Eυτυχώς που υπάρχουν οι Βρυξέλλες
Γεράσιμος Γεωργάτος, Αυγή, Δημοσιευμένο: 2009-12-22
Εξαιτίας της τρέχουσας συζήτησης και των προβλημάτων με τα δημόσια οικονομικά, οι Βρυξέλλες πρωταγωνιστούν στο πολιτικό λεξιλόγιο του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι, παρά τις οργανωτικού κυρίως χαρακτήρα αντιπαραθέσεις, ορισμένες δηλώσεις ηγετικών στελεχών εμφανίζουν εντυπωσιακή πολιτική συναντίληψη. Ενδεικτικά: «…η κυβέρνηση λειτουργεί ως ιμάντας μεταβίβασης των εντολών της Ε.Ε…» (Γραφείο Τύπου του ΣΥΝ), «…η πραγματική κυβέρνηση βρίσκεται στις Βρυξέλες…» (Ηγετικό μέλος -προς το παρόν- του ΣΥΡΙΖΑ), «…είστε κυβέρνηση των Βρυξελλών…» (Πρόεδρος του ΣΥΝ), με κοινό επιπλέον τόπο των δηλώσεων πολλών και άλλων «τον ασφυκτικό κορσέ του Συμφώνου Σταθερότητας» (Σ.Σ). Και ενώ στη χώρα μας οι δεξιές και σοσιαλιστικές κυβερνήσεις με αξιοζήλευτη επαναστατική ανυπακοή, αρνούμενες να μετατρέψουν τη χώρα σε «πειραματόζωο των Βρυξελλών», κατάργησαν το Σ.Σ στην πράξη, διπλασιάζοντας το χρέος (2x60=120% του ΑΕΠ), τετραπλασιάζοντας το έλλειμμα (4x3=12%), αποδεικνύοντας αστήρικτη ακόμα και την κριτική του ΚΚΕ περί κομμάτων του ευρωμονόδρομου, οι ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ επιμένουν να προβάλλουν ένα αίτημα που τουλάχιστον στη χώρα μας, αλλά και αλλού, έχει ικανοποιηθεί. Έτσι δείχνουν οι αριθμοί. Εκτός αν εννοούν ότι η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, η βελτίωση των αποδοχών των εργαζομένων, ορατών τε και αοράτων, και η καταπολέμηση της ανεργίας απαιτούν περαιτέρω διεύρυνση και πολλαπλασιασμό των ελλειμμάτων και του χρέους με ταυτόχρονη αποχώρηση από τη ζώνη του ευρώ, καθώς έχουν έλθει στην επιφάνεια, κάπως καθυστερημένα είναι η αλήθεια, ενοχικά σύνδρομα για την υπερψήφιση της Συνθήκης του Μάαστριχτ (1992). Η υπόλοιπη κοινωνία πάντως ευχαριστεί το Θεό που η χώρα μας βρίσκεται στη ζώνη του ευρώ, επειδή αντιλαμβάνεται ότι διαφορετικά η δραχμή ως εθνικό νόμισμα θα είχε υποτιμηθεί ποιος ξέρει πόσες φορές και θα ήμασταν ήδη στις αγκάλες του Δ.Ν.Τ. Αυτή τη στιγμή η Ευρώπη χρειαζόταν περισσότερο Μάαστριχτ, γιατί δυστυχώς ούτε τότε ούτε τώρα με τη συνθήκη της Λισαβόνας προβλέπεται η οικονομική τουλάχιστον διακυβέρνηση της Ένωσης, ο πολιτικός έλεγχος της Ε.Κ.Τ και η δυνατότητά της να εκδίδει ευρωπαϊκά ομόλογα, όπως πολύ σωστά ζήτησε και ο πρώην πρωθυπουργός του Βελγίου, Γκυ Φερχόφστατ.
Αντί για άστοχη κριτική μέσω Βρυξελλών θα μπορούσε να προβληθεί τουλάχιστον για τη χώρα η αντίληψη περί αναπτυξιακών ελλειμμάτων με ταυτόχρονη προώθηση της αλλαγής του υφιστάμενου οικονομικού μοντέλου, με προτεραιότητα στην πράσινη οικονομική επέκταση. Όμως αυτά ακούγονται πολύ κεϋνσιανά και μεταρρυθμιστικά και δεν συνάδουν με τις παραδόσεις του αντισυστημισμού, του αντικαπιταλισμού και με μια πολιτική αντίληψη που «ατσαλώθηκε» στον αντιιμπεριαλισμό και ζει ακόμα στον απόηχο του «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο», μεταλαμπαδεύοντάς την και στις νεότερες γενιές. Εξάλλου η Αριστερά, επειδή όπως ορισμένοι διατείνονται, πρέπει να είναι κοινωνικά μεροληπτική και να μην απευθύνεται στο γενικό εθνικό ακροατήριο, εννοώντας μάλλον ότι πρέπει να απευθύνεται μόνο στης γης τους κολασμένους, δεν ενδιαφέρεται για την παραγωγή του πλούτου παρά μόνο για την αναδιανομή του. Είναι το μόνο που εκφέρει σταθερά στο δημόσιο λόγο της, σε όλη την περίοδο μετά τις εκλογές, παρά τις προβλέψεις για αρνητική ανάπτυξη και την κατάσταση στην αγορά και τις επιχειρήσεις από τις οποίες όμως απαιτεί, όπως και από το ελλειμματικό δημόσιο, τη δημιουργία χιλιάδων μόνιμων και σταθερών θέσεων εργασίας. Πρόκειται προφανώς για πράγματα που θεωρεί ότι δεν της πέφτει λόγος. Έτσι και η κοινωνία μεροληπτεί με τη σειρά της απέναντι στην Αριστερά τη στιγμή της κάλπης. Όσο για την «πράσινη ανάπτυξη», με αυτήν ξεμπέρδεψε νωρίς περιφρονώντας την ως μη λαμβάνουσα χώρα σε περιβάλλον «κόκκινης οικονομίας» και αυτό σε μια Ελλάδα όπου και μόνο η υιοθέτηση του συνόλου της ευρωπαϊκής περιβαλλοντικής νομοθεσίας θα αποτελούσε τεράστια πρόοδο. Και ως κερασάκι στην τούρτα, προστέθηκε εσχάτως η αμφισβήτηση της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας και της σχετικής καταγγελίας των Βρυξελλών, από κοινού αλλά και με επιμέρους ανακοινώσεις, από τις συνιστώσες ΔΗΚΚΙ και ΚΟΕ και από βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ. Η συνεχής όμως καταγγελία των Βρυξελλών συσκοτίζει το γεγονός ότι η δικτατορία των αγορών και των οίκων αξιολόγησης είναι αδύνατο να αντιμετωπιστεί χωρίς την προώθηση της θεσμικής ολοκλήρωσης της Ένωσης, ως της μόνης ορατής δυνατότητας πολιτικού ελέγχου της οικονομίας. Κυρίως όμως αποτελεί ετεροχρέωση και συσκοτίζει πρωτίστως την επιτακτική ανάγκη να αντιμετωπιστούν οι εγχώριες και χρόνιες οικονομικές και θεσμικές αδυναμίες. Επ` αυτού, το γεγονός ότι η κυβέρνηση αθετεί κατάφορα προεκλογικές δεσμεύσεις δεν δικαιολογεί τους καταγγελτικούς μαξιμαλισμούς που έχουν σχεδόν εξαφανίσει τα ίχνη της αριστερής προγραμματικής αντιπολίτευσης, προκειμένου αυτή να γίνει μόνο αριστερή ή μόνο κινηματική και αγωνιστική υπό το κράτος του γενικευμένου ενδοαριστερού επαναστατικού ανταγωνισμού και επομένως ελάχιστα πειστική, ιδίως για τους τυχόν απογοητευόμενους οπαδούς του ΠΑΣΟΚ. Όμως αν και η Αριστερά αδιαφορεί για την επί της ουσίας αντιμετώπιση των χρόνιων διαρθρωτικών οικονομικών προβλημάτων και τον άκρως αναγκαίο, ως επιβοηθητικό και για την οικονομία, θεσμικό εκσυγχρονισμό της χώρας, τότε ευτυχώς που υπάρχουν οι Βρυξέλλες.