Η κρίση επιβάλλει στην Ευρώπη να αναθεωρήσει εκ βάθρων τις οικονομικές της πολιτικές
Πασκάλ Κανφίν, Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ, Σβεν Γκίγκολντ, Le Monde, www.ppol.gr, Δημοσιευμένο: 2010-02-08
Στις 11 Φεβρουαρίου 2010 θα συναντηθούν στις Βρυξέλλες, μετά από πρόσκληση του νέου προέδρου της ΕΕ Χέρμαν Φαν Ράμπουι (Herman Van Rompuy), οι ηγέτες των κρατών και των κυβερνήσεων των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) ώστε να συζητήσουν την οικονομική στρατηγική της Ένωσης.
Η σύνοδος αυτή προσφέρει μια χρυσή ευκαιρία για αναθεώρηση των βασικών μηχανισμών οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ και κοινοτικής αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών-μελών. Αν η κρίση προσφέρει την ευκαιρία να αναθεωρηθούν οι χρηματοοικονομικές αγορές και οι τράπεζες, θα πρέπει επίσης να οδηγήσει στη ριζική αμφισβήτηση των οικονομικών πολιτικών της Ένωσης.
Η διαχείριση της οικονομικής κρίσης έδειξε πόσο λίγο πρόθυμα είναι τα κράτη-μέλη να συντονίζουν τις προσπάθειές τους για την οικονομική τους ανάκαμψη. Κι όμως, η διατήρηση του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου εξαρτάται άμεσα από την ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ, στο επίπεδο των δημοσίων οικονομικών και της φορολογίας, αλλά και σε εκείνο της αναθεώρησης του συμφώνου σταθερότητας και ανάπτυξης.
Ο προϋπολογισμός της Ένωσης σήμερα αντιπροσωπεύει το 1% του ΑΕΠ των κρατών-μελών, ενώ εκείνος της ομοσπονδιακής κυβέρνησης των ΗΠΑ το 20% του ΑΕΠ της χώρας. Αυτή η διαφορά αντανακλά οπωσδήποτε διαφορετικές ιστορικές πραγματικότητες, αλλά επίσης αναδεικνύει το γεγονός πως η Ένωση είναι δημοσιονομικός νάνος. Τα κράτη-μέλη σπεύδουν με την πρώτη ευκαιρία να κατηγορήσουν την «ευρωπαϊκή επιτροπή» (Κομισιόν) πως δεν προωθεί μια πραγματική πολιτική έρευνας, βιομηχανικής ανάπτυξης και ανάπτυξης υποδομών. Αυτή η κριτική είναι εν μέρει δίκαιη. Αλλά η ανεπάρκεια της Κομισιόν εξηγείται από το ότι δεν επαρκούν οι οικονομικοί της πόροι.
Όμως σήμερα, απέναντι σε προβλήματα όπως η κλιματική αλλαγή, είναι απαραίτητο να συντονίσουμε τις ερευνητικές μας δυνάμεις αν θέλουμε να εφεύρουμε τις τεχνολογίες που θα χρειαστούμε για να μειώσουμε ριζικά τις εκπομπές θερμοκηπικών αερίων από τους τρόπους παραγωγής και κατανάλωσής μας.
Το 2010 είναι η χρονιά που ξεκινά η διαπραγμάτευση για τον κοινοτικό προϋπολογισμό της περιόδου 2014-2020. Η Γαλλία και η Γερμανία οφείλουν να προτείνουν τη σταδιακή αύξηση των πόρων του προϋπολογισμού της ΕΕ από το 1% στο 5% ως το 2020, που τουλάχιστο εν μέρει θα χρηματοδοτείται από ένα άμεσο φόρο που θα συλλέγει η ΕΕ.
Προκειμένου να χρηματοδοτηθεί αυτός ο ευρωπαϊκός προϋπολογισμός και να αποκατασταθούν τα περιθώρια χρηματοοικονομικών ελιγμών που θα επιτρέψουν στα κράτη-μέλη να μειώσουν τα ελλείμματά τους, αυτά οφείλουν να συντονίσουν τα δημόσια οικονομικά τους. Η παράλογη σημερινή κατάσταση φορολογικού ανταγωνισμού μεταξύ των κρατών-μελών οδηγεί σε μια κατάσταση διαρκούς μείωσης της φορολόγησης των επιχειρήσεων στο εσωτερικό της ΕΕ. Όπως στο νομισματικό τομέα, έτσι και στον τομέα της φορολογίας, η ενίσχυση της κυριαρχίας των κρατών-εθνών της ΕΕ περνάει από τον μεγαλύτερο συντονισμό τους στο ευρωπαϊκό επίπεδο.
Αυτό το μέγα έργο στηρίζεται σε τέσσερις προτεραιότητες:
Την υιοθέτηση της οδηγίας για την «ενοποιημένη φορολογική βάση για τις δραστηριότητες των εταιρειών», ώστε να περιοριστεί το φαινόμενο της «φορολογικής μετανάστευσης» των επιχειρήσεων.
Την εγκατάσταση ενός μηχανισμού αυτόματης αλληλοενημέρωσης για τη φοροδιαφυγή και την φορολογική απόδραση προς φορολογικούς παραδείσους μεταξύ των κρατών μελών από τη μια, αλλά και της ΕΕ και των «τρίτων χωρών» από την άλλη.
Την ανάπτυξη μιας ευρωπαϊκής φορολόγησης των καυσίμων που θα μπορούσε, αν εφαρμοστεί θετικά σε ευρωπαϊκό επίπεδο, να προωθήσει πιο οικολογικούς τρόπους παραγωγής, εξουδετερώνοντας ταυτόχρονα τις ανταγωνιστικές παρεκτροπές εντός της ενιαίας αγοράς·
Τη φορολόγηση των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών.
Αν δε θέλουμε να δημαγωγούμε, πρέπει να παραδεχτούμε πως είναι αδύνατο να υποστηριχθεί το κοινό νόμισμα χωρίς κοινά κριτήρια χρηματοοικονομικής διαχείρισης και άρα χωρίς την υιοθέτηση κοινών στόχων σε ότι αφορά το έλλειμμα και τη διαχείριση του δημοσίου χρέους εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Από την άλλη, το ισχύον «σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης» είναι πλέον απαρχαιωμένο: η πλειοψηφία των κρατών-μελών της ευρωζώνης δεν το τηρούν και είναι πια ολοφάνερες οι αδυναμίες του.
Έτσι π.χ., πριν την κρίση η Ισπανία επιδείκνυε έλλειμμα και χρέος απολύτως συμβατά με τους όρους του συμφώνου σταθερότητας· παράλληλα όμως, ενθάρρυνε τον εκτροχιασμό του ιδιωτικού δανεισμού, που τροφοδότησε μια κερδοσκοπική «φούσκα» ακινήτων. Αποτέλεσμα: όταν «έσκασε» η «φούσκα» αυτή, η ύφεση έπληξε τη χώρα με μεγαλύτερη σφοδρότητα από ότι άλλα κράτη-μέλη (η ανεργία στην Ισπανία έφτασε στο 19%) και τα δημόσια οικονομικά βούλιαξαν στο «κόκκινο». Το συμπέρασμα είναι πως η ευρωζώνη χρειάζεται να εξοπλιστεί με επιπλέον εργαλεία οικονομικής διακυβέρνησης, που θα επιτρέπουν στην Κομισιόν και την «ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα» (ΕΚΤ) να ασκούν πιέσεις στις κυβερνήσεις των κρατών-μελών που μπαίνουν στον πειρασμό να επιτρέψουν τη δημιουργία παρόμοιων κερδοσκοπικών παγίδων.
’Αλλη αδυναμία του συμφώνου σταθερότητας είναι ο τρόπος υπολογισμού των πλεονασμάτων και των ελλειμμάτων στα ισοζύγια εμπορικών συναλλαγών, δηλαδή -κατά κύριο λόγο- στα ισοζύγια των συναλλαγών αγαθών και υπηρεσιών.
Σε μία οικονομία τόσο ενοποιημένη όσο η ευρωζώνη, τα ελλείμματα των μεν δημιουργούν τα πλεονάσματα των δε. Με την επιθετική πολιτική της μείωσης του κόστους εργασίας, η Γερμανία μειώνει την εσωτερική της ζήτηση και καταλαμβάνει τμήματα των αγορών των Ευρωπαίων ανταγωνιστών της, μην παίζοντας όμως το ρόλο της τής «ατμομηχανής τη Ευρώπης». Αλλά αν η μείωση του μισθολογικού κόστους μπορεί είναι μια στρατηγική που αποδίδει στην περίπτωση μιας μεμονωμένης χώρας, θα αποδεικνυόταν εξόχως αντιπαραγωγική αν την ενστερνίζονταν όλες οι χώρες της ευρωζώνης.
Ελλείψει όμως μιας αρχής που θα υποτιμούσε το νόμισμά τους, τα κράτη-μέλη που έχουν πληγεί περισσότερο από την κρίση, η Ισπανία, η Ιρλανδία, η Ελλάδα... σταδιακά στρέφονται προς αυτή την επιλογή της υποτίμησης, διαμέσου των σχετικών προβλέψεων του συμφώνου σταθερότητας. Η Ελλάδα οφείλει πράγματι να καταβάλει προσπάθειες προκειμένου να μειώσει την έκταση της παραοικονομίας της και να αυξήσει την αποτελεσματικότητα των κρατικών δαπανών της. Όμως η βιώσιμη λύση για την οικονομία της βρίσκεται πολύ πέραν της «τιμωρητικής» προσέγγισης που εφαρμόζει σήμερα η Κομισιόν.
Τα κράτη-μέλη της ΕΕ και μάλιστα της ευρωζώνης, βρίσκονται σε σταυροδρόμι: αν συνεχίσουν να ακολουθούν μη-συνεργατικές συμπεριφορές διακινδυνεύουν τα τινάξουν στον αέρα όλα τα κεκτημένα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, κατά πρώτο λόγο το ίδιο το ευρώ.
Η άλλη επιλογή είναι να υπερβούν την κρίση θετικά, βαθαίνοντας τη συνεργασία τους. Αυτό εξυπακούεται μεν μεταβίβαση εθνικής κυριαρχίας, επιτρέπει όμως να ενισχυθεί η ευρωπαϊκή κυριαρχία, πράγμα που εγγυάται τη διατήρηση των κοινωνικών μας μοντέλων. Το 2010 θα είναι μια χρονιά-σταθμός. Καλό κουράγιο κ. Φαν Ράμπουι!
--------------------------------------------------------------------------------
Οι Γάλλοι Pascal Canfin, Daniel Cohn-Bendit και ο Γερμανός Sven Giegold είναι ευρωβουλευτές του «ευρωπαϊκού πράσινου κόμματος»
Η σύνοδος αυτή προσφέρει μια χρυσή ευκαιρία για αναθεώρηση των βασικών μηχανισμών οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ και κοινοτικής αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών-μελών. Αν η κρίση προσφέρει την ευκαιρία να αναθεωρηθούν οι χρηματοοικονομικές αγορές και οι τράπεζες, θα πρέπει επίσης να οδηγήσει στη ριζική αμφισβήτηση των οικονομικών πολιτικών της Ένωσης.
Η διαχείριση της οικονομικής κρίσης έδειξε πόσο λίγο πρόθυμα είναι τα κράτη-μέλη να συντονίζουν τις προσπάθειές τους για την οικονομική τους ανάκαμψη. Κι όμως, η διατήρηση του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου εξαρτάται άμεσα από την ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ, στο επίπεδο των δημοσίων οικονομικών και της φορολογίας, αλλά και σε εκείνο της αναθεώρησης του συμφώνου σταθερότητας και ανάπτυξης.
Ο προϋπολογισμός της Ένωσης σήμερα αντιπροσωπεύει το 1% του ΑΕΠ των κρατών-μελών, ενώ εκείνος της ομοσπονδιακής κυβέρνησης των ΗΠΑ το 20% του ΑΕΠ της χώρας. Αυτή η διαφορά αντανακλά οπωσδήποτε διαφορετικές ιστορικές πραγματικότητες, αλλά επίσης αναδεικνύει το γεγονός πως η Ένωση είναι δημοσιονομικός νάνος. Τα κράτη-μέλη σπεύδουν με την πρώτη ευκαιρία να κατηγορήσουν την «ευρωπαϊκή επιτροπή» (Κομισιόν) πως δεν προωθεί μια πραγματική πολιτική έρευνας, βιομηχανικής ανάπτυξης και ανάπτυξης υποδομών. Αυτή η κριτική είναι εν μέρει δίκαιη. Αλλά η ανεπάρκεια της Κομισιόν εξηγείται από το ότι δεν επαρκούν οι οικονομικοί της πόροι.
Όμως σήμερα, απέναντι σε προβλήματα όπως η κλιματική αλλαγή, είναι απαραίτητο να συντονίσουμε τις ερευνητικές μας δυνάμεις αν θέλουμε να εφεύρουμε τις τεχνολογίες που θα χρειαστούμε για να μειώσουμε ριζικά τις εκπομπές θερμοκηπικών αερίων από τους τρόπους παραγωγής και κατανάλωσής μας.
Το 2010 είναι η χρονιά που ξεκινά η διαπραγμάτευση για τον κοινοτικό προϋπολογισμό της περιόδου 2014-2020. Η Γαλλία και η Γερμανία οφείλουν να προτείνουν τη σταδιακή αύξηση των πόρων του προϋπολογισμού της ΕΕ από το 1% στο 5% ως το 2020, που τουλάχιστο εν μέρει θα χρηματοδοτείται από ένα άμεσο φόρο που θα συλλέγει η ΕΕ.
Προκειμένου να χρηματοδοτηθεί αυτός ο ευρωπαϊκός προϋπολογισμός και να αποκατασταθούν τα περιθώρια χρηματοοικονομικών ελιγμών που θα επιτρέψουν στα κράτη-μέλη να μειώσουν τα ελλείμματά τους, αυτά οφείλουν να συντονίσουν τα δημόσια οικονομικά τους. Η παράλογη σημερινή κατάσταση φορολογικού ανταγωνισμού μεταξύ των κρατών-μελών οδηγεί σε μια κατάσταση διαρκούς μείωσης της φορολόγησης των επιχειρήσεων στο εσωτερικό της ΕΕ. Όπως στο νομισματικό τομέα, έτσι και στον τομέα της φορολογίας, η ενίσχυση της κυριαρχίας των κρατών-εθνών της ΕΕ περνάει από τον μεγαλύτερο συντονισμό τους στο ευρωπαϊκό επίπεδο.
Αυτό το μέγα έργο στηρίζεται σε τέσσερις προτεραιότητες:
Την υιοθέτηση της οδηγίας για την «ενοποιημένη φορολογική βάση για τις δραστηριότητες των εταιρειών», ώστε να περιοριστεί το φαινόμενο της «φορολογικής μετανάστευσης» των επιχειρήσεων.
Την εγκατάσταση ενός μηχανισμού αυτόματης αλληλοενημέρωσης για τη φοροδιαφυγή και την φορολογική απόδραση προς φορολογικούς παραδείσους μεταξύ των κρατών μελών από τη μια, αλλά και της ΕΕ και των «τρίτων χωρών» από την άλλη.
Την ανάπτυξη μιας ευρωπαϊκής φορολόγησης των καυσίμων που θα μπορούσε, αν εφαρμοστεί θετικά σε ευρωπαϊκό επίπεδο, να προωθήσει πιο οικολογικούς τρόπους παραγωγής, εξουδετερώνοντας ταυτόχρονα τις ανταγωνιστικές παρεκτροπές εντός της ενιαίας αγοράς·
Τη φορολόγηση των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών.
Αν δε θέλουμε να δημαγωγούμε, πρέπει να παραδεχτούμε πως είναι αδύνατο να υποστηριχθεί το κοινό νόμισμα χωρίς κοινά κριτήρια χρηματοοικονομικής διαχείρισης και άρα χωρίς την υιοθέτηση κοινών στόχων σε ότι αφορά το έλλειμμα και τη διαχείριση του δημοσίου χρέους εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Από την άλλη, το ισχύον «σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης» είναι πλέον απαρχαιωμένο: η πλειοψηφία των κρατών-μελών της ευρωζώνης δεν το τηρούν και είναι πια ολοφάνερες οι αδυναμίες του.
Έτσι π.χ., πριν την κρίση η Ισπανία επιδείκνυε έλλειμμα και χρέος απολύτως συμβατά με τους όρους του συμφώνου σταθερότητας· παράλληλα όμως, ενθάρρυνε τον εκτροχιασμό του ιδιωτικού δανεισμού, που τροφοδότησε μια κερδοσκοπική «φούσκα» ακινήτων. Αποτέλεσμα: όταν «έσκασε» η «φούσκα» αυτή, η ύφεση έπληξε τη χώρα με μεγαλύτερη σφοδρότητα από ότι άλλα κράτη-μέλη (η ανεργία στην Ισπανία έφτασε στο 19%) και τα δημόσια οικονομικά βούλιαξαν στο «κόκκινο». Το συμπέρασμα είναι πως η ευρωζώνη χρειάζεται να εξοπλιστεί με επιπλέον εργαλεία οικονομικής διακυβέρνησης, που θα επιτρέπουν στην Κομισιόν και την «ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα» (ΕΚΤ) να ασκούν πιέσεις στις κυβερνήσεις των κρατών-μελών που μπαίνουν στον πειρασμό να επιτρέψουν τη δημιουργία παρόμοιων κερδοσκοπικών παγίδων.
’Αλλη αδυναμία του συμφώνου σταθερότητας είναι ο τρόπος υπολογισμού των πλεονασμάτων και των ελλειμμάτων στα ισοζύγια εμπορικών συναλλαγών, δηλαδή -κατά κύριο λόγο- στα ισοζύγια των συναλλαγών αγαθών και υπηρεσιών.
Σε μία οικονομία τόσο ενοποιημένη όσο η ευρωζώνη, τα ελλείμματα των μεν δημιουργούν τα πλεονάσματα των δε. Με την επιθετική πολιτική της μείωσης του κόστους εργασίας, η Γερμανία μειώνει την εσωτερική της ζήτηση και καταλαμβάνει τμήματα των αγορών των Ευρωπαίων ανταγωνιστών της, μην παίζοντας όμως το ρόλο της τής «ατμομηχανής τη Ευρώπης». Αλλά αν η μείωση του μισθολογικού κόστους μπορεί είναι μια στρατηγική που αποδίδει στην περίπτωση μιας μεμονωμένης χώρας, θα αποδεικνυόταν εξόχως αντιπαραγωγική αν την ενστερνίζονταν όλες οι χώρες της ευρωζώνης.
Ελλείψει όμως μιας αρχής που θα υποτιμούσε το νόμισμά τους, τα κράτη-μέλη που έχουν πληγεί περισσότερο από την κρίση, η Ισπανία, η Ιρλανδία, η Ελλάδα... σταδιακά στρέφονται προς αυτή την επιλογή της υποτίμησης, διαμέσου των σχετικών προβλέψεων του συμφώνου σταθερότητας. Η Ελλάδα οφείλει πράγματι να καταβάλει προσπάθειες προκειμένου να μειώσει την έκταση της παραοικονομίας της και να αυξήσει την αποτελεσματικότητα των κρατικών δαπανών της. Όμως η βιώσιμη λύση για την οικονομία της βρίσκεται πολύ πέραν της «τιμωρητικής» προσέγγισης που εφαρμόζει σήμερα η Κομισιόν.
Τα κράτη-μέλη της ΕΕ και μάλιστα της ευρωζώνης, βρίσκονται σε σταυροδρόμι: αν συνεχίσουν να ακολουθούν μη-συνεργατικές συμπεριφορές διακινδυνεύουν τα τινάξουν στον αέρα όλα τα κεκτημένα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, κατά πρώτο λόγο το ίδιο το ευρώ.
Η άλλη επιλογή είναι να υπερβούν την κρίση θετικά, βαθαίνοντας τη συνεργασία τους. Αυτό εξυπακούεται μεν μεταβίβαση εθνικής κυριαρχίας, επιτρέπει όμως να ενισχυθεί η ευρωπαϊκή κυριαρχία, πράγμα που εγγυάται τη διατήρηση των κοινωνικών μας μοντέλων. Το 2010 θα είναι μια χρονιά-σταθμός. Καλό κουράγιο κ. Φαν Ράμπουι!
--------------------------------------------------------------------------------
Οι Γάλλοι Pascal Canfin, Daniel Cohn-Bendit και ο Γερμανός Sven Giegold είναι ευρωβουλευτές του «ευρωπαϊκού πράσινου κόμματος»