Χρόνου φείδου…
Παύλος Τσίμας, Huffington Post, Δημοσιευμένο: 2015-06-04
Ο Φεβρουάριος ήταν ένας καλός μήνας.Από την Ουάσιγκτον, ο Ομπάμα έστελνε ένα ασυνήθιστο μήνυμα υποστήριξης της νέας ελληνικής κυβέρνησης, ζητώντας από τους Ευρωπαίους «να μην στείψουν άλλο μια χώρα που βρίσκεται σε ύφεση». Στην Αθήνα οργανώνονταν διαδηλώσεις υποστήριξης της διαπραγματευόμενης κυβέρνησης. Και σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες τα νέα πρόσωπα από την Ελλάδα έφερναν ανησυχία, αμηχανία αλλά και μια κάποια ελπίδα πως οι καινούργιοι δεν θα είχαν τα ανυπόφορα κουσούρια των παλιών.
Το κλίμα αυτό αποτυπώθηκε στην συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου, όπου η Ελλάδα κέρδισε δύο μπόνους- χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα και το δικαίωμα αλλαγής του 30% του παλιού προγράμματος- και οι Ευρωπαίοι κράτησαν ένα ατού, την δυνατότητα να προκαλέσουν πιστωτική ασφυξία στην χώρα, αν η διαπραγμάτευση παρατεινόταν ή ξεστράτιζε.
Δεν θα το μάθουμε ποτέ με σιγουριά, αλλά είναι πολύ πιθανόν, αν η ελληνική κυβέρνηση ήταν έτοιμη να προτείνει ένα δικό της σχέδιο με νέες ιδέες και συγκεκριμμένες προτάσεις, να είχε επιτύχει τότε- τέλη Φεβρουαρίου, αρχές Μαρτίου- μια πολύ καλύτερη συφωνία από αυτην που ίσως επιτύχει τώρα. Αλλά δεν ήταν έτοιμη. Και το υπουργείο οικονομικών δεν ήταν ούτε πρόθυμο ούτε πρόσφορο για τέτοια πράγματα. Η καλύτερη ιδέα που είχε ήταν οι καλωδιωμένοι τουρίστες που θα πιάνουν το καλοκαιράκι φοροφυγάδες στα νησιά….
Κι έτσι η διαπραγμάτευση μάκρυνε. Και φθάσαμε στον Ιούνιο, με την εμπιστοσύνη να έχει λιγοστέψει επικίνδυνα, την μακρά αβεβαιότητα να έχει προκαλέσει ζημιές στην πραγματική οικονομία, ένα πολιτικό κεφάλαιο να έχει ξοδευτεί άδοξα και την περίπτωση ενός «ατυχήματος» να έχει μετατραπεί από θεωρητικό ενδεχόμενο σε καθημερινό, απτό κίνδυνο..
Ένα ερώτημα είναι γιατί μάκρυνε ο χρόνος της διαπραγμάτευσης. Ήταν αναγκαίο για να συντελεσθεί η κατά Δραγασάκη «βίαιη ωρίμανση», να συνειδητοποιηθούν τα όρια και οι δυνατότητες, να μετρηθεί το κόστος όλων των εναλλακτικών λύσεων έναντι μιας συμφωνίας, να διαλυθούν οι αυταπάτες; Ήταν μια στρατηγική που επιδίωκε να φέρει την διαπραγμάτευση ως τα απώτατα χρονικά της όρια, ώστε- προ του κινδύνου της καταστροφής- να ενεργοποιηθούν τα πολιτικά ανακλαστικά, να παρακαμφθούν «θεσμοί» και κανόνες και να επιτευχυθεί μια συμφωνία με βάση τα γεωπολιτικά διλήμματα και όχι τους υπολογισμούς των τεχνοκρατών σε excel; Ήταν ο χρόνος που ένιωθαν ότι τους χρειάζεται για να πάρουν ανοιχτά την στροφή; Ή απλώς καθυστερούσαν γιατί ταλαντεύονταν στ αλήθεια μεταξύ στροφής και ρήξης;
Η απάντηση στο ερώτημα θα έχει μεγάλο ενδιαφέρον για τους αναλυτές της πολιτικής και τους μελετητές της ιστορίας. Αλλά, προς το παρόν και για όλους τους υπόλοιπους, πολύ μεγαλύτερη σημασία εξακολουθεί να έχει η απάντηση στο ερώτημα, αν ο χρόνος μπορεί να κερδηθεί και ο Ιούνιος να αποδειχθεί ένας καλός μήνας για συμφωνία- έστω και μια λίγο χειρότερη συμφωνία από εκείνη που θα μπορούσε να έχει επιτευχθεί τρεις μήνες νωρίτερα. Κι αν, ανεξάρτητα από τις δικές της προθέσεις, οι Ευρωπαϊοι θα αποφασίσουν να διευκολύνουν πολιτικά την κυβέρνηση να διατυπώσει μια συμφωνία με όρους πολιτικά συμβατούς με τις φιλοδοξίες της για μια μακρά πολιτική ηγεμονία. Υποθέτω ότι θα χρειαστεί να περιμένουμε ακόμη μερικές ημέρες πριν έχουμε την απάντηση.
Το κλίμα αυτό αποτυπώθηκε στην συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου, όπου η Ελλάδα κέρδισε δύο μπόνους- χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα και το δικαίωμα αλλαγής του 30% του παλιού προγράμματος- και οι Ευρωπαίοι κράτησαν ένα ατού, την δυνατότητα να προκαλέσουν πιστωτική ασφυξία στην χώρα, αν η διαπραγμάτευση παρατεινόταν ή ξεστράτιζε.
Δεν θα το μάθουμε ποτέ με σιγουριά, αλλά είναι πολύ πιθανόν, αν η ελληνική κυβέρνηση ήταν έτοιμη να προτείνει ένα δικό της σχέδιο με νέες ιδέες και συγκεκριμμένες προτάσεις, να είχε επιτύχει τότε- τέλη Φεβρουαρίου, αρχές Μαρτίου- μια πολύ καλύτερη συφωνία από αυτην που ίσως επιτύχει τώρα. Αλλά δεν ήταν έτοιμη. Και το υπουργείο οικονομικών δεν ήταν ούτε πρόθυμο ούτε πρόσφορο για τέτοια πράγματα. Η καλύτερη ιδέα που είχε ήταν οι καλωδιωμένοι τουρίστες που θα πιάνουν το καλοκαιράκι φοροφυγάδες στα νησιά….
Κι έτσι η διαπραγμάτευση μάκρυνε. Και φθάσαμε στον Ιούνιο, με την εμπιστοσύνη να έχει λιγοστέψει επικίνδυνα, την μακρά αβεβαιότητα να έχει προκαλέσει ζημιές στην πραγματική οικονομία, ένα πολιτικό κεφάλαιο να έχει ξοδευτεί άδοξα και την περίπτωση ενός «ατυχήματος» να έχει μετατραπεί από θεωρητικό ενδεχόμενο σε καθημερινό, απτό κίνδυνο..
Ένα ερώτημα είναι γιατί μάκρυνε ο χρόνος της διαπραγμάτευσης. Ήταν αναγκαίο για να συντελεσθεί η κατά Δραγασάκη «βίαιη ωρίμανση», να συνειδητοποιηθούν τα όρια και οι δυνατότητες, να μετρηθεί το κόστος όλων των εναλλακτικών λύσεων έναντι μιας συμφωνίας, να διαλυθούν οι αυταπάτες; Ήταν μια στρατηγική που επιδίωκε να φέρει την διαπραγμάτευση ως τα απώτατα χρονικά της όρια, ώστε- προ του κινδύνου της καταστροφής- να ενεργοποιηθούν τα πολιτικά ανακλαστικά, να παρακαμφθούν «θεσμοί» και κανόνες και να επιτευχυθεί μια συμφωνία με βάση τα γεωπολιτικά διλήμματα και όχι τους υπολογισμούς των τεχνοκρατών σε excel; Ήταν ο χρόνος που ένιωθαν ότι τους χρειάζεται για να πάρουν ανοιχτά την στροφή; Ή απλώς καθυστερούσαν γιατί ταλαντεύονταν στ αλήθεια μεταξύ στροφής και ρήξης;
Η απάντηση στο ερώτημα θα έχει μεγάλο ενδιαφέρον για τους αναλυτές της πολιτικής και τους μελετητές της ιστορίας. Αλλά, προς το παρόν και για όλους τους υπόλοιπους, πολύ μεγαλύτερη σημασία εξακολουθεί να έχει η απάντηση στο ερώτημα, αν ο χρόνος μπορεί να κερδηθεί και ο Ιούνιος να αποδειχθεί ένας καλός μήνας για συμφωνία- έστω και μια λίγο χειρότερη συμφωνία από εκείνη που θα μπορούσε να έχει επιτευχθεί τρεις μήνες νωρίτερα. Κι αν, ανεξάρτητα από τις δικές της προθέσεις, οι Ευρωπαϊοι θα αποφασίσουν να διευκολύνουν πολιτικά την κυβέρνηση να διατυπώσει μια συμφωνία με όρους πολιτικά συμβατούς με τις φιλοδοξίες της για μια μακρά πολιτική ηγεμονία. Υποθέτω ότι θα χρειαστεί να περιμένουμε ακόμη μερικές ημέρες πριν έχουμε την απάντηση.