Απέναντι στον τρόμο
Παύλος Τσίμας, Δημοσιευμένο: 2016-03-25
Ο Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε ότι τα σύνορα των ΗΠΑ θα κλείσουν, ότι η είσοδος ανθρώπων μουσουλμανικού θρησκεύματος θα απαγορευτεί και ότι - αν γίνει πρόεδρος - θα ανάψει πράσινο φως στη χρήση κάθε μορφής βασανιστηρίου, περιλαμβανομένου και του περίφημου εικονικού πνιγμού, εναντίον κάθε υπόπτου. Η Μαρίν Λεπέν είπε ότι το χτύπημα στις Βρυξέλλες είναι απόδειξη της «ισλαμικής βαρβαρότητας», μιας σχεδόν αυτόματης τάχα σχέσης ανάμεσα στη συγκεκριμένη θρησκεία και στο έγκλημα. Το UKIP στη Βρετανία σχεδόν πανηγύριζε για την ανέλπιστη βοήθεια που οι βομβιστές προσέφεραν στην καμπάνια υπέρ της εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ενωση στο δημοψήφισμα του Ιουνίου. Η Πολωνία επανέλαβε ότι θα δεχθεί σύρους πρόσφυγες μόνο αν είναι χριστιανοί. Και η ιδέα της πλήρους αναστολής της Συνθήκης Σένγκεν έγινε πολύ πιο δημοφιλής σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
Αυτού του τύπου οι πολιτικές αντιδράσεις δεν είναι απροσδόκητες, ούτε ανεξήγητες. Και μοιάζουν, αυτή τη στιγμή του σοκ, να είναι και εξαιρετικά δημοφιλείς (και στα δικά μας τα μέρη). Δεν παύουν να αποτελούν την καλύτερη συνηγορία υπέρ των τρομοκρατών και των στόχων τους. Γιατί, όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει το περιοδικό «Εκόνομιστ» στο κύριο άρθρο του χθες, ο στόχος των τρομοκρατών είναι ακριβώς αυτός: Να προκαλέσουν μια τέτοιου τύπου «υπερ-αντίδραση», η οποία τους βοηθά να μετατρέπουν «τους δυσαρεστημένους σε υποστηρικτές και τους υποστηρικτές σε βομβιστές».
Την επομένη ενός τόσο βίαιου τρομοκρατικού χτυπήματος η πρόκληση για τις δημοκρατίες της Ευρώπης είναι εξαιρετικά περίπλοκη. Πρέπει να αποκτήσουν πολύ μεγαλύτερη ικανότητα αποτροπής, αποτελεσματικότερο συντονισμό υπηρεσιών ασφαλείας και ανταλλαγής πληροφοριών. Πρέπει να αποκαταστήσουν το πληγωμένο αίσθημα ασφάλειας στους πολίτες με μέτρα που κάνουν ορατή τη δημόσια δύναμη. Αλλά πρέπει, ταυτόχρονα, και να αφαιρέσουν από τους σκοτεινούς προπαγανδιστές του θανάτου το έδαφος της στρατολόγησης νέων οπαδών και εκτελεστών. Να εμποδίσουν, δηλαδή, την αδιάκριτη στοχοποίηση των μουσουλμάνων ή των προσφύγων από τη Μέση Ανατολή, την περαιτέρω περιθωριοποίησή τους. Οχι απλώς επειδή θα ήταν άδικο. Αλλά επειδή θα ήταν επικίνδυνο.
Αυτό το τρίτο είναι, προφανώς, και το δυσκολότερο.
Απαιτεί, από τη μια, την επιτυχή αντιμετώπιση του ISIS στο πεδίο της μάχης, στο Ιράκ και στη Συρία, ώστε να του αφαιρεθεί το φωτοστέφανο του ανίκητου μαχητή που μαγνητίζει καταραμένους, περιθωριοποιημένους σουνιτικούς πληθυσμούς που βρίσκονται σε αναζήτηση ταυτότητας. Απαιτεί, από την άλλη, και την αναστροφή της διαδικασίας περιθωριοποίησης, της οικονομικής και πολιτιστικής απομόνωσης των νέων που ζουν στα μπανλιέ της Γαλλίας ή του Βελγίου, η οποία έχει επιταθεί την τελευταία δεκαετία.
Η ιστορία των δραστών του μακελειού στις Βρυξέλλες είναι, νομίζω, διδακτική. Βέλγοι υπήκοοι, γεννημένοι και μεγαλωμένοι εκεί, δεν στρατολογήθηκαν σε τζαμιά ή μεντρεσέδες, αλλά στους δρόμους μιας γειτονιάς όπου έκαναν καριέρα ως διακινητές ναρκωτικών πρώτα, δράστες ένοπλων ληστειών στη συνέχεια. Το ότι από αυτό το εντελώς αντιθρησκευτικό περιβάλλον προέκυψαν βομβιστές αυτοκτονίας στο όνομα ενός αβυσσαλέου μίσους προς την ίδια τους την πόλη και το ότι οι φορείς ενός τέτοιου μίσους έβρισκαν αρκετή κατανόηση και υποστήριξη στον κύκλο τους, ώστε να κρύβεται επιτυχώς επί 125 ημέρες στο οικοδομικό τετράγωνο όπου ζούσε προηγουμένως και όπου αναζητούνταν ο υπ’ αριθμόν ένα καταζητούμενος σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο, κλονίζουν όλες τις βολικές βεβαιότητες και τις στερεότυπες αντιλήψεις μας για το ίδιο το τρομοκρατικό φαινόμενο και τα μέσα που διαθέτουμε (ή δεν διαθέτουμε) ώστε να το αντιμετωπίσουμε.
Κι ίσως το δυσκολότερο να είναι αυτό: Οπως θύμιζε προχθές ο Τομά Πικετί, η Ευρώπη πριν από την κρίση του 2008, αφομοίωνε χωρίς μεγάλα προβλήματα περίπου 1 εκατομμύριο νέους μετανάστες κάθε χρόνο. Η Ελλάδα, από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, είχε αφομοιώσει περί το ενάμισι εκατομμύριο μετανάστες, οι οποίοι δημιούργησαν νέες θέσεις εργασίας και εισέφεραν θετικά στο ΑΕΠ της. Μετά την κρίση, όμως, η αφομοίωση γίνεται δυσκολότερη, όχι μόνο για νεοεισερχόμενους αλλά και για ήδη εγκατεστημένους πληθυσμούς. Με αυτήν την έννοια, η επιστροφή της ευρωπαϊκής οικονομίας σε περιβάλλον ανάπτυξης και η αντιμετώπιση του προβλήματος ασφάλειας μπορεί και να είναι στόχοι περισσότερο συνδεδεμένοι απ’ ό,τι φαίνεται με μια πρώτη ματιά. Και γι’ αυτό δυσκολότεροι.
Αυτού του τύπου οι πολιτικές αντιδράσεις δεν είναι απροσδόκητες, ούτε ανεξήγητες. Και μοιάζουν, αυτή τη στιγμή του σοκ, να είναι και εξαιρετικά δημοφιλείς (και στα δικά μας τα μέρη). Δεν παύουν να αποτελούν την καλύτερη συνηγορία υπέρ των τρομοκρατών και των στόχων τους. Γιατί, όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει το περιοδικό «Εκόνομιστ» στο κύριο άρθρο του χθες, ο στόχος των τρομοκρατών είναι ακριβώς αυτός: Να προκαλέσουν μια τέτοιου τύπου «υπερ-αντίδραση», η οποία τους βοηθά να μετατρέπουν «τους δυσαρεστημένους σε υποστηρικτές και τους υποστηρικτές σε βομβιστές».
Την επομένη ενός τόσο βίαιου τρομοκρατικού χτυπήματος η πρόκληση για τις δημοκρατίες της Ευρώπης είναι εξαιρετικά περίπλοκη. Πρέπει να αποκτήσουν πολύ μεγαλύτερη ικανότητα αποτροπής, αποτελεσματικότερο συντονισμό υπηρεσιών ασφαλείας και ανταλλαγής πληροφοριών. Πρέπει να αποκαταστήσουν το πληγωμένο αίσθημα ασφάλειας στους πολίτες με μέτρα που κάνουν ορατή τη δημόσια δύναμη. Αλλά πρέπει, ταυτόχρονα, και να αφαιρέσουν από τους σκοτεινούς προπαγανδιστές του θανάτου το έδαφος της στρατολόγησης νέων οπαδών και εκτελεστών. Να εμποδίσουν, δηλαδή, την αδιάκριτη στοχοποίηση των μουσουλμάνων ή των προσφύγων από τη Μέση Ανατολή, την περαιτέρω περιθωριοποίησή τους. Οχι απλώς επειδή θα ήταν άδικο. Αλλά επειδή θα ήταν επικίνδυνο.
Αυτό το τρίτο είναι, προφανώς, και το δυσκολότερο.
Απαιτεί, από τη μια, την επιτυχή αντιμετώπιση του ISIS στο πεδίο της μάχης, στο Ιράκ και στη Συρία, ώστε να του αφαιρεθεί το φωτοστέφανο του ανίκητου μαχητή που μαγνητίζει καταραμένους, περιθωριοποιημένους σουνιτικούς πληθυσμούς που βρίσκονται σε αναζήτηση ταυτότητας. Απαιτεί, από την άλλη, και την αναστροφή της διαδικασίας περιθωριοποίησης, της οικονομικής και πολιτιστικής απομόνωσης των νέων που ζουν στα μπανλιέ της Γαλλίας ή του Βελγίου, η οποία έχει επιταθεί την τελευταία δεκαετία.
Η ιστορία των δραστών του μακελειού στις Βρυξέλλες είναι, νομίζω, διδακτική. Βέλγοι υπήκοοι, γεννημένοι και μεγαλωμένοι εκεί, δεν στρατολογήθηκαν σε τζαμιά ή μεντρεσέδες, αλλά στους δρόμους μιας γειτονιάς όπου έκαναν καριέρα ως διακινητές ναρκωτικών πρώτα, δράστες ένοπλων ληστειών στη συνέχεια. Το ότι από αυτό το εντελώς αντιθρησκευτικό περιβάλλον προέκυψαν βομβιστές αυτοκτονίας στο όνομα ενός αβυσσαλέου μίσους προς την ίδια τους την πόλη και το ότι οι φορείς ενός τέτοιου μίσους έβρισκαν αρκετή κατανόηση και υποστήριξη στον κύκλο τους, ώστε να κρύβεται επιτυχώς επί 125 ημέρες στο οικοδομικό τετράγωνο όπου ζούσε προηγουμένως και όπου αναζητούνταν ο υπ’ αριθμόν ένα καταζητούμενος σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο, κλονίζουν όλες τις βολικές βεβαιότητες και τις στερεότυπες αντιλήψεις μας για το ίδιο το τρομοκρατικό φαινόμενο και τα μέσα που διαθέτουμε (ή δεν διαθέτουμε) ώστε να το αντιμετωπίσουμε.
Κι ίσως το δυσκολότερο να είναι αυτό: Οπως θύμιζε προχθές ο Τομά Πικετί, η Ευρώπη πριν από την κρίση του 2008, αφομοίωνε χωρίς μεγάλα προβλήματα περίπου 1 εκατομμύριο νέους μετανάστες κάθε χρόνο. Η Ελλάδα, από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, είχε αφομοιώσει περί το ενάμισι εκατομμύριο μετανάστες, οι οποίοι δημιούργησαν νέες θέσεις εργασίας και εισέφεραν θετικά στο ΑΕΠ της. Μετά την κρίση, όμως, η αφομοίωση γίνεται δυσκολότερη, όχι μόνο για νεοεισερχόμενους αλλά και για ήδη εγκατεστημένους πληθυσμούς. Με αυτήν την έννοια, η επιστροφή της ευρωπαϊκής οικονομίας σε περιβάλλον ανάπτυξης και η αντιμετώπιση του προβλήματος ασφάλειας μπορεί και να είναι στόχοι περισσότερο συνδεδεμένοι απ’ ό,τι φαίνεται με μια πρώτη ματιά. Και γι’ αυτό δυσκολότεροι.