Ιταλία και Ισπανία στο στόχαστρο των αγορών
Ελίζα Παπαδάκη, Αυγή της Κυριακής, Δημοσιευμένο: 2011-07-31
Μία εβδομάδα μετά τις «ιστορικές» αποφάσεις των ηγετών της Ευρωζώνης για την κρίση του χρέους, απειλητική απέναντι στη νομισματική ένωση συνεχίζεται η εικόνα στις αγορές. Στο στόχαστρο χρηματοοικονομικών επενδυτών και οίκων αξιολόγησης μπήκαν πια για τα καλά η Ιταλία και η Ισπανία, από κοντά και η μικρή Κύπρος.
Ως προς την Ελλάδα, που ήταν στο επίκεντρο των αποφάσεων της 21ης Ιουλίου, οι νέες υποβαθμίσεις εκ μέρους των τριών οίκων αξιολόγησης διαδοχικά (την επόμενη μέρα Παρασκευή ήδη η Fitch, τη Δευτέρα τρεις βαθμίδες η Moodyʼs, τέλος την Τρίτη η Standard & Poorʼs), στο τελευταίο σκαλί πριν από τη χρεωκοπία, θεωρήθηκαν αναμενόμενες μεν, αλλά χωρίς ιδιαίτερο νόημα μόλις είχε εξαγγελθεί ότι οι χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας θα καλύπτονται, με δημόσιους ευρωπαϊκούς πόρους κατά μεγάλο μέρος, για τρία χρόνια τουλάχιστον: ούτε τις εντατικές συνεννοήσεις των διεθνών τραπεζών για την ανακύκλωση κρατικών ομολόγων της χώρας που κατέχουν φάνηκε να επηρεάζουν, ούτε την πυρετώδη κυβερνητική προετοιμασία για την ανταπόκριση στους νέους, αυστηρότερους όρους που έρχονται με το δεύτερο Μνημόνιο, ούτε τις άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ή όποιους τυχόν ενδιαφέρονται να επενδύσουν στην πραγματική οικονομία στη χώρα μας - από τη Γερμανία π.χ. όπου οργανώθηκε κάποια κινητοποίηση. Εμείς έτσι κι αλλιώς για την ώρα βρισκόμαστε κάτω από μιαν ενισχυμένη γυάλα προστασίας - με βαρύ κοινωνικό κόστος οπωσδήποτε, αλλά δεν είμαστε εκτεθειμένοι στους αυθαίρετους ανέμους των αγορών.
Ανάλογη είναι η κατάσταση της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας. Αυτό δεν ισχύει για τη μικρή κυπριακή οικονομία, η οποία έως πρόσφατα έμοιαζε να αντεπεξέρχεται αρκετά καλά στη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση, στην κρίση του δημοσίου χρέους στην Ευρωζώνη κατόπιν. Αλλά το φοβερό πολύνεκρο ατύχημα της 11ης Ιουλίου κατάφερε ταυτόχρονα ένα ισχυρό πλήγμα στην οικονομία και στην πολιτική ζωή της χώρας - με την τουρκική εισβολή του 1974 το συνέκρινε ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας Αθανάσιος Ορφανίδης, άνθρωπος που δεν ρέπει στη ρητορική υπερβολή. Και εγείροντας ερωτήματα επιπλέον ως προς τις επιπτώσεις των αποφάσεων της Ευρωζώνης στις κυπριακές τράπεζες, οι οποίες κρατούν σημαντικό αριθμό ελληνικών κρατικών ομολόγων, η Moodyʼs έσπευσε να υποβαθμίσει τα κυπριακά ομόλογα την Τετάρτη, εκτοξεύοντας τις αποδόσεις τους πάνω από το 10%. Προχτές την ακολούθησε η Standard & Poorʼs υποβαθμίζοντας την πιστοληπτική ικανότητα της Κύπρου (από Α- σε ΒΒΒ) και θέτοντάς την σε αρνητική προοπτική.
Αλλά τα κενά στην απόφαση της Ευρωπαϊκής Συνόδου Κορυφής για την κρίση, και πριν από όλα η - σωστή και σημαντική - διεύρυνση των αρμοδιοτήτων του προσωρινού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, του EFSF (κατόπιν, από τον Ιούνιο του 2013, και του μόνιμου EMS που θα τον διαδεχθεί) η οποία εξαγγέλθηκε χωρίς αναφορά στην αναγκαία αύξηση των πόρων του, έθεσαν σε δοκιμασία την ικανότητα δανεισμού της Ιταλίας και της Ισπανίας, της 3ης και της 4ης σε μέγεθος οικονομίας της Ευρωζώνης, αντίστοιχα. Έτσι η έκδοση δεκαετών ομολόγων του ιταλικού Δημοσίου στις 28 Ιουλίου καλύφθηκε μεν για 2,7 δισ. ευρώ, με επιτόκιο όμως 5,77%, το υψηλότερο των τελευταίων έντεκα ετών, έναντι ενός υψηλού πάλι, 4,94% ακριβώς έναν μήνα νωρίτερα. Είχαν μεσολαβήσει δραματικές περικοπές στον κρατικό προϋπολογισμό από την ιταλική Βουλή, χωρίς να καθησυχαστούν οι αγορές. Πέρα από τη βεβαιωμένη ανεπάρκεια των έως τώρα θεσπισμένων ευρωπαϊκών εργαλείων απέναντι σε ενδεχόμενη δημοσιονομική κρίση μιας χώρας τέτοιου μεγέθους (τα 1.900 δισ. ευρώ πλησιάζει το δημόσιο χρέος της Ιταλίας, 120% του ΑΕΠ της χώρας, αλλά περίπου τριπλάσιο του αθροίσματος του χρέους Ελλάδας, Ιρλανδίας και Πορτογαλίας μαζί, αντιπροσωπεύοντας το 25% του δημοσίου χρέους της Ευρωζώνης συνολικά), φαίνεται να βλέπουν επίσης με καχυποψία τις πολιτικές εξελίξεις στη χώρα: την αποδυναμωμένη και χωρίς εσωτερική συνοχή κυβέρνηση Μπερλουσκόνι, με τον πρωθυπουργό να έρχεται σε οξεία αντιπαράθεση με τον κατά τεκμήριο σοβαρότερο υπουργό Οικονομικών Τζούλιο Τρεμόντι, από καιρό υποστηρικτή των ευρωομολόγων, να υπενθυμίσουμε.
Εβδομάδες τώρα το spread των ιταλικών κρατικών δεκαετών ομολόγων έναντι των γερμανικών κυμαίνεται γύρω στις 300 μονάδες βάσης (προχθές άγγιξε τις 338!), χάσμα που, σύμφωνα με τον εκπρόσωπο της Τράπεζας της Ιταλίας Ιγνάτιο Βίσκο, δημιουργεί σοβαρά προβλήματα: Μια αύξηση κατά 100 μονάδες βάσης ισοδυναμεί με 0,2% του ΑΕΠ τον πρώτο χρόνο, 0,4% τον δεύτερο και 0,5% τον τρίτο, κατέθεσε στο Κοινοβούλιο πρόσφατα. Με τα ίδια στοιχεία πιο καθησυχαστικό ήταν πάντως το ΔΝΤ, το οποίο την περασμένη εβδομάδα εκτιμούσε σε έκθεσή του το δημόσιο χρέος της χώρας σχετικά ανθεκτικό σε αλλαγές επιτοκίων.
Ελαφρά υψηλότερα από τα ιταλικά, 6% συν 2-3 δέκατα της μονάδας, κυμαίνονταν άλλωστε οι αποδόσεις των δεκαετών κρατικών ομολόγων της Ισπανίας όλη την περασμένη εβδομάδα, ώσπου ήρθε προχθές Παρασκευή η προειδοποίηση για ενδεχόμενη νέα υποβάθμισή της από τον οίκο Moodyʼs. Και αυτό ενώ το δημόσιο χρέος της χώρας διατηρούνταν μέχρι το 2008, πριν από την κρίση, σταθερά κάτω από το όριο 60% του Μάαστριχτ, διογκώνεται βέβαια έκτοτε, αλλά επίσημα προβλέπεται να φτάσει μόλις το 67,3% του ΑΕΠ στο τέλος του 2011. Αυτός ο ακριβότερος δανεισμός της χώρας ήταν ωστόσο το πρώτο επιχείρημα του οίκου για την προειδοποίηση. Το spread των ισπανικών ομολόγων έναντι των γερμανικών διαμορφώνεται πλέον γύρω στις 350 μονάδες βάσης, όταν η κεντρική τράπεζα της Ισπανίας έχει εκτιμήσει ότι πάνω από 200 μονάδες επί παρατεταμένο διάστημα δεν είναι διατηρήσιμο.
Η αναγγελία πρόωρων εκλογών στις 20 Νοεμβρίου, από τον πρωθυπουργό Θαπατέτρο προχθές Παρασκευή επίσης, για διαφορετικούς λόγους αποφασίστηκε προφανώς. Κάθε άλλο παρά μειώνει τις αβεβαιότητες όμως.
Σόιμπλε - Μπαρουάν: «Δεν είμαστε αφελείς»
Στις εντεινόμενες ανησυχίες προσπάθησαν να απαντήσουν με κοινό τους άρθρο στους Financial Times προχθές οι υπουργοί Οικονομικών της Γερμανίας και της Γαλλίας Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και Φρανσουά Μπαρουάν. Εξαίροντας τις αποφάσεις της συνόδου κορυφής, τις νέες δυνατότητες παρέμβασης των μηχανισμών σταθερότητας ιδίως, θεωρούν ότι πέτυχαν να αντιμετωπίσουν την κρίση χρέους της Ελλάδας και να εμποδίσουν τη μετάδοσή της. Αλλά την εμπόδισαν πράγματι; «Δεν είμαστε αφελείς», γράφουν, αναγνωρίζοντας ότι θα απαιτηθεί πολλή «υπομονή, ανθεκτικότητα και όραμα για να ξαναχτιστεί η εμπιστοσύνη στην Ευρωζώνη». Μόνος δρόμος θα είναι «να αναπτυχθούν οι θεσμικές δομές της ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης με τέτοιο τρόπο ώστε τα μέλη του ευρώ να υποχρεωθούν να υιοθετούν μια δημοσιονομική και οικονομική πολιτική που να αντανακλά την κοινή τους ευθύνη για το κοινό νόμισμα».
Διατύπωση αμφίσημη η τελευταία: Διαβάζεται και στενοκέφαλα γερμανικά, κάθε χώρα να μιμείται το γερμανικό παράδειγμα, να μηδενίζει ελλείμματα, να μειώνει χρέος, να καθηλώνει μισθούς κ.λπ., αλλά και ευρωπαϊκά, για μια κοινή, αλληλέγγυη πολιτική. «Θα υπερασπιστούμε το ευρώ, δεν θα διακινδυνεύσουμε την οικονομική και πολιτική ολοκλήρωση της Ευρώπης που είναι η βάση της ευημερίας μας», καταλήγουν. «Θα ξεπεράσουμε κάθε εμπόδιο στον δρόμο που έχουμε επιλέξει».
Ρητορικές διαβεβαιώσεις, όχι πολύ συγκεκριμένες, θα έλεγε κανείς. Από ένα ευρύ φάσμα αναλυτών - από τον Μύνχαου μέχρι τον Πιζανί-Φερύ ή τον Στίγκλιτς - οι αποφάσεις της 21ης Ιουλίου χαιρετίστηκαν σαν ένα σημαντικό βήμα, αλλά μισό ακόμα, που θα πρέπει να το ακολουθήσουν τα επόμενα στην κατεύθυνση της δημοσιονομικής ένωσης, της ενοποίησης των κινδύνων, αλλά και της στροφής στην ανάπτυξη. Υπάρχουν παράλληλα και οι διάφοροι Ρουμπινί που εξακολουθούν να ποντάρουν στη διάλυση του ευρώ...