Στρίβειν διά του δημοψηφίσματος
Γιώργος Γιαννουλόπουλος, Η Εφημερίδα των Συντακτών, Δημοσιευμένο: 2014-11-01
Αν θυμάμαι καλά, ανάμεσα στις εξαγγελίες του ΣΥΡΙΖΑ για το τι θα κάνει μόλις αναλάβει την εξουσία, υπάρχει και μία που πέρασε μάλλον απαρατήρητη: ότι θα αναβαθμίσει και θα αξιοποιήσει τον θεσμό του δημοψηφίσματος.
Κατ’ αρχάς δεν μπορώ να φανταστώ πολλούς που θα διαφωνούσαν. Κι αυτό, γιατί ο ρόλος του δημοψηφίσματος είναι να διορθώνει ένα δομικό ελάττωμα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Θέλω να πω ότι η προσφυγή στον λαό καταργεί το χάσμα ανάμεσα στους ψηφοφόρους και τους εντολοδόχους τους, οι οποίοι ως κυβερνώντες έχουν την τάση να αυτονομούνται και να αποφασίζουν κατά το δοκούν και συχνά σε πλήρη αντίθεση με τα όσα έλεγαν πριν από τις εκλογές, χωρίς να λογοδοτούν μέχρι τις επόμενες. Δηλαδή το δημοψήφισμα είναι ένα είδος μονοθεματικών εκλογών, που δίνουν το δικαίωμα στον κυρίαρχο λαό να αποφασίσει ο ίδιος ποια είναι η απάντηση σε ένα κρίσιμο ερώτημα που έχει τεθεί στη χώρα.
Την ίδια στιγμή, όμως, θα ήταν λάθος να αναγάγουμε το δημοψήφισμα σε πανάκεια, όπως κάνουν εκείνοι που ονειρεύονται την αμεσοδημοκρατία. Στην πολιτική δεν υπάρχουν τέλειες λύσεις και το ζητούμενο είναι πάντα να λύσουμε περισσότερα προβλήματα από όσα θα δημιουργήσει η λύση που προτείνουμε. Επιπλέον δε –κι αυτό έχει ακόμα μεγαλύτερη σημασία για το θέμα μας– μια γενική και αφηρημένη έννοια ή θεσμός, όπως το δημοψήφισμα, δεν λειτουργεί εν κενώ, αλλά μοιραία εμπλέκεται στην πολιτική αντιπαράθεση για να προωθήσει συγκεκριμένους κομματικούς στόχους. Νομίζω, λοιπόν, ότι η εργαλειοποίηση του θεσμού του δημοψηφίσματος φάνηκε καθαρά όταν ο ΣΥΡΙΖΑ έδωσε μια πρόγευση της στρατηγικής που θα ακολουθήσει στις διαπραγματεύσεις με τους πιστωτές. Αν έχω καταλάβει καλά, το σενάριο της Κουμουνδούρου έχει ως εξής: σε περίπτωση που δεν μπορέσει να εξασφαλίσει τη λύση που προτείνει (διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους, μετάθεση της πληρωμής του στο μέλλον, ρήτρα ανάπτυξης κ.ο.κ.), αν δηλαδή βρει τοίχο, τότε θα προσφύγει στον λαό για να πάρει με δημοψήφισμα την εντολή να δεχτεί ή να απορρίψει τις απαιτήσεις των δανειστών μας.
Σε μια πρώτη ματιά, τι το δημοκρατικότερο; Σε μια δεύτερη όμως τα πράγματα περιπλέκονται. Οπως όλοι ανεξαιρέτως γνωρίζουμε, το κύριο επιχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ από την έναρξη της κρίσης μέχρι σήμερα είναι ότι οι κυβερνώντες υποτάχθηκαν στις απαιτήσεις των δανειστών μας, τις οποίες αναγόρευσαν μονόδρομο, δηλαδή δέχτηκαν να εφαρμόσουν τα μέτρα που τους επέβαλαν γιατί είτε τα θεώρησαν σωστά (αυτό ισχύει για τους νεοφιλελεύθερους) είτε δεν είχαν τα κότσια να αντισταθούν. Μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, λένε ξανά και ξανά, θα αντιμετωπίσει διαφορετικά τους δανειστές μας και θα τους πείσει περί του εναντίου ή, αν χρειαστεί, θα τους αναγκάσει να κάνουν πίσω. Ή αλλιώς, τοίχος δεν υπάρχει. Απλώς τον έχτισαν οι κακοί και οι κιοτήδες για να δικαιολογήσουν τη στάση τους.
Το σενάριο όμως με το δημοψήφισμα παραδέχεται, εμμέσως πλην σαφώς, το ενδεχόμενο να υπάρχει ο τοίχος, κι αυτό, αν όντως ισχύει, εγείρει το εξής άβολο ερώτημα για τον ΣΥΡΙΖΑ: Ποια πολιτική και ηθική νομιμοποίηση έχει ένα κόμμα που κέρδισε τις εκλογές επειδή κατάφερε να επιβάλει τη δική του λανθασμένη ανάγνωση της πραγματικότητας ή, ακόμα χειρότερα, συνειδητά παραμύθιασε τον κόσμο; Το γεγονός ότι θα μεταθέσει στον λαό την ευθύνη να αποφασίσει αν θα δεχτεί κάτι δυσάρεστο δεν μπορεί να αποκρύψει το γεγονός ότι είχαν δίκιο οι αντίπαλοί του όταν έλεγαν ότι δεν υπάρχουν ανώδυνες λύσεις.
Και κάτι άλλο: στο σενάριο με το δημοψήφισμα –το οποίο, ακόμα κι αν αν δεν έχει περιβληθεί με το κύρος της κομματικής γραμμής, διακινείται από επίσημα χείλη στην Κουμουνδούρου– υπάρχει ένα σημαντικό κενό: δεν διευκρινίζεται αν ο ΣΥΡΙΖΑ θα εισηγηθεί το ναι ή το όχι. Ισως επειδή, αν ζητήσει από τους ψηφοφόρους να απορρίψουν τον εκβιασμό των δανειστών κι εκείνοι τον αποδεχτούν, η κυβέρνηση θα αναγκαστεί να παραιτηθεί.
Σε όλα αυτά τα υποθετικά σενάρια, θα προσθέσω άλλο ένα. Εχω την αίσθηση ότι αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εξασφαλίσει σημαντικές βελτιώσεις από τους ανάλγητους δανειστές μας και σε περίπτωση που η ηρωική στάση του δεν ανάψει φωτιές σε ολόκληρη την Ευρώπη, όπως ισχυρίζονται κάποιοι, θα μπορούσε με την εξής απλή κίνηση να αξιοποιήσει το δημοψήφισμα για να ολοκληρώσει την περιβόητη κωλοτούμπα, την οποία εδώ και καιρό μεθοδεύει με διάφορες επικοινωνιακές πρωτοβουλίες: συγκεκριμένα θα ισχυριστεί ότι εφόσον ο κυρίαρχος λαός αποφάνθηκε, θα ήταν εξόχως αντιδημοκρατικό να πάει κόντρα στην απόφασή του. Και έτσι ο ΣΥΡΙΖΑ, επειδή πιστεύει στη δημοκρατία, και μάλιστα την άμεση, όπως γίνεται με το δημοψήφισμα, θα υποκλιθεί στη βούληση του δήμου και θα εφαρμόσει τα μέτρα που επιβάλλουν οι κακοί ξένοι.
Αρχίσαμε με την παραδοχή ότι το δημοψήφισμα είναι κάτι κατ’ αρχήν καλό. Στην πολιτική, όμως, οι θεσμοί ως αφηρημένες έννοιες χάνουν την εννοιολογική και ηθική τους καθαρότητα για να γίνουν επιχειρήματα ή όπλα που όλα τα κόμματα, όχι μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ, χρησιμοποιούν για να πετύχουν τον μόνιμο και απώτερο στόχο τους: να επικρατήσουν.
Κατ’ αρχάς δεν μπορώ να φανταστώ πολλούς που θα διαφωνούσαν. Κι αυτό, γιατί ο ρόλος του δημοψηφίσματος είναι να διορθώνει ένα δομικό ελάττωμα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Θέλω να πω ότι η προσφυγή στον λαό καταργεί το χάσμα ανάμεσα στους ψηφοφόρους και τους εντολοδόχους τους, οι οποίοι ως κυβερνώντες έχουν την τάση να αυτονομούνται και να αποφασίζουν κατά το δοκούν και συχνά σε πλήρη αντίθεση με τα όσα έλεγαν πριν από τις εκλογές, χωρίς να λογοδοτούν μέχρι τις επόμενες. Δηλαδή το δημοψήφισμα είναι ένα είδος μονοθεματικών εκλογών, που δίνουν το δικαίωμα στον κυρίαρχο λαό να αποφασίσει ο ίδιος ποια είναι η απάντηση σε ένα κρίσιμο ερώτημα που έχει τεθεί στη χώρα.
Την ίδια στιγμή, όμως, θα ήταν λάθος να αναγάγουμε το δημοψήφισμα σε πανάκεια, όπως κάνουν εκείνοι που ονειρεύονται την αμεσοδημοκρατία. Στην πολιτική δεν υπάρχουν τέλειες λύσεις και το ζητούμενο είναι πάντα να λύσουμε περισσότερα προβλήματα από όσα θα δημιουργήσει η λύση που προτείνουμε. Επιπλέον δε –κι αυτό έχει ακόμα μεγαλύτερη σημασία για το θέμα μας– μια γενική και αφηρημένη έννοια ή θεσμός, όπως το δημοψήφισμα, δεν λειτουργεί εν κενώ, αλλά μοιραία εμπλέκεται στην πολιτική αντιπαράθεση για να προωθήσει συγκεκριμένους κομματικούς στόχους. Νομίζω, λοιπόν, ότι η εργαλειοποίηση του θεσμού του δημοψηφίσματος φάνηκε καθαρά όταν ο ΣΥΡΙΖΑ έδωσε μια πρόγευση της στρατηγικής που θα ακολουθήσει στις διαπραγματεύσεις με τους πιστωτές. Αν έχω καταλάβει καλά, το σενάριο της Κουμουνδούρου έχει ως εξής: σε περίπτωση που δεν μπορέσει να εξασφαλίσει τη λύση που προτείνει (διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους, μετάθεση της πληρωμής του στο μέλλον, ρήτρα ανάπτυξης κ.ο.κ.), αν δηλαδή βρει τοίχο, τότε θα προσφύγει στον λαό για να πάρει με δημοψήφισμα την εντολή να δεχτεί ή να απορρίψει τις απαιτήσεις των δανειστών μας.
Σε μια πρώτη ματιά, τι το δημοκρατικότερο; Σε μια δεύτερη όμως τα πράγματα περιπλέκονται. Οπως όλοι ανεξαιρέτως γνωρίζουμε, το κύριο επιχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ από την έναρξη της κρίσης μέχρι σήμερα είναι ότι οι κυβερνώντες υποτάχθηκαν στις απαιτήσεις των δανειστών μας, τις οποίες αναγόρευσαν μονόδρομο, δηλαδή δέχτηκαν να εφαρμόσουν τα μέτρα που τους επέβαλαν γιατί είτε τα θεώρησαν σωστά (αυτό ισχύει για τους νεοφιλελεύθερους) είτε δεν είχαν τα κότσια να αντισταθούν. Μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, λένε ξανά και ξανά, θα αντιμετωπίσει διαφορετικά τους δανειστές μας και θα τους πείσει περί του εναντίου ή, αν χρειαστεί, θα τους αναγκάσει να κάνουν πίσω. Ή αλλιώς, τοίχος δεν υπάρχει. Απλώς τον έχτισαν οι κακοί και οι κιοτήδες για να δικαιολογήσουν τη στάση τους.
Το σενάριο όμως με το δημοψήφισμα παραδέχεται, εμμέσως πλην σαφώς, το ενδεχόμενο να υπάρχει ο τοίχος, κι αυτό, αν όντως ισχύει, εγείρει το εξής άβολο ερώτημα για τον ΣΥΡΙΖΑ: Ποια πολιτική και ηθική νομιμοποίηση έχει ένα κόμμα που κέρδισε τις εκλογές επειδή κατάφερε να επιβάλει τη δική του λανθασμένη ανάγνωση της πραγματικότητας ή, ακόμα χειρότερα, συνειδητά παραμύθιασε τον κόσμο; Το γεγονός ότι θα μεταθέσει στον λαό την ευθύνη να αποφασίσει αν θα δεχτεί κάτι δυσάρεστο δεν μπορεί να αποκρύψει το γεγονός ότι είχαν δίκιο οι αντίπαλοί του όταν έλεγαν ότι δεν υπάρχουν ανώδυνες λύσεις.
Και κάτι άλλο: στο σενάριο με το δημοψήφισμα –το οποίο, ακόμα κι αν αν δεν έχει περιβληθεί με το κύρος της κομματικής γραμμής, διακινείται από επίσημα χείλη στην Κουμουνδούρου– υπάρχει ένα σημαντικό κενό: δεν διευκρινίζεται αν ο ΣΥΡΙΖΑ θα εισηγηθεί το ναι ή το όχι. Ισως επειδή, αν ζητήσει από τους ψηφοφόρους να απορρίψουν τον εκβιασμό των δανειστών κι εκείνοι τον αποδεχτούν, η κυβέρνηση θα αναγκαστεί να παραιτηθεί.
Σε όλα αυτά τα υποθετικά σενάρια, θα προσθέσω άλλο ένα. Εχω την αίσθηση ότι αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εξασφαλίσει σημαντικές βελτιώσεις από τους ανάλγητους δανειστές μας και σε περίπτωση που η ηρωική στάση του δεν ανάψει φωτιές σε ολόκληρη την Ευρώπη, όπως ισχυρίζονται κάποιοι, θα μπορούσε με την εξής απλή κίνηση να αξιοποιήσει το δημοψήφισμα για να ολοκληρώσει την περιβόητη κωλοτούμπα, την οποία εδώ και καιρό μεθοδεύει με διάφορες επικοινωνιακές πρωτοβουλίες: συγκεκριμένα θα ισχυριστεί ότι εφόσον ο κυρίαρχος λαός αποφάνθηκε, θα ήταν εξόχως αντιδημοκρατικό να πάει κόντρα στην απόφασή του. Και έτσι ο ΣΥΡΙΖΑ, επειδή πιστεύει στη δημοκρατία, και μάλιστα την άμεση, όπως γίνεται με το δημοψήφισμα, θα υποκλιθεί στη βούληση του δήμου και θα εφαρμόσει τα μέτρα που επιβάλλουν οι κακοί ξένοι.
Αρχίσαμε με την παραδοχή ότι το δημοψήφισμα είναι κάτι κατ’ αρχήν καλό. Στην πολιτική, όμως, οι θεσμοί ως αφηρημένες έννοιες χάνουν την εννοιολογική και ηθική τους καθαρότητα για να γίνουν επιχειρήματα ή όπλα που όλα τα κόμματα, όχι μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ, χρησιμοποιούν για να πετύχουν τον μόνιμο και απώτερο στόχο τους: να επικρατήσουν.