Ροζ, κόκκινα και μαύρα σενάρια
Παύλος Τσίμας, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2008-07-03
Να απαλλαγούμε από το μνημόνιο; Ωραία ιδέα. Αλλά αν αφήσουμε κατά μέρος το ενδεχόμενο ενός θαύματος, για όσους πιστεύουν στα θαύματα, ή το ενδεχόμενο να ανακοινώσει τις επόμενες ημέρες ο κ. Σαμαράς μια ιδέα που κανείς στον κόσμο δεν είχε ώς τώρα σκεφτεί, μας μένουν τρία σενάρια απαλλαγής.
Το πρώτο είναι ένα σενάριο σε αποχρώσεις «ροζ μπονμπόν». Σύμφωνα με αυτό, η Ελλάδα θα απαλλαγεί από το μνημόνιο διά της τηρήσεως των όρων του. Τουτέστιν, έπειτα από τρία χρόνια (άντε και με μια μικρή παράταση) τα μέτρα αποδίδουν (και η χώρα, ω του θαύματος, επιβιώνει της εφαρμογής των), τα ελλείμματα συμμαζεύονται, οι πιστωτές συναινούν σε μια συντεταγμένη αναδιαπραγμάτευση του χρέους μας που θα παρατείνει τους χρόνους εξόφλησης, οι «αγορές» μάς εμπιστεύονται ξανά, η χώρα αποκτά πρόσβαση σε δανεικά (έστω και όχι με τα επιτόκια των παλιών, καλών ημερών, που πέρασαν ανεπιστρεπτί) και η ζωή συνεχίζεται.
Το δεύτερο σενάριο έχει χρώμα βαθύ κόκκινο. Η Ελλάδα στέλνει τους δανειστές της για κούρεμα, στέλνει και τους επιτηρητές της στον διάβολο κι ακόμη παραπέρα, δηλώνει «δεν πληρώνω», επιβάλλει δηλαδή μια μονομερή, υποχρεωτική αναδιαπραγμάτευση χρέους και πορεύεται όπως πορεύτηκε η Αργεντινή τα περασμένα δέκα χρόνια- με ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, ξοδεύοντας δηλαδή ό,τι εισπράττουμε και κάνοντας περιορισμένες εισαγωγές αγαθών από το εξωτερικό, καταναλώνοντας δηλαδή ό,τι παράγουμε.
Το τρίτο σενάριο, σε κάποια απόχρωση του μαύρου, είναι να απαλλαγούμε από το μνημόνιο όχι με δική μας πρωτοβουλία αλλά με πρωτοβουλία των επιτηρητών μας. Κάποια στιγμή, δηλαδή, να αποφασίσουν οι Ευρωπαίοι ότι η «ελληνική ασθένεια» δεν κινδυνεύει πια να αποδειχθεί μεταδοτική και να τραβήξουν το καλώδιο από την πρίζα. Να αναστείλουν την καταβολή των δόσεων του δανείου, να καλύψουν τις ζημιές των τραπεζών τους που κατέχουν ελληνικούς τίτλους και να μας αφήσουν ελεύθερους, απαλλαγμένους από τους σκληρούς όρους του μνημονίου, να αναζητήσουμε την τύχη και τη σωτηρία μας μόνοι μας.
Μπορεί κάποιος να φανταστεί πολλές παραλλαγές των τριών αυτών σεναρίων. Σε κάθε περίπτωση όμως, η «απαλλαγή» προβάλλει ως μια υπόθεση είτε εξαιρετικά απίθανη είτε τρομερά επικίνδυνη είτε, στην καλύτερη περίπτωση, μια προοπτική πολύ μακρινή. Δικαιούμαστε να την ονειρευόμαστε. Αλλά θα ήταν χρησιμότερο να συγκεντρώσουμε την προσοχή μας σε ένα αμεσότερο και σημαντικότερο πρόβλημα: Πώς, ενώ είμαστε πιασμένοι στην παγίδα του χρέους, ενώ φοράμε τον στενό κορσέ ενός μνημονίου το οποίο μια αιφνιδιασμένη και απροετοίμαστη κυβέρνηση διαπραγματεύθηκε με ιδεοληπτικούς και αρνητικά προκατειλημμένους απέναντί μας «σωτήρες», θα κατορθώσουμε να σωθούμε όχι μόνον από τον κίνδυνο της χρεοκοπίας αλλά και από τον διπλό κίνδυνο μιας ύφεσης δίχως αύριο και μιας κοινωνικής αποδόμησης δίχως αναλογία στο παρελθόν.
Θα μπορούσαμε, για παράδειγμα, να ξεχωρίσουμε καθαρότερα εκείνα που θα έπρεπε να γίνουν ανεξαρτήτως μνημονίου- την αντιμετώπιση πληγών, όπως η φοροδιαφυγή και η μαύρη οικονομία, η κομματική παραδιοίκηση ευρύτατων τομέων του Δημοσίου που αναπαράγει πελατειακές σχέσεις, σπατάλες και αναποτελεσματικότητα ή η κυριαρχία της συνδικαλισμένης διαφθοράς στον σκληρό πυρήνα του κράτους, τον εξορθολογισμό της παροχής βασικών δημοσίων υπηρεσιών και αγαθών και την αποκατάσταση συνθηκών ανταγωνισμού στην οικονομία - από τα απλά, σκληρά μέτρα λιτότητας που μας επιβάλλονται από τους ανυπόμονους σωτήρες των πιστωτών μας.
Θα μπορούσε να είναι πιο σαφής η προτεραιότητα, η έμφαση και η κινητοποίηση για την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που ώς τώρα το ελληνικό πολιτικό σύστημα είχε αποδειχθεί απρόθυμο ή ανίκανο να σχεδιάσει. Και αυτό θα έκανε ίσως ευκολότερη και την αναζήτηση αντίβαρων στις αρνητικές, υφεσιακές επιπτώσεις των μέτρων λιτότητας. Ευκολότερη ίσως και μια προσπάθεια διεύρυνσης των ασφυκτικών, σήμερα, διαπραγματευτικών περιθωρίων της χώρας, σε ένα διεθνές περιβάλλον που αγωνιά προ του κινδύνου η γερμανική ιδεοληψία με τα ελλείμματα να οδηγήσει την ευρωπαϊκή οικονομία σε μια μοιραία, δεύτερη υφεσιακή βύθιση.
Το πρώτο είναι ένα σενάριο σε αποχρώσεις «ροζ μπονμπόν». Σύμφωνα με αυτό, η Ελλάδα θα απαλλαγεί από το μνημόνιο διά της τηρήσεως των όρων του. Τουτέστιν, έπειτα από τρία χρόνια (άντε και με μια μικρή παράταση) τα μέτρα αποδίδουν (και η χώρα, ω του θαύματος, επιβιώνει της εφαρμογής των), τα ελλείμματα συμμαζεύονται, οι πιστωτές συναινούν σε μια συντεταγμένη αναδιαπραγμάτευση του χρέους μας που θα παρατείνει τους χρόνους εξόφλησης, οι «αγορές» μάς εμπιστεύονται ξανά, η χώρα αποκτά πρόσβαση σε δανεικά (έστω και όχι με τα επιτόκια των παλιών, καλών ημερών, που πέρασαν ανεπιστρεπτί) και η ζωή συνεχίζεται.
Το δεύτερο σενάριο έχει χρώμα βαθύ κόκκινο. Η Ελλάδα στέλνει τους δανειστές της για κούρεμα, στέλνει και τους επιτηρητές της στον διάβολο κι ακόμη παραπέρα, δηλώνει «δεν πληρώνω», επιβάλλει δηλαδή μια μονομερή, υποχρεωτική αναδιαπραγμάτευση χρέους και πορεύεται όπως πορεύτηκε η Αργεντινή τα περασμένα δέκα χρόνια- με ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, ξοδεύοντας δηλαδή ό,τι εισπράττουμε και κάνοντας περιορισμένες εισαγωγές αγαθών από το εξωτερικό, καταναλώνοντας δηλαδή ό,τι παράγουμε.
Το τρίτο σενάριο, σε κάποια απόχρωση του μαύρου, είναι να απαλλαγούμε από το μνημόνιο όχι με δική μας πρωτοβουλία αλλά με πρωτοβουλία των επιτηρητών μας. Κάποια στιγμή, δηλαδή, να αποφασίσουν οι Ευρωπαίοι ότι η «ελληνική ασθένεια» δεν κινδυνεύει πια να αποδειχθεί μεταδοτική και να τραβήξουν το καλώδιο από την πρίζα. Να αναστείλουν την καταβολή των δόσεων του δανείου, να καλύψουν τις ζημιές των τραπεζών τους που κατέχουν ελληνικούς τίτλους και να μας αφήσουν ελεύθερους, απαλλαγμένους από τους σκληρούς όρους του μνημονίου, να αναζητήσουμε την τύχη και τη σωτηρία μας μόνοι μας.
Μπορεί κάποιος να φανταστεί πολλές παραλλαγές των τριών αυτών σεναρίων. Σε κάθε περίπτωση όμως, η «απαλλαγή» προβάλλει ως μια υπόθεση είτε εξαιρετικά απίθανη είτε τρομερά επικίνδυνη είτε, στην καλύτερη περίπτωση, μια προοπτική πολύ μακρινή. Δικαιούμαστε να την ονειρευόμαστε. Αλλά θα ήταν χρησιμότερο να συγκεντρώσουμε την προσοχή μας σε ένα αμεσότερο και σημαντικότερο πρόβλημα: Πώς, ενώ είμαστε πιασμένοι στην παγίδα του χρέους, ενώ φοράμε τον στενό κορσέ ενός μνημονίου το οποίο μια αιφνιδιασμένη και απροετοίμαστη κυβέρνηση διαπραγματεύθηκε με ιδεοληπτικούς και αρνητικά προκατειλημμένους απέναντί μας «σωτήρες», θα κατορθώσουμε να σωθούμε όχι μόνον από τον κίνδυνο της χρεοκοπίας αλλά και από τον διπλό κίνδυνο μιας ύφεσης δίχως αύριο και μιας κοινωνικής αποδόμησης δίχως αναλογία στο παρελθόν.
Θα μπορούσαμε, για παράδειγμα, να ξεχωρίσουμε καθαρότερα εκείνα που θα έπρεπε να γίνουν ανεξαρτήτως μνημονίου- την αντιμετώπιση πληγών, όπως η φοροδιαφυγή και η μαύρη οικονομία, η κομματική παραδιοίκηση ευρύτατων τομέων του Δημοσίου που αναπαράγει πελατειακές σχέσεις, σπατάλες και αναποτελεσματικότητα ή η κυριαρχία της συνδικαλισμένης διαφθοράς στον σκληρό πυρήνα του κράτους, τον εξορθολογισμό της παροχής βασικών δημοσίων υπηρεσιών και αγαθών και την αποκατάσταση συνθηκών ανταγωνισμού στην οικονομία - από τα απλά, σκληρά μέτρα λιτότητας που μας επιβάλλονται από τους ανυπόμονους σωτήρες των πιστωτών μας.
Θα μπορούσε να είναι πιο σαφής η προτεραιότητα, η έμφαση και η κινητοποίηση για την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που ώς τώρα το ελληνικό πολιτικό σύστημα είχε αποδειχθεί απρόθυμο ή ανίκανο να σχεδιάσει. Και αυτό θα έκανε ίσως ευκολότερη και την αναζήτηση αντίβαρων στις αρνητικές, υφεσιακές επιπτώσεις των μέτρων λιτότητας. Ευκολότερη ίσως και μια προσπάθεια διεύρυνσης των ασφυκτικών, σήμερα, διαπραγματευτικών περιθωρίων της χώρας, σε ένα διεθνές περιβάλλον που αγωνιά προ του κινδύνου η γερμανική ιδεοληψία με τα ελλείμματα να οδηγήσει την ευρωπαϊκή οικονομία σε μια μοιραία, δεύτερη υφεσιακή βύθιση.