Τα συν και τα πλην του γαλλογερμανικού συμβιβασμού
Jean-Marie Colombani, Το Βήμα της Κυριακής, Δημοσιευμένο: 2010-03-28
Η συμφωνία η οποία επετεύχθη την τελευταία στιγμή, το βράδυ της περασμένης Πέμπτης, στις Βρυξέλλες για την οικονομική στήριξη της Ελλάδας, έχει, αν μη τι άλλο, το πλεονέκτημα ότι υπάρχει. Τον Φεβρουάριο ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Χέρμαν βαν Ρομπάι διαβεβαίωνε ότι οι χώρες της ευρωζώνης θα επεδείκνυαν την αλληλεγγύη τους προς στην Ελλάδα. Στις 25 Μαρτίου σκιαγραφήθηκε το περίγραμμα αυτής της αλληλεγγύης. Αυτό αποτελεί καρπό της δίωρης κατ΄ ιδίαν συνάντησης μεταξύ του γάλλου προέδρου Νικολά Σαρκοζί και της γερμανίδας καγκελαρίου Ανγκελα Μέρκελ. Συνεπώς κατέστη δυνατό χάρη στον συμβιβασμό μεταξύ εκείνου που ανησυχούσε για την αναγκαιότητα άμεσης δράσης προς όφελος της Ελλάδας και εκείνης που αντιπρότεινε τη λήψη μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων μέτρων.
Εκ των πραγμάτων, το ζήτημα ήταν ουσιαστικά πολιτικό και θα μπορούσε να διαμορφωθεί ως εξής: Πώς να βοηθήσουμε την Ελλάδα χωρίς να αποδοκιμάσουμε την κυρία Μέρκελ; Πώς να επιδείξουμε ευρωπαϊκή αλληλεγγύη ώστε να αναγκαστεί η κυρία Μέρκελ να αλλάξει τις απόψεις της;
Οπως πάντοτε στις ευρωπαϊκές σχέσεις, πρέπει να γνωρίζει κανείς πώς να ικανοποιείται μέσω ενός συμβιβασμού. Πρέπει επίσης να πούμε όμως ότι στο εξής θα πρέπει να αρκείται και σε ελάχιστα. Η θετική πλευρά του πράγματος έγκειται στην ύπαρξη μιας διάταξης η οποία συνδέει μεταξύ τους τις χώρες-μέλη της ζώνης του ευρώ. Αυτή η διάταξη δεν υπήρχε και η απουσία της δημιουργούσε πρόβλημα. Αφορά την πρόβλεψη μιας οικονομικής βοήθειας υπό τη μορφή διμερών δανείων ως «τελευταίο μέσο προσφυγής». Το ένα τρίτο αυτής της βοήθειας θα προέλθει από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), όπως επιθυμούσε η Γερμανία. Η αρνητική πλευρά αφορά την έστω μειοψηφική παράκαμψη μέσω του ΔΝΤ, παράκαμψη στην οποία είχαν αντιταχθεί τόσο η Γαλλία όσο και άλλες χώρες.
Οπως δήλωσε ένας γάλλος υπουργός, αποδεχόμενοι να καταφύγουμε στο ΔΝΤ, στέλνουμε «μήνυμα αδυναμίας» σε ό,τι αφορά τους θεσμούς μας και δείχνουμε ότι «η Ευρώπη είναι ανίκανη από μόνη της να υπερασπιστεί το νόμισμά της». Πρόκειται για τον υπουργό παρά τω πρωθυπουργώ, αρμόδιο για την εφαρμογή του σχεδίου ανάκαμψης Πατρίκ Ντεβετζιάν. Αλλη μία αρνητική πλευρά του ζητήματος αποτελεί το γεγονός ότι η υλοποίηση της επίμαχης διάταξης απαιτεί την ομοφωνία των 16 χωρών της ευρωζώνης, οι οποίες παραχωρούν στη Γερμανία το δικαίωμά τους να προβάλουν βέτο.
Στη Γερμανία, η άποψη της κοινής γνώμης βάρυνε πολύ, με την κακή έννοια. Από τη μία, μπορούμε να πούμε ότι είναι φυσιολογικό οι Γερμανοί να απαιτούν από τις χώρες της ευρωζώνης να συμμορφωθούν με την εφαρμογή συγκεκριμένων μέτρων. Αυτό είναι άλλωστε το πνεύμα της Συνθήκης που θεμελιώνει τη νομισματική ένωση.
Από την άλλη, δεν είναι φυσιολογικό το μοναδικό γερμανικό αξίωμα να αφορά την αναδίπλωση στα εθνικά συμφέροντα της χώρας, τα οποία στην προκειμένη περίπτωση είναι κοντόφθαλμα. Διότι τι θα κέρδιζε η Γερμανία αν διακινδύνευε το ευρώ; Για να πούμε την αλήθεια, η πολιτική κατάσταση είναι ιδιαίτερα δύσκολη για την καγκελάριο.
Εμμείναμε στην εκλογική νίκη της χωρίς να αντιληφθούμε ότι ο συνασπισμός που σχημάτισε με τους Φιλελευθέρους της δημιουργεί απείρως περισσότερες δυσκολίες από ό,τι της έθετε εκείνος που τη συνέδεε με τους Σοσιαλιστές κατά την προηγούμενη κυβέρνηση. Οι Φιλελεύθεροι πιέζουν την κυρία Μέρκελ να μειώσει τη φορολογία, την ώρα που η καγκελάριος αποτελεί παράδειγμα σε ολόκληρη την Ευρώπη για τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζεται τα ελλείμματα της Γερμανίας, γεγονός που θα έπρεπε να την οδηγήσει, αντιθέτως, στην αύξηση των φόρων. Μπορούμε να λυπούμαστε γι΄ αυτό, αλλά μπορούμε επίσης να διαπιστώσουμε ότι, δεδομένου του πραγματικού βαθμού δυσκολίας της διακυβέρνησης της Γερμανίας, ο συμβιβασμός των Βρυξελλών υπήρξε ένας ευτυχής συμβιβασμός. Πράγματι, στη Γερμανία αναμένεται η διενέργεια τοπικών εκλογών. Αν, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, το κόμμα της κυρίας Μέρκελ τις χάσει, θα χάσει την πλειοψηφία της στο Γερμανικό Ομοσπονδιακό Συμβούλιο (Βundesrat). Ωστόσο, σύμφωνα με τη γερμανική νομοθεσία, όλα τα κείμενα που ψηφίζονται από γερμανούς βουλευτές οφείλουν να επικυρώνονται από την Βundesrat. Σε αυτή την περίπτωση λοιπόν η γερμανίδα καγκελάριος θα βρισκόταν επικεφαλής ενός απίθανου συνασπισμού και εκτεθειμένη σε μια πιθανή πρόταση μομφής από τους Σοσιαλιστές της αντιπολίτευσης.
Για να επανέλθουμε στην Ευρώπη, υπό τη συνεχή απειλή πλέον της υποχώρησης ή της ήττας, θα πρέπει να χαιρόμαστε για την επιθυμία επίδειξης μιας ελάχιστης αλληλεγγύης προς την Ελλάδα, παρά την παραχώρηση που κάναμε στο Βερολίνο ως προς τον ρόλο του ΔΝΤ. Οπως είπε πράγματι ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ΖανΚλοντ Τρισέ, «οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης δεν πρέπει να εγκαταλείψουν στο ελάχιστο τις τρέχουσες ευθύνες τους».
Παρ΄ όλα αυτά συναίνεσαν σε μια μερική εγκατάλειψή τους, αν και αυτό έγινε για να διατηρηθούν τα ουσιώδη. Το μόνο που μένει να μάθουμε είναι αν αυτή η διάταξη θα αρκέσει για να αποθαρρύνει τους κερδοσκόπους, οι οποίοι θα ήθελαν να επεκτείνουν το δόλιο έργο τους στην Ισπανία ή στην Πορτογαλία. Αύριο όμως ξημερώνει μια νέα ημέρα...
Εκ των πραγμάτων, το ζήτημα ήταν ουσιαστικά πολιτικό και θα μπορούσε να διαμορφωθεί ως εξής: Πώς να βοηθήσουμε την Ελλάδα χωρίς να αποδοκιμάσουμε την κυρία Μέρκελ; Πώς να επιδείξουμε ευρωπαϊκή αλληλεγγύη ώστε να αναγκαστεί η κυρία Μέρκελ να αλλάξει τις απόψεις της;
Οπως πάντοτε στις ευρωπαϊκές σχέσεις, πρέπει να γνωρίζει κανείς πώς να ικανοποιείται μέσω ενός συμβιβασμού. Πρέπει επίσης να πούμε όμως ότι στο εξής θα πρέπει να αρκείται και σε ελάχιστα. Η θετική πλευρά του πράγματος έγκειται στην ύπαρξη μιας διάταξης η οποία συνδέει μεταξύ τους τις χώρες-μέλη της ζώνης του ευρώ. Αυτή η διάταξη δεν υπήρχε και η απουσία της δημιουργούσε πρόβλημα. Αφορά την πρόβλεψη μιας οικονομικής βοήθειας υπό τη μορφή διμερών δανείων ως «τελευταίο μέσο προσφυγής». Το ένα τρίτο αυτής της βοήθειας θα προέλθει από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), όπως επιθυμούσε η Γερμανία. Η αρνητική πλευρά αφορά την έστω μειοψηφική παράκαμψη μέσω του ΔΝΤ, παράκαμψη στην οποία είχαν αντιταχθεί τόσο η Γαλλία όσο και άλλες χώρες.
Οπως δήλωσε ένας γάλλος υπουργός, αποδεχόμενοι να καταφύγουμε στο ΔΝΤ, στέλνουμε «μήνυμα αδυναμίας» σε ό,τι αφορά τους θεσμούς μας και δείχνουμε ότι «η Ευρώπη είναι ανίκανη από μόνη της να υπερασπιστεί το νόμισμά της». Πρόκειται για τον υπουργό παρά τω πρωθυπουργώ, αρμόδιο για την εφαρμογή του σχεδίου ανάκαμψης Πατρίκ Ντεβετζιάν. Αλλη μία αρνητική πλευρά του ζητήματος αποτελεί το γεγονός ότι η υλοποίηση της επίμαχης διάταξης απαιτεί την ομοφωνία των 16 χωρών της ευρωζώνης, οι οποίες παραχωρούν στη Γερμανία το δικαίωμά τους να προβάλουν βέτο.
Στη Γερμανία, η άποψη της κοινής γνώμης βάρυνε πολύ, με την κακή έννοια. Από τη μία, μπορούμε να πούμε ότι είναι φυσιολογικό οι Γερμανοί να απαιτούν από τις χώρες της ευρωζώνης να συμμορφωθούν με την εφαρμογή συγκεκριμένων μέτρων. Αυτό είναι άλλωστε το πνεύμα της Συνθήκης που θεμελιώνει τη νομισματική ένωση.
Από την άλλη, δεν είναι φυσιολογικό το μοναδικό γερμανικό αξίωμα να αφορά την αναδίπλωση στα εθνικά συμφέροντα της χώρας, τα οποία στην προκειμένη περίπτωση είναι κοντόφθαλμα. Διότι τι θα κέρδιζε η Γερμανία αν διακινδύνευε το ευρώ; Για να πούμε την αλήθεια, η πολιτική κατάσταση είναι ιδιαίτερα δύσκολη για την καγκελάριο.
Εμμείναμε στην εκλογική νίκη της χωρίς να αντιληφθούμε ότι ο συνασπισμός που σχημάτισε με τους Φιλελευθέρους της δημιουργεί απείρως περισσότερες δυσκολίες από ό,τι της έθετε εκείνος που τη συνέδεε με τους Σοσιαλιστές κατά την προηγούμενη κυβέρνηση. Οι Φιλελεύθεροι πιέζουν την κυρία Μέρκελ να μειώσει τη φορολογία, την ώρα που η καγκελάριος αποτελεί παράδειγμα σε ολόκληρη την Ευρώπη για τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζεται τα ελλείμματα της Γερμανίας, γεγονός που θα έπρεπε να την οδηγήσει, αντιθέτως, στην αύξηση των φόρων. Μπορούμε να λυπούμαστε γι΄ αυτό, αλλά μπορούμε επίσης να διαπιστώσουμε ότι, δεδομένου του πραγματικού βαθμού δυσκολίας της διακυβέρνησης της Γερμανίας, ο συμβιβασμός των Βρυξελλών υπήρξε ένας ευτυχής συμβιβασμός. Πράγματι, στη Γερμανία αναμένεται η διενέργεια τοπικών εκλογών. Αν, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, το κόμμα της κυρίας Μέρκελ τις χάσει, θα χάσει την πλειοψηφία της στο Γερμανικό Ομοσπονδιακό Συμβούλιο (Βundesrat). Ωστόσο, σύμφωνα με τη γερμανική νομοθεσία, όλα τα κείμενα που ψηφίζονται από γερμανούς βουλευτές οφείλουν να επικυρώνονται από την Βundesrat. Σε αυτή την περίπτωση λοιπόν η γερμανίδα καγκελάριος θα βρισκόταν επικεφαλής ενός απίθανου συνασπισμού και εκτεθειμένη σε μια πιθανή πρόταση μομφής από τους Σοσιαλιστές της αντιπολίτευσης.
Για να επανέλθουμε στην Ευρώπη, υπό τη συνεχή απειλή πλέον της υποχώρησης ή της ήττας, θα πρέπει να χαιρόμαστε για την επιθυμία επίδειξης μιας ελάχιστης αλληλεγγύης προς την Ελλάδα, παρά την παραχώρηση που κάναμε στο Βερολίνο ως προς τον ρόλο του ΔΝΤ. Οπως είπε πράγματι ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ΖανΚλοντ Τρισέ, «οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης δεν πρέπει να εγκαταλείψουν στο ελάχιστο τις τρέχουσες ευθύνες τους».
Παρ΄ όλα αυτά συναίνεσαν σε μια μερική εγκατάλειψή τους, αν και αυτό έγινε για να διατηρηθούν τα ουσιώδη. Το μόνο που μένει να μάθουμε είναι αν αυτή η διάταξη θα αρκέσει για να αποθαρρύνει τους κερδοσκόπους, οι οποίοι θα ήθελαν να επεκτείνουν το δόλιο έργο τους στην Ισπανία ή στην Πορτογαλία. Αύριο όμως ξημερώνει μια νέα ημέρα...