Φάμπρικα
Κώστας Β. Μποτόπουλος, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2016-04-07
Το πιο δυσάρεστο και το πιο αποκαλυπτικό από τις πρόσφατες εξελίξεις στις σχέσεις της κυβέρνησης με το ΔΝΤ είναι το τεράστιο και αμφίπλευρο έλλειμμα εμπιστοσύνης. Συζήτηση με βάση υποκλοπές από το Wikileaks, υπόνοιες για εσκεμμένες διαρροές, ιταμό ύφος δεν συνιστούν τα καλύτερα μέσα για διάλογο μεταξύ «εταίρων» και διαβρώνουν περαιτέρω τις ήδη διαταραγμένες σχέσεις τους. Μόνο που από αυτή τη διαταραχή η Ελλάδα είναι εκείνη που έχει να χάσει τα περισσότερα.
Πέρα από τα κουτσομπολίστικα και τα ψυχοσυναισθηματικά στοιχεία (πώς διέρρευσαν οι εσωτερικές συνομιλίες; Γιατί μας μισεί τόσο ο Τόμσεν;), από αυτά που είδαν το φως της δημοσιότητας θα μπορούσαμε να βγάλουμε τρία κρίσιμα συμπεράσματα για το πώς βλέπει την ελληνική περίπτωση το ΔΝΤ:
- Kρίνει ότι οι διαπραγματεύσεις δεν πάνε καλά, παρά τα όσα επισήμως λέγονται, ότι η κυβέρνηση δεν είναι αξιόπιστη («αυτοί οι τύποι συμφωνούν σε κάτι και υπαναχωρούν την επόμενη ημέρα») και ότι υπάρχει, στην καλύτερη περίπτωση, ενδεχόμενο «μπλοκαρίσματος» και, στη χειρότερη, πιθανότητα «χρεοκοπίας» (οικονομικής, δηλαδή νέας στάσης πληρωμών, και πολιτικής, αναβίωσης της απειλής του Grexit).
- Θεωρεί, αντίθετα από την Επιτροπή, αναγκαία την (εκ μέρους των κρατών-μελών και των ευρωπαϊκών οργανισμών) ελάφρυνση του χρέους, κρίνει, αντίθετα από την Επιτροπή, αντιπαραγωγικό λόγω του εγγενώς υφεσιακού χαρακτήρα του τον στόχο 3,5% για πρωτογενές πλεόνασμα, αλλά απαιτεί, για να δεχθεί μικρότερο πλεόνασμα (δηλαδή μικρότερη μακροπρόθεσμη λιτότητα) και έναρξη συζήτησης για το χρέος, περισσότερα και βαρύτερα άμεσα μέτρα στους τομείς της φορολογίας, των συντάξεων και της εργασίας («δεν είμαι διατεθειμένος να ανεχθώ ένα πακέτο μικρών μέτρων»). Λέγοντας βέβαια όλα αυτά το ΔΝΤ παράλληλα παραδέχεται ότι τα ευρωπαϊκά κράτη και οι θεσμοί είναι απίθανο να τα δεχθούν.
- Πιστεύει ότι η ελληνική κυβέρνηση, παρά τις φραστικές «αντιστάσεις» της, υποχωρεί σταθερά, αρκεί να υπάρχει η κατάλληλη «πίεση» (εδώ τίθεται το ζήτημα του «γεγονότος», που θα πρέπει να είναι αρκετά βαρύ ώστε να τρομάξει), ότι βρίσκεται ακόμα μία φορά κοντά στο να δεχθεί τους σκληρούς όρους που της ζητούνται (και που, αν μπορούσε να επιβάλει τη βούλησή του το ΔΝΤ, θα ήταν στην παρούσα φάση ακόμη σκληρότεροι), αλλά ότι «πιάνεται» από τη μεγαλύτερη διαλλακτικότητα της Επιτροπής (με τίμημα όμως τη μη συζήτηση για μικρότερα πλεονάσματα και ελάφρυνση του χρέους).
Μια ψύχραιμη και μεθοδική κυβέρνηση θα προσπαθούσε να επωφεληθεί από αυτά τα δεδομένα αξιοποιώντας την εμφανή εσωτερική διχόνοια των «θεσμών» υπέρ των θέσεων του ΔΝΤ για πλεονάσματα και χρέος με όσο το δυνατόν μικρότερη και προσωρινότερη αυστηροποίηση των μέτρων για το κλείσιμο της αξιολόγησης. Αντί γι’ αυτό, προσφεύγει στη μέθοδο «διαπραγμάτευσης» μέσω φωνασκιών, διαρροών και συνωμοσιών που με τόση επιτυχία πρόσφατα χρησιμοποίησε και στον χώρο του πολιτισμού.
Πέρα από τα κουτσομπολίστικα και τα ψυχοσυναισθηματικά στοιχεία (πώς διέρρευσαν οι εσωτερικές συνομιλίες; Γιατί μας μισεί τόσο ο Τόμσεν;), από αυτά που είδαν το φως της δημοσιότητας θα μπορούσαμε να βγάλουμε τρία κρίσιμα συμπεράσματα για το πώς βλέπει την ελληνική περίπτωση το ΔΝΤ:
- Kρίνει ότι οι διαπραγματεύσεις δεν πάνε καλά, παρά τα όσα επισήμως λέγονται, ότι η κυβέρνηση δεν είναι αξιόπιστη («αυτοί οι τύποι συμφωνούν σε κάτι και υπαναχωρούν την επόμενη ημέρα») και ότι υπάρχει, στην καλύτερη περίπτωση, ενδεχόμενο «μπλοκαρίσματος» και, στη χειρότερη, πιθανότητα «χρεοκοπίας» (οικονομικής, δηλαδή νέας στάσης πληρωμών, και πολιτικής, αναβίωσης της απειλής του Grexit).
- Θεωρεί, αντίθετα από την Επιτροπή, αναγκαία την (εκ μέρους των κρατών-μελών και των ευρωπαϊκών οργανισμών) ελάφρυνση του χρέους, κρίνει, αντίθετα από την Επιτροπή, αντιπαραγωγικό λόγω του εγγενώς υφεσιακού χαρακτήρα του τον στόχο 3,5% για πρωτογενές πλεόνασμα, αλλά απαιτεί, για να δεχθεί μικρότερο πλεόνασμα (δηλαδή μικρότερη μακροπρόθεσμη λιτότητα) και έναρξη συζήτησης για το χρέος, περισσότερα και βαρύτερα άμεσα μέτρα στους τομείς της φορολογίας, των συντάξεων και της εργασίας («δεν είμαι διατεθειμένος να ανεχθώ ένα πακέτο μικρών μέτρων»). Λέγοντας βέβαια όλα αυτά το ΔΝΤ παράλληλα παραδέχεται ότι τα ευρωπαϊκά κράτη και οι θεσμοί είναι απίθανο να τα δεχθούν.
- Πιστεύει ότι η ελληνική κυβέρνηση, παρά τις φραστικές «αντιστάσεις» της, υποχωρεί σταθερά, αρκεί να υπάρχει η κατάλληλη «πίεση» (εδώ τίθεται το ζήτημα του «γεγονότος», που θα πρέπει να είναι αρκετά βαρύ ώστε να τρομάξει), ότι βρίσκεται ακόμα μία φορά κοντά στο να δεχθεί τους σκληρούς όρους που της ζητούνται (και που, αν μπορούσε να επιβάλει τη βούλησή του το ΔΝΤ, θα ήταν στην παρούσα φάση ακόμη σκληρότεροι), αλλά ότι «πιάνεται» από τη μεγαλύτερη διαλλακτικότητα της Επιτροπής (με τίμημα όμως τη μη συζήτηση για μικρότερα πλεονάσματα και ελάφρυνση του χρέους).
Μια ψύχραιμη και μεθοδική κυβέρνηση θα προσπαθούσε να επωφεληθεί από αυτά τα δεδομένα αξιοποιώντας την εμφανή εσωτερική διχόνοια των «θεσμών» υπέρ των θέσεων του ΔΝΤ για πλεονάσματα και χρέος με όσο το δυνατόν μικρότερη και προσωρινότερη αυστηροποίηση των μέτρων για το κλείσιμο της αξιολόγησης. Αντί γι’ αυτό, προσφεύγει στη μέθοδο «διαπραγμάτευσης» μέσω φωνασκιών, διαρροών και συνωμοσιών που με τόση επιτυχία πρόσφατα χρησιμοποίησε και στον χώρο του πολιτισμού.