Το ιδιωτικό και το δηµόσιο
Παύλος Τσίμας, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2010-11-20
Στα χρόνια της νεοδηµοκρατικής διακυβέρνησης, υπολογίζεται ότι προστέθηκαν στον ήδη υπεράριθµο δηµόσιο τοµέα της χώραςπερίπου 100.000 εργαζόµενοι.Υπολογίζεται, επίσης, ότι στη διάρκεια αυτήςτης χρυσής πενταετίας το ετήσιο κόστος του Eλληνικού Δηµοσίου (µισθολογικό κυρίως) σχεδόν διπλασιάστηκε. Και µια προσεκτικότερη µατιά στα στοιχεία ορισµένων ΔΕΚΟ, όπως ο ΟΣΕ, αποκαλύπτει ότι ακόµη και εκεί όπου ο αριθµός των εργαζοµένων µειώθηκε, το µισθολογικό κόστος διπλασιάστηκε.
Τιςσυνέπειες αυτήςτηςαφροσύνης τις γευόµαστε ήδη: το σύνολο των αιµατηρών περικοπών του2010 (περί τα 14 δισ. ευρώ), µαζί µε το σύνολο των νέων περικοπών που περιλαµβάνονται στον οδυνηρό προϋπολογισµό του 2011 (περίπου άλλατόσα), αν αθροιστούν, ίσα που ισοφαρίζουν την αύξηση στις δηµόσιες δαπάνες που σηµειώθηκε κατά τη µοιραία πενταετία.
Δεν υπάρχειαµφιβολία πωςό,τι συνέβη συνέβη επειδή η κυβέρνηση Καραµανλή «αµάρτησε» για χάρη της εκλογικής της πελατείας. Υπέκυψε πρόθυµα στις πιέσεις των «δικών της παιδιών», στους καταλόγους υποσχέσεων που οι πολιτευτές της είχαν προεξοφλήσει, αντάλλαξε µε διορισµούς την πολιτική της ηγεµονία και επιχείρησε να εκπορθήσει το «σύστηµα ΠΑΣΟΚ» εξαγοράζοντας τα συνδικαλιστικά του ερείσµατα στον ευρύτερο δηµόσιο τοµέα. Κι έτσι προστέθηκαν ελλείµµατα στα ελλείµµατα και χρέος στο ήδη πελώριο χρέος. Το έγκληµα, φυσικά, δεν συντελέστηκε σε πέντε χρόνια µόνον, έχειρίζες βαθιές στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 και µας κυνηγά έκτοτε. Αλλά στα πέντε αυτά χρόνια το έγκληµα κορυφώθηκε, τοποτήρι ξεχείλισε.
Αυτή, όµως, είναι η µία µόνονόψη του προβλήµατος – η προσφορά πελατειακής πολιτικής. Η κρίσιµη όψη είναι η άλλη – η ζήτηση για πελατειακές διευθετήσεις. Και εδώανακύπτειένα ερώτηµα: καλά,οι πολιτικοί είναι πάντα πρόθυµοι ναανταλλάξουνρουσφέτιαµε ψήφους. Αλλάγιατί, σεχρόνια υψηλών ρυθµών ανάπτυξης, όπου η ελληνικήοικονοµία έτρεχε µε ρυθµούς διπλάσιους από τον µέσο ευρωπαϊκό όρο, γιατί, σε χρόνια παχιών αγελάδων, υπήρξε τόσο µεγάλη ζήτηση για µια θέση στο Δηµόσιο; Γιατί συνωστίζονταν τόσα χρόνια τόσοι νέοι στην πόρτα του Δηµοσίου και στους προθαλάµους των πολιτευτών για µια θέση, µια σύµβαση, ένα σταζ; Πού βρέθηκαν 100.000 νέοι (κάποιοι απ’ αυτούς µε υψηλά προσόντα και καλή µόρφωση) πρόθυµοι για µια κακοπληρωµένη θέση στο Δηµόσιο, κι άλλοι τόσοι που έµειναν παραπονεµένοι;
Την απάντηση δίνει µια µελέτητου Ινστιτούτο υ ΕργασίαςτηςΓΣΕΕ,η οποία διαπιστώνει ότι, από το 1994 ώς το2008, στα χρόνια των υψηλών ρυθµών ανάπτυξης, κάθε χρόνο, ενώ περίπου80.000 νέοι άφηναν τον κόσµο της εκπαίδευσης διεκδικώντας µια θέση στον κόσµο της εργασίας, η ελληνική οικονοµία δηµιουργούσε περίπου 40.000 νέες θέσεις εργασίας µόνον. Ακόµη και στα ολυµπιακά χρόνια, οι νέες θέσεις εργασίας δεν ξεπέρασαν τις 46.000 τον χρόνο. Απόδειξη πως η περίφηµη ανάπτυξη των τελευταίων πολλών χρόνων ήταν jobless growth, µεγέθυνση οικονοµική χωρίς σηµαντική αύξηση απασχόλησης, µια µεγέθυνση στηριγµένη τουλάχιστονκατά 70% στηναύξηση της κατανάλωσηςχάρις στα φθηνάδανεικά, που ξέβραζεδιαρκώς, νέους ανέργους να χτυπούν την πόρτα του Δηµοσίου, ή του γραφείο του τοπικού πολιτευτή, ασκώντας πραγµατική κοινωνική πίεση.
Η απλή αυτή αλήθεια δεν κάνει να συγχωρούνται ευκολότερα οιγαλάζιες πελατειακές αµαρτίες. Προειδοποιεί, όµως, όσους σήµερα πιστεύουν ότι αρκεί να απολυθούν οι δηµόσιοι υπάλληλοι που περισσεύουν, αρκεί να πετσοκόψουµε τον δηµόσιο τοµέα – αυτήν τη νύφη που κάνει όλα τα στραβά καρβέλια – καιλύσαµε το πρόβληµά µας, σαλπάρουµε, ξεχρεωµένοι και ελεύθεροι, προςγαλήνιες θάλασσεςευτυχίας και ανάπτυξης.
Τα πράγµατα, δυστυχώς, δεν είναι καθόλου έτσι. Κι αν µια δοµική αλλαγή του µοντέλου του Δηµοσίου είναι αναγκαία προϋπόθεση για να βγει η χώρα από την κρίση και να βρει ένα µέλλον µετά την κρίση, δεν είναι και επαρκής προϋπόθεση. Αναδιάρθρωση, εξίσου αν όχι περισσότερο ριζική, χρειάζεται καιο χιλιοτραγουδισµένος ιδιωτικός τοµέας, το µοντέλοανάπτυξης της χώρας, που – όπως η διόγκωση της ανεργίας σε χρόνια ονοµαστικής ανάπτυξης αποδεικνύει – ήταν από καιρό στρεβλόκαι όδευε προς το αδιέξοδο.
Τιςσυνέπειες αυτήςτηςαφροσύνης τις γευόµαστε ήδη: το σύνολο των αιµατηρών περικοπών του2010 (περί τα 14 δισ. ευρώ), µαζί µε το σύνολο των νέων περικοπών που περιλαµβάνονται στον οδυνηρό προϋπολογισµό του 2011 (περίπου άλλατόσα), αν αθροιστούν, ίσα που ισοφαρίζουν την αύξηση στις δηµόσιες δαπάνες που σηµειώθηκε κατά τη µοιραία πενταετία.
Δεν υπάρχειαµφιβολία πωςό,τι συνέβη συνέβη επειδή η κυβέρνηση Καραµανλή «αµάρτησε» για χάρη της εκλογικής της πελατείας. Υπέκυψε πρόθυµα στις πιέσεις των «δικών της παιδιών», στους καταλόγους υποσχέσεων που οι πολιτευτές της είχαν προεξοφλήσει, αντάλλαξε µε διορισµούς την πολιτική της ηγεµονία και επιχείρησε να εκπορθήσει το «σύστηµα ΠΑΣΟΚ» εξαγοράζοντας τα συνδικαλιστικά του ερείσµατα στον ευρύτερο δηµόσιο τοµέα. Κι έτσι προστέθηκαν ελλείµµατα στα ελλείµµατα και χρέος στο ήδη πελώριο χρέος. Το έγκληµα, φυσικά, δεν συντελέστηκε σε πέντε χρόνια µόνον, έχειρίζες βαθιές στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 και µας κυνηγά έκτοτε. Αλλά στα πέντε αυτά χρόνια το έγκληµα κορυφώθηκε, τοποτήρι ξεχείλισε.
Αυτή, όµως, είναι η µία µόνονόψη του προβλήµατος – η προσφορά πελατειακής πολιτικής. Η κρίσιµη όψη είναι η άλλη – η ζήτηση για πελατειακές διευθετήσεις. Και εδώανακύπτειένα ερώτηµα: καλά,οι πολιτικοί είναι πάντα πρόθυµοι ναανταλλάξουνρουσφέτιαµε ψήφους. Αλλάγιατί, σεχρόνια υψηλών ρυθµών ανάπτυξης, όπου η ελληνικήοικονοµία έτρεχε µε ρυθµούς διπλάσιους από τον µέσο ευρωπαϊκό όρο, γιατί, σε χρόνια παχιών αγελάδων, υπήρξε τόσο µεγάλη ζήτηση για µια θέση στο Δηµόσιο; Γιατί συνωστίζονταν τόσα χρόνια τόσοι νέοι στην πόρτα του Δηµοσίου και στους προθαλάµους των πολιτευτών για µια θέση, µια σύµβαση, ένα σταζ; Πού βρέθηκαν 100.000 νέοι (κάποιοι απ’ αυτούς µε υψηλά προσόντα και καλή µόρφωση) πρόθυµοι για µια κακοπληρωµένη θέση στο Δηµόσιο, κι άλλοι τόσοι που έµειναν παραπονεµένοι;
Την απάντηση δίνει µια µελέτητου Ινστιτούτο υ ΕργασίαςτηςΓΣΕΕ,η οποία διαπιστώνει ότι, από το 1994 ώς το2008, στα χρόνια των υψηλών ρυθµών ανάπτυξης, κάθε χρόνο, ενώ περίπου80.000 νέοι άφηναν τον κόσµο της εκπαίδευσης διεκδικώντας µια θέση στον κόσµο της εργασίας, η ελληνική οικονοµία δηµιουργούσε περίπου 40.000 νέες θέσεις εργασίας µόνον. Ακόµη και στα ολυµπιακά χρόνια, οι νέες θέσεις εργασίας δεν ξεπέρασαν τις 46.000 τον χρόνο. Απόδειξη πως η περίφηµη ανάπτυξη των τελευταίων πολλών χρόνων ήταν jobless growth, µεγέθυνση οικονοµική χωρίς σηµαντική αύξηση απασχόλησης, µια µεγέθυνση στηριγµένη τουλάχιστονκατά 70% στηναύξηση της κατανάλωσηςχάρις στα φθηνάδανεικά, που ξέβραζεδιαρκώς, νέους ανέργους να χτυπούν την πόρτα του Δηµοσίου, ή του γραφείο του τοπικού πολιτευτή, ασκώντας πραγµατική κοινωνική πίεση.
Η απλή αυτή αλήθεια δεν κάνει να συγχωρούνται ευκολότερα οιγαλάζιες πελατειακές αµαρτίες. Προειδοποιεί, όµως, όσους σήµερα πιστεύουν ότι αρκεί να απολυθούν οι δηµόσιοι υπάλληλοι που περισσεύουν, αρκεί να πετσοκόψουµε τον δηµόσιο τοµέα – αυτήν τη νύφη που κάνει όλα τα στραβά καρβέλια – καιλύσαµε το πρόβληµά µας, σαλπάρουµε, ξεχρεωµένοι και ελεύθεροι, προςγαλήνιες θάλασσεςευτυχίας και ανάπτυξης.
Τα πράγµατα, δυστυχώς, δεν είναι καθόλου έτσι. Κι αν µια δοµική αλλαγή του µοντέλου του Δηµοσίου είναι αναγκαία προϋπόθεση για να βγει η χώρα από την κρίση και να βρει ένα µέλλον µετά την κρίση, δεν είναι και επαρκής προϋπόθεση. Αναδιάρθρωση, εξίσου αν όχι περισσότερο ριζική, χρειάζεται καιο χιλιοτραγουδισµένος ιδιωτικός τοµέας, το µοντέλοανάπτυξης της χώρας, που – όπως η διόγκωση της ανεργίας σε χρόνια ονοµαστικής ανάπτυξης αποδεικνύει – ήταν από καιρό στρεβλόκαι όδευε προς το αδιέξοδο.