Η πολιτική ως κλειστό επάγγελµα
Κρίση αντιπροσώπευσης, δυσπιστία, λαϊκισµός και συντεχνιακό πνεύµα
Γιώργος Σιακαντάρης, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2011-03-11
Είναι κοινή παραδοχή πως από τις αποφάσεις που θα ληφθούν τον Μάρτιο στο πλαίσιο των οργάνων της Ε.Ε. θα κριθούν πολλά για την πορεία και το µέλλον της χώρας αλλά και του πολιτικού µας συστήµατος. Είναι όµως ακόµη πιο εµφανές πως δεν έπρεπε να φθάσουµε εδώ που φθάσαµε για να καταλάβουµε πως το πολιτικό µας σύστηµα έπασχε από την ασθένεια της κρίσης αντιπροσώπευσης. Μια ασθένεια τα συµπτώµατα της οποίας αντανακλώνται σε δύο επίπεδα.
Στο πρώτο επίπεδο, αυτό της λαϊκής αποδοχής του, είναι εµφανής η βαθύτατη δυσπιστία των πολιτών στις αποφάσεις που αυτό λαµβάνει, η αµφισβήτηση της ανιδιοτέλειας αυτών των αποφάσεων, η αµφισβήτηση των δεδοµένων πάνω στα οποία το πολιτικό σύστηµα λαµβάνει τις αποφάσεις του. Η κρίση αξιοπιστίας αντανακλάται στην παθητικότητα των πολιτών και στην αναµονή του µοιραίου. Οι δράσεις του «δεν πληρώνω» και του ξυλοδαρµού των πολιτικών, πέραν από το ότι ενεργοποιούν ελάχιστους, επιβεβαιώνουν την παθητικότητα των πολιτών και όχι την ετοιµότητα συµµετοχής τους στα κοινά.
Ιδιαίτερα επικίνδυνο όµως είναι και το δεύτερο επίπεδο της κρίσης του πολιτικού µας συστήµατος. Αυτό αφορά την αδυναµία χάραξης και εφαρµογής µιας συνεπούς, αταλάντευτης και ανυποχώρητης γραµµής κατά των πολιτικών (κρατισµός, υποτίµηση της γνώσης, λαϊκισµός, ωραιοποίηση των καταστάσεων, αναβολή λήψης κρίσιµων και µε κόστος αποφάσεων, υποταγή στον συντεχνιακό τρόπο συγκρότησης του κοινωνικού) που µας οδήγησαν στο Μνηµόνιο. Τα παραδείγµατα πολλά, οι αντιστάσεις και οι υποχωρήσεις στο ζήτηµα του ανοίγµατος των επαγγελµάτων, οι συνεχείς πιέσεις και υπαναχωρήσεις για τη δόµηση στα συστήµατα Νatura στο όνοµα µάλιστα της προάσπισης της δήθεν µικροϊδιοκτησίας, οι ανακολουθίες όσον αφορά τη συγχώνευση και την αναδιοργάνωση του δηµόσιου τοµέα, οι καθηµερινές υπόγειες συναλλαγές µε τα συντεχνιακά συµφέροντα, οι µικροσυµβιβασµοί µε εθνικιστικές φωνές (υπόθεση ∆ραγώνα) κ.λπ. Σ’ όλα αυτά πρέπει να προσθέσουµε το παράδειγµα µιας αντιπολίτευσης – µείζονος και ελάσσονος –, µε εξαίρεση ίσως τη ∆ηµοκρατική Αριστερά, η οποία ασκεί ισοπεδωτική και βαθύτατα λαϊκίστικη κριτική.
Το µεγαλύτερο όµως πρόβληµα, όσο και να ακούγεται παράλογο, δεν είναι όλα αυτά που µέχρι εδώ περιέγραψα. Το µεγαλύτερο πρόβληµα βρίσκεται στις προτεινόµενες λύσεις για υπέρβαση της κρίσης του πολιτικού συστήµατος. Ενα βαθύτατα συντηρητικό ρεύµα που πολλές φορές επικαλείται και την αυθεντία του επιτυχηµένου επιστήµονα, τεχνοκράτη, συγγραφέα, επιχειρηµατία, ισοπεδώνει τα πάντα και καταδικάζει όχι συγκεκριµένες πρακτικές και πολιτικές ή πολιτικούς, αλλά την ίδια την πολιτική. Στα διάφορα µπλογκ, στα κανάλια, στις δηµόσιες συζητήσεις παρουσιάζονται διάφοροι αυτόκλητοι σωτήρες που στο όνοµα της κρίσης µηδενίζουν όλες τις πολιτικές περιόδους της µεταπολιτευτικής περιόδου – καθόλου όµως τυχαία εξαιρούν την περίοδο 1974-1980, ίσως αν µπορούσαν θα το έκαναν και για την περίοδο 1967-1974.
Αυτοί λοιπόν οι συντηρητικοί σωτήρες στο όνοµα της καταπολέµησης του λαϊκισµού καταφεύγουν σε λαϊκίστικες κραυγές που χαϊδεύουν τα αυτιά ενός κοινού εθισµένου στιςσειρήνες του δηµοσιογραφικού αυτι(α)σµού, ζητώντας την παραποµπή όλων των πολιτικών στη φυλακή, την αυτοκατάργηση – όχι µέσω εκλογών– των µεγάλων και των µικρότερωνκοµµάτων, τη µε διάταγµα κατάργηση της διάκρισης Αριστεράς - ∆εξιάς, την κατάργηση και όχι την αναδιάρθρωση του δηµόσιουτοµέα ως του εντεταλµένου τοµέα να αίρει τις ανισότητες που παράγει οιδιωτικός. Σε τελική ανάλυση, η προτεινόµενηλύση είναι η κατάργηση της πολιτικήςστο όνοµα τωνδήθεν τεχνοκρατικών λύσεων.
Σ’ αυτή τη χώρα κινούµαστε σε τεντωµένο σχοινί, στη µια άκρη του οποίου βρίσκεται η υποβάθµιση τηςγνώσης και της διοικητικο-τεχνοκρατικής επάρκειας και στην άλλη η κατάργηση του πολιτικού ως χώρου που τα επιµέρουςσυµφέροντα απο κτούν καθολικό χαρακτήρα, χάνοντας όµως τµήµα της µερικότητάς τους. Ο συνδυασµός της πολιτικής τόλµηςµε την τεχνοκρατική επάρκεια µάς είναι άγνωστο, εξωτικό φρούτο.
Αυτή η δήθεν τεχνοκρατική, αλλά κατ’ ουσία βαθύτατα συντηρητική και απολίτικη αµφισβήτηση της πολιτικής είναι πολύ επικίνδυνη. Γιατί κρύβει το δάσος, το οποίο είναι πως αυτό που χρειάζεται η χώρα δεν είναι η κατάργηση της πολιτικής, αλλά η µετατροπή της από κλειστό επάγγελµα, κλειστό προς νέες ιδέες και ανθρώπους, σε δράση ανοικτή στη συµµετοχή όλων.
Στο πρώτο επίπεδο, αυτό της λαϊκής αποδοχής του, είναι εµφανής η βαθύτατη δυσπιστία των πολιτών στις αποφάσεις που αυτό λαµβάνει, η αµφισβήτηση της ανιδιοτέλειας αυτών των αποφάσεων, η αµφισβήτηση των δεδοµένων πάνω στα οποία το πολιτικό σύστηµα λαµβάνει τις αποφάσεις του. Η κρίση αξιοπιστίας αντανακλάται στην παθητικότητα των πολιτών και στην αναµονή του µοιραίου. Οι δράσεις του «δεν πληρώνω» και του ξυλοδαρµού των πολιτικών, πέραν από το ότι ενεργοποιούν ελάχιστους, επιβεβαιώνουν την παθητικότητα των πολιτών και όχι την ετοιµότητα συµµετοχής τους στα κοινά.
Ιδιαίτερα επικίνδυνο όµως είναι και το δεύτερο επίπεδο της κρίσης του πολιτικού µας συστήµατος. Αυτό αφορά την αδυναµία χάραξης και εφαρµογής µιας συνεπούς, αταλάντευτης και ανυποχώρητης γραµµής κατά των πολιτικών (κρατισµός, υποτίµηση της γνώσης, λαϊκισµός, ωραιοποίηση των καταστάσεων, αναβολή λήψης κρίσιµων και µε κόστος αποφάσεων, υποταγή στον συντεχνιακό τρόπο συγκρότησης του κοινωνικού) που µας οδήγησαν στο Μνηµόνιο. Τα παραδείγµατα πολλά, οι αντιστάσεις και οι υποχωρήσεις στο ζήτηµα του ανοίγµατος των επαγγελµάτων, οι συνεχείς πιέσεις και υπαναχωρήσεις για τη δόµηση στα συστήµατα Νatura στο όνοµα µάλιστα της προάσπισης της δήθεν µικροϊδιοκτησίας, οι ανακολουθίες όσον αφορά τη συγχώνευση και την αναδιοργάνωση του δηµόσιου τοµέα, οι καθηµερινές υπόγειες συναλλαγές µε τα συντεχνιακά συµφέροντα, οι µικροσυµβιβασµοί µε εθνικιστικές φωνές (υπόθεση ∆ραγώνα) κ.λπ. Σ’ όλα αυτά πρέπει να προσθέσουµε το παράδειγµα µιας αντιπολίτευσης – µείζονος και ελάσσονος –, µε εξαίρεση ίσως τη ∆ηµοκρατική Αριστερά, η οποία ασκεί ισοπεδωτική και βαθύτατα λαϊκίστικη κριτική.
Το µεγαλύτερο όµως πρόβληµα, όσο και να ακούγεται παράλογο, δεν είναι όλα αυτά που µέχρι εδώ περιέγραψα. Το µεγαλύτερο πρόβληµα βρίσκεται στις προτεινόµενες λύσεις για υπέρβαση της κρίσης του πολιτικού συστήµατος. Ενα βαθύτατα συντηρητικό ρεύµα που πολλές φορές επικαλείται και την αυθεντία του επιτυχηµένου επιστήµονα, τεχνοκράτη, συγγραφέα, επιχειρηµατία, ισοπεδώνει τα πάντα και καταδικάζει όχι συγκεκριµένες πρακτικές και πολιτικές ή πολιτικούς, αλλά την ίδια την πολιτική. Στα διάφορα µπλογκ, στα κανάλια, στις δηµόσιες συζητήσεις παρουσιάζονται διάφοροι αυτόκλητοι σωτήρες που στο όνοµα της κρίσης µηδενίζουν όλες τις πολιτικές περιόδους της µεταπολιτευτικής περιόδου – καθόλου όµως τυχαία εξαιρούν την περίοδο 1974-1980, ίσως αν µπορούσαν θα το έκαναν και για την περίοδο 1967-1974.
Αυτοί λοιπόν οι συντηρητικοί σωτήρες στο όνοµα της καταπολέµησης του λαϊκισµού καταφεύγουν σε λαϊκίστικες κραυγές που χαϊδεύουν τα αυτιά ενός κοινού εθισµένου στιςσειρήνες του δηµοσιογραφικού αυτι(α)σµού, ζητώντας την παραποµπή όλων των πολιτικών στη φυλακή, την αυτοκατάργηση – όχι µέσω εκλογών– των µεγάλων και των µικρότερωνκοµµάτων, τη µε διάταγµα κατάργηση της διάκρισης Αριστεράς - ∆εξιάς, την κατάργηση και όχι την αναδιάρθρωση του δηµόσιουτοµέα ως του εντεταλµένου τοµέα να αίρει τις ανισότητες που παράγει οιδιωτικός. Σε τελική ανάλυση, η προτεινόµενηλύση είναι η κατάργηση της πολιτικήςστο όνοµα τωνδήθεν τεχνοκρατικών λύσεων.
Σ’ αυτή τη χώρα κινούµαστε σε τεντωµένο σχοινί, στη µια άκρη του οποίου βρίσκεται η υποβάθµιση τηςγνώσης και της διοικητικο-τεχνοκρατικής επάρκειας και στην άλλη η κατάργηση του πολιτικού ως χώρου που τα επιµέρουςσυµφέροντα απο κτούν καθολικό χαρακτήρα, χάνοντας όµως τµήµα της µερικότητάς τους. Ο συνδυασµός της πολιτικής τόλµηςµε την τεχνοκρατική επάρκεια µάς είναι άγνωστο, εξωτικό φρούτο.
Αυτή η δήθεν τεχνοκρατική, αλλά κατ’ ουσία βαθύτατα συντηρητική και απολίτικη αµφισβήτηση της πολιτικής είναι πολύ επικίνδυνη. Γιατί κρύβει το δάσος, το οποίο είναι πως αυτό που χρειάζεται η χώρα δεν είναι η κατάργηση της πολιτικής, αλλά η µετατροπή της από κλειστό επάγγελµα, κλειστό προς νέες ιδέες και ανθρώπους, σε δράση ανοικτή στη συµµετοχή όλων.