Η κρίσιµη µάχη
Παύλος Τσίμας, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2011-01-08
«Μπορεί νασωθεί το ευρώ;» Το ερώτηµα, ώς πρόσφατα, θα ήταν αδιανόητο. Αλλά λίγο πριν από τα Χριστούγεννα µια σοβαρή, γερµανική πολιτική επιθεώρηση, το «Spiegel», έθεσε αυτό το αδιανόητο ερώτηµα σε δύο κορυφαίους οικονοµολόγους.
Σηµασία δεν έχουν τόσο οι απαντήσεις και τα επιχειρήµατα των δύο σοφών – εκ των οποίων ο ένας, ο Στέφαν Χόµπουργκ, υποστηρίζει ότι πρέπει το ταχύτερο δυνατόν να πέσει η αυλαία στο πείραµα του ευρώ καινα επιστρέψει η Γερµανία στο µάρκο, ενώ ο άλλος, ο Πέτερ Μπόφινγκερ, πιστεύει ότι, αντίθετα, η Γερµανία θα έπρεπε, για το δικό της συµφέρον, να δείξει µεγαλύτερη αλληλεγγύη προς τις χώρες µε υψηλό δηµόσιο χρέος που δέχονται την επίθεση των αγορών και να συναινέσει στην έκδοση ευρωοµολόγου. Μεγαλύτερη σηµασία έχει, νοµίζω, το γεγονός το ίδιο, ότι µια τέτοια συζήτηση, αδιανόητη ώς πρόσφατα, φιλοξενείται σε ένα µεγάλης επιρροής έντυπο. Και ακόµη µεγαλύτερη σηµασία έχει το γεγονός ότι η συζήτηση καθρεφτίζει µια διχασµένη και αµφίθυµη Γερµανία.
Εξαιτίας αυτής ακριβώς της γερµανικής αµφιθυµίας, η συζήτηση κάνει από τις πρώτες µέρες του χρόνου τον γύρο του κόσµου: Θα επιβιώσει το ευρώ; Θα χρεοκοπήσουν οι αδύναµες περιφερειακές ευρωοικονοµίες; Και αν ναι, όπως προεξοφλείται, θα αντέξει το σοκ της χρεοκοπίας τους το ίδιο το ενιαίο νόµισµα; Τα ερωτήµατα επαναλαµβάνονται µονότονα στις σελίδες των µεγάλων οικονοµικών εφηµερίδων. Και οι απαντήσεις, στην πλειονότητά τους, είναι απαισιόδοξες.
Ακόµη και αρθρογράφοι – όπωςο Μάρτιν Γουλφ των «Financial Times» –, που είναι υπεράνω πάσης υποψίας πως µπορεί να παίζουν µε τις αναλύσεις τους παιχνίδια σκοπιµότητας, γράφουν µε µαύρο, πένθιµο µελάνι. Είναι πολύ πιθανό, κατά τον Γουλφ, να δούµε ένα κύµα χρεοκοπιών στην Ευρώπη, είναι µάλλον απίθανο να δούµε την ευρωζώνη να προωθεί γρήγορα τις αλλαγές που απαιτούνται ώστε να τις αποτρέψει και είναι πιθανό, µα όχι βέβαιο, πως η ευρωζώνη, παρ’ όλα αυτά, στο τέλος θα επιβιώσει.
Τα επιχειρήµατα της Κασσάνδρας είναι απλά: Πρώτον, η ασφυκτική πολιτική λιτότητας που έχει επιβληθεί όχι µόνο στις πληττόµενες χώρες, µα σε όλη την ευρωζώνη, οδηγεί σε τόσο βαθιά ύφεση, που κάνει τις προσπάθειες δηµοσιονοµικής εξυγίανσης κοινωνικά πολύ πιο επώδυνες, άρα δυσκολότερα ανεκτές, αλλά και τους δηµοσιονοµικούς τους στόχους δυσκολότερο να επιτευχθούν. ∆εύτερον, σε αυτό το υφεσιακό περιβάλλον, ακόµη και αν οι «άτυχοι» της Ευρώπης πετύχουν την περιστολή των ελλειµµάτων τους, το χρέος τους, στο τέλος της αιµατηρής προσπάθειάς τους, δεν θα είναι µικρότερο, αλλά πολύ µεγαλύτερο.
Αρα και η αναδιάρθρωσή του, αναπόφευκτη. Και, τρίτον, ενώ είναι βέβαιο πως οι «αγορές» ετοιµάζουν µια µεγάλη επίθεση που θα θέσει σε δοκιµασία τις τελευταίες ευρωπαϊκές γραµµές άµυνας, δεν είναι διόλου βέβαιο ότι η Ευρώπη θα αντιδράσει έγκαιρα και αποτελεσµατικά.
∆ιαβάζει κανείς τις απαισιόδοξες προφητείες και αναζητά έναν πειστικό, αισιόδοξο αντίλογο. Και δεν τον βρίσκει παρά µόνο στις φωνές εκείνες που καλούν την Ευρώπη να κάνει ένα απότοµο άλµα προς την ενιαία οικονοµική διακυβέρνηση και την ενεργό οικονοµική αλληλεγγύη. Αρχίζοντας µε την έκδοση ευρωοµολόγου. Στις φωνές που ζητούν από τους ευρωπαίους ηγέτες να αντιµετωπίσουν το πρόβληµα του χρέους της περιφέρειας ως συνολικό ευρωπαϊκό πρόβληµα που πρέπει µε κοινή προσπάθεια να λυθεί, κι όχι ως αµαρτία επιµέρους χωρών που πρέπει να τιµωρηθούν. Σε εκείνους που προειδοποιούν, όπως ο Πέτερ Μπόφινγκερ, πως «η χρεοκοπία της Lehman θα µοιάζει µε σταγόνα στον ωκεανό µπροστά στο τι θα συµβεί αν µια χώρα της ευρωζώνης αφεθεί να χρεοκοπήσει». Μόνο που οι φωνές αυτές είναι ακόµη, στην ευρωπαϊκή σκηνή, µειοψηφικές.
Ας ελπίσουµε ότι θα εισακουστούν πριν είναι αργά. Γιατί και η δική µας η τύχη, δεν είναι µυστικό, από την επικράτησή τους κρέµεται. Κι είναι τουλάχιστον παρήγορο που Παπανδρέου και Σαµαράς έδωσαν αυτές τις µέρες ένα σηµάδι πως κατάλαβαν ότι, στο χείλος της αβύσσου όπου βρισκόµαστε, δεν έχουν περιθώριο να καβγαδίζουν για τις απλωµένες κοµµατικές µπουγάδες και ότι η κρίσιµη για τη χώρα µάχη πρέπει να δοθεί, σοβαρά και µε όλες τις δυνάµεις, σε ευρωπαϊκό επίπεδο.