Εφαρμόζοντας λάθος το λάθος… που πάμε
Γιάννης Τσαμουργκέλης, www.capital.gr, Δημοσιευμένο: 2014-09-13
Έξι και πλέον χρόνια σε ύφεση, 30% ανεργία, 25% απώλεια πλούτου. Μέσα στη διαδρομή του χρόνου το ερώτημα που προκύπτει όλο και εντονότερα: που πάμε; Στο σύντομο αυτό σημείωμα γίνεται η προσπάθεια μιας απάντησης μέσω της σκιαγράφησης των διαρθρωτικών χαρακτηριστικών της ελληνικής οικονομίας σε συνδυασμό με τις ασκούμενες πολιτικές υπό το πλαίσιο της ευρωζώνης.
Το λάθος της ευρωζώνης
Η Ευρωπαϊκή Ένωση ηγεμονεύεται από μια νεοφιλελεύθερη οικονομική πολιτική εκδοχή που αν και κυριάρχησε παγκοσμίως ως ευρείας αποδοχής στις δεκαετίες του 1990 και 2000 εγκαταλείφθηκε από όλους μετά την κρίση. Από όλους πλην της ΕΕ. Η εκδοχή αυτή επονομαζόμενη «νέα συναίνεση» (new consensus), υποστηρίζει ότι οι δημοσιονομικές παρεμβάσεις πρέπει να περιοριστούν δραστικά (έως απολύτως), καθώς διαταράσσουν, παρά ισορροπούν, τις οικονομίες. Παράλληλα, μεταθέτει την ευθύνη των διορθωτικών παρεμβάσεων στη νομισματική πολιτική με στόχευση πληθωρισμού στο 2%, αποκλειστικά μέσω των «βασικών» επιτοκίων που θέτουν οι νομισματικές αρχές και περαιτέρω, τις διαθέσεις των εμπορικών τραπεζών να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις δανειοδότησης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών με δεδομένα τα βασικά επιτόκια. Τέλος, ο ρόλος των κυβερνήσεων περιορίζεται στις μεταρρυθμίσεις και τις προσαρμογές του θεσμικού πλαισίου της οικονομίας ώστε να βελτιώνονται οι διαρθρωτικές δυνατότητες των οικονομιών να διευρύνου τις παραγωγικές τους δυνατότητες. Αυτή η πολιτική αποδείχθηκε ανίκανη να ανταπεξέλθει στην αντιμετώπιση της κρίσης και της ύφεσης.
Οι νέες συνθήκες απαιτούσαν πρωτοβουλίες νομισματικής πολιτικής από τις κεντρικές τράπεζες που απαιτούσαν τη διοχέτευση άμεσης ρευστότητας στις αγορές (και όχι απλώς στους ισολογισμούς των τραπεζών), συντονισμένη δράση της νομισματικής, της δημοσιονομικής και της εισοδηματικής πολιτικής με αύξηση των δαπανών και των επενδύσεων του κράτους, διαρθρωτικά μέτρα και μεταρρυθμίσεις που διευρύνουν τις παραγωγικές δυνατότητες και δεν μεταθέτουν την προσαρμογή αποκλειστικά στη μείωση των μισθών και των εισοδημάτων. Τα αποτελέσματα ήταν θετικά.
Οι μεγάλες οικονομίες που εγκατέλειψαν τη νεοφιλελεύθερη εκδοχή της «νέας συναίνεσης» και προέβησαν σε ενεργή διαχείριση όλων των πολιτικών και κυρίως στη άμεση διοχέτευση ρευστότητας στην πραγματική οικονομία, χωρίς ιδεοληπτικούς αποκλεισμούς, κατάφεραν να υπερβούν την κρίση, να επανακάμψουν σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης με περιορισμένη ανεργία. Οι αναπόδραστες πληθωριστικές πιέσεις αντιμετωπίστηκαν με τις διαρθρωτικές παρεμβάσεις σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα. Αντίθετα στην ΕΕ η εμμονή στη νεοφιλελεύθερη εκδοχή της «νέας συναίνεσης» είχε σαν αποτέλεσμα τον εγκλωβισμό των οικονομιών των κρατών μελών σε συνθήκες κατάρρευσης ρευστότητας λόγω της χρηματοδοτικής αδυναμίας των τραπεζών. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την αυστηρή δημοσιονομική πολιτική και την πτώση της ζήτησης, ενέπλεξε τις ευρωπαϊκές οικονομίες σε στασιμότητα, αποδυνάμωσε τις αναπτυξιακές προοπτικές, με υψηλότατη ανεργία αλλά ελάχιστο ή αρνητικό πληθωρισμό. Τα έκδηλα λάθη αυτής της πολιτικής εμμέσως πλην σαφώς ομολογούνται από τις βεβιασμένες προσπάθειες της ΕΚΤ τους τελευταίους μήνες υπό το φόβο του στασιμο-αποπληθωρισμού. Η θέσπιση αντικινήτρων διακράτησης ρευστότητας από τις τράπεζες όσο και η προσπάθεια διοχέτευσης ρευστότητας μέσω της αγοράς ενέγγυων τίτλων του ιδιωτικού τομέα αποτελούν προσπάθειες διευκόλυνσης των επενδύσεων και υπέρβασης του φαύλου κύκλου αποπληθωρισμού και ανεργίας στον οποίο έχει εμπλακεί η ΕΕ. Ωστόσο παραμένουν σημαντικές οι αποστάσεις από τις πρακτικές διοχέτευσης ρευστότητας των άλλων μεγάλων οικονομιών όπου οι κεντρικές τράπεζες προσήλθαν μαζικά και έγκαιρα στην χρηματοδότηση αγοράς τίτλων του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα διευρύνοντας τις νομισματικές παρεμβάσεις πέραν των βασικών επιτοκίων, στην ίδια την προσφορά χρήματος. Αντίθετα η ΕΚΤ παραμένει προσηλωμένη στην πολιτική της «νομισματικής αποστείρωσης» της παραγόμενης ρευστότητας (sterilizedlending), ενώ περιορίζει τις παρεμβάσεις αποκλειστικά στην αγορά των περιορισμένης συνολικής αξίας τίτλων του ιδιωτικού τομέα.
Εφαρμόζοντας λάθος το λάθος
Η εφαρμογή της λάθος πολιτικής της «νέας συναίνεσης» στην Ελληνική περίπτωση απέβη πολλαπλώς μοιραία για λόγους ιδιοσυστασίας του ελληνικού σχηματισμού. Πιο συγκεκριμένα το πλαίσιο της συγκεκριμένης οικονομικο-πολιτικής ιδεοληψίας:
α) απαιτούσε την ελαχιστοποίηση των δημοσιονομικών παρεμβάσεων σε μια κατεξοχήν κρατικοδίαιτη οικονομία με ισχυρές εξαρτήσεις του ιδιωτικού τομέα από το δημόσιο.
β) μετέθετε μεταρρυθμιστικές ευθύνες στις κυβερνήσεις σε ένα πολιτικό σύστημα πελατειακό με παράδοση εξάρτησης από ειδικά συμφέροντα (μεγάλα ή μικρά) που ουδόλως ενδιαφέρθηκε (και ενδιαφέρεται) για πραγματικές αλλαγές στους θεσμούς και τις λειτουργίες.
γ) μετέθετε τον έλεγχο της εφαρμογής της νομισματικής πολιτικής στις τράπεζες και σε ένα ολιγοπωλιακό και εν πολλοίς ανεξέλεγκτο τραπεζικό σύστημα με παραδοσιακά υψηλό κόστος χρήματος και έφεση στην επιλεκτική χρηματοδότηση «προνομιακών συνομιλητών» του συστήματος ή ακόμα και παραοικονομικών δραστηριοτήτων.
Τα αποτελέσματα της λάθος εφαρμογής μιας λάθος πολιτικής ήταν πασιφανή πριν την κρίση. Η οικονομία ουδέποτε προσαρμόστηκε. Ο δημόσιος τομέας συνέχιζε την αντιπαραγωγική του διάταξη δανειζόμενος, ο ιδιωτικός καιροσκοπούσε εκμεταλλευόμενος και οι τράπεζες διοχέτευαν υπερβάλλουσα ρευστότητα χρηματοδοτώντας. Όλοι οι μηχανισμοί της οικονομίας εργάζονταν προκυκλικά και ανεξέλεγκτα (λόγω των πελατειακών πολιτικών σχέσεων) υπερτροφοδοτώντας τις οικονομικές δραστηριότητες και τους φορείς τους στις φάσεις ανόδου. Η κρίση μας αποκάλυψε. Ωστόσο, η εμμονή στο ίδιο πλαίσιο οικονομικής πολιτικής μετά την κρίση ήταν καταστροφική. Οι μηχανισμοί της οικονομίας λειτουργώντας προκυκλικά, οδήγησαν και οδηγούν την οικονομία σε μια τεράστια συρρίκνωση με ελάχιστες διαρθρωτικές βελτιώσεις.
Ο περιορισμός των αποκρατικοποίησεων όσο και η αδιαφάνεια των μηχανισμών προσέλκυσης επενδυτών που καταλήγει σε περιορισμένο ενδιαφέρον με επαναλαμβανόμενα και γνωστά ονόματα αγοραστών, η αναπαραγωγή των δομών που προσδιορίζουν τους μεγάλους προμηθευτές του δημοσίου, η ανοχή έναντι των προβληματικών δανείων των τραπεζών που ανακεφαλαιοποίηθηκαν με δημόσιο χρήμα και τόσα άλλα, αποδεικνύουν τη συνέχεια του κρατικοδίαιτου προτύπου επιχειρηματικής ανάπτυξης και των δεσμών δημοσίου χρήματος και μεγάλων ιδιωτικών επενδύσεων.
Η αναβολή και η αλλοίωση των μεταρρυθμίσεων που αφορούν στον πραγματικό εκσυγχρονισμό του δημοσίου και των υπηρεσιών του κατά τις απαιτήσεις ειδικών ομάδων συμφερόντων στην υγεία, στην παιδεία, τη δομή και τις υποδομές των υπουργείων, η μη απελευθέρωση επαγγελμάτων και η διατήρηση προνομίων κλπ αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα συνέχειας του προσαρμοστικού εκσυγχρονισμού που επιδιώκει το πελατειακό πολιτικό σύστημα αντί των πραγματικών μεταρρυθμίσεων.
Το ολιγοπωλιακό και στρεβλό τραπεζικό σύστημα και η αναδιάρθρωση του κατέληξαν σε ισχυρότερο ολιγοπώλιο 4 τραπεζών που διεκδίκησε τη δική του σωτηρία, κερδοσκόπησε επί των υφιστάμενων δανείων και περιχαράκωσε τους κινδύνους που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει σε βάρος της πραγματικής οικονομίας, ασχέτως των πρακτικών που το ίδιο το τραπεζικό σύστημα ακολούθησε στο παρελθόν.
Υπό αυτό το πλαίσιο οικονομικής πολιτικής και της πολιτικής εφαρμογής της, η κατάρρευση επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα ήταν πολλαπλάσια αυτής που θα ανέμενε κάποιος διεθνής αναλυτής εφαρμόζοντας τα κριτήρια του μέσου όρου των ευρωπαϊκών οικονομιών (με την «αναπτυξιακή» εξαίρεση από την «ιδιαίτερη» μεταχείριση ορισμένων επιχειρηματιών από το κράτος και τις τράπεζες). Η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων αποδείχθηκε αποκριάτικο πάρτι με καθυστερήσεις, υπεκφυγές και ψέματα έναντι των υποχρεώσεων για θεσμικές προσαρμογές που έθιγαν και θίγουν το πελατειακό οικοδόμημα των κομμάτων και των πολιτικών. Η κατάρρευση της ρευστότητας ήταν και παραμένει μοναδική, κυρίως για τη μεσαία, τη μικρομεσαία και τη μικρή επιχειρηματικότητα. Επιχειρήσεις που οικοδομήθηκαν στη βάση τραπεζικών πρακτικών (μεταχρονολόγηση επιταγών κλπ) βρέθηκαν στον αέρα, δάνεια ζητήθηκαν εκβιαστικά πίσω, το κόστος χρήματος εξακοντίστηκε παρά τις μειώσεις των βασικών επιτοκίων. Άλλες που υπό κανονικές συνθήκες θα έπρεπε να έχουν κλείσει παραμένουν χρηματοδοτούμενες ελέω ειδικών συμφερόντων και ρυθμίσεων. Ακόμα και το δημοσιονομικό πλεόνασμα αποδεικνύεται κατάκτηση κοινωνικά άδικων μέτρων δημιουργώντας βραχυπρόθεσμα οφέλη που χάνονται στην δίνη της αναποτελεσματικότητας του πελατειακού πολιτικού συστήματος και μακροπρόθεσμα, κόστη από την ενστάλαξη πόλωσης και πολιτικής αστάθειας.
Η τεράστια απώλεια εθνικού πλούτου, η απαξίωση των περιουσιών, η στρεβλή αναδιάταξη και συγκεντροποίηση ιδιοκτησίας των παραγωγικών πόρων, η ανεργία αλλά και η μεγάλη διάρκεια της κρίσης, μαρτυρούν το εύρος και το βάθος από τις συνέπειες των δύο λαθών που επιβάρυναν την οικονομία, πολλαπλασιάζοντας το ένα τις δυσμενείς συνέπειες του άλλου.