Μια, δυο, τρεις, πολλές Κερατέες
Γιώργος Σιακαντάρης, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2011-04-27
Οσοι νόµιζαν πως το κίνηµα της ανυπακοής θα περιοριζόταν µόνο στο Μετρό, στα διόδια, στην Κερατέα, µάλλον πρέπει να ήταν υπερβολικά αισιόδοξοι ή αφελείς. ∆εύτερη µέρα του Πάσχα και ανήµερα του Αγίου Γεωργίου, οι οπαδοί του Πανιωνίου δεν χορεύουν, δεν τρώνε, δεν γλεντούν. Κλείνουν τη Συγγρού και µαζεύονται έξω από τη Βουλή διαµαρτυρόµενοι γιατί µια απόφαση του Πρωτοβάθµιου Οργάνου της ΕΠΟ αποκλείει την οµάδα τους από τη συµµετοχή της στο πρωτάθληµα. Χθες για τον ίδιο λόγο µαζεύτηκαν έξω από τον Λευκό Πύργο οι οπαδοί του Ηρακλή. Πέρυσι και παλαιότερα οπαδοί του Ηρακλή, της Λάρισας, οµάδων Β’ Εθνικής, έκλειναν τους δρόµους. Αίτηµα να µην ισχύσει ο νόµος, διότι τα χρέη τους πρέπει να τα πληρώσει το ∆ηµόσιο και όχι οι ιδιοκτήτες τους που δεν έκαναν σωστό κουµάντο, επιπλέον διότι οι οµάδες τους είναι ιστορικές και για τις παρανοµίες τους αθωώνονται όχι λόγω προτέρου εντίµου βίου αλλά λόγω της πλούσιας ιστορίας τους – και ακόµα, επειδή πάντα κάποιοι άλλοι φταίνε.
Το ποδόσφαιρο στη σηµερινή ελληνική πραγµατικότητα είναι το πιο ανάγλυφο παράδειγµα του πνεύµατος της ανοµίας και της ατιµωρησίας που κυριαρχεί στην ελληνική κοινωνία.
Κι όµως. Το ποδόσφαιρο είναι κάτι πολύ βαθύτερο από απλό παιχνίδι ή από µια επιχειρηµατική δραστηριότητα. Αν και έχει µεσαιωνικές καταβολές, η ανάδειξή του ως δηµοφιλέστερου οµαδικού αθλήµατος συνδέεται µε τη βιοµηχανική επανάσταση, τον εξαστισµό των αγροτικών κοινωνιών, την ανάδειξη της αστικής τάξης και του µεγάλου αντιπάλου της, του προλεταριάτου, και γενικότερα την είσοδο των µαζών στην κεντρική πολιτική και κοινωνική σκηνή.
Τα οµαδικά αθλήµατα, κυρίως το ποδόσφαιρο, σε αντίθεση µε τα ατοµικά της αρχαιότητας, συνάδουν µε τον µοντερνισµό, που συνδυάζει την ανάδειξη της αυτοτέλειας και αυτονοµίας του ατόµου σε συνδυασµό µε τη µέγιστη αποτελεσµατικότητα που προκύπτει, όταν αυτή η αυτόνοµη προσωπικότητα εντάσσεται πλήρως σε ισχυρές συλλογικότητες.
Ο Αγιαξ της δεκαετίας του 1970, η Λίβερπουλ του 1980 και η σηµερινή Μπαρτσελόνα αποτελούν ζωντανά παραδείγµατα ενός πλήρως οργανωµένου µε αυτοµατισµούς συνόλου, που αποτελείται από ελεύθερες ατοµικότητες. Ενός συλλογικού αυτοµατισµού, ο οποίος ολοκληρώνεται από ελεύθερες και ισχυρές ατοµικές παρουσίες, οι οποίες έχουν συνείδηση της ιδιαιτερότητάς τους. Ποδοσφαιρικές διάνοιες όπως οι Πελέ, Κρόιφ, Νταλγκλίς, Μέσι αποτυπώνουν τον κανόνα της επιτυχίας των νεωτερικών κοινωνιών. Κανόνας που δηλοί πως µόνο η αυτοτελής ατοµικότητα µέσα από το σχέδιο, τον προγραµµατισµό και την εργασία µπορεί να αποτελέσει το θεµέλιο της ολοκληρωµένης συλλογικότητας. Στην ένσταση για την κατανόηση του ποδοσφαίρου ως αθλήµατος υψηλού ορθολογισµού και την απουσία συναισθήµατος, απαντώ πως το µεγαλύτερο πάθος υπάρχει εκεί που αναπτύσσεται πλήρως η λογική. Ο συνδυασµός λογικής και πάθους µετατρέπει τον τρόπο που αγωνίζεται η Μπάρτσα, π.χ., σε αισθητικό γεγονός. Ποια όµως είναι η θέση του ποδοσφαίρου στο πλαίσιο της ελληνικής πραγµατικότητας; Ακόµη και αν δεχτούµε πως το ποδόσφαιρο είναι ο καθρέφτης των κοινωνιών, στην Ελλάδα είναι ο παραµορφωτικός καθρέφτης της. Το αυτονόητο της ανοµίας και η βία που µαστίζουν τα ελληνικά γήπεδα αποτελούν την κορυφή ενός παγόβουνου, το οποίο δεν έχει καµία σχέση µε το ποδόσφαιρο ως λαϊκή συλλογική έκφραση. Η είσοδος νεόπλουτων και αγράµµατων παραγόντων στο ποδόσφαιρο, οι παράγκες πότε του ενός και πότε του άλλου, οι πολλές και φανατικές αθλητικές εφηµερίδες, η ακατάπαυστη ηθικολογία – µε εντελώς αντίθετα αποτελέσµατα – των δήθεν ουδέτερων δηµοσιογράφων δεν αρκούν για να εξηγήσουν τους λόγους για τους οποίους η βία, η υπόνοια για στηµένους αγώνες, το µίσος για τον άλλον κυριαρχούν στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Προσωπικώς, ως οπαδός του Ολυµπιακού, µόνιµος θαµώνας στο Καραϊσκάκη, ήλπιζα ότι δεν θα ξαναζήσω την ντροπή των γεγονότων της Ριζούπολης (σ.σ.: το 2003 ο Παναθηναϊκός ηττήθηκε 3-0 από τον Ολυµπιακό σε ένα κλίµα βίαιων επεισοδίων εναντίον των παικτών του ηττηµένου), ήλπιζα επίσης πως το χειροκρότηµα προς τον Νίνη στο προαναφερθέν γήπεδο το 2007 θα είχε συνέχεια. Αντίθετα είδα τα ίδια και χειρότερα, µάλιστα η βία των χούλιγκαν επεκτάθηκε και στον χώρο του θεάτρου. Είδα πολυπράγµονες αθλητές (λαϊκιστές του ποδοσφαίρου, λέγε µε Σισέ) να χαρακτηρίζουν όλους τους φιλάθλους µιας οµάδας βάρβαρους και ρατσιστές και ταυτοχρόνως να χειροκροτούν τους δικούς τους βάρβαρους και ρατσιστές.
Είδα παράγοντες που δήθεν διδάσκουν ήθος να παραδίδουν µαθήµατα σεξισµού και ρατσισµού. Είδα διαιτητές να κλέβουν από τους φιλάθλους τη χαρά της καθαρής νίκης και να τους δίνουν µια κάλπικη, αµαυρώνοντας έτσι και τις πεντακάθαρες νίκες.
Στο βάθος όµως είδα να κυριαρχεί εκείνο το µοντέλο οικονοµίας και συµπεριφοράς που χαρακτηρίζει στο σύνολό της την κρίση της ελληνικής κοινωνίας. Εκείνο το µοντέλο που επικροτεί την άνευ κανόνων και νόµων επικράτηση, την µε κάθε µέσο κυριαρχία, την υποκρισία όσων σήµερα αδικούνται και µέχρι χθες διηύθυναν την αδικία.
Μήπως χρειάζεται και εδώ ένα Μνηµόνιο;
Το ποδόσφαιρο στη σηµερινή ελληνική πραγµατικότητα είναι το πιο ανάγλυφο παράδειγµα του πνεύµατος της ανοµίας και της ατιµωρησίας που κυριαρχεί στην ελληνική κοινωνία.
Κι όµως. Το ποδόσφαιρο είναι κάτι πολύ βαθύτερο από απλό παιχνίδι ή από µια επιχειρηµατική δραστηριότητα. Αν και έχει µεσαιωνικές καταβολές, η ανάδειξή του ως δηµοφιλέστερου οµαδικού αθλήµατος συνδέεται µε τη βιοµηχανική επανάσταση, τον εξαστισµό των αγροτικών κοινωνιών, την ανάδειξη της αστικής τάξης και του µεγάλου αντιπάλου της, του προλεταριάτου, και γενικότερα την είσοδο των µαζών στην κεντρική πολιτική και κοινωνική σκηνή.
Τα οµαδικά αθλήµατα, κυρίως το ποδόσφαιρο, σε αντίθεση µε τα ατοµικά της αρχαιότητας, συνάδουν µε τον µοντερνισµό, που συνδυάζει την ανάδειξη της αυτοτέλειας και αυτονοµίας του ατόµου σε συνδυασµό µε τη µέγιστη αποτελεσµατικότητα που προκύπτει, όταν αυτή η αυτόνοµη προσωπικότητα εντάσσεται πλήρως σε ισχυρές συλλογικότητες.
Ο Αγιαξ της δεκαετίας του 1970, η Λίβερπουλ του 1980 και η σηµερινή Μπαρτσελόνα αποτελούν ζωντανά παραδείγµατα ενός πλήρως οργανωµένου µε αυτοµατισµούς συνόλου, που αποτελείται από ελεύθερες ατοµικότητες. Ενός συλλογικού αυτοµατισµού, ο οποίος ολοκληρώνεται από ελεύθερες και ισχυρές ατοµικές παρουσίες, οι οποίες έχουν συνείδηση της ιδιαιτερότητάς τους. Ποδοσφαιρικές διάνοιες όπως οι Πελέ, Κρόιφ, Νταλγκλίς, Μέσι αποτυπώνουν τον κανόνα της επιτυχίας των νεωτερικών κοινωνιών. Κανόνας που δηλοί πως µόνο η αυτοτελής ατοµικότητα µέσα από το σχέδιο, τον προγραµµατισµό και την εργασία µπορεί να αποτελέσει το θεµέλιο της ολοκληρωµένης συλλογικότητας. Στην ένσταση για την κατανόηση του ποδοσφαίρου ως αθλήµατος υψηλού ορθολογισµού και την απουσία συναισθήµατος, απαντώ πως το µεγαλύτερο πάθος υπάρχει εκεί που αναπτύσσεται πλήρως η λογική. Ο συνδυασµός λογικής και πάθους µετατρέπει τον τρόπο που αγωνίζεται η Μπάρτσα, π.χ., σε αισθητικό γεγονός. Ποια όµως είναι η θέση του ποδοσφαίρου στο πλαίσιο της ελληνικής πραγµατικότητας; Ακόµη και αν δεχτούµε πως το ποδόσφαιρο είναι ο καθρέφτης των κοινωνιών, στην Ελλάδα είναι ο παραµορφωτικός καθρέφτης της. Το αυτονόητο της ανοµίας και η βία που µαστίζουν τα ελληνικά γήπεδα αποτελούν την κορυφή ενός παγόβουνου, το οποίο δεν έχει καµία σχέση µε το ποδόσφαιρο ως λαϊκή συλλογική έκφραση. Η είσοδος νεόπλουτων και αγράµµατων παραγόντων στο ποδόσφαιρο, οι παράγκες πότε του ενός και πότε του άλλου, οι πολλές και φανατικές αθλητικές εφηµερίδες, η ακατάπαυστη ηθικολογία – µε εντελώς αντίθετα αποτελέσµατα – των δήθεν ουδέτερων δηµοσιογράφων δεν αρκούν για να εξηγήσουν τους λόγους για τους οποίους η βία, η υπόνοια για στηµένους αγώνες, το µίσος για τον άλλον κυριαρχούν στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Προσωπικώς, ως οπαδός του Ολυµπιακού, µόνιµος θαµώνας στο Καραϊσκάκη, ήλπιζα ότι δεν θα ξαναζήσω την ντροπή των γεγονότων της Ριζούπολης (σ.σ.: το 2003 ο Παναθηναϊκός ηττήθηκε 3-0 από τον Ολυµπιακό σε ένα κλίµα βίαιων επεισοδίων εναντίον των παικτών του ηττηµένου), ήλπιζα επίσης πως το χειροκρότηµα προς τον Νίνη στο προαναφερθέν γήπεδο το 2007 θα είχε συνέχεια. Αντίθετα είδα τα ίδια και χειρότερα, µάλιστα η βία των χούλιγκαν επεκτάθηκε και στον χώρο του θεάτρου. Είδα πολυπράγµονες αθλητές (λαϊκιστές του ποδοσφαίρου, λέγε µε Σισέ) να χαρακτηρίζουν όλους τους φιλάθλους µιας οµάδας βάρβαρους και ρατσιστές και ταυτοχρόνως να χειροκροτούν τους δικούς τους βάρβαρους και ρατσιστές.
Είδα παράγοντες που δήθεν διδάσκουν ήθος να παραδίδουν µαθήµατα σεξισµού και ρατσισµού. Είδα διαιτητές να κλέβουν από τους φιλάθλους τη χαρά της καθαρής νίκης και να τους δίνουν µια κάλπικη, αµαυρώνοντας έτσι και τις πεντακάθαρες νίκες.
Στο βάθος όµως είδα να κυριαρχεί εκείνο το µοντέλο οικονοµίας και συµπεριφοράς που χαρακτηρίζει στο σύνολό της την κρίση της ελληνικής κοινωνίας. Εκείνο το µοντέλο που επικροτεί την άνευ κανόνων και νόµων επικράτηση, την µε κάθε µέσο κυριαρχία, την υποκρισία όσων σήµερα αδικούνται και µέχρι χθες διηύθυναν την αδικία.
Μήπως χρειάζεται και εδώ ένα Μνηµόνιο;