Κοινή οικονομική διακυβέρνηση και κοινοτική αλληλεγγύη.
Γεράσιμος Γεωργάτος, Δημοσιευμένο: 2011-10-13
Η κοινή οικονομική αλλά γιατί όχι και πολιτική διακυβέρνηση της Ευρώπης βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη ως αντίδοτο και ελπίδα απέναντι στην πολύπλευρη διεθνή και ευρωπαϊκή κρίση, με πιο πρόσφατες τις δηλώσεις του γερμανού υπουργού οικονομικών Βόλφαγκ Σόιμπλε περί προέδρου της Ε.Ε άμεσα εκλεγόμενου από τους πολίτες της Ευρώπης (Die Zeit, 3/10/11). Πρόκειται για κοινό εννοιολογικό τόπο όλων των πολιτικών δυνάμεων στην Ευρώπη, συντηρητικών και προοδευτικών, εξαιρουμένων των φορέων του εθνικισμού και του λαϊκισμού, δηλαδή της άκρας δεξιάς και της άκρας αριστεράς που προκρίνουν την επανεθνικοποίηση των πολιτικών και την επιστροφή σε εθνικά νομίσματα. Όμως ο κοινός εννοιολογικός τόπος δεν αντιστοιχεί σε εξίσου κοινό περιεχόμενο. Αλλιώς εννοεί την κοινή διακυβέρνηση η συντηρητική δεξιά και η χριστανοδημοκρατία και αλλιώς η σοσιαλδημοκρατία και η σοσιαλιστική αριστερά.
Για τους συντηρητικούς κοινή οικονομική διακυβέρνηση σημαίνει κυρίως, αν όχι αποκλειστικώς, δημοσιονομική προσαρμογή και πειθαρχία, με νομοθετική κατοχύρωση και εφαρμογή του κοινού «χρυσού κανόνα» του Συμφώνου Σταθερότητας για τα χρέη και τα ελλείμματα των κρατών – μελών. Στο μείζον ζήτημα της ανταγωνιστικότητας και της ανάπτυξης, κάθε κράτος θα πρέπει να τα καταφέρει μόνο του, όπως έχουν επανειλημμένα δηλώσει και η χριστιανοδημοκράτης καγκελάριος Άγγελα Μέρκελ και ο φιλελεύθερος αντικαγκελάριος Φίλιπ Ρέσλερ, αλλά και ο επίτροπος Όλι Ρεν.
Καθόλου τυχαίο. Οι σημερινοί συντηρητικοί ηγέτες δεν είναι απόγονοι του Κόντραντ Αντενάουερ ή του Χέλμουτ Κολ για τους οποίους προείχε η ευρωπαϊκή οικοδόμηση και οπτική. Είναι περισσότερο παιδιά της Μάργαρετ Θάτσερ, δηλαδή του γενικευμένου και απρόσκοπτου ανταγωνισμού. «Δεν υπάρχουν κοινωνίες αλλά μόνο άτομα», είναι ένα από τα γνωστά αποφθέγματα της άλλοτε βρετανής πρωθυπουργού. Και αυτό οι σημερινοί συντηρητικοί το μεταφέρουν σε επίπεδο κρατών μεταβάλλοντας την Ένωση σε διακρατική ζούγκλα, με τα ασθενέστερα κράτη να παραμένουν διαρκώς καθηλωμένα και χωρίς προοπτική ανάκαμψης. Κάθε έννοια αναδιανομής και σύγκλισης έχει εγκαταλειφθεί. Όπως σημειώνει ο Δ. Χατζησωκράτης, «επιδίωξη μετά την ανάσα της 21/7/2011 και πολύ περισσότερο σήμερα, είναι να αντιμετωπιστεί η Ελλάδα ως εντελώς ξεχωριστή περίπτωση. Οι λύσεις που προωθούνται πλέον είναι προς την κατεύθυνση της ελεγχόμενης χρεοκοπίας». (Νέα, 7/10/11). Ο δανεισμός με βαρύ τίμημα από τους εταίρους, οι διαφωνίες για το ύψος της ενίσχυσης του μηχανισμού χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, το ύψος του κουρέματος των ελληνικών ομολόγων, όλα αυτά εκφράζουν λιγότερο την κοινοτική αλληλεγγύη και περισσότερο τον εθνικό εγωισμό. Προέχει η επιβολή της θέλησης και του μοντέλου του ισχυρού στον τρόπο διάσωσης και τη λειτουργία της Ε.Ε, με τις μικρότερες για τον ίδιο βραχυπρόθεσμα απώλειες από κουρεμένα ή τοξικά ομόλογα σε μια αλληλοσυνδεδεμένη οικονομία.
Η καθιερωμένη ομιλία του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο, ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την «Κατάσταση της Ένωσης» (Στρασβούργο, 28/9/11), περιγράφει χαρακτηριστικά μια πολιτική που κινείται ασθμαίνοντας και πυροσβεστικά πίσω από τις αγορές, αντί να διαμορφώνει ρυθμιστικό πλαίσιο και ελέγχους για τη λειτουργία τους. Εξίσου χαρακτηριστικά όμως σχολιάζει την ομιλία Μπαρόζο ο Ζακ Ντελόρ (notre-europe.eu/fr, 10/10/11), επισημαίνοντας την απουσία συνολικής λύσης, σχεδίου και προοπτικής για την Ε.Ε. Καταθέτει ταυτόχρονα προτάσεις όπως μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας για δημοσιονομικό συντονισμό με ένα πιο ευέλικτο «Σύμφωνο για το Ευρώ», φορολόγηση των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών και διαμόρφωση πλαισίου λειτουργίας για τις αγορές, έκδοση ευρωομολόγου (eurobonds) για την αλληλέγγυα αντιμετώπιση του προβλήματος του χρέους των χωρών – μελών και ειδικά αναπτυξιακά ευρωομόλογα (project bonds) για επενδύσεις σε υποδομές ευρωπαϊκής κλίμακας, κυρίως στους τομείς των μεταφορών και της ενέργειας. Το σημαντικότερο όμως που επισημαίνει ο Ντελόρ είναι ότι η υφιστάμενη δομή της Ε.Ε και κυρίως οι ασκούμενες πολιτικές εκμηδενίζουν τη δυνατότητα κεϋνσιανών εφαρμογών όχι μόνο σε εθνικό αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Όμως, χωρίς επεκτατική οικονομική πολιτική και ανάπτυξη το πρόβλημα του χρέους δεν αντιμετωπίζεται.
Η Ευρώπη πρέπει να αλλάξει και θα αλλάξει. Όσο υφίσταται η πλειοψηφία των συντηρητικών κυβερνήσεων (24 από τις 27), η Ευρώπη θα παραμένει έρμαιο των αγορών κινδυνεύοντας ακόμα και με διάλυση. Γι` αυτό οι επικείμενες εκλογές στη Γαλλία και τη Γερμανία, αλλά και στην Ιταλία, είναι ιδιαίτερα σημαντικές καθώς προαλείφεται η ήττα των Μέρκελ και Σαρκοζί και η επικράτηση των δυνάμεων της σοσιαλιστικής και οικολογικής κεντροαριστεράς με πολιτική ατζέντα στο πνεύμα και την κατεύθυνση των επισημάνσεων του Ζακ Ντελόρ.
Όμως και η Ελλάδα πρέπει να αλλάξει. Γιατί ακόμα και με το πιο ευνοϊκό πλαίσιο άσκησης πολιτικής και χρηματοδότησης από την Ε.Ε, η χώρα μας χωρίς τις αναγκαίες και επείγουσες μεταρρυθμίσεις, θα παραμείνει μια αναξιόπιστη μαύρη τρύπα κατασπατάλησης πόρων και ανθρώπινου δυναμικού, με περιθωριοποιημένο μεγάλο μέρος των πολιτών της και με την ίδια στο περιθώριο των διεθνών και ευρωπαϊκών εξελίξεων, αν όχι και εκτός Ε.Ε.
Η παρούσα κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ απέτυχε και συνεχίζει να αποτυγχάνει στην προώθηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων με κοινωνική δικαιοσύνη. Τα πράγματα μπορεί να γίνουν ακόμα χειρότερα σε περίπτωση αυτοδυναμίας της συντηρητικής δεξιάς ΝΔ, μετά από επαναληπτικές εκλογές. Και τα δύο κόμματα παραμένουν δέσμια του κομματικού τους στρατού και της μικρής και μεγάλης πελατειακής διαπλοκής. Γι` αυτό το εγχείρημα που ανέλαβε η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ είναι σημαντικό. Η πολιτική πορεία και η αποτυχία του ΠΑΣΟΚ, που δυστυχώς παρέμεινε δέσμιο του βαθέως εαυτού του και του λαϊκισμού των αποκαλούμενων «κοινωνιστών», επιβεβαιώνουν πως στη χώρα μας απουσιάζει μια σοβαρή εκσυγχρονιστική και υπεύθυνη δύναμη στο χώρο του σοσιαλιστικού μεταρρυθμισμού. Μια σοσιαλιστική και οικολογική κεντροαριστερά που θα συντονιστεί με τις αντίστοιχες δυνάμεις στην Ευρώπη για την προώθηση της κοινής διακυβέρνησης και αλληλεγγύης και θα δράσει καταλυτικά στη χώρα μας, για την αναδιάταξη του φθαρμένου πολιτικού σκηνικού και για προγραμματικές συμφωνίες για την προοδευτική διακυβέρνηση της χώρας.