Από την αυτοπεριχαράκωση, στην αυτοϋπονόµευση
Γιάννης Βούλγαρης, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2011-01-29
Θα το πω µε µια σχεδόν παραδοξολογία: είναι το πολιτικό σύστηµα που απαξιώνει το πολιτικό προσωπικό, παρά το αντίστροφο. Θέλω να πω ότι η ποιότητα του κοµµατικού ανταγωνισµού και οι προβληµατικές κοινοβουλευτικές ρυθµίσεις υποβάθµισαν και υποβαθµίζουν συστηµατικά την πολιτική, περισσότερο από όσο οι αποδειγµένες ή εικαζόµενες παραβατικές συµπεριφορές του πολιτικού προσωπικού. Οι πολιτικοί έχουν την ευθύνη για το διαµορφωµένο θεσµικό πλαίσιο, αλλά ταυτόχρονα έχουν εγκλωβιστεί σε αυτό, µε αποτέλεσµα να αυτοδιασύρονται σε περιόδους έξαρσης µιας κοινής γνώµης η οποία «θέλει αίµα», άρα ανθρώπους και όχι θεσµούς. Και οι ίδιοι άλλωστε οι πολιτικοί «αίµα θέλουν», αίµα όµως των κοµµατικών και εσωκοµµατικών αντιπάλων.
Καλή και άγια λοιπόν η πρόθεση «όλα στο φως», αρκεί όµως το φως να είναι της αλήθειας. Οι διαθέσιµοι όµως θεσµοί και οι ακολουθούµενες διαδικασίες έριξαν φως παραµορφωτικό. Αυτό που είδαµε ήταν Εξεταστικές Επιτροπές που «ερεύνησαν» σκάνδαλα τα οποία έχουν παραγραφεί, έραψαν και έκοψαν ονόµατα πιθανών ενόχων, πέταξαν λάσπη σε έναν πρωθυπουργό αναγνωρισµένης εντιµότητας και ιδιαίτερα επιτυχηµένης θητείας όπως ο Κ. Σηµίτης, διέβαλαν µε κοµµατική ή εσωκοµµατική σκοπιµότητα την ίδια την προσπάθεια που έκανε η Ελλάδα να πετύχει µείζονες εθνικούς στόχους µε αιχµή την ένταξη στο ευρώ.
Κοντολογίς, η αυτοκάθαρση έγινε αυτοϋπονόµευση. Μόνο που το παιχνίδι έχει γίνει πια πολύ επικίνδυνο. Η απαξίωση των θεσµών και των πολιτικών δεν µπορεί να ανακοπεί, ικανοποιώντας τις πληβειακές φωνές «βάλτε τους φυλακή». Ο κόσµος έχει θυµώσει και δεν κάνει διακρίσεις. Το πολιτικό σύστηµα και οι συµπεριφορές των κοµµάτων έχουν µείνει απελπιστικά ίδια, ενώ η εθνική κρίση έχει αλλάξει τα δεδοµένα και έχει πολλαπλασιάσει τους αστάθµητους παράγοντες. Μέσα από την κρίση πρέπει να αναδυθεί ένα ανανεωµένο πολιτικό σύστηµα µε βαθιές αλλαγές νοοτροπίας και πρακτικών, προκειµένου να διευθύνει µια κρίσιµη για το έθνος δεκαετία που µόλις έχει αρχίσει. Η Ελλάδα δεν µπορεί να προχωρά προσαρµοζόµενη παθητικά στους εξωτερικούς περιορισµούς. Χρειάζεται ένα φερέγγυο πολιτικό σύστηµα για να αντιδράσει ενεργητικά και να δηµιουργήσει ευκαιρίες µέσα από την κρίση.
Είναί ΑΝΑΓΚΗ λοιπόν να εστιάσουµε στους αλλεπάλληλους φαύλους κύκλους στους οποίους έχει εµπλακεί το πολιτικό σύστηµα, αρχίζοντας από τις παραµορφώσεις που έχει προκαλέσει τις τελευταίες δεκαετίες αυτό το πλέγµα γενικευµένης διαφθοράς, σκανδαλολογίας, επικοινωνιακών ηθικολογικών εκστρατειών και πραγµατικών πολιτικών σκανδάλων. Ξέρουµε ότι η διαφθορά είναι σύνθετο φαινόµενο, µε ιστορικές ρίζες και δοµικές αιτίες, τα τελευταία µάλιστα χρόνια απασχολεί χώρες πολύ πιο τίµιες από εµάς. Στην Ελλάδα επιδεινώθηκε, σύµφωνα µε τους δείκτες της International Transparency (από την 36η θέση το 1999 βρεθήκαµε στην 76η το 2010), και οπωσδήποτε έχει προσλάβει «συστηµικό» χαρακτήρα. Το διαπιστώσαµε από τα αλλεπάλληλα κρούσµατα µε πρωταγωνιστές δηµοσιογράφους, δικαστές, ιερωµένους, δηµόσιους υπάλληλους, γιατρούς κ.λπ. Πριν µιλήσουµε για τη συµβολή του πολιτικού συστήµατος στη δηµιουργία αυτής της κατάστασης, θα πρέπει να επισηµάνουµε την εξαιρετικά αρνητική επίδραση που έχει η σκανδαλολογία και οι ατελέσφορες «καθαρτήριες» τελετές στην ποιότητα της κοµµατικής πολιτικής. Πράγµατι, η κοινή εµπειρία της διαφθοράς και η συνωµοσιολογική κουλτούρα της κοινωνίας έχουν προσφέρει ένα εύκολο αλλά αυτοπαγιδευτικό πεδίο άσκησης αντιπολιτευτικής πολιτικής. Καταγγέλλω την «κυβέρνηση των κλεφτών» για να γίνω εγώ µοιραία η επόµενη «κυβέρνηση των κλεφτών». Εχουµε δει επανειληµµένα το έργο γιατί κόβει εισιτήρια και το πιθανότερο είναι να το ξαναδούµε. Η ευκολία όµως πληρώνεται. Το έγραψε ωραία ο Παύλος Τσίµας: «Η πολιτική σκηνή παράγει περισσότερα σκάνδαλα από όσα µπορεί να καταναλώσει. Οι βροντερές καταγγελίες έγιναν το υποκατάστατο της πραγµατικής, προγραµµατικής πολιτικής και οι ηθικές εκστρατείες έγιναν το υποκατάστατο του προγραµµατικού λόγου» («ΤΑ ΝΕΑ», 22-23/1/2011). Το βλέπουµε µπροστά µας, καθώς εξαιτίας της κρίσης του χρέους αλλάζει το καθεστώς στις αστικές συγκοινωνίες, στην υγεία, στο ασφαλιστικό, στη δηµόσια διοίκηση, δηλαδή σε νευραλγικούς για την ευηµερία µας τοµείς. Κανονικά αυτή η υποχρεωτική αναδιάρθρωση θα έπρεπε να ενταχθεί σε γενικότερες µεταρρυθµιστικές πολιτικές.
Θα ήταν µάλιστα µεταρρυθµίσεις τις οποίες θα αποφάσιζαν η ελληνική Πολιτεία και κοινωνία, όχι οι «ξένοι» και το «Μνηµόνιο» όπως διαµαρτυρόµαστε. Τίποτα όµως από αυτά δεν αναµένεται να γίνει. Ενας από τους λόγους είναι ότι τα κόµµατα δεν ήταν έτοιµα, δεν έχουν άποψη, ούτε πρόγραµµα, ούτε συνοχή, ούτε βούληση να επιτελέσουν αυτά που είναι η ουσία της κυβερνητικής και πολιτικής δράσης. Εχουν ειδικούς, αλλά δεν έχουν πολιτική. Η κυβερνητική αποτελεσµατικότητα επαφίεται στην ικανότητα και το θάρρος του κάθε υπουργού, µέσα όµως σε ένα κλίµα που ευνοεί την ευθυνοφοβία και τις συνεχείς καθυστερήσεις των µεταρρυθµίσεων, γιατί µεταξύ άλλων ο καθένας µπορεί να γίνει στόχος της επόµενης «καθαρτήριας εκστρατείας». Ετσι σχηµατίζεται ο πρώτος φαύλος κύκλος: κοινοτοπία της διαφθοράς - αέναη σκανδαλολογία - ελλειµµατική προγραµµατική προετοιµασία των κοµµάτων - κυβερνητική και διοικητική αναποτελεσµατικότητα.
ΠΕΡΝΩΝΤΑς από τη σκανδαλολογία στα σκάνδαλα, διαπιστώσαµε και πάλι ότι το θεσµικό σύστηµα που διαθέτουµε για να «ρίξουµε φως» συσκοτίζει παρά φωτίζει. Γιατί έχει παγιδευτεί σε έναν επιπλέον φαύλο κύκλο: αυτοπροστασία - αυτοπεριχαράκωση - αυτοϋπονόµευση. Η επιθυµία «αυτοπροστασίας» των κοµµάτων και των βουλευτών πήγασε από την οδυνηρή ιστορική εµπειρία των πολιτικών παρεµβάσεων εξωκοινοβουλευτικών κέντρων εξουσίας, της αφερεγγυότητας της µετεµφυλιακής ∆ικαιοσύνης και στην περίπτωση της κοµµουνιστικής Αριστεράς, των πολιτικών διώξεων. Αλλά η εκτός εποχής διαιώνιση του παρελθόντος έχει καταλήξει στο ανάποδο αποτέλεσµα.
Η αυτοπροστασία εξελίχτηκε σε αυτοπεριχαράκωση και στην καθιέρωση ενός πολιτικο-κοµµατικού κλειστού κυκλώµατος χωρίς επαρκείς εξωτερικούς ελέγχους και αντίβαρα. Με τον χρόνο, όπως ήταν φυσικό, επικράτησαν «συντονισµένες πρακτικές» µεταξύ όλων των κοµµάτων, σαν εκείνες που συναντάµε στα καρτέλ της αγοράς. Κοντολογίς, Γιάννης κερνά και Γιάννης πίνει. ∆ιαµορφώθηκε έτσι άλλο ένα θεσµικό φυτώριο διαφθοράς και απαξίωσης της πολιτικής. Ουσιαστικά, το σύστηµα έχει ένα µόνο σηµείο ελέγχου: τις εκλογές ανά τετραετία. Οταν όµως οι κοµµατικές προτιµήσεις έχουν σε µεγάλο βαθµό παγιωθεί, όπως εξακολουθεί να συµβαίνει στην Ελλάδα, η νοµιµοποίηση του πολιτικού συστήµατος µέσω της ύψιστης εκδήλωσης της λαϊκής κυριαρχίας, των εκλογών, είναι ένας ανεπαρκής µηχανισµός ελέγχου, καθόσον πολύ γενικός. Προ του µείζονος, που είναι η επικράτηση της παράταξής τους, οι πολίτες υποχρεώνονται να καταπιούν το «έλασσον», εν προκειµένω τις προβληµατικές συµπεριφορές κοµµάτων και στελεχών. Χαρακτηριστικές θεσµικές ρυθµίσεις και πρακτικές που διαµορφώνουν το κλειστό κύκλωµα και τις «συντονισµένες πρακτικές» των κοµµάτων είναι οι τρόποι χρηµατοδότησής τους, η σιδηρά προστασία των υπουργών από τις ευθύνες τους και η de facto ασυλία των βουλευτών ακόµα και για κοινά ποινικά αδικήµατα. οί ςχΕτίΚΕς θεσµικές µεταρρυθµίσεις που εξήγγειλε ο Πρωθυπουργός (νέο νόµο χρηµατοδότησης, αλλαγή εκλογικού νόµου µε κριτήριο µεταξύ άλλων τη µείωση του κόστους της πολιτικής) θα πρέπει να αξιολογηθούν υπό το πρίσµα ακριβώς του ανοίγµατος του πολιτικού συστήµατος σε εξωτερικούς ελέγχους και λογοδοσίες. Είναι η µόνη κατεύθυνση που θα προστατέψει το πολιτικό σύστηµα και το πολιτικό προσωπικό από την αυτοϋπονόµευση που προκαλεί η µικροκοµµατική πρακτική των εξεταστικών, προανακριτικών και άλλων επιτροπών.
Καλή και άγια λοιπόν η πρόθεση «όλα στο φως», αρκεί όµως το φως να είναι της αλήθειας. Οι διαθέσιµοι όµως θεσµοί και οι ακολουθούµενες διαδικασίες έριξαν φως παραµορφωτικό. Αυτό που είδαµε ήταν Εξεταστικές Επιτροπές που «ερεύνησαν» σκάνδαλα τα οποία έχουν παραγραφεί, έραψαν και έκοψαν ονόµατα πιθανών ενόχων, πέταξαν λάσπη σε έναν πρωθυπουργό αναγνωρισµένης εντιµότητας και ιδιαίτερα επιτυχηµένης θητείας όπως ο Κ. Σηµίτης, διέβαλαν µε κοµµατική ή εσωκοµµατική σκοπιµότητα την ίδια την προσπάθεια που έκανε η Ελλάδα να πετύχει µείζονες εθνικούς στόχους µε αιχµή την ένταξη στο ευρώ.
Κοντολογίς, η αυτοκάθαρση έγινε αυτοϋπονόµευση. Μόνο που το παιχνίδι έχει γίνει πια πολύ επικίνδυνο. Η απαξίωση των θεσµών και των πολιτικών δεν µπορεί να ανακοπεί, ικανοποιώντας τις πληβειακές φωνές «βάλτε τους φυλακή». Ο κόσµος έχει θυµώσει και δεν κάνει διακρίσεις. Το πολιτικό σύστηµα και οι συµπεριφορές των κοµµάτων έχουν µείνει απελπιστικά ίδια, ενώ η εθνική κρίση έχει αλλάξει τα δεδοµένα και έχει πολλαπλασιάσει τους αστάθµητους παράγοντες. Μέσα από την κρίση πρέπει να αναδυθεί ένα ανανεωµένο πολιτικό σύστηµα µε βαθιές αλλαγές νοοτροπίας και πρακτικών, προκειµένου να διευθύνει µια κρίσιµη για το έθνος δεκαετία που µόλις έχει αρχίσει. Η Ελλάδα δεν µπορεί να προχωρά προσαρµοζόµενη παθητικά στους εξωτερικούς περιορισµούς. Χρειάζεται ένα φερέγγυο πολιτικό σύστηµα για να αντιδράσει ενεργητικά και να δηµιουργήσει ευκαιρίες µέσα από την κρίση.
Είναί ΑΝΑΓΚΗ λοιπόν να εστιάσουµε στους αλλεπάλληλους φαύλους κύκλους στους οποίους έχει εµπλακεί το πολιτικό σύστηµα, αρχίζοντας από τις παραµορφώσεις που έχει προκαλέσει τις τελευταίες δεκαετίες αυτό το πλέγµα γενικευµένης διαφθοράς, σκανδαλολογίας, επικοινωνιακών ηθικολογικών εκστρατειών και πραγµατικών πολιτικών σκανδάλων. Ξέρουµε ότι η διαφθορά είναι σύνθετο φαινόµενο, µε ιστορικές ρίζες και δοµικές αιτίες, τα τελευταία µάλιστα χρόνια απασχολεί χώρες πολύ πιο τίµιες από εµάς. Στην Ελλάδα επιδεινώθηκε, σύµφωνα µε τους δείκτες της International Transparency (από την 36η θέση το 1999 βρεθήκαµε στην 76η το 2010), και οπωσδήποτε έχει προσλάβει «συστηµικό» χαρακτήρα. Το διαπιστώσαµε από τα αλλεπάλληλα κρούσµατα µε πρωταγωνιστές δηµοσιογράφους, δικαστές, ιερωµένους, δηµόσιους υπάλληλους, γιατρούς κ.λπ. Πριν µιλήσουµε για τη συµβολή του πολιτικού συστήµατος στη δηµιουργία αυτής της κατάστασης, θα πρέπει να επισηµάνουµε την εξαιρετικά αρνητική επίδραση που έχει η σκανδαλολογία και οι ατελέσφορες «καθαρτήριες» τελετές στην ποιότητα της κοµµατικής πολιτικής. Πράγµατι, η κοινή εµπειρία της διαφθοράς και η συνωµοσιολογική κουλτούρα της κοινωνίας έχουν προσφέρει ένα εύκολο αλλά αυτοπαγιδευτικό πεδίο άσκησης αντιπολιτευτικής πολιτικής. Καταγγέλλω την «κυβέρνηση των κλεφτών» για να γίνω εγώ µοιραία η επόµενη «κυβέρνηση των κλεφτών». Εχουµε δει επανειληµµένα το έργο γιατί κόβει εισιτήρια και το πιθανότερο είναι να το ξαναδούµε. Η ευκολία όµως πληρώνεται. Το έγραψε ωραία ο Παύλος Τσίµας: «Η πολιτική σκηνή παράγει περισσότερα σκάνδαλα από όσα µπορεί να καταναλώσει. Οι βροντερές καταγγελίες έγιναν το υποκατάστατο της πραγµατικής, προγραµµατικής πολιτικής και οι ηθικές εκστρατείες έγιναν το υποκατάστατο του προγραµµατικού λόγου» («ΤΑ ΝΕΑ», 22-23/1/2011). Το βλέπουµε µπροστά µας, καθώς εξαιτίας της κρίσης του χρέους αλλάζει το καθεστώς στις αστικές συγκοινωνίες, στην υγεία, στο ασφαλιστικό, στη δηµόσια διοίκηση, δηλαδή σε νευραλγικούς για την ευηµερία µας τοµείς. Κανονικά αυτή η υποχρεωτική αναδιάρθρωση θα έπρεπε να ενταχθεί σε γενικότερες µεταρρυθµιστικές πολιτικές.
Θα ήταν µάλιστα µεταρρυθµίσεις τις οποίες θα αποφάσιζαν η ελληνική Πολιτεία και κοινωνία, όχι οι «ξένοι» και το «Μνηµόνιο» όπως διαµαρτυρόµαστε. Τίποτα όµως από αυτά δεν αναµένεται να γίνει. Ενας από τους λόγους είναι ότι τα κόµµατα δεν ήταν έτοιµα, δεν έχουν άποψη, ούτε πρόγραµµα, ούτε συνοχή, ούτε βούληση να επιτελέσουν αυτά που είναι η ουσία της κυβερνητικής και πολιτικής δράσης. Εχουν ειδικούς, αλλά δεν έχουν πολιτική. Η κυβερνητική αποτελεσµατικότητα επαφίεται στην ικανότητα και το θάρρος του κάθε υπουργού, µέσα όµως σε ένα κλίµα που ευνοεί την ευθυνοφοβία και τις συνεχείς καθυστερήσεις των µεταρρυθµίσεων, γιατί µεταξύ άλλων ο καθένας µπορεί να γίνει στόχος της επόµενης «καθαρτήριας εκστρατείας». Ετσι σχηµατίζεται ο πρώτος φαύλος κύκλος: κοινοτοπία της διαφθοράς - αέναη σκανδαλολογία - ελλειµµατική προγραµµατική προετοιµασία των κοµµάτων - κυβερνητική και διοικητική αναποτελεσµατικότητα.
ΠΕΡΝΩΝΤΑς από τη σκανδαλολογία στα σκάνδαλα, διαπιστώσαµε και πάλι ότι το θεσµικό σύστηµα που διαθέτουµε για να «ρίξουµε φως» συσκοτίζει παρά φωτίζει. Γιατί έχει παγιδευτεί σε έναν επιπλέον φαύλο κύκλο: αυτοπροστασία - αυτοπεριχαράκωση - αυτοϋπονόµευση. Η επιθυµία «αυτοπροστασίας» των κοµµάτων και των βουλευτών πήγασε από την οδυνηρή ιστορική εµπειρία των πολιτικών παρεµβάσεων εξωκοινοβουλευτικών κέντρων εξουσίας, της αφερεγγυότητας της µετεµφυλιακής ∆ικαιοσύνης και στην περίπτωση της κοµµουνιστικής Αριστεράς, των πολιτικών διώξεων. Αλλά η εκτός εποχής διαιώνιση του παρελθόντος έχει καταλήξει στο ανάποδο αποτέλεσµα.
Η αυτοπροστασία εξελίχτηκε σε αυτοπεριχαράκωση και στην καθιέρωση ενός πολιτικο-κοµµατικού κλειστού κυκλώµατος χωρίς επαρκείς εξωτερικούς ελέγχους και αντίβαρα. Με τον χρόνο, όπως ήταν φυσικό, επικράτησαν «συντονισµένες πρακτικές» µεταξύ όλων των κοµµάτων, σαν εκείνες που συναντάµε στα καρτέλ της αγοράς. Κοντολογίς, Γιάννης κερνά και Γιάννης πίνει. ∆ιαµορφώθηκε έτσι άλλο ένα θεσµικό φυτώριο διαφθοράς και απαξίωσης της πολιτικής. Ουσιαστικά, το σύστηµα έχει ένα µόνο σηµείο ελέγχου: τις εκλογές ανά τετραετία. Οταν όµως οι κοµµατικές προτιµήσεις έχουν σε µεγάλο βαθµό παγιωθεί, όπως εξακολουθεί να συµβαίνει στην Ελλάδα, η νοµιµοποίηση του πολιτικού συστήµατος µέσω της ύψιστης εκδήλωσης της λαϊκής κυριαρχίας, των εκλογών, είναι ένας ανεπαρκής µηχανισµός ελέγχου, καθόσον πολύ γενικός. Προ του µείζονος, που είναι η επικράτηση της παράταξής τους, οι πολίτες υποχρεώνονται να καταπιούν το «έλασσον», εν προκειµένω τις προβληµατικές συµπεριφορές κοµµάτων και στελεχών. Χαρακτηριστικές θεσµικές ρυθµίσεις και πρακτικές που διαµορφώνουν το κλειστό κύκλωµα και τις «συντονισµένες πρακτικές» των κοµµάτων είναι οι τρόποι χρηµατοδότησής τους, η σιδηρά προστασία των υπουργών από τις ευθύνες τους και η de facto ασυλία των βουλευτών ακόµα και για κοινά ποινικά αδικήµατα. οί ςχΕτίΚΕς θεσµικές µεταρρυθµίσεις που εξήγγειλε ο Πρωθυπουργός (νέο νόµο χρηµατοδότησης, αλλαγή εκλογικού νόµου µε κριτήριο µεταξύ άλλων τη µείωση του κόστους της πολιτικής) θα πρέπει να αξιολογηθούν υπό το πρίσµα ακριβώς του ανοίγµατος του πολιτικού συστήµατος σε εξωτερικούς ελέγχους και λογοδοσίες. Είναι η µόνη κατεύθυνση που θα προστατέψει το πολιτικό σύστηµα και το πολιτικό προσωπικό από την αυτοϋπονόµευση που προκαλεί η µικροκοµµατική πρακτική των εξεταστικών, προανακριτικών και άλλων επιτροπών.