψηλών οικονομικών επιδόσεων, κοινωνικής συνοχής και ευημερίας για όλους, δεν αντικατοπτρίζεται σε μια περισσότερο ανοιχτή προοπτική του Συντάγματος. Αντίθετα, οι νέες διατάξεις του άρθρου ΙΙΙ-122 μαρτυρούν την προτεραιότητα που δίδεται στους κανόνες ανταγωνισμού ως κυρίαρχη αρχή, ενώ τα άρθρα ΙΙΙ-166 και ΙΙΙ-167 προσδιορίζουν τις υπηρεσίες γενικού ενδιαφέροντος ιδιαίτερα στενά. Η ασυμμετρία αυτή είναι απολύτως σύμφωνη με τη δραστηριότητα της Επιτροπής, η οποία συγκεντρώνει τις ενέργειές της στην κατεύθυνση της ολοκλήρωσης της αγοράς, ιδιαίτερα στον τομέα των υπηρεσιών, ενώ επιδεικνύει μεγάλη απροθυμία σε ό,τι αφορά στη σταθεροποίηση και ενίσχυση των υπηρεσιών γενικού ενδιαφέροντος. Η Συνταγματική Συνέλευση συντάχθηκε με την άποψη ότι η δημοκρατία σταματά εκεί όπου αρχίζει η οικονομία.
Καταστρεπτικός ανταγωνισμός και κοινωνικό ντάμπιγκ. Παρά το γεγονός ότι ο αριθμός των αποφάσεων, για τις οποίες απαιτείται ομοφωνία του Συμβουλίου έχει μειωθεί σημαντικά, η απαίτηση αυτή εξακολουθεί να υφίσταται σε κρίσιμα θέματα για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της Ενωσης, όπως είναι η φορολογία, η ελεύθερη διακίνηση ατόμων και τα δικαιώματα των εργαζομένων. Η απουσία κοινού κανονιστικού πλαισίου στους τομείς αυτούς οδηγεί σε καταστρεπτικό ανταγωνισμό και κοινωνικό ντάμπιγκ. Ο φορολογικός ανταγωνισμός, που επιδεινώθηκε μετά από την πρόσφατη διεύρυνση της Ε.Ε., υποσκάπτει τη χρηματοδοτική βάση για την άσκηση πολιτικής στην κατεύθυνση της βιώσιμης ανάπτυξης, της πλήρους απασχόλησης και της κοινωνικής ευημερίας τόσο σε εθνικό, όσο και σε Ευρωπαϊκό επίπεδο. Παράλληλα, ο ανταγωνισμός για όλο και χαμηλότερους μισθούς και κοινωνικές παροχές όχι μόνο επιδρά αρνητικά στην έννοια της αλληλεγγύης - στην οποία αναφέρονται τα Μέρη Ι και ΙΙ του Συντάγματος – αλλά περιορίζει την ιδιωτική κατανάλωση, με αποτέλεσμα η οικονομική ανάπτυξη να είναι συνάρτηση της αύξησης του πλεονάσματος του εμπορικού ισοζυγίου, πολιτική η οποία δεν είναι βιώσιμη. Συνεπώς, πρέπει να παρθούν μέτρα σε Ευρωπαϊκό επίπεδο ενάντια στον υπερβολικό φορολογικό ανταγωνισμό και το κοινωνικό ντάμπιγκ, με τον προσδιορισμό ελάχιστων ορίων σε σχέση με τη φορολογία, τις συνθήκες εργασίας, τους μισθούς και την κοινωνική ασφάλιση. Τα όρια αυτά δεν πρέπει να προσδιορίζονται από το Σύνταγμα, αλλά από την Ευρωπαϊκή νομοθεσία. Στο βαθμό που η λήψη αποφάσεων για τα θέματα αυτά προϋποθέτει ομοφωνία – όπως συμβαίνει με το Σύνταγμα (αρ. ΙΙΙ-210) – η εφαρμογή μέτρων αυτού του είδους είναι πολύ αμφίβολη. Εναλλακτικά, η δυνατότητα των κρατών μελών να εισάγουν ελάχιστα όρια στο πλαίσιο της «ενισχυμένης συνεργασίας» προσφέρει κάποια διέξοδο, δημιουργεί όμως νέες ανισότητες στην Ε.Ε.
Μακροοικονομική πολιτική ενάντια στην ανάπτυξη και την πλήρη απασχόληση. Οι διατάξεις για την οικονομία στο Μέρος ΙΙΙ του Συντάγματος δεν λαμβάνουν υπόψη τις προοδευτικές διατυπώσεις του Μέρους Ι, οι οποίες δεν μετασχηματίζονται σε προοδευτικές πολιτικές. Παρά την επί μια δεκαετία και πλέον αρνητική εμπειρία για την ανάπτυξη και την απασχόληση από την ασκούμενη περιοριστική νομισματικής και δημοσιονομική πολιτική, το Σύνταγμα διατηρεί τους λεπτομερείς και στενά διατυπωμένους κανόνες των Συνθηκών του Μάαστριχτ και του Αμστερνταμ, προς τους οποίους προσδίδει κύρος συνταγματικών επιταγών.
Παρά το γεγονός ότι η νομισματική πολιτική επιδρά στην ανάπτυξη και στην απασχόληση, το Σύνταγμα επιμένει στην άποψη ότι η Ευρωπαϊκή νομισματική πολιτική δεν πρέπει να συνεργάζεται, συντονίζεται και συμβιβάζει τους διάφορους στόχους μακροοικονομικής πολιτικής – ανάπτυξη, απασχόληση, σταθερότητα των τιμών – αλλά να θεωρεί τη σταθερότητα των τιμών ως την κυρίαρχη επιλογή, προς την οποία οι άλλοι στόχοι πρέπει να υπάγονται. Η στήριξη της συνολικής οικονομικής πολιτικής της Ενωσης αποτελεί έτσι συνάρτηση της διατήρησης σταθερών τιμών. Η σταθερότητα των τιμών αποτελεί θεμιτό στόχο οικονομικής πολιτικής, όπως και η σταθερότητα της απασχόλησης (σε υψηλό επίπεδο), η βιώσιμη ανάπτυξη και η κοινωνική ευημερία. Εάν οι διάφοροι στόχοι δεν μπορούν να επιτευχθούν πλήρως, η οικονομική πολιτική οφείλει να προβαίνει σε συμβιβασμούς και στον προσδιορισμό προτεραιοτήτων. Τούτο προϋποθέτει συνεργασία, διάλογο και δημοκρατική διαδικασία λήψης αποφάσεων. Οι κανόνες για την νομισματική πολιτική παρεμποδίζουν τέτοιου είδους συντονισμό, καθιστώντας τη σταθερότητα των τιμών συνταγματική προτεραιότητα. Η ασυμμετρία αυτή ενισχύεται από τη διάταξη για την ανεξαρτησία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, την οποία δεν πρέπει να επηρεάζουν οι άλλοι Ευρωπαϊκοί θεσμοί, περιλαμβανομένου του Κοινοβουλίου, ούτε οι κυβερνήσεις των κρατών μελών. Πρόκειται για αντιπαραγωγικές και αντιδημοκρατικές ρυθμίσεις.
Οι κανόνες για τη δημοσιονομική πολιτική περιορίζονται στο πλαίσιο του Συντάγματος στην ανάγκη αποφυγής από τα κράτη μέλη υπερβολικών δημοσιονομικών ελλειμμάτων, τα οποία δηλαδή υπερβαίνουν το 3% του ΑΕΠ. Το όριο αυτό αναφέρεται στη Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992, ενισχύθηκε το 1997 με τη δημιουργία του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και έχει καταστεί ακόμα αυστηρότερο, καθώς σήμερα απαιτείται η εξισορρόπηση του προϋπολογισμού στη διάρκεια του οικονομικού κύκλου, με ανώτατο επιτρεπτό όριο δημοσιονομικού ελλείμματος το 3%. Ο κανόνας αυτός είχε αρνητικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής οικονομίας την τελευταία δεκαετία. Το γεγονός ότι παραβιάσθηκε από μια σειρά χώρες αποτέλεσε αφορμή για να τεθεί προς συζήτηση η ανάγκη μεταρρύθμισης του Συμφώνου και η αντικατάστασή του με ελαστικότερους κανόνες, που προάγουν την ανάπτυξη. Ωστόσο, οι κανονισμοί των Συνθηκών σχετικά με το υπερβολικό δημοσιονομικό έλλειμμα μεταφέρθηκαν αυτούσιοι στο Σύνταγμα, αποκλείοντας έτσι τη δυνατότητα άσκησης δημοσιονομικής πολιτικής ευρύτερης στόχευσης. Μια πολιτική ευρύτερης στόχευσης θεωρεί το δημόσιο προϋπολογισμό ως σημαντικό εργαλείο για την προώθηση της οικονομικής δραστηριότητας, της απασχόλησης και της ευημερίας, ενώ η επιτυχία της εξαρτάται από την επίτευξη των στόχων αυτών και όχι από την εξισορρόπηση του προϋπολογισμού. Η μεταρρύθμιση του Συμφώνου πρέπει να ενισχύσει το συντονισμό στο δημοσιονομικό τομέα, με την ευρύτερη έννοια της ανάληψης κοινών δραστηριοτήτων για την παροχή δημόσιων αγαθών στο επίπεδο της Ενωσης, της οικονομικής σταθεροποίησης και της κοινωνικής συνοχής. Οι διατάξεις του Συντάγματος εμποδίζουν τις αναγκαίες αλλαγές στη συγκεκριμένη κατεύθυνση.
Ένα ακόμη αντιπαραγωγικό στοιχείο ως προς τα δημόσια οικονομικά της Ενωσης είναι η διάταξη σύμφωνα με την οποία ο Ευρωπαϊκός προϋπολογισμός δεν πρέπει να παρουσιάζει καθόλου έλλειμμα (όχι απλά να αποφεύγει τα «υπερβολικά» ελλείμματα, όπως τα κράτη μέλη). Η διάταξη αυτή στερεί από την Ε.Ε. την αναγκαία ευελιξία για την αύξηση της ισχύος και της αξιοπιστίας της ως εκπροσώπου των Ευρωπαίων πολιτών.
Ανυπαρξία αποτελεσματικών Ευρωπαϊκών εργαλείων για την προώθηση της απασχόλησης. Σε σύγκριση με τους έντονα περιοριστικούς κανόνες άσκησης νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής, οι διατάξεις για την απασχόληση – που εισήγαγε η Συνθήκη του Αμστερνταμ παρά τις αντιστάσεις πολλών κρατών μελών – παραμένουν πολύ αδύναμες και περιορίζονται στην πολιτική για την αγορά εργασίας, η οποία, ακόμη κι αν ευνοεί ορισμένες κατηγορίες ανέργων, δεν είναι σε θέση να αυξήσει την απασχόληση στο επίπεδο της οικονομίας. Η Συνταγματική Συνέλευση έχασε την ευκαιρία να διορθώσει την προφανή ασυμμετρία Ευρωπαϊκών στόχων και εργαλείων σε σχέση με την απασχόληση. Η πλήρης απασχόληση, η οποία αναφέρεται στο Μέρος Ι (αρ. Ι-3) ως στόχος της Ε.Ε., δεν εμφανίζεται καθόλου στο Μέρος ΙΙΙ σχετικά με τα μέτρα πολιτικής. Ο ρόλος της Ενωσης στο σημείο αυτό είναι ιδιαίτερα αδύναμος. Παρά το γεγονός ότι «η Ενωση και τα κράτη μέλη εργάζονται για την ανάπτυξη συντονισμένης πολιτικής για την απασχόληση», η συμβολή της Ενωσης στον κεντρικό αυτό πυλώνα του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Μοντέλου περιορίζεται στη διαρκή παρακολούθηση, διευκόλυνση, στήριξη και συμπλήρωση «όπου κρίνεται αναγκαίο» των εθνικών προσπαθειών, καθώς και η διατύπωση ετήσιων (μη υποχρεωτικών) κατευθύνσεων πολιτικής. Οι κατευθύνσεις αυτές οφείλουν να είναι σύμφωνες με τις Γενικές Κατευθύνσεις Οικονομικής Πολιτικής, στο επίκεντρο των οποίων βρίσκεται ο στόχος της δημιουργίας ανοιχτών αγορών και η επιδίωξη ισόρροπων προϋπολογισμών. Οι τακτικές και λεπτομερείς εκθέσεις για την απασχόληση και οι σχετικές συζητήσεις, οι οποίες διεξάγονται σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, έχουν βελτιώσει σημαντικά την ανταλλαγή πληροφοριών, δημιουργώντας ορισμένη δυναμική. Εν τούτοις, η Ε.Ε. στερείται εργαλείων για την εφαρμογή ενεργού πολιτικής απασχόλησης. Επί πλέον, ο στόχος της απασχόλησης δεν απορροφά κονδύλια από τον Κοινοτικό προϋπολογισμό και η Επιτροπή Απασχόλησης παραλείφθηκε από την κατάσταση των Ευρωπαϊκών θεσμών στο Μέρος Ι του Συντάγματος. Η Συνταγματική Συνέλευση έχασε την ευκαιρία να διορθώσει την τεράστια μεροληψία των Συνθηκών υπέρ της σταθερότητας των τιμών και να ορίσει την πλήρη απασχόληση ως εξίσου σημαντικό πυλώνα του Συντάγματος, παρέχοντας στην Ενωση ισχυρά εργαλεία για την αποφυγή «υπερβολικής ανεργίας».
Αδύναμη προώθηση της κοινωνικής ευημερίας στην Ενωση. Το κεφάλαιο για την κοινωνική πολιτική προσδιορίζεται από την «ανάγκη της διατήρησης της ανταγωνιστικότητας της Ευρωπαϊκής οικονομίας». Διαφέρει από το κεφάλαιο για την απασχόληση στο βαθμό που επιτρέπει τη διαμόρφωση νομοθετικού πλαισίου, όχι μόνο για την «ενθάρρυνση» της συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών, αλλά και για τον «ορισμό ελάχιστων προϋποθέσεων για τη σταδιακή εφαρμογή της σύμφωνα τις συνθήκες και τις τεχνικές ρυθμίσεις που ισχύουν σε κάθε κράτος μέλος». Ωστόσο, οι συγκεκριμένες διατάξεις περιλαμβάνουν και ορισμένους περιορισμούς, που δυσχεραίνουν τη διαμόρφωση πραγματικά ωφέλιμων κανόνων πολιτικής. Επί πλέον, απαιτείται ομοφωνία σε σημαντικούς τομείς, όπως είναι η κοινωνική ασφάλιση και η προστασία των εργαζομένων, η εκπροσώπηση, οι συλλογικές διαδικασίες και οι συνθήκες εργασίας για υπηκόους άλλων χωρών. Τέλος, δύο σημαντικοί τομείς κοινωνικής πολιτικής – η καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού και ο εκσυγχρονισμός των συστημάτων κοινωνικής προστασίας – εξαιρέθηκαν εντελώς από τους υποχρεωτικούς Ευρωπαϊκούς κανονισμούς.
Συμπερασματικά, θεωρούμε το παρόν Σύνταγμα πολύ ανεπαρκές. Δεν συμβάλλει παραγωγικά και σε ορισμένες περιπτώσεις εμποδίζει την ανάπτυξη του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Μοντέλου.
Εισαγωγή
Το 2004 σημειώθηκαν πολλές, σημαντικές εξελίξεις στην Ε.Ε. Τον Μάϊο, η Ενωση διευρύνθηκε με την ένταξη δέκα νέων χωρών. Τον Ιούνιο, εξελέγη νέο Ευρωπαϊκό Kοινοβούλιο, ενώ μια εβδομάδα αργότερα οι αρχηγοί των κρατών μελών υπέγραψαν το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα. Τον Ιούλιο, ορίσθηκε νέος Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο οποίος υποχρεώθηκε να αποσύρει την πρότασή του για την νέα Επιτροπή και να την τροποποιήσει ως προς αρκετούς προτεινόμενους επιτρόπους μετά από μία άνευ προηγουμένου σύγκρουση με το Κοινοβούλιο. Το 2004 ήταν επίσης έτος οικονομικής ανάκαμψης, που θεωρήθηκε «έκπληξη» από τον αρμόδιο Επίτροπο. Είναι η Ε.Ε. έτοιμη για το «μεγάλο άλμα» προς τα εμπρός, προς μια πιο δυναμική και ισόρροπη ανάπτυξη μετά από μακρά περίοδο αδύναμης αύξησης της παραγωγής, υψηλής ανεργίας, αυξανόμενων κοινωνικών ανισοτήτων και ανεπαρκούς δημοκρατικού πολιτισμού; Επί τέλους, η Στρατηγική της Λισαβώνας του Μαρτίου 2000 θα κατορθώσει να μετατρέψει την Ε.Ε. στην πλέον ανταγωνιστική οικονομική περιοχή του κόσμου, με «περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας» και πλήρη απασχόληση μέχρι το 2010;
Οι ελπίδες στην κατεύθυνση αυτή μάλλον θα διαψευσθούν. Οι κύριοι λόγοι είναι, από την μια πλευρά, το δημοκρατικό έλλειμμα της Ε.Ε. και, από την άλλη, η υποβόσκουσα αδυναμία της οικονομίας. Παρατηρείται αξιοσημείωτο έλλειμμα πολιτικής βούλησης για την αντιμετώπιση των θεμελιωδών αυτών ζητημάτων.
Η πλήρης αδιαφάνεια που κάλυψε την υποψηφιότητα και ορισμό του νέου προέδρου της Επιτροπής αποτελεί ένδειξη του δημοκρατικού ελλείμματος της Ε.Ε. Γεγονότα όπως αυτό διευρύνουν το χάσμα μεταξύ της Ε.Ε. και των πολιτών της. Υπογραμμίζουν την τρέχουσα κρίση νομιμοποίησης που οδήγησε στο ιστορικά χαμηλό ποσοστό συμμετοχής των πολιτών στις Ευρωπαϊκές εκλογές, όπου το 54% των ψηφοφόρων στα 25 νέα κράτη μέλη επέλεξαν να μην συμμετάσχουν. Στο πλαίσιο αυτό η απόρριψη εκ μέρους του Ευρωκοινοβουλίου της προτεινόμενης Επιτροπής αποτελεί επιτυχία και βήμα στην προσπάθεια ενίσχυσης της δημοκρατίας. Η επιτυχία αυτή όμως είναι εύθραυστη. Το Σύνταγμα, παρά το γεγονός ότι περιλαμβάνει ορισμένα θετικά στοιχεία, δεν προωθεί τη δημοκρατία στην Ε.Ε.
Στη συνέχεια του κειμένου, εξετάζεται κριτικά η τρέχουσα οικονομική κατάσταση της Ε.Ε. (μέρος 1ο) και αναλύονται οι λόγοι αποτυχίας της Στρατηγικής της Λισαβώνας (μέρος 2ο). Κατόπιν, κατατίθενται ορισμένες προτάσεις για τη βελτίωση των ευρωπαϊκών επιδόσεων ως προς τη βιώσιμη ανάπτυξη, την πλήρη απασχόληση και την κοινωνική ευημερία (μέρος 3ο). Στο τέταρτο μέρος προτείνονται ορισμένα κεντρικά στοιχεία του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Μοντέλου και στο τελευταίο, πέμπτο μέρος, γίνεται κριτική ανάλυση του Ευρωπαϊκού Συντάγματος.
1. Ο φαύλος κύκλος των αυξανόμενων ανισοτήτων - Ανάγκη για ανάπτυξη
Η δυναμική της οικονομικής ανάκαμψης της Ε.Ε. ήδη εξαντλήθηκε. Διάρκειας μόλις ενός έτους, παρέμεινε αδύναμη, με ρυθμό αύξησης κάτω του 2,5% στο ανώτατο σημείο και απότομη πτώση το τρίτο τρίμηνο του 2004, χωρίς μείωση της ανεργίας. Η υψηλότερη του αναμενόμενου αύξηση της παραγωγής της Ε.Ε. το πρώτο ήμισυ του 2004 ήταν κυρίως αποτέλεσμα της καθαρής αύξησης των εξαγωγών, ενώ η εγχώρια ανάπτυξη παρέμεινε αδύναμη. Συνεπώς, η Ευρωπαϊκή οικονομία θα επηρεασθεί ιδιαίτερα από την επιβράδυνση των ΗΠΑ. Επί πλέον, κίνδυνοι από την αύξηση των τιμών του πετρελαίου και από την ανατίμηση του ευρώ (που μειώνει μεν τον λογαριασμό πετρελαίου, αλλά αποτελεί σημαντική απειλή για τις ευρωπαϊκές εξαγωγές προς τρίτες χώρες) καθιστούν την Ευρωπαϊκή οικονομία ιδιαίτερα ευάλωτη. Για την αντιμετώπιση της κατάστασης αυτής απαιτείται ενεργός πολιτική δράση εκ μέρους της Ε.Ε. Ωστόσο κάτι τέτοιο δεν παρατηρείται. Πρωτοβουλίες όπως αυτή της Γαλλίας για την από κοινού αντιμετώπιση απειλών όπως είναι η αύξηση των τιμών του πετρελαίου απορρίπτονται από το ECOFIN, το Συμβούλιο Υπουργών Οικονομίας, ενώ τυχόν εθνικά σχέδια δράσης αντιμετωπίζονται κριτικά. Όχι μόνο απουσιάζει η αντίληψη για κοινή Ευρωπαϊκή δράση, αλλά αντίθετα υπάρχει μια πλειοψηφούσα άποψη για μη δράση.
Μακροχρόνια, η πρόσφατη, σύντομη οικονομική ανάκαμψη της Ε.Ε. δεν την έβγαλε από το φαύλο κύκλο της χαμηλής ανάπτυξης, υψηλής ανεργίας και αυξανόμενης ανισότητας, που χαρακτήρισε την Ε.Ε.-15 για περισσότερο από 25 χρόνια. Η αύξηση της παραγωγής δεν ήταν αρκετά υψηλή ώστε να αντισταθμίσει την αύξηση της παραγωγικότητας και να απορροφήσει τους νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας. Συνεπώς, η ανεργία αυξήθηκε και παρέμεινε υψηλή ακόμα και στη διάρκεια της ανάκαμψης, ασκώντας πίεση στους εργαζόμενους και μειώνοντας το μερίδιο των μισθών στο εθνικό εισόδημα από το ιστορικά υψηλό ποσοστό του 73,4% το 1962 στο ιστορικά χαμηλό σημείο του 68,0% το 2004 (Ευρωπαϊκή Οικονομία 4/2003 και 6/2003, Πίν. 32). Η τάση αυτή εξάλλου ενισχύεται από τη φορολογική πολιτική της Ε.Ε., η οποία ευνοεί τα κέρδη. Από την άλλη πλευρά, η κερδοφορία αυξήθηκε σημαντικά σε σχέση με τις αρχές της δεκαετίας του 80 και σήμερα υπερβαίνει το επίπεδο ρεκόρ των αρχών της δεκαετίας του 60. Ωστόσο, η αύξηση της κερδοφορίας είχε ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη των χρηματοπιστωτικών αγορών και της κερδοσκοπίας, μάλλον παρά την αύξηση των επενδύσεων.
Οι τάσεις αυτές δεν μεταβλήθηκαν από την Στρατηγική της Λισαβώνας, που υιοθετήθηκε περίπου πριν από πέντε χρόνια. Στη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων ετών, ο μέσος ρυθμός αύξησης της παραγωγής ήταν ίσος με 1,5%, σε σύγκριση με 2,8% το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 90, ενώ ο προβλεπόμενος ρυθμός για την τρέχουσα δεκαετία είναι σχεδόν διπλάσιος. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο ρυθμός αύξησης της παραγωγής των νέων χωρών μελών (3,1%) ήταν διπλάσιος από εκείνο της Ε.Ε.-15. Στο επίπεδο της μακροοικονομίας δηλαδή παρατηρείται σύγκλιση, αν και η μείωση της ανεργίας είναι πολύ περιορισμένη.
Πίν. 1: Στοιχεία αύξησης του ΑΕΠ στην Ε.Ε.-25 και στην Ε.Ε.-15 (ετήσια % μεταβολή)
EU-25 EU-15
1996-2000 2001 2002 2003 2004 1996-2000 2001 2002 2003 2004
ΑΕΠ 2.8 1.8 1.1 1.0 2.5 2.7 1.7 1.1 0.9 2.4
Ιδιωτική Κατανάλωση
2.8
2.0
1.4
1.5
2.0
2.7
2.0
1.2
1.4
1.9
Δημόσια Κατανάλωση
1.7
2.5
3.1
1.9
1.8
1.7
2.5
3.2
1.9
1.9
Επενδύσεις 4.5 0.3 -1.4 0.0 3.2 4.3 0.4 -1.5 -0.1 2.9
Δημόσιες Επενδύσεις* 2.4 2.3 2.5 2.4 2.3 2.4 2.3 2.4 2.4
Εξαγωγές 8.1 3.3 2.0 1.5 7.4 7.8 2.9 1.6 0.6 7.0
Εισαγωγές 8.7 1.6 1.4 3.0 7.4 8.3 1.3 1.1 2.4 6.9
* ως ποσοστό του ΑΕΠ
Πηγή: European Commission, Economic Forecasts, Autumn 2004
Όπως προκύπτει από τον πιο πάνω πίνακα, οι επενδύσεις αποτελούν τον κύριο ανασχετικό ως προς την οικονομική δραστηριότητα παράγοντα. Το στοιχείο αυτό δεν είναι απλώς ανησυχητικό, αλλά εκθέτει το κυρίαρχο ευρωπαϊκό υπόδειγμα. Ειδικότερα, είναι ανησυχητικό γιατί «πλήττει τομείς που η Στρατηγική της Λισαβώνας θεωρεί ως άμεσης προτεραιότητας, όπως είναι το δίκτυο διακρατικών υποδομών και ο τομέας της γνώσης» (CEC, 2004:10). Ταυτόχρονα, εκθέτει το κυρίαρχο ευρωπαϊκό υπόδειγμα στο βαθμό που οι επενδύσεις δεν ανταποκρίνονται σε «θεμελιώδεις υποστηρικτικές παραμέτρους», όπως είναι τα χαμηλά επιτόκια, η αυξημένη κερδοφορία και οι αναδιαρθρωμένοι ισολογισμοί των επιχειρήσεων (Τριμηνιαία Εκθεση Ευρωζώνης, 3.3:9).
Οι δημόσιες επενδύσεις επίσης μειώνονται, με αποτέλεσμα να είναι σήμερα σημαντικά χαμηλότερες από ό,τι στις ΗΠΑ και στην Ιαπωνία: 2,4% του ΑΕΠ το 2001 - 2004 κατά μέσο όρο, σε σύγκριση με 2,9% στις ΗΠΑ και 4,3% στην Ιαπωνία. Η ασκούμενη πολιτική όμως δεν πρόκειται να ανατρέψει τη σχέση αυτή. Για παράδειγμα, η Ευρωπαϊκή Πρωτοβουλία Ανάπτυξης και το Πρόγραμμα Ταχείας Εναρξης αποτελούν πρόσφατα μέτρα, τα οποία στοχεύουν στην κινητοποίηση των πόρων στους τομείς των υποδομών και της γνώσης. Θα χρηματοδοτηθούν με αναλογία 60/40 από τον ιδιωτικό και το δημόσιο τομέα αντίστοιχα. Η συμμετοχή του τελευταίου όμως ανέρχεται σε μόλις 0,05% του Κοινοτικού ΑΕΠ. Δεν προκαλεί συνεπώς καμία έκπληξη το γεγονός ότι τόσο η Πρωτοβουλία όσο και το Πρόγραμμα είναι ελάχιστα διακριτά!
Εκείνο το οποίο εμπόδισε την μετεξέλιξη της αναιμικής αύξησης της παραγωγής σε πτώση ήταν η αύξηση της ιδιωτικής και ιδιαίτερα της δημόσιας κατανάλωσης (1,5% και 2,3% αντίστοιχα κατά μέσο όρο στην Ε.Ε.-25). Ηταν όμως πολύ αδύναμη για να θέσει τις οικονομίες της Ευρώπης σε ανοδική τροχιά. Την περίοδο αυτή, η δημοσιονομική πολιτική παρέμεινε ουσιαστικά περιοριστική, δεδομένου ότι παρά την περιορισμένη αύξηση του μέσου δημοσιονομικού ελλείμματος (2,7% του ΑΕΠ σε σύγκριση με 1,1% το 2002), τούτο μειώθηκε λαμβάνοντας υπόψη τις κυκλικές διακυμάνσεις.
Η ανεργία αυξήθηκε σταθερά από 7,4% του εργατικού δυναμικού το 2001σε 8,1% το 2004 στην Ε.Ε.-15 κατά μέσο όρο. Η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη στα νέα κράτη μέλη, όπου το μέσο επίπεδο βρίσκεται στο 14,4% τα τελευταία τέσσερα χρόνια, παρά τον υψηλότερο ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ.
Ο πληθωρισμός κινήθηκε γύρω στο 2%, ενώ η μέση αμοιβή κατά εργαζόμενο αυξήθηκε κατά μόλις 1% ετησίως μεταξύ 2001 και 2004. Το πραγματικό μοναδιαίο κόστος εργασίας μειώθηκε κατά 0,3% μεταξύ 2001 και 2004. Φόβοι για πληθωριστικές πιέσεις ως αποτέλεσμα της αύξησης των τιμών του πετρελαίου ήδη τροφοδοτούν ανησυχίες για τυχόν αύξηση των μισθών και εγκλήσεις για μετριοπάθεια!
Ως αποτέλεσμα της αυξανόμενης ανεργίας και των χαμηλών μισθολογικών αυξήσεων, το μερίδιο των μισθών στο ΑΕΠ μειώθηκε από το 69,2% του ΑΕΠ την περίοδο 1991-2000 σε 68% το 2004 στην Ε.Ε.-15.
Οι ανισότητες απασχόλησης, ανεργίας, κατά κεφαλή εισοδήματος και φτώχειας αποτελούν γνωστό πρόβλημα της Ε.Ε., το οποίο δεν έχει ακόμη επιλυθεί. Σε συνέχεια της τελευταίας διεύρυνσης, οι περιφερειακές ανισότητες αυξήθηκαν σημαντικά. Ο λόγος του κατά κεφαλή εισοδήματος στην πλουσιότερη χώρα προς εκείνο στη φτωχότερη ήταν 3:1 στη Ε.Ε.-15, αυξανόμενος σε 5:1 στην Ε.Ε.-25. Ταυτόχρονα, η περιφερειακή διάρθρωση των ανισοτήτων μετατοπίσθηκε δραματικά προς τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, χωρίς ουσιαστική βελτίωση στις πλέον αδύναμες περιοχές της Δυτικής και Νότιας Ευρώπης. Σύμφωνα με την Τρίτη Εκθεση Συνοχής (Φεβρουάριος 2004), ο αριθμός των λιγότερο αναπτυγμένων περιοχών στην Ε.Ε. (δηλ. των περιοχών με κατά κεφαλή εισόδημα κάτω του 75% του μέσου Κοινοτικού όρου) αυξήθηκε από 50 στην Ε.Ε.-15 σε 69 στην Ε.Ε.-25, και το μερίδιο του πληθυσμού που ζει στις περιοχές αυτές αυξήθηκε από 19,2% σε 27,1% στο σύνολο. Τα αυτά μεγέθη αποκαλύπτουν το δραματικό χαρακτήρα των εξελίξεων.
Το μέγεθος των ανισοτήτων στην Ε.Ε.-25 καθιστά την αναφορά στην ευρωπαϊκή οικονομία ως ενιαίο σύνολο αυταπάτη. Η χρήση του όρου αυτού δεν στηρίζεται στο μύθο της οικονομικής και κοινωνικής ομοιογένειας παρά τις όποιες διαφορές και τις ανισότητες. Αντίθετα, στηρίζεται στην πολιτική αντίληψη δημιουργίας οικονομικού δυναμισμού και κοινωνικής συνοχής στη βάση της συνεργασίας και της από κοινού δράσης, που αξιοποιεί τις διαφορές πόρων και δεξιοτήτων, προωθεί διαδικασίες σύγκλισης και συνοχής με την μεταφορά πόρων. Λαμβάνοντας υπόψη την αύξηση των ανισοτήτων μετά από τη διεύρυνση, οι προσπάθειες στην κατεύθυνση αυτή πρέπει να πολλαπλασιασθούν, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει.
2. Μετά την αποτυχία της Λισαβώνας: Ανάγκη για νέα στρατηγική ανάπτυξης
Τον Μάρτιο 2005 θα γίνει ανασκόπηση της στρατηγικής της Λισαβώνας, η οποία κλείνει μια πενταετία, στη βάση της έκθεσης ειδικής επιτροπής με επικεφαλής τον πρώην πρωθυπουργό της Ολλανδίας, Βιμ Κοκ. Η έκθεση, η οποία ήδη δημοσιεύθηκε, αναγνωρίζει ότι η υλοποίηση της ατζέντας της Λισαβώνας παρουσιάζει σημαντική υστέρηση. Προτείνει την επιτάχυνση της διαδικασίας, τον περιορισμό των ειδικών δεικτών από 100 σε 15, τη σύσταση εθνικών σχεδίων δράσης και τη συνεχή εποπτεία και έλεγχο από την Επιτροπή και το Ευρωκοινοβούλιο. Οι στόχοι και η μέθοδος της ατζέντας της Λισαβώνας δεν επανεξετάζονται. Αντίθετα, διατυπώνονται εκ νέου με σαφήνεια και επαναβεβαιώνονται. Πρόκειται για μυωπική προσέγγιση, η οποία αδυνατεί να διακρίνει τους πραγματικούς λόγους πίσω από τα Ευρωπαϊκά προβλήματα. Οι λόγοι αυτοί σχετίζονται με το υπόδειγμα, το οποίο υποδηλώνει η στρατηγική της Λισαβώνας και το οποίο προσδιορίζεται από τα εξής στοιχεία.
• Ιδιαίτερα στενό πλαίσιο άσκησης μακροοικονομικής πολιτικής, δυσμενές προς τη βιώσιμη ανάπτυξη και την πλήρη απασχόληση.
• Ισχυρή μεροληψία υπέρ της φιλελευθεροποίησης και της αποκλειστικής σχεδόν ρύθμισης της οικονομίας στη βάση της αγοράς, σε βάρος του πολιτικού ελέγχου των βασικών κατευθύνσεων ανάπτυξης, καθώς και του δημοκρατικού δημόσιου τομέα.
• Συνεχιζόμενο δημοκρατικό έλλειμμα, το οποίο δεν επιτρέπει τη διεξαγωγή ευρύ δημόσιου διαλόγου και τη λήψη μέτρων για βιώσιμη και παραγωγική ισορροπία μεταξύ της αγοράς και του ανταγωνισμού, από τη μια πλευρά, και της πολιτικής παρέμβασης και του δημόσιου τομέα, από την άλλη.
Μια ουσιαστική ανάλυση και αξιολόγηση της Στρατηγικής της Λισαβώνας οφείλει να ξεκινήσει από τη διαπίστωση ότι αυτή απέτυχε και να εξετάσει κριτικά το οικονομικό και κοινωνικό υπόδειγμα, το οποίο υποδηλώνει. Η επιτάχυνση και απλούστευση της στρατηγικής, χωρίς τροποποίηση του κεντρικού πυρήνα της, δεν θα τη βελτιώσει. Η συνεχιζόμενη και αποκλειστική ενασχόληση με την αναδιάρθρωση κυρίως της αγοράς εργασίας, προκειμένου να την καταστήσει πιο «ευέλικτη» δεν είναι μόνο ανεπαρκής, αλλά και επικίνδυνη για την αντιμετώπιση των σημερινών προβλημάτων της Ε.Ε. Η συζήτηση σχετικά με την αναμόρφωση του Συμφώνου Σταθερότητας στην κατεύθυνση της χαλάρωσης αποτελεί βήμα στη σωστή κατεύθυνση, το οποίο όμως δεν αναφέρεται από την Εκθεση Κοκ. Ούτε όμως αρκεί η μεταρρύθμιση αυτή. Εκείνο το οποίο απαιτείται είναι μια ευρύτερη προοπτική, στην οποία εντάσσονται τα κρίσιμα θέματα της κοινωνικής συνοχής, της περιβαλλοντικής βιωσιμότητας και του δημοκρατικού ελέγχου στην Ε.Ε. Συνεπώς, η όποια αξιολόγηση της στρατηγικής της Λισαβώνας οφείλει να έχει ως αφετηρία τον προσδιορισμό στόχων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, πέραν του κυρίαρχου και απλουστευτικού στόχου της αύξησης της παραγωγής και άμεση σχέση με το κοινωνικό περιεχόμενο, την οικολογική βιωσιμότητα και την ποιότητα της οικονομικής ανάπτυξης με ειρήνη και συνεργασία εντός και εκτός Ε.Ε.
Το γεγονός ότι η νεοφιλελεύθερη στρατηγική παραμένει η ίδια εξηγείται από την ύπαρξη και ισχύ ομάδων συμφερόντων, που όχι μόνο δεν βλάπτονται, αλλά ωφελούνται από την γενική οικονομική αδυναμία. Πρόκειται κατ΄ αρχήν για μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις και χρηματοοικονομικούς οργανισμούς, οι οποίοι κερδοσκοπούν από τον περιορισμό, την μεταφορά και την παύση των παραγωγικών δραστηριοτήτων, καθώς και τη συρρίκνωση των κοινωνικών κατακτήσεων των τελευταίων 50 ετών. Επίθεση δέχονται ιδιαίτερα ο χρόνος εργασίας, οι εργοδοτικές εισφορές, οι συμβάσεις εργασίας, ο ρόλος των συνδικάτων, κλπ.
Οι αρχές της Ε.Ε. δεν αντιτίθενται στις ενέργειες εκείνες που υπονομεύουν την κοινωνική συνοχή της Ε.Ε. Αντίθετα, η στρατηγική της Λισαβώνας τις υποστηρίζει μέσα από διαρκώς επαναλαμβανόμενες διακηρύξεις υπέρ ακόμα μεγαλύτερης ελαστικοποίησης της εργασίας. Επί πλέον, προωθεί νέο γύρο απελευθέρωσης της οικονομίας, ενισχύοντας έτσι την ανάπτυξη της στρατηγικής των επιχειρήσεων, με επίκεντρο τον τομέα των υπηρεσιών, τον οποίο η
Ε.Ε. σχεδιάζει να ανοίξει στον ανταγωνισμό τα επόμενα χρόνια, ακολουθώντας την παγκόσμια στρατηγική του νεοφιλελευθερισμού στο πλαίσιο της Γενικής Συμφωνίας για το Εμπόριο και τις Υπηρεσίες (GATS). Τούτο θα οδηγήσει σε νέο κύμα ιδιωτικοποιήσεων, με αποτέλεσμα την ένταση του κοινωνικού αποκλεισμού και την επιδείνωση των συνθηκών εργασίας για πολλούς εργαζόμενους.
3. Προτάσεις για την μεταβολή πολιτικής
Οι παρακάτω προτάσεις αποσκοπούν στη σταθεροποίηση και βελτίωση των αδύναμων σήμερα οικονομικών και κοινωνικών επιδόσεων της Ε.Ε. Τα μέτρα αυτά προϋποθέτουν το στενό συντονισμό μεταξύ των χωρών μελών, ενώ είναι ευέλικτα, υποκείμενα σε τροποποιήσεις ανάλογα με τις ανάγκες. Επί πλέον, πηγάζουν από την υφιστάμενη Συνθήκη και το Σύνταγμα, αν και ορισμένα προϋποθέτουν ομοφωνία και συνεπώς αναμένεται να προωθηθούν με ακόμα μεγαλύτερη σχετικά δυσκολία. Η μακροχρόνια σταθεροποίηση της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής ως βάση για το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Μοντέλο προϋποθέτει ριζικές θεσμικές μεταβολές, που έχουμε αναπτύξει σε προηγούμενα υπομνήματά μας.
i) Ανταποκρινόμενη προς την αύξηση των τιμών του πετρελαίου, η Ε.Ε. οφείλει να προωθήσει την αναδιάρθρωση του συστήματος παραγωγής ενέργειας και την εξοικονόμηση ενέργειας και έτσι να περιορίσει την εξάρτηση από οικολογικά επιβλαβείς πηγές. Βραχυχρόνια, οι επιπτώσεις από την αύξηση των τιμών του πετρελαίου μπορούν να αντιμετωπισθούν με την μείωση του πετρελαϊκού αποθέματος της Ε.Ε. ή με την επιδότηση μεσαίου και χαμηλού εισοδήματος νοικοκυριών και τομέων που επηρεάζονται ιδιαίτερα.
ii) Για να επιτύχουν τη βιώσιμη αύξηση της παραγωγής και της απασχόλησης, τα κράτη μέλη πρέπει σε συντονισμό μεταξύ τους να θέσουν σε εφαρμογή ένα δημόσιο επενδυτικό πρόγραμμα, που να αντιστοιχεί στο 1% του Κοινοτικού ΑΕΠ. Οι πόροι αυτοί κατ’ αρχήν πρέπει να χρησιμοποιηθούν για τη βελτίωση των μεταφορών και τηλεπικοινωνιών, για τον οικολογικό καθαρισμό και αναδιάρθρωση και για την τεχνολογική έρευνα και ανάπτυξη. Στην τελευταία περίπτωση, πρέπει να συμπληρωθούν με προγράμματα στο Ευρωπαϊκό επίπεδο. Μια τέτοια πρωτοβουλία, όπως έχουμε προτείνει στο παρελθόν, μπορεί να χρηματοδοτηθεί με την έκδοση ομολόγων και με δανεισμό από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, κεφάλαια τα οποία δεν θα προσμετρώνται στο εθνικό χρέος των χωρών μελών. Μια ανάκαμψη που θα εστιάζει στις κοινωνικές επενδύσεις είναι εφικτή, λαμβάνοντας υπόψη τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Λουξεμβούργου το 1997, σχετικά με την χρηματοδότηση επενδύσεων στους τομείς της υγείας, εκπαίδευσης, αστικής ανάπλασης και περιβάλλοντος από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.
iii) Η νομισματική πολιτική πρέπει να χαλαρώσει με τη μείωση του βασικού επιτοκίου της Ευρωζώνης κατά 50 μονάδες βάσης στο 1,5%. Η συνεργασία των εμπλεκομένων μερών πρέπει να ενταθεί, π.χ. στο πλαίσιο του Μακροοικονομικού Διαλόγου, με στόχο την επίτευξη μείγματος πολιτικής που θα ενισχύει την ανάπτυξη με ταυτόχρονη συγκράτηση του πληθωρισμού.
iv) H E.E. πρέπει να εγκαταλείψει την πρόθεσή της να μεταβάλει την οδηγία για την αύξηση του ανώτατου αριθμού ωρών εργασίας και να αντιληφθεί ότι η επέκταση του χρόνου εργασίας δεν αποτελεί κατάλληλη μέθοδο για την αύξηση της απασχόλησης. Συνεπώς, πρέπει να γίνει σύσταση προς τα κράτη μέλη να διερευνήσουν διάφορες μορφές μείωσης του χρόνου εργασίας ως μία από τις κεντρικές κατευθύνσεις της πολιτικής απασχόλησης. Π.χ. στην κατεύθυνση αυτή μπορούν να χρησιμοποιηθούν οι συμφωνίες για την καινοτομία που συνέστησε στους κοινωνικούς εταίρους το Συμβούλιο της Λισαβώνας τον Ιούνιο 2000, οι οποίες συνδυάζουν την ελαστικότητα της παραγωγής με την διαρκή βελτίωσή της με όρους συναίνεσης, καθώς και μια περισσότερο ελαστική εξισορρόπηση μεταξύ του χρόνου εργασίας και του προσωπικού χρόνου των εργαζομένων.
v) Σχετικά με την διαχειριστική περίοδο 2007-2013, η Ε.Ε. πρέπει να εγκαταλείψει την πρόθεση να διατηρήσει το ανώτατο όριο του Κοινοτικού προϋπολογισμού κάτω από το 1,24% του Κοινοτικού ΑΕΠ, όπως ισχύει σήμερα. Αντίθετα, το όριο αυτό πρέπει να αυξηθεί στο 5% του Κοινοτικού ΑΕΠ προκειμένου να αποκτήσει η Ε.Ε. τους απαραίτητους πόρους για το σκοπό της σταθεροποίησης και της αναδιανομής του εισοδήματος. Ταυτόχρονα, πρέπει να επιτευχθεί σημαντική μετατόπιση της διάρθρωσης των δαπανών στην κατεύθυνση των διαρθρωτικών και κοινωνικών πολιτικών, οι οποίες να απορροφούν περισσότερο από το 50% του προϋπολογισμού της Ενωσης.
vi) Για τη διακοπή του φορολογικού ανταγωνισμού, που υποσκάπτει τη βάση των εσόδων των κρατών μελών, το σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών σχετικά με το εισόδημα από τόκους πρέπει να επεκταθεί στα μερίσματα. Επίσης πρέπει να συμπληρωθεί από τη μεταρρύθμιση της φορολόγησης των εταιρικών κερδών. Η πλήρης εναρμόνιση της φορολογικής βάσης πρέπει να συνοδευθεί από την καθιέρωση ελάχιστου ποσοστού φορολόγησης 40% (ή 30% για χώρες των οποίων το κατά κεφαλή εισόδημα είναι μικρότερο από το 75% του μέσου Κοινοτικού όρου).
vii) Η Ε.Ε. οφείλει να διακόψει την προσπάθεια θέσπισης οδηγίας για την απελευθέρωση των υπηρεσιών μέχρι την ανάληψη πλήρους και ανεξάρτητης αξιολόγησης προηγούμενων ιδιωτικοποιήσεων. Ταυτόχρονα πρέπει να συστήσει στα κράτη μέλη ένα μορατόριουμ ως προς την περαιτέρω ιδιωτικοποίηση δημοσίων υπηρεσιών, σε αναμονή της διεξοδικής διερεύνησης και συζήτησης των επιπτώσεων προηγούμενων ιδιωτικοποιήσεων.
viii) Στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής, η Ε.Ε. πρέπει να εξετάσει κριτικά τις επιπτώσεις της (μερικής) ιδιωτικοποίησης των συνταξιοδοτικών συστημάτων και να διερευνήσει εναλλακτικές μεθόδους διατήρησης και επέκτασης δημοσίων ανταποδοτικών συστημάτων, τα οποία να εγγυώνται στα άτομα τρίτης ηλικίας αξιοπρεπή διαβίωση.
ix) Η Ε.Ε. οφείλει να αναλάβει πρωτοβουλία για την καταπολέμηση της φτώχειας και άλλων μορφών κοινωνικού αποκλεισμού. Για το σκοπό αυτό μέρος της αύξησης του Κοινοτικού προϋπολογισμού πρέπει να αποτελεί μεταβιβάσεις προς τα φτωχότερα τμήματα του πληθυσμού της Ενωσης.
4. Κεντρικά στοιχεία του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Μοντέλου
Πέρα από τις μεταβολές πολιτικής που προτείνονται παραπάνω, είναι αναγκαία η συζήτηση και προώθηση ορισμένων κοινωνικών στόχων, που συνθέτουν τον κεντρικό πυρήνα του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Μοντέλου (ΕΚΜ). Το θέμα αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία σήμερα, ενόψει του Συντάγματος που μόλις υπεγράφη. Τα τελευταία χρόνια γίνεται συχνά επίκληση της έννοιας του ΕΚΜ από πολλές πλευρές. Ωστόσο το περιεχόμενο της συγκεκριμένης έννοιας παραμένει σχετικά αόριστο. Αυτό ποικίλει από τις διακηρύξεις των Ευρωπαϊκών αρχών για ένα μοντέλο εναλλακτικό προς το Αμερικανικό σε εναλλακτικές προς τις υφιστάμενες νεοφιλελεύθερες πολιτικές της Ε.Ε. προτάσεις κριτικών απόψεων, που διαβλέπουν ότι η Ε.Ε. ήδη κινείται στην κατεύθυνση της εισαγωγής του Αμερικανικού μοντέλου.
Η Ενωση δύσκολα αναλαμβάνει κοινές δράσεις κοινωνικής πολιτικής, υποδηλώνοντας έτσι το γεγονός ότι τα κοινωνικά υποδείγματα των χωρών μελών είναι πολύ διαφορετικά και ότι η διαφορετικότητα αυτή πρέπει να είναι σεβαστή. Ταυτόχρονα η Ε.Ε. προωθεί την απελευθέρωση, απορύθμιση και ιδιωτικοποίηση της οικονομίας. Η ολοκλήρωση της αγοράς υπηρεσιών, η οποία αποτελεί προτεραιότητα για την Ε.Ε., θα επηρεάσει αρνητικά τις κοινωνικές υπηρεσίες στις χώρες της Ενωσης, εκθέτοντάς τις στην πίεση του ανταγωνισμού και της απορύθμισης, αδιαφορώντας για τη διαφορετικότητα των εθνικών συστημάτων. Με τον τρόπο αυτό η έννοια ενός ΕΚΜ παραμένει αδύναμη και κεντρικά στοιχεία, όπως η πλήρης απασχόληση, η κοινωνική πρόνοια και η κοινωνική δικαιοσύνη, υπόκεινται στις κυρίαρχες αρχές των αγορών και του ανταγωνισμού.
Αντίθετα με τα παραπάνω, θεωρούμε τη διαφορετικότητα των κοινωνικών συστημάτων και των συστημάτων πρόνοιας ως πλεονέκτημα για την Ε.Ε.. Ταυτόχρονα, θεωρούμε ότι η διαφορετικότητα αυτή πρέπει να συνδυασθεί με κοινούς κοινωνικούς στόχους, που δεν πρέπει να εγκαταλείπονται προς όφελος, ούτε να διαμορφώνονται ανάλογα με τις ανάγκες της αγοράς. Μεταξύ αυτών των στόχων, η πλήρης απασχόληση, η κοινωνική πρόνοια και η κοινωνική δικαιοσύνη κατέχουν κεντρική θέση.
Πλήρης απασχόληση – όχι μόνο υψηλά ποσοστά συμμετοχής στην αγορά εργασίας
Μετά το Συμβούλιο Κορυφής της Λισαβώνας, η πλήρης απασχόληση συμπεριλήφθηκε εκ νέου στους στόχους της Ε.Ε. Ειδικότερα, επιδιώκεται αύξηση των ποσοστών συμμετοχής στην αγορά εργασίας στο 70% για τους άνδρες και στο 60% για τις γυναίκες μέχρι το 2010. Ο επιμερισμός και η ποσοτικοποίηση του γενικού στόχου είναι χρήσιμα. Ωστόσο η επικέντρωση της προσοχής στα ποσοστά απασχόλησης και μόνο (την οποία ενισχύουν οι προτάσεις της Εκθεσης Κοκ) κινδυνεύει να επιβάλει μια μηχανιστικά ενιαία στρατηγική ανάπτυξης, παραβλέποντας τα συχνά πολύ διαφορετικά αίτια για τα χαμηλά ποσοστά συμμετοχής, η αντιμετώπιση των οποίων απαιτεί διαφοροποιημένες πολιτικές προσεγγίσεις. Για παράδειγμα, η συνεχιζόμενη χαμηλή συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας των Μεσογειακών χωρών δεν υποδηλώνει έλλειψης ευελιξίας, αλλά συνδέεται με την ανεπάρκεια των συστημάτων κοινωνικής στήριξης και προστασίας (έλλειψη παιδικών σταθμών, θέσεων μερικής απασχόλησης, ανεπαρκείς συντάξεις). Κατά προέκταση, για την αύξηση του ποσοστού συμμετοχής τους απαιτούνται πολύ βαθύτερες αλλαγές πέραν της αύξησης της παραγωγής. Ομοίως, η αύξηση της συμμετοχής στην αγορά εργασίας των ατόμων άνω των 60 ετών μπορεί να πηγάζει από την προσφορά ελκυστικών ευκαιριών απασχόλησης και συνθηκών εργασίας, όπως συμβαίνει στις Σκανδιναβικές χώρες. Μπορεί όμως να είναι το αποτέλεσμα ανεπαρκούς κοινωνικής ασφάλισης, υποχρεώνοντας τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας να συνεχίζουν να εργάζονται, όπως συμβαίνει στις ΗΠΑ. Η τάση της Ε.Ε. να θεωρεί τα γενναία συνταξιοδοτικά συστήματα ως «εμπόδια στην απασχόληση» κινείται στην δεύτερη κατεύθυνση, εκείνη των ΗΠΑ και σε καμία περίπτωση δεν βελτιώνει το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Μοντέλο. Ένα άλλο παράδειγμα αφορά στο χαμηλό ποσοστό συμμετοχής των νέων ανθρώπων, το οποίο μπορεί να αντικατοπτρίζει τις δυσχέρειες πρόσβασης στην αγορά εργασίας ή την παραμονή στο εκπαιδευτικό σύστημα για μεγαλύτερη περίοδο. Ενώ οι φραγμοί στην πρόσβαση πρέπει να αρθούν, η συμμετοχή στη δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση αποτελεί πλεονέκτημα.
Τα υψηλότερα ποσοστά συμμετοχής δεν πρέπει να επιδιώκονται σε βάρος της ποιότητας ή της αμοιβής της εργασίας. Οι ισχυρισμοί ότι η έλλειψη θέσεων εργασίας πηγάζει από το υπερβολικά υψηλό εργατικό κόστος ή τη μείωση του χρόνου εργασίας δεν ευσταθούν. Αντίθετα, οι χαμηλοί μισθοί οδηγούν σε αδύναμη ζήτηση, ενώ ο μακρύτερος χρόνος εργασίας συμβάλλει στην υπερπροσφορά και στις απολύσεις, καθώς και σε χαμηλά ποσοστά απασχόλησης.
Ο στόχος της πλήρους απασχόλησης αφορά επίσης στα νέα μέλη της Ε.Ε. Συνεπώς η ανάληψη επενδύσεων στις χώρες αυτές από Ευρωπαϊκές επιχειρήσεις είναι θετική, όπως και η μεταφορά παραγωγικών δραστηριοτήτων από τη μια χώρα στην άλλη. Εκείνο το οποίο καθιστά τη διαδικασία αυτή καταστρεπτική είναι η απειλή της μεταφοράς, η οποία χρησιμοποιείται από τους εργοδότες για να εκβιάσουν τους εργαζόμενους και τα σωματεία τους στα παλαιά κράτη μέλη. Αν η στρατηγική αυτή παραμείνει αναπάντητη, θα έχει ως αποτέλεσμα την παραίτηση από το στόχο της πλήρους απασχόλησης με αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας στην Ε.Ε. συνολικά. Αντί της βελτίωσης των συνθηκών εργασίας και διαβίωσης στις νέες χώρες μέλη, αυτές θα φθίνουν στα παλαιά μέλη. Στις συνθήκες αυτές, είναι απαραίτητη η πολιτική παρέμβαση. Ειδικότερα, η πλήρης απασχόληση προσδιορίζεται ως η κατάσταση εκείνη όπου όλοι όσοι μπορούν και επιθυμούν να εργασθούν μπορούν να βρουν εργασία ανάλογη με τα προσόντα τους και να εργασθούν σε αξιοπρεπείς συνθήκες, με επαρκή αμοιβή για ανεξάρτητη διαβίωση.
Κοινωνική ευημερία και ασφάλεια – Βάση για αξιοπρεπή διαβίωση
Κοινωνική ευημερία και ασφάλεια σημαίνει ότι τα γηρατειά, οι ασθένειες, τα ατυχήματα ή άλλες αντίξοες συνθήκες δεν πρέπει να οδηγούν σε συνθήκες φτώχειας και έλλειψης βοήθειας. Περιλαμβάνει το αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα όλων των κατοίκων στους πόρους εκείνους που επιτρέπουν την πρόσβαση στους κοινωνικούς και πολιτιστικούς θεσμούς και σε ευρύ φάσμα άλλων δημοσίων αγαθών. Η έννοια του «δημόσιου αγαθού» οφείλει να προσαρμόζεται στην ανάπτυξη της παραγωγικότητας και των υλικών αγαθών της κοινωνίας. Απαραίτητα συστατικά είναι ένα ισχυρό δίκτυο δημοσίων συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης (συνταξιοδότησης και υπηρεσιών υγείας), καθώς και η παροχή δημοσίων υπηρεσιών στον τομέα της εκπαίδευσης και της παιδικής μέριμνας. Η εξαφάνιση της φτώχειας και της έλλειψης στέγης αποτελούν ευθύνη της κοινωνίας.
Η ύπαρξη σχετικά περιεκτικών συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης αποτελεί κατάκτηση των χωρών μελών της Ε.Ε., παρά το γεγονός ότι αυτά αναπτύχθηκαν με διαφορετικό τρόπο. Τα τελευταία όμως χρόνια τα συστήματα αυτά δέχονται επίθεση και υποσκάπτονται σε μικρότερη ή μεγαλύτερη έκταση. Ο «εκσυγχρονισμός» της κοινωνικής πρόνοιας, ο οποίος αποτελεί προτεραιότητα για την Ε.Ε., μετατοπίζει την ευθύνη από την κοινωνία στα άτομα για την προστασία της υγείας τους, καθώς και του βιοτικού τους επιπέδου σε μεγάλη ηλικία, αυξάνοντας έτσι τα οικονομικά βάρη που φέρουν. Αντίστοιχα, τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης ιδιωτικοποιούνται, ενώ η διαχείρισή τους ανατίθεται σε χρηματοοικονομικούς οργανισμούς. Αντίθετα με την αντίληψη αυτή, θεωρούμε ότι η εξασφάλιση της ευημερίας, της κοινωνικής ασφάλισης και προστασίας για όλους αποτελεί ευθύνη της κοινωνίας και ότι παρέχεται πιο αποτελεσματικά μέσω του δημοσίου.
Κεντρικό στοιχείο κοινωνικής ευημερίας αποτελεί ένα σταθερό σύστημα συνταξιοδότησης. Το θέμα αυτό συγκαταλέγεται στις προτεραιότητες της Ε.Ε. Το 2001 το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Λάκεν συμφώνησε ορισμένες αρχές για την προσαρμογή των συνταξιοδοτικών συστημάτων ενόψει της αύξησης του αριθμού των ατόμων τρίτης ηλικίας. Οι αρχές αυτές είναι οι εξής (α) κάθε συνταξιούχος δικαιούται επαρκές εισόδημα και επίπεδο διαβίωσης (β) τα συνταξιοδοτικά συστήματα πρέπει να είναι βιώσιμα με πολιτικούς και οικονομικούς όρους (π.χ. δίκαια απέναντι στις μελλοντικές γενεές) και (γ) οι εισφορές και οι παροχές δεν πρέπει να επηρεασθούν αρνητικά από τις μεταβολές της αγοράς εργασίας (είτε πρόκειται για αύξηση της κινητικότητας, είτε για μεγαλύτερα διαστήματα ανεργίας).
Οι αρχές αυτές, αν και θετικές, χρησιμοποιήθηκαν για την μαζική μεταρρύθμιση των συνταξιοδοτικών συστημάτων σε πολλές χώρες, με την υποκατάσταση των ανταποδοτικών συστημάτων από ιδιωτικά. Τα τελευταία δεν αποτελούν εγγύηση για τη διασφάλιση του εισοδήματος και του βιοτικού επιπέδου των συνταξιούχων, σε αντίθεση με τα ανταποδοτικά συστήματα. Είναι λιγότερο αξιόπιστα, στο βαθμό που η επιτυχία τους εξαρτάται από την ανάπτυξη των χρηματοοικονομικών αγορών. Η διαχείριση των ιδιωτικών συστημάτων είναι περισσότερο δαπανητή από εκείνη των δημοσίων. Επίσης, τα ιδιωτικά συστήματα πρόνοιας δεν καλύπτουν περιόδους ανεργίας ή ασθένειας. Είναι από κάθε πλευρά κατώτερα των δημοσίων συστημάτων. Αν σημειώνονταν μια πραγματική κρίση στο συνταξιοδοτικό σύστημα, ένα ιδιωτικά χρηματοδοτούμενο σύστημα θα ήταν λιγότερο σε θέση να ανταποκριθεί στην πρόκληση σε σύγκριση με ένα δημόσιο. Γενικά, ο «εκσυγχρονισμός» των συνταξιοδοτικών συστημάτων εξυπηρετεί τα συμφέροντα του χρηματοοικονομικού τομέα και όχι των συνταξιούχων ή των εργαζομένων.
Κοινωνική δικαιοσύνη
Κοινωνική δικαιοσύνη σημαίνει απουσία κοινωνικών διακρίσεων και υπερβολικής ανισοκατανομής εισοδήματος και πλούτου, πρόσβαση σε υλικά αγαθά, θεσμούς και μέσα δημοκρατικού, δημόσιου διαλόγου και λήψης αποφάσεων. Πρόκειται για μια πολυδιάστατη έννοια διαπροσωπικών σχέσεων, περιφερειακής και ταξικής διάρθρωσης. Για την αντιμετώπιση των ταξικών ανισοτήτων, απαιτείται η ανατροπή τριών τάσεων των τελευταίων δύο δεκαετιών: της κατανομής του εισοδήματος υπέρ των κερδών και σε βάρος των μισθών, της μετατόπισης του φορολογικού βάρους από το κεφάλαιο στην εργασία και τους καταναλωτές και τέλος, της σημαντικής μείωσης ή εξαφάνισης των παροχών στα χαμηλού εισοδήματος και φτωχά τμήματα της κοινωνίας. Για την προώθηση της δικαιοσύνης στις διαπροσωπικές σχέσεις, απαιτούνται μέτρα για τον τερματισμό των διακρίσεων κατά των γυναικών στην αγορά εργασίας. Τέλος, για την αντιμετώπιση των περιφερειακών ανισοτήτων, απαιτείται ιδιαίτερη προσπάθεια υπέρ των αδύναμων και λιγότερο αναπτυγμένων περιοχών της Ε.Ε.
Η έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης περιλαμβάνεται στην επίσημη ατζέντα της Ε.Ε. μόνο σε σχέση με τη δεύτερη και την τρίτη περίπτωση. Ειδκότερα, καταβάλλονται προσπάθειες για την προώθηση ίσων ευκαιριών για γυναίκες και άνδρες, χωρίς όμως ιδιαίτερη επιτυχία, καθώς η άνιση μεταχείριση των γυναικών παραμένει ιδιαίτερα εκτεταμένη. Δεδομένου ότι η Ε.Ε. δεν διαθέτει εξουσίες σε θέματα κοινωνικής πολιτικής, δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει το ζήτημα των ανισοτήτων, με αποτέλεσμα οι διακηρύξεις υπέρ της ισότητας των φύλων να είναι κυρίως ρητορικού χαρακτήρα. Από την άλλη πλευρά, η περιφερειακή πολιτική της Ε.Ε. έχει περιορίσει ελαφρά τις ανισότητες του κατά κεφαλή εισοδήματος μεταξύ των διαφόρων χωρών της Ε.Ε. Δεν έχει όμως περιορίσει τις ανισότητες μεταξύ των περιφερειών της. Συνεπώς, απαιτείται μεγαλύτερη προσπάθεια και νέα προσέγγιση, ιδιαίτερα μετά την πρόσφατη διεύρυνση, η οποία συνοδεύεται από μεγάλη αύξηση των ανισοτήτων σε επίπεδο παραγωγικότητας, εισοδήματος και πλούτου.
Οικολογική βιωσιμότητα
Η οικολογική βιωσιμότητα αποσκοπεί στην συντήρηση της φυσικής βάσης διαβίωσης του ατόμου και της κοινωνίας. Σχετίζεται με την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων και την μόλυνση του περιβάλλοντος και προϋποθέτει πολύ προσεκτική προσέγγιση στους άγνωστους κινδύνους των φυσικών, χημικών και βιολογικών τεχνολογιών.
Για την επίτευξη οικολογικής βιωσιμότητας απαιτούνται μέτρα αναδιάρθρωσης σε σημαντικούς τομείς οικονομικής και κοινωνικής αναπαραγωγής. Η υποκατάσταση παραγωγικών και καταναλωτικών διαδικασιών που στηρίζονται στην χρήση ενέργειας και επιβαρύνουν το περιβάλλον αποτελεί κεντρικό στόχο. Μέτρα όπως η εξοικονόμηση ενέργειας, η μεγαλύτερη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, η δημιουργία κατάλληλης υποδομής μαζικών μεταφορών, ο περιορισμός της χρήσης χημικών λιπασμάτων και άλλων παρόμοιων στοιχείων στη γεωργία, η οικοδόμηση οικιών χαμηλής κατανάλωσης ενέργειας, κλπ πρέπει να αποκτήσουν πολιτική στήριξη.
Η οικολογική βιωσιμότητα δεν μπορεί να επιτευχθεί στη βάση του μηχανισμού της αγοράς. Προϋποθέτει ισχυρά διοικητικά μέτρα και παρέμβαση του δημόσιου τομέα, ανεξάρτητα από τους καταναγκασμούς του ανταγωνισμού. Στο παρελθόν, η περιβαλλοντική υποβάθμιση συνδέθηκε με την ενεργοβόρο και ρυπογόνο βιομηχανική ανάπτυξη. Η αναγκαία μετατόπιση προς μια περισσότερο βιώσιμη μορφή ανάπτυξης δεν σημαίνει απαραίτητα ότι ο στόχος της οικονομικής ανάπτυξης πρέπει να αφαιρεθεί από την ημερήσια διάταξη της οικονομικής πολιτικής. Ο στόχος όμως αυτός δεν μπορεί να επιδιώκεται με κάθε τίμημα, ανεξάρτητα από τις περιβαλλοντικές του επιπτώσεις. Αντίθετα, πρέπει να συμβαδίζει με το στόχο της οικονομικής αναδιάρθρωσης στην κατεύθυνση της οικολογικής βιωσιμότητας και της προσεκτικής διαχείρισης των φυσικών πόρων. Για παράδειγμα, η επέκταση του τομέα δημοσίων και ιδιωτικών υπηρεσιών εξυπηρετεί την ανάπτυξη με μικρότερη κατανάλωση ενέργειας και επιβάρυνση του περιβάλλοντος σε σχέση με τη βιομηχανία και τα ορυχεία.
Ισόρροπες διεθνείς οικονομικές σχέσεις και αποτελεσματική αναπτυξιακή βοήθεια
Η Ε.Ε. πρέπει να συμβάλει στη μείωση της πόλωσης μεταξύ πλούσιων και φτωχών χωρών και στην έναρξη μιας διαδικασίας διεθνούς ανακαταμερισμού εργασίας και ανάπτυξης σε όφελος των λιγότερο αναπτυγμένων χωρών. Μέτρα στη συγκεκριμένη κατεύθυνση περιλαμβάνουν την αύξηση της αναπτυξιακής βοήθειας και τη διαγραφή του χρέους των υπερχρεωμένων φτωχών χωρών. Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο είναι η ριζική αλλαγή θέσης στις εμπορικές διαπραγματεύσεις στο πλαίσιο του Διεθνούς Οργανισμού Εμπορίου και της Γενικής Συμφωνίας για το Εμπόριο και τις Υπηρεσίες (GATS), με έμφαση στο άνοιγμα των αγορών της Ε.Ε. για προϊόντα προερχόμενα από λιγότερο αναπτυγμένες χώρες (παρά το γεγονός ότι τούτο δεν επαρκεί για την επίλυση των προβλημάτων των χωρών αυτών, καθώς απαιτούνται πολλές άλλες διαρθρωτικές μεταβολές και διαφορετικό μοντέλο ανάπτυξης). Οι νέοι αυτοί προσανατολισμοί οικονομικής πολιτικής οφείλουν να εφαρμοσθούν στο πλαίσιο πολύ προσεκτικών προσαρμογών και αναδιάρθρωσης της Ευρωπαϊκής οικονομίας και κυρίως της γεωργίας.
Η επιδίωξη ισόρροπων διεθνών οικονομικών σχέσεων πρέπει να αντικαταστήσει τον συνεχώς αυξανόμενο διεθνή ανταγωνισμό με τη μέθοδο των απολύσεων, της μεταφοράς παραγωγικών δραστηριοτήτων σε περιοχές χαμηλού εργατικού κόστους και της επιθετικής τιμολογιακής πολιτικής με στόχο την αύξηση του μεριδίου αγοράς. Αν και εύλογο είναι οι διεθνείς επιχειρήσεις να έχουν τέτοιους στόχους, η πολιτική αυτή δεν πρέπει να υιοθετείται από τις ίδιες τις χώρες, στο βαθμό που οδηγεί σε διεθνή ανισορροπία και σκληρό ανταγωνισμό, χωρίς να προσφέρει οποιαδήποτε προοπτική βελτίωσης της κατάστασης. Η έλλειψη ισορροπίας στις διεθνείς συναλλαγές κεφαλαίου μεταξύ των αναπτυγμένων και των λιγότερο αναπτυγμένων χωρών δικαιολογείται μέχρις ενός σημείου, στο βαθμό που διευκολύνει την πρόσβαση σε κεφάλαια χωρών με ανεπαρκή αποταμίευση ή αδύναμη χρηματοπιστωτική δομή. Οι συναλλαγές αυτές όμως ενδεχομένως αφορούν σε κερδοσκοπικά κεφάλαια ή έχουν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μη βιώσιμων καταστάσεων για τις πιστώτριες χώρες. Για την αποφυγή του φαινομένου αυτού, η Ε.Ε. οφείλει να στηρίξει μια δυναμική διαδικασία σύγκλησης μέσω της παροχής αναπτυξιακής βοήθειας οικονομικού και τεχνολογικού χαρακτήρα. Μακροχρόνια, οι ισόρροπες διεθνείς οικονομικές σχέσεις αντικατοπτρίζονται στη διάρθρωση του λογαριασμού εξωτερικών συναλλαγών και ροής κεφαλαίων, όπου πρέπει να αποφεύγεται η συσσώρευση εξωτερικού χρέους – μη βιώσιμου σε διάρκεια χρόνου - από τις πιστώτριες χώρες. Οι ισόρροπες σχέσεις συμβαδίζουν απόλυτα με εντατικές διεθνείς εμπορικές ανταλλαγές και επενδυτικές σχέσεις, αρκεί να υπάγονται σε κανόνες δικαίου και τάξης. Δεν συμβαδίζουν με την κερδοσκοπία τεράστιων ροών κεφαλαίου, που οδηγούν σε αστάθεια, διαταραχές και κρίσεις. Συνεπώς, η προώθηση της διεθνούς χρηματοοικονομικής σταθερότητας αποτελεί ένα ακόμη μέτρο για την προαγωγή ισόρροπων διεθνών οικονομικών σχέσεων, προστατεύοντας ταυτόχρονα την Ευρωπαϊκή οικονομία από εξωτερικές επιθέσεις είτε μέσω μη δίκαιων εμπορικών πρακτικών, είτε μέσω της κερδοσκοπικής ροής κεφαλαίων.
5. Το Σύνταγμα δεν στηρίζει το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Μοντέλο
Το σχέδιο Συντάγματος υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο Κορυφής της Ε.Ε. στις 18 Ιουνίου και υπογράφηκε από τους αρχηγούς κρατών στις 29 Οκτωβρίου 2004. Η πρόθεση μετεξέλιξης της οικονομικής και νομισματικής ένωσης σε πολιτική ένωση, περισσότερο διακριτής διεθνώς και με μεγαλύτερη συνοχή στο εσωτερικό της, είναι θετική. Επίσης, θετικό είναι το γεγονός ότι το Σύνταγμα, το οποίο έχει τεθεί προς επικύρωση από τα κράτη μέλη της Ε.Ε., περιλαμβάνει ορισμένα προοδευτικά στοιχεία, όπως είναι η χάρτα θεμελιωδών δικαιωμάτων (Μέρος ΙΙ) και η αναφορά στις πολιτικές και κοινωνικές αξίες, οι οποίες πρέπει να αποτελούν τη βάση των θεσμών και κοινών πολιτικών της Ε.Ε. (Μέρος Ι). Μεταξύ των στοιχείων αυτών, σημαντική είναι η έννοια της αλληλεγγύης, η οποία εμφανίζεται με μεγαλύτερη βαρύτητα σε σχέση με τις προηγούμενες Συνθήκες. Επίσης, επισημαίνεται η έμφαση που ορισμένες διατάξεις θέτουν στο δημοκρατικό χαρακτήρα της Ενωσης. Τα στοιχεία αυτά αποτελούν σημεία αναφοράς στην αξιολόγηση της γενικής κατεύθυνσης του Συντάγματος, στο πλαίσιο της υφιστάμενης διαδικασίας επικύρωσής του.
Ωστόσο, υπάρχουν σοβαρές αντιρρήσεις σε κεντρικά ζητήματα του Συντάγματος. Η τάση αυξανόμενης στρατιωτικοποίησης που εμπεριέχει, αν και ανησυχητική, δεν εξετάζεται εδώ, καθώς εστιάζουμε στα θέματα οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής. Η κριτική μας αναφέρεται στο συνεχιζόμενο δημοκρατικό έλλειμμα και στις αντιπαραγωγικές και μεροληπτικές διατάξεις του Συντάγματος για την οικονομία.
Το συνεχιζόμενο δημοκρατικό έλλειμμα
Πρόκειται για σοβαρές ανεπάρκειες της δημοκρατικής διάρθρωσης και των νομοθετικών διαδικασιών της Ενωσης. Αφορούν στο Σύνταγμα συνολικά και υποσκάπτουν τη δυνατότητά του να χρησιμοποιηθεί ως σταθερή νομοθετική βάση για το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Μοντέλο.
Η πλέον σοβαρή από τις ανεπάρκειες αυτές είναι το γεγονός ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αντίθετα με κάθε άλλο κοινοβούλιο δημοκρατικής κοινωνίας, δεν νομιμοποιείται να σημάνει την έναρξη της νομοθετικής διαδικασίας. Μπορεί μόνο να ζητήσει από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να υποβάλει σχετικές προτάσεις. Η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να εκπληρώσει το αίτημα του Κοινοβουλίου, αν και οφείλει να εξηγήσει τους λόγους (Αρθρο ΙΙΙ-332). Επίσης, παρά το γεγονός ότι ο αριθμός των τομέων για τους οποίους το Κοινοβούλιο συμμετέχει στη νομοθετική διαδικασία έχει υπερδιπλασιασθεί, τομείς κεντρικού ενδιαφέροντος, όπως είναι ο φορολογικός και τα δικαιώματα των εργαζομένων, παραμένουν εκτός δικαιοδοσίας του.
Το Σύνταγμα επί πλέον δεν παρέχει στο Κοινοβούλιο το δικαίωμα συμμετοχής και παρέμβασης στις εμπορικές διαπραγματεύσεις (Αρθρο ΙΙΙ-315), το αποτέλεσμα των οποίων μπορεί μόνο να απορρίψει. Το στοιχείο αυτό είναι ιδιαίτερο προβληματικό, λαμβάνοντας υπόψη τις τρέχουσες διαπραγματεύσεις για την απελευθέρωση των αγορών υπηρεσιών στο πλαίσιο της Γενικής Συμφωνίας για το Εμπόριο και τις Υπηρεσίες (GATS). Ομοίως, η εκλογή του Προέδρου της Επιτροπής από το Κοινοβούλιο από το 2009 δεν αποτελεί ιδιαίτερη δημοκρατική πρόοδο, δεδομένου ότι η Επιτροπή μπορεί μόνο να αποδεχθεί ή να απορρίψει τον υποψήφιο, που προτείνει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.
Τέλος, αποτελεί οπισθοχώρηση το γεγονός ότι την τελευταία στιγμή οι αρχηγοί κρατών επέφεραν ορισμένες τροποποιήσεις, με την μορφή των διακηρύξεων και «επεξηγήσεων», οι οποίες στην ουσία περιορίζουν τα κοινωνικά δικαιώματα της Χάρτας των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ενωσης στο εθνικό επίπεδο. Για παράδειγμα, σύμφωνα με το Αρθρο ΙΙ-88 της Χάρτας, οι εργαζόμενοι έχουν το δικαίωμα «της διενέργειας και ολοκλήρωσης συλλογικών συμφωνιών στο κατάλληλο επίπεδο και, σε περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων, ανάληψης συλλογικής δράσης για την προάσπιση των συμφερόντων τους, περιλαμβανόμενης της απεργίας». Στη σχετική «επεξήγηση» αναφέρεται ότι «Ο τρόπος εφαρμογής και οι περιορισμοί κατά την άσκηση συλλογικών δράσεων, περιλαμβανόμενης της απεργίας, υπάγονται στο εθνικό δίκαιο και στην ασκούμενη πρακτική, συμπεριλαμβανόμενου του ερωτήματος εάν μπορούν να διεξαχθούν ταυτόχρονα σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη». Ετσι, ενώ από την Χάρτα προκύπτει το δικαίωμα της απεργίας σε Κοινοτικό επίπεδο, η επεξήγηση – που εντάχθηκε την τελευταία στιγμή στο κείμενο του Συντάγματος για «να ληφθεί υπόψη από τα δικαστήρια της Ενωσης και των κρατών μελών» (Αρθρο ΙΙ-112) – ουσιαστικά το καταργεί.
Αντιπαραγωγική και μεροληπτική οικονομική και κοινωνική πολιτική
Σε ό,τι αφορά στις διατάξεις οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής της Ενωσης, οι οποίες περιλαμβάνονται στο Μέρος ΙΙΙ του Συντάγματος, θεωρούμε ότι η τρέχουσα νεοφιλελεύθερη αντίληψη έχει μεταβληθεί σε συνταγματική επιταγή. Με τον τρόπο αυτό, στην πράξη αποκλείεται κάθε μεταβολή προσανατολισμού. Πιστεύουμε ότι η τρέχουσα οικονομική και κοινωνική πολιτική είναι λανθασμένη και ότι έχει οδηγήσει την Ε.Ε. σε πορεία χαμηλής ανάπτυξης, υψηλής ανεργίας και αυξανόμενων ανισοτήτων. Ακόμα όμως κι αν δεν ήμασταν τόσο κριτικοί απέναντι στην ασκούμενη πολιτική, θεωρούμε ότι η οικονομική και κοινωνική πολιτική πρέπει να αποτελεί αντικείμενο επιστημονικού και πολιτικού διαλόγου και να υπόκειται σε τροποποίηση, εφόσον ο διάλογος οδηγεί σε αναδιάταξη των πολιτικών προτεραιοτήτων. Το Σύνταγμα αποκλείει τη δυνατότητα αυτή. Παραβλέπει το γεγονός ότι η εμπειρία των τελευταίων δέκα ετών δεν επικύρωσε την οικονομική θεωρία, στην οποία βασίστηκαν οι Συνθήκες του Μάαστριχτ και του Αμστερνταμ. Επίσης αγνοεί τη συζήτηση και την κριτική κατά της νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Αν τα είχε λάβει υπόψη, τότε θα ήταν πιο προσεκτικό ως προς τις πολιτικές που περιλαμβάνει και περισσότερο δεκτικό σε νέα γνώση και εμπειρία. Το γεγονός αυτό δυσχεραίνει υπερβολικά, καθιστώντας πρακτικά αδύνατη, την αλλαγή προσανατολισμού της ασκούμενης οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, όπως έχει συμβεί στο παρελθόν. Με την ενσωμάτωση της νεοφιλελεύθερης αντίληψης στο Σύνταγμα, οι πολιτικοί μας καλύπτονται από κάθε κριτική και αμφισβήτηση επιστημονικού περιεχομένου, καθώς και από τις πολιτικές συνέπειες της αυξανόμενης ανεργίας και των ανισοτήτων. Πρόκειται για αντιεπιστημονική και αντιδημοκρατική στάση.
Συμπερασματικά, το Σύνταγμα οφείλει να είναι περισσότερο ανοιχτό. Πρέπει να περιλαμβάνει βασικές αξίες, στόχους και θεσμούς για το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Μοντέλο, τους κανόνες εφαρμογής των οποίων – π.χ. για την παρακολούθηση υπερβολικών δημοσιονομικών ελλειμμάτων - πρέπει να ρυθμίζει η Ευρωπαϊκή νομοθεσία.
Πιο συγκεκριμένα, καταθέτουμε τις εξής σκέψεις και προτάσεις.
Ο ανταγωνισμός ως βασική αρχή της οικονομίας. Το Σύνταγμα διατηρεί το γενικό θεωρητικό πλαίσιο της νεοκλασσικής οικονομίας, σύμφωνα με το οποίο το δικαίωμα ιδιοκτησίας, η ανοιχτή και ελεύθερη αγορά και η σταθερότητα των τιμών αποτελούν αναγκαία και ικανή συνθήκη για την οικονομική και κοινωνική ευημερία. Η αγορά και ο ανταγωνισμός συνθέτουν το πλαίσιο της οικονομικής ανάπτυξης. Στην κατεύθυνση αυτή, το Σύνταγμα επαναλαμβάνει τις ανόητες διατυπώσεις των Συνθηκών, οι οποίες επιβάλλουν «την αρχή της ανοιχτής οικονομίας της αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό υπέρ της αποτελεσματικής κατανομής των πόρων …», μετατρέποντας με τον τρόπο αυτό σε νομική δέσμευση μια υπόθεση εργασίας (που στηρίζεται σε αμφισβητούμενες παραδοχές). Εξαιρέσεις στον γενικό κανόνα του ανταγωνισμού επιτρέπονται μόνο σε πολύ στενά προσδιοριζόμενες συνθήκες και κάτω από διαρκή παρακολούθηση ως προς τη συνέχιση της αναγκαιότητάς τους. Ο δημόσιος τομέας με δημοκρατικό πολιτικό έλεγχο, ως συμπλήρωμα και αντίποδας, τόσο θεωρητικά, όσο και ιστορικά, προς την οικονομία της αγοράς δεν αναφέρεται πουθενά στο κείμενο των Συνθηκών και του Συντάγματος. Οι δημόσιες υπηρεσίες, μια έννοια κεντρικού ενδιαφέροντος σύμφωνα με την παράδοση πολλών κρατών μελών, ακρωτηριάζονται μετατρεπόμενες σε «υπηρεσίες γενικού ενδιαφέροντος» από τις Συνθήκες, διατύπωση η οποία επαναλαμβάνεται στο Σύνταγμα (ΙΙΙ-122). Η συζήτηση η οποία διεξάγεται τα τελευταία χρόνια γύρω από την αναγκαιότητα και λειτουργία ενός δημοκρατικού, δημόσιου τομέα, ως απαραίτητου πυλώνα για την επίτευξη υψηλών οικονομικών επιδόσεων, κοινωνικής συνοχής και ευημερίας για όλους, δεν αντικατοπτρίζεται σε μια περισσότερο ανοιχτή προοπτική του Συντάγματος. Αντίθετα, οι νέες διατάξεις του άρθρου ΙΙΙ-122 μαρτυρούν την προτεραιότητα που δίδεται στους κανόνες ανταγωνισμού ως κυρίαρχη αρχή, ενώ τα άρθρα ΙΙΙ-166 και ΙΙΙ-167 προσδιορίζουν τις υπηρεσίες γενικού ενδιαφέροντος ιδιαίτερα στενά. Η ασυμμετρία αυτή είναι απολύτως σύμφωνη με τη δραστηριότητα της Επιτροπής, η οποία συγκεντρώνει τις ενέργειές της στην κατεύθυνση της ολοκλήρωσης της αγοράς, ιδιαίτερα στον τομέα των υπηρεσιών, ενώ επιδεικνύει μεγάλη απροθυμία σε ό,τι αφορά στη σταθεροποίηση και ενίσχυση των υπηρεσιών γενικού ενδιαφέροντος. Η Συνταγματική Συνέλευση συντάχθηκε με την άποψη ότι η δημοκρατία σταματά εκεί όπου αρχίζει η οικονομία.
Καταστρεπτικός ανταγωνισμός και κοινωνικό ντάμπιγκ. Παρά το γεγονός ότι ο αριθμός των αποφάσεων, για τις οποίες απαιτείται ομοφωνία του Συμβουλίου έχει μειωθεί σημαντικά, η απαίτηση αυτή εξακολουθεί να υφίσταται σε κρίσιμα θέματα για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της Ενωσης, όπως είναι η φορολογία, η ελεύθερη διακίνηση ατόμων και τα δικαιώματα των εργαζομένων. Η απουσία κοινού κανονιστικού πλαισίου στους τομείς αυτούς οδηγεί σε καταστρεπτικό ανταγωνισμό και κοινωνικό ντάμπιγκ. Ο φορολογικός ανταγωνισμός, που επιδεινώθηκε μετά από την πρόσφατη διεύρυνση της Ε.Ε., υποσκάπτει τη χρηματοδοτική βάση για την άσκηση πολιτικής στην κατεύθυνση της βιώσιμης ανάπτυξης, της πλήρους απασχόλησης και της κοινωνικής ευημερίας τόσο σε εθνικό, όσο και σε Ευρωπαϊκό επίπεδο. Παράλληλα, ο ανταγωνισμός για όλο και χαμηλότερους μισθούς και κοινωνικές παροχές όχι μόνο επιδρά αρνητικά στην έννοια της αλληλεγγύης - στην οποία αναφέρονται τα Μέρη Ι και ΙΙ του Συντάγματος – αλλά περιορίζει την ιδιωτική κατανάλωση, με αποτέλεσμα η οικονομική ανάπτυξη να είναι συνάρτηση της αύξησης του πλεονάσματος του εμπορικού ισοζυγίου, πολιτική η οποία δεν είναι βιώσιμη. Συνεπώς, πρέπει να παρθούν μέτρα σε Ευρωπαϊκό επίπεδο ενάντια στον υπερβολικό φορολογικό ανταγωνισμό και το κοινωνικό ντάμπιγκ, με τον προσδιορισμό ελάχιστων ορίων σε σχέση με τη φορολογία, τις συνθήκες εργασίας, τους μισθούς και την κοινωνική ασφάλιση. Τα όρια αυτά δεν πρέπει να προσδιορίζονται από το Σύνταγμα, αλλά από την Ευρωπαϊκή νομοθεσία. Στο βαθμό που η λήψη αποφάσεων για τα θέματα αυτά προϋποθέτει ομοφωνία – όπως συμβαίνει με το Σύνταγμα (αρ. ΙΙΙ-210) – η εφαρμογή μέτρων αυτού του είδους είναι πολύ αμφίβολη. Εναλλακτικά, η δυνατότητα των κρατών μελών να εισάγουν ελάχιστα όρια στο πλαίσιο της «ενισχυμένης συνεργασίας» προσφέρει κάποια διέξοδο, δημιουργεί όμως νέες ανισότητες στην Ε.Ε.
Μακροοικονομική πολιτική ενάντια στην ανάπτυξη και την πλήρη απασχόληση. Οι διατάξεις για την οικονομία στο Μέρος ΙΙΙ του Συντάγματος δεν λαμβάνουν υπόψη τις προοδευτικές διατυπώσεις του Μέρους Ι, οι οποίες δεν μετασχηματίζονται σε προοδευτικές πολιτικές. Παρά την επί μια δεκαετία και πλέον αρνητική εμπειρία για την ανάπτυξη και την απασχόληση από την ασκούμενη περιοριστική νομισματικής και δημοσιονομική πολιτική, το Σύνταγμα διατηρεί τους λεπτομερείς και στενά διατυπωμένους κανόνες των Συνθηκών του Μάαστριχτ και του Αμστερνταμ, προς τους οποίους προσδίδει κύρος συνταγματικών επιταγών.
Παρά το γεγονός ότι η νομισματική πολιτική επιδρά στην ανάπτυξη και στην απασχόληση, το Σύνταγμα επιμένει στην άποψη ότι η Ευρωπαϊκή νομισματική πολιτική δεν πρέπει να συνεργάζεται, συντονίζεται και συμβιβάζει τους διάφορους στόχους μακροοικονομικής πολιτικής – ανάπτυξη, απασχόληση, σταθερότητα των τιμών – αλλά να θεωρεί τη σταθερότητα των τιμών ως την κυρίαρχη επιλογή, προς την οποία οι άλλοι στόχοι πρέπει να υπάγονται. Η στήριξη της συνολικής οικονομικής πολιτικής της Ενωσης αποτελεί έτσι συνάρτηση της διατήρησης σταθερών τιμών. Η σταθερότητα των τιμών αποτελεί θεμιτό στόχο οικονομικής πολιτικής, όπως και η σταθερότητα της απασχόλησης (σε υψηλό επίπεδο), η βιώσιμη ανάπτυξη και η κοινωνική ευημερία. Εάν οι διάφοροι στόχοι δεν μπορούν να επιτευχθούν πλήρως, η οικονομική πολιτική οφείλει να προβαίνει σε συμβιβασμούς και στον προσδιορισμό προτεραιοτήτων. Τούτο προϋποθέτει συνεργασία, διάλογο και δημοκρατική διαδικασία λήψης αποφάσεων. Οι κανόνες για την νομισματική πολιτική παρεμποδίζουν τέτοιου είδους συντονισμό, καθιστώντας τη σταθερότητα των τιμών συνταγματική προτεραιότητα. Η ασυμμετρία αυτή ενισχύεται από τη διάταξη για την ανεξαρτησία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, την οποία δεν πρέπει να επηρεάζουν οι άλλοι Ευρωπαϊκοί θεσμοί, περιλαμβανομένου του Κοινοβουλίου, ούτε οι κυβερνήσεις των κρατών μελών. Πρόκειται για αντιπαραγωγικές και αντιδημοκρατικές ρυθμίσεις.
Οι κανόνες για τη δημοσιονομική πολιτική περιορίζονται στο πλαίσιο του Συντάγματος στην ανάγκη αποφυγής από τα κράτη μέλη υπερβολικών δημοσιονομικών ελλειμμάτων, τα οποία δηλαδή υπερβαίνουν το 3% του ΑΕΠ. Το όριο αυτό αναφέρεται στη Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992, ενισχύθηκε το 1997 με τη δημιουργία του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και έχει καταστεί ακόμα αυστηρότερο, καθώς σήμερα απαιτείται η εξισορρόπηση του προϋπολογισμού στη διάρκεια του οικονομικού κύκλου, με ανώτατο επιτρεπτό όριο δημοσιονομικού ελλείμματος το 3%. Ο κανόνας αυτός είχε αρνητικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής οικονομίας την τελευταία δεκαετία. Το γεγονός ότι παραβιάσθηκε από μια σειρά χώρες αποτέλεσε αφορμή για να τεθεί προς συζήτηση η ανάγκη μεταρρύθμισης του Συμφώνου και η αντικατάστασή του με ελαστικότερους κανόνες, που προάγουν την ανάπτυξη. Ωστόσο, οι κανονισμοί των Συνθηκών σχετικά με το υπερβολικό δημοσιονομικό έλλειμμα μεταφέρθηκαν αυτούσιοι στο Σύνταγμα, αποκλείοντας έτσι τη δυνατότητα άσκησης δημοσιονομικής πολιτικής ευρύτερης στόχευσης. Μια πολιτική ευρύτερης στόχευσης θεωρεί το δημόσιο προϋπολογισμό ως σημαντικό εργαλείο για την προώθηση της οικονομικής δραστηριότητας, της απασχόλησης και της ευημερίας, ενώ η επιτυχία της εξαρτάται από την επίτευξη των στόχων αυτών και όχι από την εξισορρόπηση του προϋπολογισμού. Η μεταρρύθμιση του Συμφώνου πρέπει να ενισχύσει το συντονισμό στο δημοσιονομικό τομέα, με την ευρύτερη έννοια της ανάληψης κοινών δραστηριοτήτων για την παροχή δημόσιων αγαθών στο επίπεδο της Ενωσης, της οικονομικής σταθεροποίησης και της κοινωνικής συνοχής. Οι διατάξεις του Συντάγματος εμποδίζουν τις αναγκαίες αλλαγές στη συγκεκριμένη κατεύθυνση.
Ένα ακόμη αντιπαραγωγικό στοιχείο ως προς τα δημόσια οικονομικά της Ενωσης είναι η διάταξη σύμφωνα με την οποία ο Ευρωπαϊκός προϋπολογισμός δεν πρέπει να παρουσιάζει καθόλου έλλειμμα (όχι απλά να αποφεύγει τα «υπερβολικά» ελλείμματα, όπως τα κράτη μέλη). Η διάταξη αυτή στερεί από την Ε.Ε. την αναγκαία ευελιξία για την αύξηση της ισχύος και της αξιοπιστίας της ως εκπροσώπου των Ευρωπαίων πολιτών.
Ανυπαρξία αποτελεσματικών Ευρωπαϊκών εργαλείων για την προώθηση της απασχόλησης. Σε σύγκριση με τους έντονα περιοριστικούς κανόνες άσκησης νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής, οι διατάξεις για την απασχόληση – που εισήγαγε η Συνθήκη του Αμστερνταμ παρά τις αντιστάσεις πολλών κρατών μελών – παραμένουν πολύ αδύναμες και περιορίζονται στην πολιτική για την αγορά εργασίας, η οποία, ακόμη κι αν ευνοεί ορισμένες κατηγορίες ανέργων, δεν είναι σε θέση να αυξήσει την απασχόληση στο επίπεδο της οικονομίας. Η Συνταγματική Συνέλευση έχασε την ευκαιρία να διορθώσει την προφανή ασυμμετρία Ευρωπαϊκών στόχων και εργαλείων σε σχέση με την απασχόληση. Η πλήρης απασχόληση, η οποία αναφέρεται στο Μέρος Ι (αρ. Ι-3) ως στόχος της Ε.Ε., δεν εμφανίζεται καθόλου στο Μέρος ΙΙΙ σχετικά με τα μέτρα πολιτικής. Ο ρόλος της Ενωσης στο σημείο αυτό είναι ιδιαίτερα αδύναμος. Παρά το γεγονός ότι «η Ενωση και τα κράτη μέλη εργάζονται για την ανάπτυξη συντονισμένης πολιτικής για την απασχόληση», η συμβολή της Ενωσης στον κεντρικό αυτό πυλώνα του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Μοντέλου περιορίζεται στη διαρκή παρακολούθηση, διευκόλυνση, στήριξη και συμπλήρωση «όπου κρίνεται αναγκαίο» των εθνικών προσπαθειών, καθώς και η διατύπωση ετήσιων (μη υποχρεωτικών) κατευθύνσεων πολιτικής. Οι κατευθύνσεις αυτές οφείλουν να είναι σύμφωνες με τις Γενικές Κατευθύνσεις Οικονομικής Πολιτικής, στο επίκεντρο των οποίων βρίσκεται ο στόχος της δημιουργίας ανοιχτών αγορών και η επιδίωξη ισόρροπων προϋπολογισμών. Οι τακτικές και λεπτομερείς εκθέσεις για την απασχόληση και οι σχετικές συζητήσεις, οι οποίες διεξάγονται σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, έχουν βελτιώσει σημαντικά την ανταλλαγή πληροφοριών, δημιουργώντας ορισμένη δυναμική. Εν τούτοις, η Ε.Ε. στερείται εργαλείων για την εφαρμογή ενεργού πολιτικής απασχόλησης. Επί πλέον, ο στόχος της απασχόλησης δεν απορροφά κονδύλια από τον Κοινοτικό προϋπολογισμό και η Επιτροπή Απασχόλησης παραλείφθηκε από την κατάσταση των Ευρωπαϊκών θεσμών στο Μέρος Ι του Συντάγματος. Η Συνταγματική Συνέλευση έχασε την ευκαιρία να διορθώσει την τεράστια μεροληψία των Συνθηκών υπέρ της σταθερότητας των τιμών και να ορίσει την πλήρη απασχόληση ως εξίσου σημαντικό πυλώνα του Συντάγματος, παρέχοντας στην Ενωση ισχυρά εργαλεία για την αποφυγή «υπερβολικής ανεργίας».
Αδύναμη προώθηση της κοινωνικής ευημερίας στην Ενωση. Το κεφάλαιο για την κοινωνική πολιτική προσδιορίζεται από την «ανάγκη της διατήρησης της ανταγωνιστικότητας της Ευρωπαϊκής οικονομίας». Διαφέρει από το κεφάλαιο για την απασχόληση στο βαθμό που επιτρέπει τη διαμόρφωση νομοθετικού πλαισίου, όχι μόνο για την «ενθάρρυνση» της συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών, αλλά και για τον «ορισμό ελάχιστων προϋποθέσεων για τη σταδιακή εφαρμογή της σύμφωνα τις συνθήκες και τις τεχνικές ρυθμίσεις που ισχύουν σε κάθε κράτος μέλος». Ωστόσο, οι συγκεκριμένες διατάξεις περιλαμβάνουν και ορισμένους περιορισμούς, που δυσχεραίνουν τη διαμόρφωση πραγματικά ωφέλιμων κανόνων πολιτικής. Επί πλέον, απαιτείται ομοφωνία σε σημαντικούς τομείς, όπως είναι η κοινωνική ασφάλιση και η προστασία των εργαζομένων, η εκπροσώπηση, οι συλλογικές διαδικασίες και οι συνθήκες εργασίας για υπηκόους άλλων χωρών. Τέλος, δύο σημαντικοί τομείς κοινωνικής πολιτικής – η καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού και ο εκσυγχρονισμός των συστημάτων κοινωνικής προστασίας – εξαιρέθηκαν εντελώς από τους υποχρεωτικούς Ευρωπαϊκούς κανονισμούς.
Συμπερασματικά, θεωρούμε το παρόν Σύνταγμα πολύ ανεπαρκές. Δεν συμβάλλει παραγωγικά και σε ορισμένες περιπτώσεις εμποδίζει την ανάπτυξη του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Μοντέλου.