Φωτογραφία και τρομοκρατία
Τάκης Καμπύλης, Η Καθημερινή της Κυριακής, Δημοσιευμένο: 2010-04-18
Οι φωτογραφίες προσφέρουν αποδείξεις. Κάτι για το οποίο αμφιβάλλουμε μας φαίνεται αποδεδειγμένο όταν μας επιδειχθεί μια φωτογραφία του. Κατά μία εκδοχή της χρησιμότητάς της, η κάμερα ενοχοποιεί. (Η Σούζαν Σόνταγκ θα υπενθυμίσει σχετικά τη χρήση των φωτογραφιών από την παρισινή αστυνομία στα δολοφονικά μπλόκα εναντίον των κομμουνάρων, το 1871.)
Η φωτογραφία είναι κάτι περισσότερο από μια επίπεδη αναπαράσταση της στιγμής, μια μαρτυρία. Η δύναμή της φαίνεται από τη σύγκρισή της με ένα γεγονός που δεν ανακαλείται φωτογραφικά. «Ενα γεγονός», γράφει η Σόνταγκ, «που έχει γίνει γνωστό μέσα από φωτογραφίες γίνεται περισσότερο πραγματικό απ’ ό, τι αν δεν είχαν ιδωθεί ποτέ φωτογραφίες του – σκεφτείτε τον πόλεμο του Βιετνάμ (ως παράδειγμα για το αντίθετο σκεφτείτε το Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ, από το οποίο δεν έχουμε φωτογραφίες)».
Ειδικότερα με την «παρανομία», η φωτογραφία συνδέθηκε στενά – αφού προσέφερε ό, τι υπάρχει πέραν της κοινής θέας. Ανάμεσα σ’ αυτά τα εκτός κοινής θέας συμπεριλαμβάνονταν τα βιογραφικά καταζητούμενων ποινικών και αναρχικών. Η φωτογραφία έδωσε την πραγματική εικόνα του λήσταρχου. «Ετσι ήταν!» Ουδείς πλέον θα το αμφισβητούσε αυτό. (Υπενθυμίζεται πως το σκίτσο είχε ήδη ανοίξει το δρόμο.)
Η χρήση της αποδείχθηκε καθοριστική και σε συμβολικό και πολλές φορές και σε επιχειρησιακό επίπεδο. Με τη φωτογραφία του συλληφθέντος ή καταζητούμενου, η κοινωνία κοινοποιεί τους εχθρούς της. Η φωτογραφία χρησιμοποιείται κατά κάποιο τρόπο όπως και τα όστρακα στον εξοστρακισμό των Αθηναίων. Είναι η απτή, ολοκληρωμένη, η «πραγματική» εικόνα –η καλύτερη δυνατή περιγραφή– αυτού που απειλεί την κοινωνία μας.
Η κοινοποίηση της εικόνας του παρανόμου (δημοσίευσή της) βοηθάει –όπως υποστηρίζεται– και σε επιχειρησιακό επίπεδο, αφού μπορούν να προστεθούν νέες μαρτυρίες και από αυτές νέα στοιχεία ικανά να οδηγήσουν στο να πάψει να υφίσταται η –εν προκειμένω– τρομοκρατική απειλή.
Για το τελευταίο δεν μπορούμε να είμαστε απόλυτοι. Βλέπετε, η απαιτούμενη στο εν λόγω σχέδιο συνεργασία του πολίτη δεν είναι πάντα προφανής. Ειδικά στην ελληνική παράδοση, ήδη από τα χρόνια της ληστείας στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα. Φαίνεται, όπως λέει η Εφη Λαμπροπούλου (καθηγήτρια Εγκληματολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο), πως απ’ όσες πληροφορίες συνέλεξαν τότε οι Αρχές, οι περισσότερες προέρχονταν μάλλον από αντίπαλες συμμορίες. Η ίδια θα θυμίσει πως σε γνωστές υποθέσεις (από τη δολοφονία Πολκ μέχρι του Παύλου Μπακογιάννη) η έκκληση σε συνεργασία με τις Αρχές (και με χρηματικό κίνητρο) δεν απέδωσε.
Γενικά στην Ελλάδα δεν υπήρξε παράδοση συνεργασίας των πολιτών με την Αστυνομία σε μείζονα ζητήματα. Ακόμη και στην εξάρθρωση της 17Ν είναι απίθανο κάποιο σημαντικό στοιχείο να προέκυψε εκ των υστέρων, δηλαδή μετά τη δημοσιοποίηση των φωτογραφιών των συλληφθέντων. Ακόμη και τότε… Ομως, το γεγονός πως σε θέματα ασφαλείας από το κοινό ποινικό έγκλημα (κατά της περιουσίας και κατά της ζωής) διαφαίνεται όλο και μεγαλύτερη τάση για συνεργασία πολιτών με την Αστυνομία, μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως συνεργασία δεν υπάρχει όταν δεν υπάρχει απειλή – ή όταν νομίζουμε ότι δεν υπάρχει απειλή. Οτι, δηλαδή, ενώ είναι κοινώς αποδεκτό πως αυξάνονται οι κίνδυνοι από την εγκληματικότητα και μας αφορούν όλους, αυτό δεν ισχύει με την τρομοκρατική βία. «Αυτούς που φταίνε, τους ισχυρούς σκοτώνουν οι τρομοκράτες», έλεγε παλαιότερα η «κοινή γνώμη των καφενείων» στη χώρα μας. Ο Αξαρλιάν ήταν «μόλις» μια παράπλευρη απώλεια στη δράση της 17Ν.
Εχει αλλάξει κάτι τώρα; Κάτι που να καθιστά εφικτό στόχο τη συνεργασία των πολιτών με την ΕΛ.ΑΣ.;
Ο θάνατος του νεαρού Αφγανού, οι παρά ελάχιστα εκατοστά παρ’ ολίγον θάνατοι νεαρών αστυνομικών και οι δεκάδες βομβιστικές επιθέσεις σε δημόσιους ή πολυσύχναστους χώρους, υποστηρίζεται ότι έχουν αλλάξει τη συνολική στάση της κοινωνίας μας απέναντι στη νέα γενιά τρομοκρατίας.
Είναι αρκετά ώστε η συλλογική συνείδηση να ξεπεράσει την ανόητη συζήτηση περί δικαίων και αδίκων δολοφονιών; Να αντιληφθούμε όλοι μας πως η τρομοκρατία μάς αφορά, πως είμαστε όλοι στόχοι; Στο υπουργείο Δημόσιας Τάξης φαίνεται να αισιοδοξούν πως μια νέα σχέση με τον πολίτη είναι εφικτή. (Και όχι μόνον εκεί.)
Ωστόσο, αν η εκτελεστική εξουσία επενδύει πολιτικά σε αυτήν τη σχέση (ώστε να ξεπεραστεί και η τερατώδης σπιουνολογία των περασμένων δεκαετιών), αν λοιπόν επενδύουμε όλοι μας σε αυτή, τότε πώς αυτή διασφαλίζεται;
Και εν προκειμένω, με ποια μέτρα ενισχύει, πώς οικοδομείται από την πλευρά της ΕΛ. ΑΣ. αυτή η (νέα) σχέση; Εμείς (ας πούμε) το δείχνουμε με την εμπιστοσύνη μας. (Τόση ώστε να «παραβλέψουμε» ακόμη και αυτό το όργιο τηλεφωνικών παρακολουθήσεων και διαρροών τους στα Μίντια.)
Η συγκυρία είναι ευνοϊκή. Αλλά και εξαιρετικά λεπτή αν τα επιχειρησιακά αποτελέσματα αφεθούν στην όχι πάντα αδικαιολόγητη αμφισβήτηση της σημασίας τους. Οποιαδήποτε κακοπιστία τεκμηριωθεί, τότε είναι θέμα χρόνου, πολίτες και ΕΛ. ΑΣ. να διαγράψουν ολική επαναφορά.
Ο τρόπος με τον οποίο εκτέθηκαν έξι (αύριο δέκα) πολίτες, δέκα πρόσωπα μέσα από μία επιλεγμένη (όχι από τους ίδιους) φωτογραφία και προφανώς χωρίς καμία έγκρισή τους για δημοσιοποίηση, και πριν από την τελική ετυμηγορία, είναι το κρυφό στοίχημα της ΕΛ. ΑΣ. Το κόστος δεν θα είναι νομικό ή πειθαρχικό, αλλά πολιτικό. Είχαμε ανάγκη ως κοινωνία μετά τον φόνο του νεαρού μετανάστη μια τέτοια επιτυχία. Και στην αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητα του Χρυσοχοΐδη πολλοί είδαν, πάλι, να ξεπερνιέται ο ιδρυματισμός της ΕΛ. ΑΣ.
Οι φωτογραφίες είναι το όριο, το σημείο συναγερμού για την ΕΛ. ΑΣ. Διότι οι εξαιρέσεις από βασικά δικαιώματα γίνονται μεν νομίμως, όμως κρίνεται και ο δείκτης αξιοπιστίας του καταγγέλλοντος. Σε μια ιδιαίτερα καλή στιγμή των σχέσεων αστυνομίας - πολιτών.
Ιnfo
- Susan Sontag «Περί φωτογραφίας», Αθήνα 1993, εκδ. Φωτογράφος
- Susan Sontag «Παρατηρώντας τον πόνο των άλλων», Αθήνα 2003, εκδ. Scripta
- Ιωάννη Σ. Κολιόπουλου «Η ληστεία στην Ελλάδα (19ος αι.)», Θεσσαλονίκη 1996, εκδ. Παρατηρητής
- Νίκου Θεοτοκά, Νίκου Κοταρίδη «Η οικονομία της βίας», Αθήνα 2006, εκδ. Βιβλιόραμα
Η φωτογραφία είναι κάτι περισσότερο από μια επίπεδη αναπαράσταση της στιγμής, μια μαρτυρία. Η δύναμή της φαίνεται από τη σύγκρισή της με ένα γεγονός που δεν ανακαλείται φωτογραφικά. «Ενα γεγονός», γράφει η Σόνταγκ, «που έχει γίνει γνωστό μέσα από φωτογραφίες γίνεται περισσότερο πραγματικό απ’ ό, τι αν δεν είχαν ιδωθεί ποτέ φωτογραφίες του – σκεφτείτε τον πόλεμο του Βιετνάμ (ως παράδειγμα για το αντίθετο σκεφτείτε το Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ, από το οποίο δεν έχουμε φωτογραφίες)».
Ειδικότερα με την «παρανομία», η φωτογραφία συνδέθηκε στενά – αφού προσέφερε ό, τι υπάρχει πέραν της κοινής θέας. Ανάμεσα σ’ αυτά τα εκτός κοινής θέας συμπεριλαμβάνονταν τα βιογραφικά καταζητούμενων ποινικών και αναρχικών. Η φωτογραφία έδωσε την πραγματική εικόνα του λήσταρχου. «Ετσι ήταν!» Ουδείς πλέον θα το αμφισβητούσε αυτό. (Υπενθυμίζεται πως το σκίτσο είχε ήδη ανοίξει το δρόμο.)
Η χρήση της αποδείχθηκε καθοριστική και σε συμβολικό και πολλές φορές και σε επιχειρησιακό επίπεδο. Με τη φωτογραφία του συλληφθέντος ή καταζητούμενου, η κοινωνία κοινοποιεί τους εχθρούς της. Η φωτογραφία χρησιμοποιείται κατά κάποιο τρόπο όπως και τα όστρακα στον εξοστρακισμό των Αθηναίων. Είναι η απτή, ολοκληρωμένη, η «πραγματική» εικόνα –η καλύτερη δυνατή περιγραφή– αυτού που απειλεί την κοινωνία μας.
Η κοινοποίηση της εικόνας του παρανόμου (δημοσίευσή της) βοηθάει –όπως υποστηρίζεται– και σε επιχειρησιακό επίπεδο, αφού μπορούν να προστεθούν νέες μαρτυρίες και από αυτές νέα στοιχεία ικανά να οδηγήσουν στο να πάψει να υφίσταται η –εν προκειμένω– τρομοκρατική απειλή.
Για το τελευταίο δεν μπορούμε να είμαστε απόλυτοι. Βλέπετε, η απαιτούμενη στο εν λόγω σχέδιο συνεργασία του πολίτη δεν είναι πάντα προφανής. Ειδικά στην ελληνική παράδοση, ήδη από τα χρόνια της ληστείας στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα. Φαίνεται, όπως λέει η Εφη Λαμπροπούλου (καθηγήτρια Εγκληματολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο), πως απ’ όσες πληροφορίες συνέλεξαν τότε οι Αρχές, οι περισσότερες προέρχονταν μάλλον από αντίπαλες συμμορίες. Η ίδια θα θυμίσει πως σε γνωστές υποθέσεις (από τη δολοφονία Πολκ μέχρι του Παύλου Μπακογιάννη) η έκκληση σε συνεργασία με τις Αρχές (και με χρηματικό κίνητρο) δεν απέδωσε.
Γενικά στην Ελλάδα δεν υπήρξε παράδοση συνεργασίας των πολιτών με την Αστυνομία σε μείζονα ζητήματα. Ακόμη και στην εξάρθρωση της 17Ν είναι απίθανο κάποιο σημαντικό στοιχείο να προέκυψε εκ των υστέρων, δηλαδή μετά τη δημοσιοποίηση των φωτογραφιών των συλληφθέντων. Ακόμη και τότε… Ομως, το γεγονός πως σε θέματα ασφαλείας από το κοινό ποινικό έγκλημα (κατά της περιουσίας και κατά της ζωής) διαφαίνεται όλο και μεγαλύτερη τάση για συνεργασία πολιτών με την Αστυνομία, μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως συνεργασία δεν υπάρχει όταν δεν υπάρχει απειλή – ή όταν νομίζουμε ότι δεν υπάρχει απειλή. Οτι, δηλαδή, ενώ είναι κοινώς αποδεκτό πως αυξάνονται οι κίνδυνοι από την εγκληματικότητα και μας αφορούν όλους, αυτό δεν ισχύει με την τρομοκρατική βία. «Αυτούς που φταίνε, τους ισχυρούς σκοτώνουν οι τρομοκράτες», έλεγε παλαιότερα η «κοινή γνώμη των καφενείων» στη χώρα μας. Ο Αξαρλιάν ήταν «μόλις» μια παράπλευρη απώλεια στη δράση της 17Ν.
Εχει αλλάξει κάτι τώρα; Κάτι που να καθιστά εφικτό στόχο τη συνεργασία των πολιτών με την ΕΛ.ΑΣ.;
Ο θάνατος του νεαρού Αφγανού, οι παρά ελάχιστα εκατοστά παρ’ ολίγον θάνατοι νεαρών αστυνομικών και οι δεκάδες βομβιστικές επιθέσεις σε δημόσιους ή πολυσύχναστους χώρους, υποστηρίζεται ότι έχουν αλλάξει τη συνολική στάση της κοινωνίας μας απέναντι στη νέα γενιά τρομοκρατίας.
Είναι αρκετά ώστε η συλλογική συνείδηση να ξεπεράσει την ανόητη συζήτηση περί δικαίων και αδίκων δολοφονιών; Να αντιληφθούμε όλοι μας πως η τρομοκρατία μάς αφορά, πως είμαστε όλοι στόχοι; Στο υπουργείο Δημόσιας Τάξης φαίνεται να αισιοδοξούν πως μια νέα σχέση με τον πολίτη είναι εφικτή. (Και όχι μόνον εκεί.)
Ωστόσο, αν η εκτελεστική εξουσία επενδύει πολιτικά σε αυτήν τη σχέση (ώστε να ξεπεραστεί και η τερατώδης σπιουνολογία των περασμένων δεκαετιών), αν λοιπόν επενδύουμε όλοι μας σε αυτή, τότε πώς αυτή διασφαλίζεται;
Και εν προκειμένω, με ποια μέτρα ενισχύει, πώς οικοδομείται από την πλευρά της ΕΛ. ΑΣ. αυτή η (νέα) σχέση; Εμείς (ας πούμε) το δείχνουμε με την εμπιστοσύνη μας. (Τόση ώστε να «παραβλέψουμε» ακόμη και αυτό το όργιο τηλεφωνικών παρακολουθήσεων και διαρροών τους στα Μίντια.)
Η συγκυρία είναι ευνοϊκή. Αλλά και εξαιρετικά λεπτή αν τα επιχειρησιακά αποτελέσματα αφεθούν στην όχι πάντα αδικαιολόγητη αμφισβήτηση της σημασίας τους. Οποιαδήποτε κακοπιστία τεκμηριωθεί, τότε είναι θέμα χρόνου, πολίτες και ΕΛ. ΑΣ. να διαγράψουν ολική επαναφορά.
Ο τρόπος με τον οποίο εκτέθηκαν έξι (αύριο δέκα) πολίτες, δέκα πρόσωπα μέσα από μία επιλεγμένη (όχι από τους ίδιους) φωτογραφία και προφανώς χωρίς καμία έγκρισή τους για δημοσιοποίηση, και πριν από την τελική ετυμηγορία, είναι το κρυφό στοίχημα της ΕΛ. ΑΣ. Το κόστος δεν θα είναι νομικό ή πειθαρχικό, αλλά πολιτικό. Είχαμε ανάγκη ως κοινωνία μετά τον φόνο του νεαρού μετανάστη μια τέτοια επιτυχία. Και στην αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητα του Χρυσοχοΐδη πολλοί είδαν, πάλι, να ξεπερνιέται ο ιδρυματισμός της ΕΛ. ΑΣ.
Οι φωτογραφίες είναι το όριο, το σημείο συναγερμού για την ΕΛ. ΑΣ. Διότι οι εξαιρέσεις από βασικά δικαιώματα γίνονται μεν νομίμως, όμως κρίνεται και ο δείκτης αξιοπιστίας του καταγγέλλοντος. Σε μια ιδιαίτερα καλή στιγμή των σχέσεων αστυνομίας - πολιτών.
Ιnfo
- Susan Sontag «Περί φωτογραφίας», Αθήνα 1993, εκδ. Φωτογράφος
- Susan Sontag «Παρατηρώντας τον πόνο των άλλων», Αθήνα 2003, εκδ. Scripta
- Ιωάννη Σ. Κολιόπουλου «Η ληστεία στην Ελλάδα (19ος αι.)», Θεσσαλονίκη 1996, εκδ. Παρατηρητής
- Νίκου Θεοτοκά, Νίκου Κοταρίδη «Η οικονομία της βίας», Αθήνα 2006, εκδ. Βιβλιόραμα