Είσαι αισιόδοξος ή απαισιόδοξος;
Γιάννης Βούλγαρης, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2011-01-08
Είσαι αισιόδοξος ή απαισιόδοξος; Κοινότατη ερώτηση σε μέρες κρίσης και πρωτοχρονιάς. Αν απαντάς απαισιόδοξος, καθαρίζεις αμέσως. Κανείς δεν εκπλήσσεται ούτε ζητά περαιτέρω εξηγήσεις. Το πρόβλημα προκύπτει αν απαντήσεις ότι υπάρχουν χαραμάδες αισιοδοξίας, ότι μπορεί να τα καταφέρουμε. Γιατί αμέσως ακολουθεί το ερώτημα «να καταφέρουμε τι;». Εδώ οι απαντήσεις υποχρεωτικά κλιμακώνονται ως προς το περιεχόμενο και τον χρόνο. Κατ΄ αρχάς, να καταφέρουμε να αποφύγουμε τα χειρότερα: τη χρεοκοπία και την κατάρρευση, όχι την απλή μείωση των εισοδημάτων και του εθνικού πλούτου. Δεύτερο, να βελτιώσουμε την πολιτική μας φερεγγυότητα και αξιοπιστία στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ώστε να εκμεταλλευτούμε ενδεχόμενες γενικότερες εξελίξεις που θα επιτρέψουν τη βελτίωση των όρων δανεισμού μας. Τρίτο, να μπορέσουμε να ανακόψουμε την ύφεση και από το 2012 να μπούμε σε φορά ισχνής έστω ανάπτυξης. Τέταρτο, να μπορούμε να καλύπτουμε τις δανειακές μας ανάγκες μετά το 2012 με ανεκτούς όρους, είτε απευθείας από τις διεθνείς αγορές, είτε από τους μηχανισμούς στήριξης (αύριο ίσως «αλληλεγγύης») που δημιουργεί βαθμιαία η ευρωζώνη. Πέμπτο, να πραγματοποιήσουμε τις αναγκαίες δομικές αλλαγές ώστε να διαμορφώσουμε σε βάθος δεκαετίας μια κοινωνία που θα παράγει περισσότερα από όσα δαπανά και ένα κράτος που θα κυβερνά και θα εξυπηρετεί αντί να σπαταλά και να ταλαιπωρεί.
Το μόνο σενάριο που αποκλείεται είναι ότι ζούμε έναν πρόσκαιρο εφιάλτη και ύστερα από 2-3 χρόνια θα ξαναγυρίσουμε στα προ της παγκόσμιας κρίσης του 2008 «κεκτημένα». Ατυχώς, οι επιπτώσεις αυτής της κρίσης θα διαρκέσουν περισσότερο κι εμείς που βρεθήκαμε στο επίκεντρό της πρέπει να καταφέρουμε μια ειρηνική επανάσταση ανάλογης σημασίας με τη μεταπολίτευση για να αντεπεξέλθουμε. Είναι δυνατόν;
Η πρώτη και πιο παράδοξη χαραμάδα αισιοδοξίας είναι ίσως η επιθετικότητα των διεθνών αγορών που δοκιμάζουν την αντοχή του ευρώ και τις προθέσεις της Γερμανίας. Οι λύσεις που δίνει η Μέρκελ είναι πρόσκαιρες και λειτουργούν σαν πρόσκληση νέας επιθετικής ή αμυντικής κερδοσκοπίας των χρηματαγορών, οι οποίες τελευταία, φαίνεται να ανιχνεύουν, εν είδει colpo grosso, τις αντοχές αυτής της ίδιας της Γαλλίας. Γι΄ αυτό ενισχύονται οι φωνές που ζητούν μια γενική λύση σε επίπεδο ευρωζώνης. Φωνές μέσα από την Ευρώπη, αλλά και φωνές από όλον τον κόσμο, καθόσον η διάλυση του ευρώ θα είχε απροσμέτρητες παγκόσμιες επιπτώσεις. Είναι πιθανόν η Γερμανία να μην μπορέσει τελικά να αντισταθεί και η «πίεση των αγορών» παραδόξως να επιταχύνει τον σχηματισμό του δημοσιονομικού πυλώνα της ευρωζώνης. Χαρακτηριστική από αυτή την άποψη είναι η πρόσφατη (αλλά τόσο καθυστερημένη) αφύπνιση του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, που τοποθετήθηκε με σαφήνεια υπέρ μιας ευρωπαϊκής απάντησης στην κρίση του ευρώ υποστηρίζοντας το τετράπτυχο: συμφωνημένο «κούρεμα» του χρέους των χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας- στενότερος συντονισμός δημοσιονομικών πολιτικών- ευρωομόλογα - επιτάχυνση πολιτικής ενοποίησης. Θα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να δούμε αν στη χώρα-κλειδί της ευρωζώνης θα αναζητηθεί μια νέα σύνδεση της Αριστεράς με την ευρωπαϊκή ιδέα. Πόσω μάλλον που από ό,τι φαίνεται η προσεχής σύγκρουση στην ευρωζώνη θα συνίσταται στο κατά πόσο η περίφημη «οικονομική διακυβέρνηση» θα γείρει δυσανάλογα προς την πλευρά «των κυρώσεων και της πειθαρχίας» εις βάρος της αναγκαίας «αλληλεγγύης και αναδιανομής». Αυτή η «τοπική» σύγκρουση εντάσσεται εξάλλου στην αντιπαράθεση κρατών και χρηματοπιστωτικών αγορών που άνοιξε με την κρίση του 2008 και η οποία αντιπαράθεση κλίνει σαφώς υπέρ των αγορών με προφανές κόστος για τις παντός είδους προοδευτικές δυνάμεις.
Σε κάθε περίπτωση, το ευρωπαϊκό σκηνικό εξελίσσεται, αλλά ακόμα και αν οι εξελίξεις κινηθούν στη θετική κατεύθυνση, η Ελλάδα θα είναι υποχρεωμένη να πραγματοποιήσει μια εσωτερική ειρηνική επανάσταση, ή μετριοπαθέστερα, μια δημοσιονομική και οικονομική μεταπολίτευση, γιατί μόνο έτσι θα μπορέσει να ανακτήσει σε βάθος χρόνου τα επίπεδα ευημερίας που γνώρισε πριν από την κρίση. Αυτή τη φορά όμως θα πρέπει να το κάνει βασιζόμενη κυρίως στις δικές της παραγωγικές δυνάμεις, και όχι μέσω της επισφαλούς ανάπτυξης με μοχλό και πάλι τη δανεισμένη κατανάλωση.
Μπορεί η Ελλάδα να πραγματοποιήσει αυτή την τομή; Εδώ η χαραμάδα αισιοδοξίας στενεύει. Εγκειται στο ότι παρά τον επώδυνο χαρακτήρα των μέτρων, η κοινωνία, μαζί με την οργή, εκφράζει συνειδητή ανοχή, διαισθανόμενη προφανώς την κρισιμότητα και την πολυπλοκότητα της κατάστασης. Δεν είναι λίγο (αν μάλιστα συνυπολογίσουμε το συνεχές προπαγανδιστικό ροκάνισμα με τα σλόγκαν «Μνημόνιο ή όχι Μνημόνιο», «οι θυσίες είναι χωρίς ελπίδα» κ.λπ.). Η ανοχή έδωσε και δίνει χρόνο στην Ελλάδα και στις πολιτικές ηγεσίες να αποτρέψουν τη χρεοκοπία και τον εξοστρακισμό από το ευρώ. Δεν φτάνει όμως, γιατί η Ελλάδα μπορεί να ξεφύγει το χειρότερο, αλλά να μείνει εγκλωβισμένη σε μια ζώνη συνεχούς επισφάλειας. Αυτό θα γίνει αν απλώς περικόψουμε χωρίς να αλλάξουμε τις δομές και τις νοοτροπίες που μας οδήγησαν στη χρεοκοπία, αν, με άλλα λόγια, γίνουμε φτωχότεροι μένοντας ίδιοι και στα ίδια. Ολες οι αδράνειες που εκδηλώθηκαν στο παθογενές πλέγμα δημόσιου- ιδιωτικού κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο σπρώχνουν προς αυτή την κατεύθυνση. Εδώ διαμορφώθηκε μια δομή κοινωνικών αντιπαραθέσεων και πολιτικής διαπραγμάτευσης στις οποίες δεν ήταν ευκρινείς ούτε οι διεκδικήσεις, ούτε το κόστος των εκάστοτε «λύσεων», ούτε η διάταξη των συγκρουόμενων κοινωνικών ομάδων στην κάθετη ιεραρχία δυνατών και αδύναμων (εξαιρώντας βεβαίως τα «άκρα», δηλαδή τους πολύ «πάνω» και τους πολύ «κάτω»). Αυτή η αδιαφανής και κατακερματισμένη αντιπαράθεση παίχτηκε πρωτίστως στον αχανή «ενδιάμεσο κοινωνικό χώρο» και είχε ως αποτέλεσμα το κάθε θεσμικό υποσύστημα να μετακυλίει το κόστος και τα προβλήματά του στα διπλανά: το φορολογικό στο δημοσιονομικό, η απασχόληση στην εκπαίδευση, η υγεία στο ασφαλιστικό, κ.ο.κ. Για τον ίδιο λόγο εξάλλου στάθηκε δύσκολο έως ακατόρθωτο να εξασφαλίσει δομημένες και σταθερές συναινέσεις μια μεταρρυθμιστική στρατηγική. Ο φτηνός δανεισμός λόγω του ευρώ έκανε για λίγα χρόνια δυνατή την παράταση των αδρανειών. Σήμερα όμως οι ισορροπίες έχουν ανατραπεί και προβάλλουν πιεστικά πολιτικοκοινωνικές καταστάσεις που απαιτούν ριζικότερες αλλαγές. Η φοροδιαφυγή των ανώτερων, των μεσαίων και των μικροεργοδοτικών στρωμάτων, η παράλυση της Δικαιοσύνης και η διαφθορά του φοροεισπρακτικού μηχανισμού, συγκρούονται μετωπικά με το ότι η μισθωτή εργασία χάνει 20% και 25% της αξίας της. Οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα πληρώνουν τώρα το ότι αποτέλεσαν τον παρία της πολιτικής αντιπροσώπευσης σε ένα κομματικόσυνδικαλιστικό σύστημα που στηρίχτηκε στον δημόσιο τομέα. Η κοινωνία πληρώνει ήδη με όρους διάχυτης ανομίας την απουσία μέλλοντος που προκάλεσε η μετακύλιση των αδρανειών του συστήματος στις νέες ηλικίες. Τα παραδείγματα μπορούν να πολλαπλασιαστούν, αλλά το μόνο που θέλουν είναι να καταγράψουν τις ανατροπές των παλαιών ισορροπιών έτσι ώστε να σκεφτούμε μια δομημένη πιθανή «συμμαχία» νέων κοινωνικοπολιτικών αιτημάτων που ζητούν ικανοποίηση και μπορούν να προσφέρουν συναίνεση σε μια μακρόχρονη στρατηγική μεταρρυθμίσεων. Σε μια δημοσιονομική και οικονομική μεταπολίτευση.
Το μόνο σενάριο που αποκλείεται είναι ότι ζούμε έναν πρόσκαιρο εφιάλτη και ύστερα από 2-3 χρόνια θα ξαναγυρίσουμε στα προ της παγκόσμιας κρίσης του 2008 «κεκτημένα». Ατυχώς, οι επιπτώσεις αυτής της κρίσης θα διαρκέσουν περισσότερο κι εμείς που βρεθήκαμε στο επίκεντρό της πρέπει να καταφέρουμε μια ειρηνική επανάσταση ανάλογης σημασίας με τη μεταπολίτευση για να αντεπεξέλθουμε. Είναι δυνατόν;
Η πρώτη και πιο παράδοξη χαραμάδα αισιοδοξίας είναι ίσως η επιθετικότητα των διεθνών αγορών που δοκιμάζουν την αντοχή του ευρώ και τις προθέσεις της Γερμανίας. Οι λύσεις που δίνει η Μέρκελ είναι πρόσκαιρες και λειτουργούν σαν πρόσκληση νέας επιθετικής ή αμυντικής κερδοσκοπίας των χρηματαγορών, οι οποίες τελευταία, φαίνεται να ανιχνεύουν, εν είδει colpo grosso, τις αντοχές αυτής της ίδιας της Γαλλίας. Γι΄ αυτό ενισχύονται οι φωνές που ζητούν μια γενική λύση σε επίπεδο ευρωζώνης. Φωνές μέσα από την Ευρώπη, αλλά και φωνές από όλον τον κόσμο, καθόσον η διάλυση του ευρώ θα είχε απροσμέτρητες παγκόσμιες επιπτώσεις. Είναι πιθανόν η Γερμανία να μην μπορέσει τελικά να αντισταθεί και η «πίεση των αγορών» παραδόξως να επιταχύνει τον σχηματισμό του δημοσιονομικού πυλώνα της ευρωζώνης. Χαρακτηριστική από αυτή την άποψη είναι η πρόσφατη (αλλά τόσο καθυστερημένη) αφύπνιση του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, που τοποθετήθηκε με σαφήνεια υπέρ μιας ευρωπαϊκής απάντησης στην κρίση του ευρώ υποστηρίζοντας το τετράπτυχο: συμφωνημένο «κούρεμα» του χρέους των χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας- στενότερος συντονισμός δημοσιονομικών πολιτικών- ευρωομόλογα - επιτάχυνση πολιτικής ενοποίησης. Θα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να δούμε αν στη χώρα-κλειδί της ευρωζώνης θα αναζητηθεί μια νέα σύνδεση της Αριστεράς με την ευρωπαϊκή ιδέα. Πόσω μάλλον που από ό,τι φαίνεται η προσεχής σύγκρουση στην ευρωζώνη θα συνίσταται στο κατά πόσο η περίφημη «οικονομική διακυβέρνηση» θα γείρει δυσανάλογα προς την πλευρά «των κυρώσεων και της πειθαρχίας» εις βάρος της αναγκαίας «αλληλεγγύης και αναδιανομής». Αυτή η «τοπική» σύγκρουση εντάσσεται εξάλλου στην αντιπαράθεση κρατών και χρηματοπιστωτικών αγορών που άνοιξε με την κρίση του 2008 και η οποία αντιπαράθεση κλίνει σαφώς υπέρ των αγορών με προφανές κόστος για τις παντός είδους προοδευτικές δυνάμεις.
Σε κάθε περίπτωση, το ευρωπαϊκό σκηνικό εξελίσσεται, αλλά ακόμα και αν οι εξελίξεις κινηθούν στη θετική κατεύθυνση, η Ελλάδα θα είναι υποχρεωμένη να πραγματοποιήσει μια εσωτερική ειρηνική επανάσταση, ή μετριοπαθέστερα, μια δημοσιονομική και οικονομική μεταπολίτευση, γιατί μόνο έτσι θα μπορέσει να ανακτήσει σε βάθος χρόνου τα επίπεδα ευημερίας που γνώρισε πριν από την κρίση. Αυτή τη φορά όμως θα πρέπει να το κάνει βασιζόμενη κυρίως στις δικές της παραγωγικές δυνάμεις, και όχι μέσω της επισφαλούς ανάπτυξης με μοχλό και πάλι τη δανεισμένη κατανάλωση.
Μπορεί η Ελλάδα να πραγματοποιήσει αυτή την τομή; Εδώ η χαραμάδα αισιοδοξίας στενεύει. Εγκειται στο ότι παρά τον επώδυνο χαρακτήρα των μέτρων, η κοινωνία, μαζί με την οργή, εκφράζει συνειδητή ανοχή, διαισθανόμενη προφανώς την κρισιμότητα και την πολυπλοκότητα της κατάστασης. Δεν είναι λίγο (αν μάλιστα συνυπολογίσουμε το συνεχές προπαγανδιστικό ροκάνισμα με τα σλόγκαν «Μνημόνιο ή όχι Μνημόνιο», «οι θυσίες είναι χωρίς ελπίδα» κ.λπ.). Η ανοχή έδωσε και δίνει χρόνο στην Ελλάδα και στις πολιτικές ηγεσίες να αποτρέψουν τη χρεοκοπία και τον εξοστρακισμό από το ευρώ. Δεν φτάνει όμως, γιατί η Ελλάδα μπορεί να ξεφύγει το χειρότερο, αλλά να μείνει εγκλωβισμένη σε μια ζώνη συνεχούς επισφάλειας. Αυτό θα γίνει αν απλώς περικόψουμε χωρίς να αλλάξουμε τις δομές και τις νοοτροπίες που μας οδήγησαν στη χρεοκοπία, αν, με άλλα λόγια, γίνουμε φτωχότεροι μένοντας ίδιοι και στα ίδια. Ολες οι αδράνειες που εκδηλώθηκαν στο παθογενές πλέγμα δημόσιου- ιδιωτικού κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο σπρώχνουν προς αυτή την κατεύθυνση. Εδώ διαμορφώθηκε μια δομή κοινωνικών αντιπαραθέσεων και πολιτικής διαπραγμάτευσης στις οποίες δεν ήταν ευκρινείς ούτε οι διεκδικήσεις, ούτε το κόστος των εκάστοτε «λύσεων», ούτε η διάταξη των συγκρουόμενων κοινωνικών ομάδων στην κάθετη ιεραρχία δυνατών και αδύναμων (εξαιρώντας βεβαίως τα «άκρα», δηλαδή τους πολύ «πάνω» και τους πολύ «κάτω»). Αυτή η αδιαφανής και κατακερματισμένη αντιπαράθεση παίχτηκε πρωτίστως στον αχανή «ενδιάμεσο κοινωνικό χώρο» και είχε ως αποτέλεσμα το κάθε θεσμικό υποσύστημα να μετακυλίει το κόστος και τα προβλήματά του στα διπλανά: το φορολογικό στο δημοσιονομικό, η απασχόληση στην εκπαίδευση, η υγεία στο ασφαλιστικό, κ.ο.κ. Για τον ίδιο λόγο εξάλλου στάθηκε δύσκολο έως ακατόρθωτο να εξασφαλίσει δομημένες και σταθερές συναινέσεις μια μεταρρυθμιστική στρατηγική. Ο φτηνός δανεισμός λόγω του ευρώ έκανε για λίγα χρόνια δυνατή την παράταση των αδρανειών. Σήμερα όμως οι ισορροπίες έχουν ανατραπεί και προβάλλουν πιεστικά πολιτικοκοινωνικές καταστάσεις που απαιτούν ριζικότερες αλλαγές. Η φοροδιαφυγή των ανώτερων, των μεσαίων και των μικροεργοδοτικών στρωμάτων, η παράλυση της Δικαιοσύνης και η διαφθορά του φοροεισπρακτικού μηχανισμού, συγκρούονται μετωπικά με το ότι η μισθωτή εργασία χάνει 20% και 25% της αξίας της. Οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα πληρώνουν τώρα το ότι αποτέλεσαν τον παρία της πολιτικής αντιπροσώπευσης σε ένα κομματικόσυνδικαλιστικό σύστημα που στηρίχτηκε στον δημόσιο τομέα. Η κοινωνία πληρώνει ήδη με όρους διάχυτης ανομίας την απουσία μέλλοντος που προκάλεσε η μετακύλιση των αδρανειών του συστήματος στις νέες ηλικίες. Τα παραδείγματα μπορούν να πολλαπλασιαστούν, αλλά το μόνο που θέλουν είναι να καταγράψουν τις ανατροπές των παλαιών ισορροπιών έτσι ώστε να σκεφτούμε μια δομημένη πιθανή «συμμαχία» νέων κοινωνικοπολιτικών αιτημάτων που ζητούν ικανοποίηση και μπορούν να προσφέρουν συναίνεση σε μια μακρόχρονη στρατηγική μεταρρυθμίσεων. Σε μια δημοσιονομική και οικονομική μεταπολίτευση.