Ασήκωτο το βάρος της διακυβέρνησης
Τάσος Παππάς, Κυρ. Ελευθεροτυπία, Δημοσιευμένο: 2011-10-02
Δεν νομίζω ότι υπάρχει τούτη την ώρα πολίτης που μπορεί να υποστηρίξει ότι η κυβέρνηση Παπανδρέου πιστεύει σ’ αυτό που έχει υποσχεθεί να κάνει.
Ο πρωθυπουργός είναι σκιά του εαυτού του. Δίνει την εντύπωση ότι έχει περιέλθει σε κατάσταση μελαγχολίας. Ούτε τη στοιχειώδη υποχρέωσή του προς έναν καθημαγμένο και απελπισμένο λαό δεν δείχνει ικανός να εκπληρώσει. Σε συνθήκες πολέμου -δική του είναι η περιγραφή- το «στράτευμα», εκτός από σχέδιο και εφόδια, έχει ανάγκη από έναν ηγέτη που θα το εμψυχώσει και θα του δώσει ελπίδα και προοπτική νίκης. Τα εφόδια λείπουν, σχέδιο δεν υπάρχει και ο αρχιστράτηγος συμπεριφέρεται σαν να έχει συμφιλιωθεί με την ήττα.
Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, ο οποίος δήλωνε ότι αποφάσισε να πάρει τη θέση του υπουργού Οικονομικών για να προσφέρει στη χώρα και την παράταξη αποδεχόμενος τον κίνδυνο να θυσιάσει το πολιτικό μέλλον του, δεν μπορεί να πείσει. Οι ρητορικές δεξιότητές του και η ικανότητά του να παρουσιάζει το επαχθές ως σωτήριο και αυτονόητο δοκιμάζονται στη σκληρή πραγματικότητα και συντρίβονται.
Οι υπουργοί όταν δεν τσακώνονται για το ποιος είναι πιο συνεπής, λιγότερο νεοφιλελεύθερος, πιο επιδέξιος στις διαπραγματεύσεις με την τρόικα, περισσότερο ανθεκτικός στις πιέσεις, όταν δεν σπαταλούν την όποια ενεργητικότητά τους για να σκεφτούν με ποιον τρόπο θα είναι παρόντες και πολιτικά «αρτιμελείς» την επόμενη μέρα, αποφεύγουν να πράξουν το καθήκον τους, να εφαρμόσουν δηλαδή τις πολιτικές που ψήφισαν στα υπουργικά συμβούλια.
Κρύβονται, αφήνοντας τα προβλήματα που αναφύονται στο χώρο ευθύνης τους να κακοφορμίζουν, καθυστερούν να υλοποιήσουν τις δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει και οι δύο-τρεις που προσπαθούν αισθάνονται ως οι ηλίθιοι της υπόθεσης και έχουν αρχίσει να φλερτάρουν με τη φυγή για να γλιτώσουν ό,τι τους έχει απομείνει από το πολιτικό κεφάλαιό τους.
Οι βουλευτές του κόμματος βρίσκονται ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά: από τη μια τους προειδοποιούν ότι αν δεν πουν «ναι σε όλα» θα είναι υπεύθυνοι για τη χρεοκοπία της χώρας και από την άλλη, οι ψηφοφόροι τους κατηγορούν ότι έχουν προδώσει τις αρχές τους. Κόμμα δεν υπάρχει. Η λειτουργία του έχει περιοριστεί στα όρια των κεντρικών γραφείων του. Οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι δεν διανοούνται να κυκλοφορήσουν χωρίς αστυνομική προστασία, τα κομματικά στελέχη ντρέπονται να δηλώσουν την ιδιότητά τους. Ακόμη και σε κοινωνικές εκδηλώσεις δεν μπορούν να παραβρεθούν. Τόσο δύσκολα δεν ήταν τα πράγματα ούτε το 1989, τότε που η δεξιά, η αριστερά, τα μέσα ενημέρωσης και η μισή κοινωνία φώναζαν «κάτω οι κλέφτες του ΠΑΣΟΚ!».
Οι δημοσκοπήσεις είναι ο αψευδής μάρτυρας. Πρώτη φορά το ΠΑΣΟΚ δεν ξεπερνά το 16% στην πρόθεση ψήφου. Πρώτη φορά παρατηρείται τέτοιας έκτασης αποσυσπείρωση του εκλογικού ακροατηρίου του. Πρώτη φορά εν ενεργεία πρωθυπουργός στο μέσον της θητείας του χάνει κατά κράτος από τον υποψήφιο πρωθυπουργό στην καταλληλότητα για τη διοίκηση της χώρας.
Ο Κ. Σημίτης, ακόμη και την εποχή που η Ν.Δ. είχε περάσει μπροστά περίπου οκτώ μονάδες (2003), εθεωρείτο καταλληλότερος του Κ. Καραμανλή. Ο Κ. Καραμανλής έχασε την πρωτιά από τον Γ. Παπανδρέου στην καταλληλότητα για την πρωθυπουργία μόλις ένα μήνα πριν από τις εκλογές του 2009 και ενώ όλα συνηγορούσαν υπέρ του εκλογικού θριάμβου του ΠΑΣΟΚ.
Οι δημοσκόποι λένε ότι το κόμμα που κυβερνά μπορεί να ελπίζει στην ανάκαμψη, έστω και αν υπολείπεται σε όλους τους δείκτες, εφόσον ο αρχηγός του κρατά το προβάδισμα έναντι του αντιπάλου του. Αν η κατάσταση μεταβληθεί και σ’ αυτό το πεδίο, τότε έχει αγγίξει το «σημείο μηδέν» και μόνο ένα θαύμα μπορεί να αποτρέψει το μοιραίο.
Ο δικαιολογητικός αντίλογος από την πλευρά της κυβέρνησης οργανώνεται γύρω από δύο επιχειρήματα: Οι συνθήκες στη χώρα είναι πρωτόγνωρες και, συνεπώς, είναι λογικό να υπάρχει κλίμα δυσφορίας. Επίσης, η φερόμενη ως εναλλακτική λύση εξουσίας (Ν.Δ.), παρά το γεγονός ότι χαϊδεύει αφτιά, δεν έχει καταφέρει να πείσει. Σωστά είναι όλα αυτά. Ωστόσο, το ερώτημα παραμένει: Μπορεί μια κυβέρνηση που παραπαίει, που δεν πιστεύει στον εαυτό της, με έκδηλα τα εκφυλιστικά συμπτώματα, να συνεχίσει να σηκώνει το βάρος της διακυβέρνησης; Η απάντηση είναι προφανής: Οχι. Για το καλό της χώρας, αλλά και της παράταξης που εκπροσωπεί.
Ο πρωθυπουργός είναι σκιά του εαυτού του. Δίνει την εντύπωση ότι έχει περιέλθει σε κατάσταση μελαγχολίας. Ούτε τη στοιχειώδη υποχρέωσή του προς έναν καθημαγμένο και απελπισμένο λαό δεν δείχνει ικανός να εκπληρώσει. Σε συνθήκες πολέμου -δική του είναι η περιγραφή- το «στράτευμα», εκτός από σχέδιο και εφόδια, έχει ανάγκη από έναν ηγέτη που θα το εμψυχώσει και θα του δώσει ελπίδα και προοπτική νίκης. Τα εφόδια λείπουν, σχέδιο δεν υπάρχει και ο αρχιστράτηγος συμπεριφέρεται σαν να έχει συμφιλιωθεί με την ήττα.
Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, ο οποίος δήλωνε ότι αποφάσισε να πάρει τη θέση του υπουργού Οικονομικών για να προσφέρει στη χώρα και την παράταξη αποδεχόμενος τον κίνδυνο να θυσιάσει το πολιτικό μέλλον του, δεν μπορεί να πείσει. Οι ρητορικές δεξιότητές του και η ικανότητά του να παρουσιάζει το επαχθές ως σωτήριο και αυτονόητο δοκιμάζονται στη σκληρή πραγματικότητα και συντρίβονται.
Οι υπουργοί όταν δεν τσακώνονται για το ποιος είναι πιο συνεπής, λιγότερο νεοφιλελεύθερος, πιο επιδέξιος στις διαπραγματεύσεις με την τρόικα, περισσότερο ανθεκτικός στις πιέσεις, όταν δεν σπαταλούν την όποια ενεργητικότητά τους για να σκεφτούν με ποιον τρόπο θα είναι παρόντες και πολιτικά «αρτιμελείς» την επόμενη μέρα, αποφεύγουν να πράξουν το καθήκον τους, να εφαρμόσουν δηλαδή τις πολιτικές που ψήφισαν στα υπουργικά συμβούλια.
Κρύβονται, αφήνοντας τα προβλήματα που αναφύονται στο χώρο ευθύνης τους να κακοφορμίζουν, καθυστερούν να υλοποιήσουν τις δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει και οι δύο-τρεις που προσπαθούν αισθάνονται ως οι ηλίθιοι της υπόθεσης και έχουν αρχίσει να φλερτάρουν με τη φυγή για να γλιτώσουν ό,τι τους έχει απομείνει από το πολιτικό κεφάλαιό τους.
Οι βουλευτές του κόμματος βρίσκονται ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά: από τη μια τους προειδοποιούν ότι αν δεν πουν «ναι σε όλα» θα είναι υπεύθυνοι για τη χρεοκοπία της χώρας και από την άλλη, οι ψηφοφόροι τους κατηγορούν ότι έχουν προδώσει τις αρχές τους. Κόμμα δεν υπάρχει. Η λειτουργία του έχει περιοριστεί στα όρια των κεντρικών γραφείων του. Οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι δεν διανοούνται να κυκλοφορήσουν χωρίς αστυνομική προστασία, τα κομματικά στελέχη ντρέπονται να δηλώσουν την ιδιότητά τους. Ακόμη και σε κοινωνικές εκδηλώσεις δεν μπορούν να παραβρεθούν. Τόσο δύσκολα δεν ήταν τα πράγματα ούτε το 1989, τότε που η δεξιά, η αριστερά, τα μέσα ενημέρωσης και η μισή κοινωνία φώναζαν «κάτω οι κλέφτες του ΠΑΣΟΚ!».
Οι δημοσκοπήσεις είναι ο αψευδής μάρτυρας. Πρώτη φορά το ΠΑΣΟΚ δεν ξεπερνά το 16% στην πρόθεση ψήφου. Πρώτη φορά παρατηρείται τέτοιας έκτασης αποσυσπείρωση του εκλογικού ακροατηρίου του. Πρώτη φορά εν ενεργεία πρωθυπουργός στο μέσον της θητείας του χάνει κατά κράτος από τον υποψήφιο πρωθυπουργό στην καταλληλότητα για τη διοίκηση της χώρας.
Ο Κ. Σημίτης, ακόμη και την εποχή που η Ν.Δ. είχε περάσει μπροστά περίπου οκτώ μονάδες (2003), εθεωρείτο καταλληλότερος του Κ. Καραμανλή. Ο Κ. Καραμανλής έχασε την πρωτιά από τον Γ. Παπανδρέου στην καταλληλότητα για την πρωθυπουργία μόλις ένα μήνα πριν από τις εκλογές του 2009 και ενώ όλα συνηγορούσαν υπέρ του εκλογικού θριάμβου του ΠΑΣΟΚ.
Οι δημοσκόποι λένε ότι το κόμμα που κυβερνά μπορεί να ελπίζει στην ανάκαμψη, έστω και αν υπολείπεται σε όλους τους δείκτες, εφόσον ο αρχηγός του κρατά το προβάδισμα έναντι του αντιπάλου του. Αν η κατάσταση μεταβληθεί και σ’ αυτό το πεδίο, τότε έχει αγγίξει το «σημείο μηδέν» και μόνο ένα θαύμα μπορεί να αποτρέψει το μοιραίο.
Ο δικαιολογητικός αντίλογος από την πλευρά της κυβέρνησης οργανώνεται γύρω από δύο επιχειρήματα: Οι συνθήκες στη χώρα είναι πρωτόγνωρες και, συνεπώς, είναι λογικό να υπάρχει κλίμα δυσφορίας. Επίσης, η φερόμενη ως εναλλακτική λύση εξουσίας (Ν.Δ.), παρά το γεγονός ότι χαϊδεύει αφτιά, δεν έχει καταφέρει να πείσει. Σωστά είναι όλα αυτά. Ωστόσο, το ερώτημα παραμένει: Μπορεί μια κυβέρνηση που παραπαίει, που δεν πιστεύει στον εαυτό της, με έκδηλα τα εκφυλιστικά συμπτώματα, να συνεχίσει να σηκώνει το βάρος της διακυβέρνησης; Η απάντηση είναι προφανής: Οχι. Για το καλό της χώρας, αλλά και της παράταξης που εκπροσωπεί.