Διλήμματα και μονόδρομος
Παύλος Τσίμας, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2010-03-27
Στα μέσα του περασμένου Φεβρουαρίου μια επιστολή στους κυριακάτικους «Τάιμς», που υπέγραφαν 20 διάσημοι βρετανοί οικονομολόγοι, έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου. Η Βρετανία, που θα έχει εφέτος το υψηλότερο έλλειμμα που είχε ποτέ σε καιρό ειρήνης, μεγαλύτερο και από της Ελλάδας, απειλείται, σύμφωνα με τους 20 σοφούς, με χρεοκοπία και οικονομική κατάρρευση. Και πρέπει άμεσα να μπει σε ένα πρόγραμμα δραστικών, αιματηρών περικοπών-σοκ των δημοσίων δαπανών της, το οποίο, για να είναι αξιόπιστο, θα πρέπει να εφαρμοστεί από την κυβέρνηση που θα κερδίσει τις επικείμενες βρετανικές εκλογές, αμέσως και να έχει στόχο «τον μηδενισμό του ελλείμματος (από το φετινό 13% στο 0%!) εντός της προσεχούς τετραετίας».
Η αντίδραση ήταν άμεση. Λίγες ημέρες αργότερα, 60 οικονομολόγοι, εξίσου διαπρεπείς και πολυβραβευμένοι (ανάμεσά τους και ένας βραβευμένος με Νομπέλ), με δύο επιστολές στους «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς», απαντούσαν στους «20», ότι μια τόσο βιαστική και μεγάλη μείωση του ελλείμματος θα ήταν άφρων πολιτική, κοινωνικά και οικονομικά καταστροφική. Επικαλούμενοι την εμπειρία όλων των οικονομικών κρίσεων στην ανθρώπινη ιστορία, οι «60» υποστήριξαν ότι μια πρόωρη προσπάθεια να ελεγχθούν τα ελλείμματα και το χρέος, με υπερβολικά μεγάλες περικοπές δημοσίων δαπανών, όσο διαρκεί η ύφεση και πριν σταθεροποιηθεί η ανάκαμψη, θα προκαλέσει, με βεβαιότητα, παράταση της ύφεσης και εκτόξευση της ανεργίας. Ο περιορισμός του ελλείμματος, υποστήριξαν, στο μισό, μέσα στα επόμενα τέσσερα χρόνια, πρέπει να είναι ο μάξιμουμ στόχος, σε συνδυασμό με δημόσιες επενδύσεις, οι οποίες, σύμφωνα με μια τρίτη επιστολή 20 καθηγητών Οικονομικής Ιστορίας, στον «Γκάρντιαν» αυτή τη φορά, θα πρέπει να αποβλέπουν σε έναν δομικό αναπροσανατολισμό της βρετανικής οικονομίας προς μία οικονομία της γνώσης και τη δημιουργία «πράσινων» θέσεων εργασίας. Η συζήτηση συνεχίζεται. Είναι μια συζήτηση που αντιπαραθέτει όχι τόσο δύο διαφορετικές σχολές οικονομικής πολιτικής όσο δύο διαφορετικές στάσεις. Από τη μια η ηθική καταδίκη της υπερχρέωσης, που βλέπει στο δημόσιο έλλειμμα και το χρέος έναν ηθικό κίνδυνο, μια αμαρτωλή πρακτική και μια παραβίαση της κοινής λογικής που απαιτεί να ζει καθένας ανάλογα με όσα βγάζει και μόνον. Και από την άλλη, ο οικονομικός ρεαλισμός, που βλέπει στα ελλείμματα και την ελεγχόμενη αύξηση του δημόσιου χρέους ένα αποτελεσματικό εργαλείο διεύθυνσης της οικονομίας, επιστροφής στην ανάπτυξη και εξομάλυνσης των κοινωνικών και οικονομικών συνεπειών μιας κρίσης.
Η ίδια συζήτηση, πάνω κάτω, διεξάγεται σε όλον τον κόσμο. Διεξάγεται και στο ευρωπαϊκό πεδίο. Είναι, στην πραγματικότητα, η μία, η κάπως αφανής, όψη της παθιασμένης συζήτησης και των αντιπαραθέσεων που έφερε στο φως η «ελληνική κρίση». Και μπορεί ο συμβιβασμός της Πέμπτης να έδωσε μια θετική απάντηση στο (σχετικά απλό και εύκολο) ερώτημα «βοήθεια στην Ελλάδα ή εγκατάλειψή της». Δεν έδωσε, όμως, οριστική απάντηση ούτε στο ερώτημα «κοινή οικονομική διακυβέρνηση στην Ευρώπη ή ανταγωνιστική προστασία των εθνικών πλεονεκτημάτων του καθενός». Ούτε, πολύ περισσότερο, στο ερώτημα «γρήγορη επιστροφή στη δημοσιονομική ορθοδοξία, με ταχεία αποκλιμάκωση των ελλειμμάτων, με όποιο κόστος, ή προτεραιότητα σε πολιτικές εξόδου από την ύφεση, οικονομικής και κοινωνικής εναρμόνισης, με μετριοπαθή και αργό ρυθμό περιστολής των ελλειμμάτων;».
Η συζήτηση, φυσικά, μας αφορά άμεσα και μας καίει. Αλλά, δυστυχώς, δεν έχουμεακόμη- το δικαίωμα να συμμετέχουμε σε αυτήν. Ακόμη και οι πιο ενθουσιώδεις κεϋνσιανοί ανάμεσα στους 60 βρετανούς σοφούς, δεν παραλείπουν να διευκρινίσουν ότι άλλο πράγμα ένα ελεγχόμενο έλλειμμα για χάρη της ανάπτυξης και άλλο πράγμα η ανεξέλεγκτη ασωτία μιας χώρας (όπως η δακτυλοδεικτούμενη Ελλάδα των προηγούμενων χρόνων), όπου οι κυβερνήσεις δανείζονται για να διορίζουν σε stage τα παιδιά των ψηφοφόρων τους, όπου οι δημόσιες επενδύσεις προσανατολίζονται όχι σε πεδία αναπτυξιακής ανταπόδοσης (παιδεία, έρευνα) αλλά πελατειακής ωφέλειας και όπου οι μεν δημόσιες δαπάνες καταγράφουν τα (μακράν) χαμηλότερα σκορ αποτελεσματικότητας στην Ευρώπη, η δε διοικητική, γραφειοκρατική επιβάρυνση επί της οικονομίας σπάει όλα τα ρεκόρ. Σε μια τέτοια περίπτωση η γρήγορη μείωση των ελλειμμάτων (μέσω διαρθρωτικών αλλαγών) είναι μονόδρομος. Τα κεφάλια μέσα, λοιπόν.
Η αντίδραση ήταν άμεση. Λίγες ημέρες αργότερα, 60 οικονομολόγοι, εξίσου διαπρεπείς και πολυβραβευμένοι (ανάμεσά τους και ένας βραβευμένος με Νομπέλ), με δύο επιστολές στους «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς», απαντούσαν στους «20», ότι μια τόσο βιαστική και μεγάλη μείωση του ελλείμματος θα ήταν άφρων πολιτική, κοινωνικά και οικονομικά καταστροφική. Επικαλούμενοι την εμπειρία όλων των οικονομικών κρίσεων στην ανθρώπινη ιστορία, οι «60» υποστήριξαν ότι μια πρόωρη προσπάθεια να ελεγχθούν τα ελλείμματα και το χρέος, με υπερβολικά μεγάλες περικοπές δημοσίων δαπανών, όσο διαρκεί η ύφεση και πριν σταθεροποιηθεί η ανάκαμψη, θα προκαλέσει, με βεβαιότητα, παράταση της ύφεσης και εκτόξευση της ανεργίας. Ο περιορισμός του ελλείμματος, υποστήριξαν, στο μισό, μέσα στα επόμενα τέσσερα χρόνια, πρέπει να είναι ο μάξιμουμ στόχος, σε συνδυασμό με δημόσιες επενδύσεις, οι οποίες, σύμφωνα με μια τρίτη επιστολή 20 καθηγητών Οικονομικής Ιστορίας, στον «Γκάρντιαν» αυτή τη φορά, θα πρέπει να αποβλέπουν σε έναν δομικό αναπροσανατολισμό της βρετανικής οικονομίας προς μία οικονομία της γνώσης και τη δημιουργία «πράσινων» θέσεων εργασίας. Η συζήτηση συνεχίζεται. Είναι μια συζήτηση που αντιπαραθέτει όχι τόσο δύο διαφορετικές σχολές οικονομικής πολιτικής όσο δύο διαφορετικές στάσεις. Από τη μια η ηθική καταδίκη της υπερχρέωσης, που βλέπει στο δημόσιο έλλειμμα και το χρέος έναν ηθικό κίνδυνο, μια αμαρτωλή πρακτική και μια παραβίαση της κοινής λογικής που απαιτεί να ζει καθένας ανάλογα με όσα βγάζει και μόνον. Και από την άλλη, ο οικονομικός ρεαλισμός, που βλέπει στα ελλείμματα και την ελεγχόμενη αύξηση του δημόσιου χρέους ένα αποτελεσματικό εργαλείο διεύθυνσης της οικονομίας, επιστροφής στην ανάπτυξη και εξομάλυνσης των κοινωνικών και οικονομικών συνεπειών μιας κρίσης.
Η ίδια συζήτηση, πάνω κάτω, διεξάγεται σε όλον τον κόσμο. Διεξάγεται και στο ευρωπαϊκό πεδίο. Είναι, στην πραγματικότητα, η μία, η κάπως αφανής, όψη της παθιασμένης συζήτησης και των αντιπαραθέσεων που έφερε στο φως η «ελληνική κρίση». Και μπορεί ο συμβιβασμός της Πέμπτης να έδωσε μια θετική απάντηση στο (σχετικά απλό και εύκολο) ερώτημα «βοήθεια στην Ελλάδα ή εγκατάλειψή της». Δεν έδωσε, όμως, οριστική απάντηση ούτε στο ερώτημα «κοινή οικονομική διακυβέρνηση στην Ευρώπη ή ανταγωνιστική προστασία των εθνικών πλεονεκτημάτων του καθενός». Ούτε, πολύ περισσότερο, στο ερώτημα «γρήγορη επιστροφή στη δημοσιονομική ορθοδοξία, με ταχεία αποκλιμάκωση των ελλειμμάτων, με όποιο κόστος, ή προτεραιότητα σε πολιτικές εξόδου από την ύφεση, οικονομικής και κοινωνικής εναρμόνισης, με μετριοπαθή και αργό ρυθμό περιστολής των ελλειμμάτων;».
Η συζήτηση, φυσικά, μας αφορά άμεσα και μας καίει. Αλλά, δυστυχώς, δεν έχουμεακόμη- το δικαίωμα να συμμετέχουμε σε αυτήν. Ακόμη και οι πιο ενθουσιώδεις κεϋνσιανοί ανάμεσα στους 60 βρετανούς σοφούς, δεν παραλείπουν να διευκρινίσουν ότι άλλο πράγμα ένα ελεγχόμενο έλλειμμα για χάρη της ανάπτυξης και άλλο πράγμα η ανεξέλεγκτη ασωτία μιας χώρας (όπως η δακτυλοδεικτούμενη Ελλάδα των προηγούμενων χρόνων), όπου οι κυβερνήσεις δανείζονται για να διορίζουν σε stage τα παιδιά των ψηφοφόρων τους, όπου οι δημόσιες επενδύσεις προσανατολίζονται όχι σε πεδία αναπτυξιακής ανταπόδοσης (παιδεία, έρευνα) αλλά πελατειακής ωφέλειας και όπου οι μεν δημόσιες δαπάνες καταγράφουν τα (μακράν) χαμηλότερα σκορ αποτελεσματικότητας στην Ευρώπη, η δε διοικητική, γραφειοκρατική επιβάρυνση επί της οικονομίας σπάει όλα τα ρεκόρ. Σε μια τέτοια περίπτωση η γρήγορη μείωση των ελλειμμάτων (μέσω διαρθρωτικών αλλαγών) είναι μονόδρομος. Τα κεφάλια μέσα, λοιπόν.