Συνέδριο χωρίς τους οργανωτές!
Διονύσης Γουσέτης, Αυγή, Δημοσιευμένο: 2005-12-03
Είναι από τις ειδήσεις που δεν μεταδίδονται. Είναι όμως χαρακτηριστική για την κατανόηση του κυπριακού προβλήματος. Τον περασμένο μήνα, έγινε στην Κύπρο ένα διεθνές συνέδριο για το ρατσισμό, με αντιπροσωπείες μη κυβερνητικών οργανώσεων από όλη την Ευρώπη. Στο συνέδριο, οι Ελληνοκύπριοι συνδιοργανωτές -ο ημικρατικός ‘Οργανισμός Νεολαίας’ και η μη κυβερνητική ΚΙΣΑ (Κίνηση για Ισότητα, Στήριξη, Αντιρατσισμό)- έκαναν τα πάντα να εμποδίσουν τους σύνεδρους να πάνε στον Τ/Κ βορρά και να γνωρίσουν τουρκοκυπριακές ΜΚΟ. Μια από τις διάφορες δικαιολογίες που προέταξαν ήταν ότι η συνάντηση επρόκειτο να πραγματοποιηθεί στο Πολιτιστικό Κέντρο Arabahmet, το οποίο ανήκει στο δήθεν ‘παράνομο’ Τ/Κ δημαρχείο της Λευκωσίας, αποκρύπτοντας ότι η Λευκωσία διαθέτει Τ/Κ δημαρχείο από το 1958! Αποτέλεσμα: Πήγαν στο βορρά όλοι οι σύνεδροι, εκτός από τους Ελληνοκύπριους, που ήταν και οι οικοδεσπότες!
Απέδειξαν έτσι, δυο πράγματα μαζί. Πρώτον, ότι οι διαθέσεις της Ε/Κ ηγεσίας, όχι απέναντι στο σχέδιο Ανάν -όπως μας παραμυθιάζει- αλλά γενικότερα απέναντι στην ισότιμη επανένωση του νησιού, είναι αρνητικές. Αυτή είναι η πραγματική, εφαρμοσμένη, πολιτική και όχι οι κατά καιρούς παρλαπίπες που όλο και λιγότερους πείθουν. Δεύτερον, απέδειξαν την απουσία της κοινωνίας των πολιτών και αντ’ αυτής τη φιγούρα κάποιων ΜΚΟ που λειτουργούν με κυβερνητική λογική, αν όχι κυβερνητικές εντολές. Αυτά οι κουτόφραγκοι τα βλέπουν και τα σχολιάζουν, με τις προσήκουσες επιπτώσεις. Από έναν Ευρωπαίο σύνεδρο π.χ., που επιθυμεί ανωνυμία, έλαβα επιστολή όπου αναφέρει τα παρακάτω:
*
Στις 11~15 Νοεμβρίου, παρακολούθησα στην Κύπρο ένα συνέδριο με τίτλο «Γέφυρες, πολιτισμοί, ταυτότητες». Το οργάνωσαν η ολλανδική οργάνωση United και ελληνοκυπριακές οργανώσεις. Ήταν μια μεγάλη συγκέντρωση, ογδόντα αντιπροσώπων, από 38 χώρες της Ευρώπης. Θέμα του συνεδρίου ήταν η αντιμετώπιση του ρατσισμού στην Ευρώπη και ο αγώνας για τον τερματισμό των διακρίσεων, με εργαλείο την ενημέρωση και την διαπολιτισμική δράση. Κρίναμε ότι η Κύπρος ήταν το ιδανικό μέρος να εγκαινιάσουμε αυτή τη δράση. Θα υπερβαίναμε τη διαχωριστική γραμμή που χάραξαν οι συγκρούσεις του παρελθόντος.
Αποδείχτηκε ότι η γεφύρωση των πολιτισμών δεν είναι εύκολη υπόθεση. Τεντώνει τα νεύρα εκείνων που η εξουσία τους απορρέει από το να κρατούν τους ανθρώπους χωριστά. Αυτό φάνηκε καθαρά όταν έφθασε η μέρα να επισκεφθούμε, ως σύνεδροι, τη βόρεια Κύπρο. Ήταν εκ των προτέρων γνωστή η βούλησή μας. Κι όμως. Εκείνη την ώρα άρχισαν να κυκλοφορούν ψίθυροι είτε ότι η επίσκεψη θα αναβληθεί, είτε ότι θα συρρικνωθεί. Κανείς μπορούσε να διακρίνει υπόγειες σπασμωδικές κινήσεις να αποτρέψουν τους αντιπροσώπους από την προγραμματισμένη ατζέντα της επίσκεψης, που προέβλεπε συνάντηση με ΜΚΟ του βορρά. Κυκλοφορούσε μια σειρά ασυνάρτητων αιτιάσεων για αλλαγή του τόπου συνεύρεσης ή της μορφής των συναντήσεων.
Τελικά, η επίσκεψη πραγματοποιήθηκε. Η πλειοψηφία των αντιπροσώπων επέμεινε να μιλήσει με όλους όσοι αγωνίστηκαν να σπάσουν τα φράγματα που ύψωσαν οι πολιτικές ηγεσίες των δυο πλευρών. Επέμεινε να μην αγοράσει την ημιεπίσημη ατζέντα που μας πούλαγαν οι Ελληνοκύπριοι οργανωτές, που στόχευε να αποθαρρύνει την επαφή μας με το βορρά ή τουλάχιστον να αλλοιώσει τον χαρακτήρα της.
Ήδη πριν από την επίσκεψη, οι περισσότεροι αντιπρόσωποι είχαμε νοιώσει έντονα τη μηδαμινή συνεισφορά των Ελληνοκυπρίων στο στρογγυλό τραπέζι που οργανώθηκε για το κυπριακό. Μόνο οι δυο Τουρκοκύπριοι εκπρόσωποι επέμεναν να μας εξηγούν τις ρίζες του κυπριακού προβλήματος και το φάσμα των σημερινών εναλλακτικών προοπτικών. Οι Ελληνοκυπριακές ΜΚΟ, αν και συνδιοργανωτές, δεν εκδήλωναν κανένα ενδιαφέρον, έστω και προσχηματικό, για συμμετοχή στο διάλογο. Ούτε έδειξαν να συμμερίζονται τα όνειρα που μας εξέθεσαν οι Τουρκοκύπριοι για μια ενωμένη Κύπρο και για τον αγώνα τους, που αποδεικνυόταν μονομερής. Δεν γνωρίζω όλες τις αιτίες γι’ αυτό, αλλά ήταν αποκαρδιωτική η απουσία ανταπόκρισης των Ελληνοκυπρίων στο χέρι που τους έτειναν οι Τουρκοκύπριοι.
Νομίζω ότι, με την αδράνειά τους στο συνέδριο και με την απροθυμία τους να στηρίξουν τις προσπάθειες για ειρήνη και συμφιλίωση, οι Ελληνοκύπριοι οργανωτές έχασαν μια χρυσή ευκαιρία να επιδείξουν την προσήλωσή τους στις προσπάθειες της κοινωνίας των πολιτών για επαναπροσέγγιση των δυο κοινοτήτων. Λαμβάνοντας υπ’ όψη την παρουσία περισσοτέρων από 60 ευρωπαϊκών ΜΚΟ ανθρωπίνων δικαιωμάτων, νομίζω ότι οι ελληνοκυπριακές ΜΚΟ έκαναν χαρακίρι στις δημόσιες σχέσεις τους: δημιούργησαν την εντύπωση ότι στέκονται χλιαρά απέναντι στην ενότητα δράσης και τις διασυνοριακές μη κυβερνητικές επαφές. Θα έπρεπε, πιστεύω, ως αντιρατσιστικές ΜΚΟ, να δρομολογήσουν μια πορεία ανεξάρτητη από τις επιρροές εκείνων των κυβερνητικών πολιτικών που αντιτίθενται στη συμφιλίωση και την ειρήνη στο τόσο θαυμάσιο νησί της ζωντανής ομορφιάς.
Απέδειξαν έτσι, δυο πράγματα μαζί. Πρώτον, ότι οι διαθέσεις της Ε/Κ ηγεσίας, όχι απέναντι στο σχέδιο Ανάν -όπως μας παραμυθιάζει- αλλά γενικότερα απέναντι στην ισότιμη επανένωση του νησιού, είναι αρνητικές. Αυτή είναι η πραγματική, εφαρμοσμένη, πολιτική και όχι οι κατά καιρούς παρλαπίπες που όλο και λιγότερους πείθουν. Δεύτερον, απέδειξαν την απουσία της κοινωνίας των πολιτών και αντ’ αυτής τη φιγούρα κάποιων ΜΚΟ που λειτουργούν με κυβερνητική λογική, αν όχι κυβερνητικές εντολές. Αυτά οι κουτόφραγκοι τα βλέπουν και τα σχολιάζουν, με τις προσήκουσες επιπτώσεις. Από έναν Ευρωπαίο σύνεδρο π.χ., που επιθυμεί ανωνυμία, έλαβα επιστολή όπου αναφέρει τα παρακάτω:
*
Στις 11~15 Νοεμβρίου, παρακολούθησα στην Κύπρο ένα συνέδριο με τίτλο «Γέφυρες, πολιτισμοί, ταυτότητες». Το οργάνωσαν η ολλανδική οργάνωση United και ελληνοκυπριακές οργανώσεις. Ήταν μια μεγάλη συγκέντρωση, ογδόντα αντιπροσώπων, από 38 χώρες της Ευρώπης. Θέμα του συνεδρίου ήταν η αντιμετώπιση του ρατσισμού στην Ευρώπη και ο αγώνας για τον τερματισμό των διακρίσεων, με εργαλείο την ενημέρωση και την διαπολιτισμική δράση. Κρίναμε ότι η Κύπρος ήταν το ιδανικό μέρος να εγκαινιάσουμε αυτή τη δράση. Θα υπερβαίναμε τη διαχωριστική γραμμή που χάραξαν οι συγκρούσεις του παρελθόντος.
Αποδείχτηκε ότι η γεφύρωση των πολιτισμών δεν είναι εύκολη υπόθεση. Τεντώνει τα νεύρα εκείνων που η εξουσία τους απορρέει από το να κρατούν τους ανθρώπους χωριστά. Αυτό φάνηκε καθαρά όταν έφθασε η μέρα να επισκεφθούμε, ως σύνεδροι, τη βόρεια Κύπρο. Ήταν εκ των προτέρων γνωστή η βούλησή μας. Κι όμως. Εκείνη την ώρα άρχισαν να κυκλοφορούν ψίθυροι είτε ότι η επίσκεψη θα αναβληθεί, είτε ότι θα συρρικνωθεί. Κανείς μπορούσε να διακρίνει υπόγειες σπασμωδικές κινήσεις να αποτρέψουν τους αντιπροσώπους από την προγραμματισμένη ατζέντα της επίσκεψης, που προέβλεπε συνάντηση με ΜΚΟ του βορρά. Κυκλοφορούσε μια σειρά ασυνάρτητων αιτιάσεων για αλλαγή του τόπου συνεύρεσης ή της μορφής των συναντήσεων.
Τελικά, η επίσκεψη πραγματοποιήθηκε. Η πλειοψηφία των αντιπροσώπων επέμεινε να μιλήσει με όλους όσοι αγωνίστηκαν να σπάσουν τα φράγματα που ύψωσαν οι πολιτικές ηγεσίες των δυο πλευρών. Επέμεινε να μην αγοράσει την ημιεπίσημη ατζέντα που μας πούλαγαν οι Ελληνοκύπριοι οργανωτές, που στόχευε να αποθαρρύνει την επαφή μας με το βορρά ή τουλάχιστον να αλλοιώσει τον χαρακτήρα της.
Ήδη πριν από την επίσκεψη, οι περισσότεροι αντιπρόσωποι είχαμε νοιώσει έντονα τη μηδαμινή συνεισφορά των Ελληνοκυπρίων στο στρογγυλό τραπέζι που οργανώθηκε για το κυπριακό. Μόνο οι δυο Τουρκοκύπριοι εκπρόσωποι επέμεναν να μας εξηγούν τις ρίζες του κυπριακού προβλήματος και το φάσμα των σημερινών εναλλακτικών προοπτικών. Οι Ελληνοκυπριακές ΜΚΟ, αν και συνδιοργανωτές, δεν εκδήλωναν κανένα ενδιαφέρον, έστω και προσχηματικό, για συμμετοχή στο διάλογο. Ούτε έδειξαν να συμμερίζονται τα όνειρα που μας εξέθεσαν οι Τουρκοκύπριοι για μια ενωμένη Κύπρο και για τον αγώνα τους, που αποδεικνυόταν μονομερής. Δεν γνωρίζω όλες τις αιτίες γι’ αυτό, αλλά ήταν αποκαρδιωτική η απουσία ανταπόκρισης των Ελληνοκυπρίων στο χέρι που τους έτειναν οι Τουρκοκύπριοι.
Νομίζω ότι, με την αδράνειά τους στο συνέδριο και με την απροθυμία τους να στηρίξουν τις προσπάθειες για ειρήνη και συμφιλίωση, οι Ελληνοκύπριοι οργανωτές έχασαν μια χρυσή ευκαιρία να επιδείξουν την προσήλωσή τους στις προσπάθειες της κοινωνίας των πολιτών για επαναπροσέγγιση των δυο κοινοτήτων. Λαμβάνοντας υπ’ όψη την παρουσία περισσοτέρων από 60 ευρωπαϊκών ΜΚΟ ανθρωπίνων δικαιωμάτων, νομίζω ότι οι ελληνοκυπριακές ΜΚΟ έκαναν χαρακίρι στις δημόσιες σχέσεις τους: δημιούργησαν την εντύπωση ότι στέκονται χλιαρά απέναντι στην ενότητα δράσης και τις διασυνοριακές μη κυβερνητικές επαφές. Θα έπρεπε, πιστεύω, ως αντιρατσιστικές ΜΚΟ, να δρομολογήσουν μια πορεία ανεξάρτητη από τις επιρροές εκείνων των κυβερνητικών πολιτικών που αντιτίθενται στη συμφιλίωση και την ειρήνη στο τόσο θαυμάσιο νησί της ζωντανής ομορφιάς.