Ευρώπη και στρατιωτικές δαπάνες
Π.Κ. Ιωακειμίδης, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2016-04-11
O Κ. Σημίτης στο αυτοβιογραφικό κα ιδιαίτερα ενδιαφέρον από κάθε άποψη βιβλίο του «Δρόμοι Ζώής» αναφερόμενος στον προυπολογισμό του 1991 και ιδιαίτερα στις δαπάνες του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας γράφει « οι δαπάνες του Υπουργείου ήταν σε πολλά σημεία αδιαφενείς και υπρεβολικά υψηλές» ( σελ. 490). Γι’αυτό και ο Κ. Σημίτης κατεψήφισε τότε τις στρατιωτικές δαπάνες . Εικοσί πέντε χρόνια μετά οι στρατιωτικές δαπάνες στην Ελλάδα εξακολουθούν να παραμένουν συγκριτικά «υπερβολικά υψηλές».
Παρά τη δεινή οικονομική κρίση , η χώρα διατηρεί το μεγαλύτερο ποσοστιαίο ύψος στρατιωτικών δαπανών ανάμεσα στις χώρες μέλη της Ερωπαικής Ενωσης και ΝΑΤΟ, κάτι που προκαλεί την απορία των διεθνών αναλυτών. Όπως έγραφε ο Π. Σπήγκελ στους Financial Times(16 Ιουλίου 2015 ), «μια από τις παραδοξότητες του προγράμματος διάσωσης της Ελλάδας είναι ότι, παρά τα πέντε χρόνια αυστηρής λιτότητας, ο προϋπολογισμός των στρατιωτικών δαπανών παραμένει ο υψηλότερος στην Ευρωπαϊκή Ένωση». Σύμφωνα με στοιχεία του ΝΑΤΟ, οι στρατιωτικές δαπάνες στην Ελλάδα το 2015 έφθαναν στο 2,4% του ΑΕΠ έναντι 2,2% το 2014. Εμφανίζονται δηλαδή αυξημένες σε μια περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από αριστερή υποτιθεται κυβέρνηση.
Οι δαπάνες αυτές είναι οι υψηλότερες ανάμεσα στις Ευρωπαϊκές χώρες μέλη του ΝΑΤΟ. Ενδεικτικά το Βέλγιο δαπανά το 0,9% του ΑΕΠ, η Ολλανδία 1,2%, η Πορτογαλία 1,4%, η Δανία 1,2%, η Γερμανία 1,2%. Ο μέσος όρος των στρατιωτικών δαπανών για τις Ευρωπαϊκές χώρες μέλη του ΝΑΤΟ είναι 1,4% σε σταθερές τιμές 2010. Ο μέσος όρος για όλες τις χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι περίπου 1%, ενώ για τις μικρότερες 0,8%. Βεβαίως ο επίσημος στόχος του ΝΑΤΟ είναι οι στρατιωτικές δαπάνες να φθάνουν στο 2% του ΑΕΠ. Αλλά, σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία, μόνο τρεις χώρες , το Ην. Βασίλειο, οι Ην. Πολιτείες και η Ελλάδα φθάνουν το ποσοστό αυτό ( αν και οι πρόσφατες τρομοκρατικές επιθέσεις και οι περιφερειακές εντάσεις μπορούν να έχουν κάποια αυξητική επίδραση στν Ευρώπη ).
Το τελευταίο μνημόνιο προβλέπει σχετικά μικρή μείωση των στρατιωτικών δαπανών η οποία δεν έχει κάν υλοποιηθεί. Ο πρόεδρος της Ευρωπαικής Επιτροπής Ζ.Κ. Γιούνκερ δοκίμασε, όπως είπε ο ίδιος, θλιβερή έκπληξη όταν διαπίστωσε οτι ο αριστερός πρωθυπουργός Α. Τσίπρας ήταν απρόθυμος να δεχθεί σημαντική περικοπή των στρατιωτικών δαπανών( κατανοητό εάν , μεταξύ άλλων, λάβει κανείς υπόψη τον κυβερνητικό εταίρο του κ. Τσίπρα). Βεβαίως μετά τα διαδοχικά αιματηρα τρομοκρατικά χτυπήματα στόν Ευρωπαικό ΄χωρο και την προσφυγική/μεταναστευτική κρίση, η όποια συζήτηση για το ύψος των στρατιωτικών δαπανών στην Ελλάδα εμφανίζεται κάπως άκαιρη, ότι δεν πέφτει στο κατάλληλο. Κι’ομως είναι αναγκαία.
Στην Ελλάδα άλλωστε ουδέποτε το timing ήταν κατάλληλο καθώς η χώρα ήταν ή εθεωρείτο ότι ήταν πάντοτε κάτω από πραγματική ή φανταστική εξωτερική απειλή και ως εκ τούτου οι συνθήκες δεν επέτρεπαν να ανοίξει η σχετική συζήτηση σε ορθολογικούς, νηφάλιους όρους.
Βεβαίως θα πρέπει να αναγνωρισθεί ότι η Ελλάδα δεν είναι ούτε Δανία ούτε Αυστρία, Βέλγιο ή Ολλανδία για να μειώσει σε αντίστοιχο ύψος τις στρατιωτικές δαπάνες. Βρίσκεται σε μια ασταθή γεωγραφική περιοχή με ορατούς πραγματικούς κινδύνους και απειλές ( έστω κι αν ορισμένες από τις απειλές αυτές μεγιστοποιούνται μέσα από μια εθνολαϊκιστική προσέγγιση και ανάλυση) . Επομένως αυτονόητο είναι ότι η μείωση των δαπανών θα πρέπει να γίνει χωρίς οποιαδήποτε επίπτωση στην ασφάλεια της χώρας. Μπορεί όμως να γίνει παρά το δυσμενές περιβάλλον; Η απάντηση είναι ότι μπορεί . Και στο σημείο αυτό καταγράφεται πρώτα απ’ όλα μια κραυγαλέα αποτυχία του πολιτικού συστήματος – η αποτυχία αξιοποίησης του Ευρωπαϊκού πλαισίου, της δέσμης των ρυθμίσεων δηλαδή των Συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αναφέρονται στην «προστασία των συνόρων»( αρθ. 21) και στην ρήτρα «αμοιβαίας συνδρομής» ( αρθ. 42,7 Συνθήκη Λισσαβώνας ).Οι ρήτρες αυτές εντάχθηκαν στη Συνθήκη μετα από πρωτοβουλία και διαπραγματευτική πίεση της Ελλάδας, πλήν όμως η Ελλάδα τις αγνόησε πλήρως Αντίθετα η ρήτρα (του άρθρου 42,7) για την αμοιβαία συνδρομή ενεργοποιήθηκε πρόσφατα για πρώτη φορά από τη Γαλλία μετά τα τρομοκρατικά χτυπήματα .Αλλά η Ελλάδα δεν αγνόησε μόνο αυτές τις ρήτρες. Αγνόησε και μάλιστα εσκεμμένα τις δεσμεύσεις του Ευρωπαικού Συμβουλίου του Ελσίνκι( Δεκέμβριος 1999) για την ειρηνική επίλυση των συνοριακών διαφορών με την Τουρκία ή την παραπομπή τους στο Διεθνές Δικαστήριο για επίλυση.
Η Ελλάδα θα μπορούσε να διαμορφώσει μια συνεκτική, ολοκληρωμένη στρατηγική για την αξιοποίηση του ενωσιακού πλαισίου προκειμένου να ενιχύσει την ασφάλεια της. Θα μπορούσε π.χ. τώρα που η Γαλλία άνοιξε το δρόμο να ακολουθήσει η Ελλάδα με τις δικές τις ευρηματικές ιδέες για την εφαρμογή των σχετικών ρητρών και δεσμεύσεων των Ευρωπαικών Συμβουλίων. Το ερώτημα είναι εάν υπάρχει η βούληση για κάτι τέτοιο. Μια σειρά από ενέργειες οδηγούν μάλλον πρός το αντίθετο συμπέρασμα με την προβολή βολικών δικαιολογητικών μύθων και επιχειρημάτων. Αλλά μια τέτοια στρατηγική θα επέτρεπε στη χώρα να μειώσει με ασφάλεια και ακίνδυνα τις στρατιωτικές δαπάνες αντί π.χ. να περικόπτει βάναυσα τις συντάξεις και κοινωνικές δαπάνες στήν υγεία , παιδεία , κ.α ( χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια ότι οι κοινωνικές δαπάνες/συντάξεις δεν θα πρέπει να εξορθολογισθούν και το συνταξιοδοτικό σύστημα να μεταρρυθμισθεί ριζικά).
Οι ένοπλες δυνάμεις είναι αναντίρρητα ο κύριος πυλώνας για την ασφάλεια της χώρας. Η ασφάλεια ωστόσο μπορεί να ενισχυθεί και με άλλες ευρυματικές προσεγγίσεις τόσο στο πλαίσιο της ΕΕ όσο και της εξωτερικής πολιτικής αλλά γενικότερα . Και οπωσδήποτε η ισχυς μιας χώρας δεν εξαρτάται μόνο και αποκλειστικά από τις ένοπλες δυνάμεις της. Εξαρτάται από την ευρωστία της οικονομίας της, την αξιπιστία, εικόνα και ελκυστικότητα που μπορεί να έχει στο περιφερειακό και διεθνές σύστημα , από παράγοντες δηλαδη που της επιτρέπουν να ασκήσει επιρροη και που αθροιστικά ταξινομούνται ως μέσα ήπιας ισχύος(soft power).
Και σ” αυτό το πεδίο η σημερινή Ελλάδα έχει διολισθήσει επικίνδυνα στη σχετική κλίμακα τόσο στο πλαίσιο της ΕΕ όσο και στο περιφερειακό σύστημα. Όταν μόλις πριν από μερικά χρόνια η Ελλάδα οδηγούσε ηγετικά τις χώρες των Δ. Βαλκανίων στην Ευρώπη, η σημερινή Ελλάδα είναι η αποκλειόμενη χώρα από τις συναθρίσεις των Βαλκανικών χωρών. Και αυτό λέει πάρα πολλά…
Παρά τη δεινή οικονομική κρίση , η χώρα διατηρεί το μεγαλύτερο ποσοστιαίο ύψος στρατιωτικών δαπανών ανάμεσα στις χώρες μέλη της Ερωπαικής Ενωσης και ΝΑΤΟ, κάτι που προκαλεί την απορία των διεθνών αναλυτών. Όπως έγραφε ο Π. Σπήγκελ στους Financial Times(16 Ιουλίου 2015 ), «μια από τις παραδοξότητες του προγράμματος διάσωσης της Ελλάδας είναι ότι, παρά τα πέντε χρόνια αυστηρής λιτότητας, ο προϋπολογισμός των στρατιωτικών δαπανών παραμένει ο υψηλότερος στην Ευρωπαϊκή Ένωση». Σύμφωνα με στοιχεία του ΝΑΤΟ, οι στρατιωτικές δαπάνες στην Ελλάδα το 2015 έφθαναν στο 2,4% του ΑΕΠ έναντι 2,2% το 2014. Εμφανίζονται δηλαδή αυξημένες σε μια περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από αριστερή υποτιθεται κυβέρνηση.
Οι δαπάνες αυτές είναι οι υψηλότερες ανάμεσα στις Ευρωπαϊκές χώρες μέλη του ΝΑΤΟ. Ενδεικτικά το Βέλγιο δαπανά το 0,9% του ΑΕΠ, η Ολλανδία 1,2%, η Πορτογαλία 1,4%, η Δανία 1,2%, η Γερμανία 1,2%. Ο μέσος όρος των στρατιωτικών δαπανών για τις Ευρωπαϊκές χώρες μέλη του ΝΑΤΟ είναι 1,4% σε σταθερές τιμές 2010. Ο μέσος όρος για όλες τις χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι περίπου 1%, ενώ για τις μικρότερες 0,8%. Βεβαίως ο επίσημος στόχος του ΝΑΤΟ είναι οι στρατιωτικές δαπάνες να φθάνουν στο 2% του ΑΕΠ. Αλλά, σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία, μόνο τρεις χώρες , το Ην. Βασίλειο, οι Ην. Πολιτείες και η Ελλάδα φθάνουν το ποσοστό αυτό ( αν και οι πρόσφατες τρομοκρατικές επιθέσεις και οι περιφερειακές εντάσεις μπορούν να έχουν κάποια αυξητική επίδραση στν Ευρώπη ).
Το τελευταίο μνημόνιο προβλέπει σχετικά μικρή μείωση των στρατιωτικών δαπανών η οποία δεν έχει κάν υλοποιηθεί. Ο πρόεδρος της Ευρωπαικής Επιτροπής Ζ.Κ. Γιούνκερ δοκίμασε, όπως είπε ο ίδιος, θλιβερή έκπληξη όταν διαπίστωσε οτι ο αριστερός πρωθυπουργός Α. Τσίπρας ήταν απρόθυμος να δεχθεί σημαντική περικοπή των στρατιωτικών δαπανών( κατανοητό εάν , μεταξύ άλλων, λάβει κανείς υπόψη τον κυβερνητικό εταίρο του κ. Τσίπρα). Βεβαίως μετά τα διαδοχικά αιματηρα τρομοκρατικά χτυπήματα στόν Ευρωπαικό ΄χωρο και την προσφυγική/μεταναστευτική κρίση, η όποια συζήτηση για το ύψος των στρατιωτικών δαπανών στην Ελλάδα εμφανίζεται κάπως άκαιρη, ότι δεν πέφτει στο κατάλληλο. Κι’ομως είναι αναγκαία.
Στην Ελλάδα άλλωστε ουδέποτε το timing ήταν κατάλληλο καθώς η χώρα ήταν ή εθεωρείτο ότι ήταν πάντοτε κάτω από πραγματική ή φανταστική εξωτερική απειλή και ως εκ τούτου οι συνθήκες δεν επέτρεπαν να ανοίξει η σχετική συζήτηση σε ορθολογικούς, νηφάλιους όρους.
Βεβαίως θα πρέπει να αναγνωρισθεί ότι η Ελλάδα δεν είναι ούτε Δανία ούτε Αυστρία, Βέλγιο ή Ολλανδία για να μειώσει σε αντίστοιχο ύψος τις στρατιωτικές δαπάνες. Βρίσκεται σε μια ασταθή γεωγραφική περιοχή με ορατούς πραγματικούς κινδύνους και απειλές ( έστω κι αν ορισμένες από τις απειλές αυτές μεγιστοποιούνται μέσα από μια εθνολαϊκιστική προσέγγιση και ανάλυση) . Επομένως αυτονόητο είναι ότι η μείωση των δαπανών θα πρέπει να γίνει χωρίς οποιαδήποτε επίπτωση στην ασφάλεια της χώρας. Μπορεί όμως να γίνει παρά το δυσμενές περιβάλλον; Η απάντηση είναι ότι μπορεί . Και στο σημείο αυτό καταγράφεται πρώτα απ’ όλα μια κραυγαλέα αποτυχία του πολιτικού συστήματος – η αποτυχία αξιοποίησης του Ευρωπαϊκού πλαισίου, της δέσμης των ρυθμίσεων δηλαδή των Συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αναφέρονται στην «προστασία των συνόρων»( αρθ. 21) και στην ρήτρα «αμοιβαίας συνδρομής» ( αρθ. 42,7 Συνθήκη Λισσαβώνας ).Οι ρήτρες αυτές εντάχθηκαν στη Συνθήκη μετα από πρωτοβουλία και διαπραγματευτική πίεση της Ελλάδας, πλήν όμως η Ελλάδα τις αγνόησε πλήρως Αντίθετα η ρήτρα (του άρθρου 42,7) για την αμοιβαία συνδρομή ενεργοποιήθηκε πρόσφατα για πρώτη φορά από τη Γαλλία μετά τα τρομοκρατικά χτυπήματα .Αλλά η Ελλάδα δεν αγνόησε μόνο αυτές τις ρήτρες. Αγνόησε και μάλιστα εσκεμμένα τις δεσμεύσεις του Ευρωπαικού Συμβουλίου του Ελσίνκι( Δεκέμβριος 1999) για την ειρηνική επίλυση των συνοριακών διαφορών με την Τουρκία ή την παραπομπή τους στο Διεθνές Δικαστήριο για επίλυση.
Η Ελλάδα θα μπορούσε να διαμορφώσει μια συνεκτική, ολοκληρωμένη στρατηγική για την αξιοποίηση του ενωσιακού πλαισίου προκειμένου να ενιχύσει την ασφάλεια της. Θα μπορούσε π.χ. τώρα που η Γαλλία άνοιξε το δρόμο να ακολουθήσει η Ελλάδα με τις δικές τις ευρηματικές ιδέες για την εφαρμογή των σχετικών ρητρών και δεσμεύσεων των Ευρωπαικών Συμβουλίων. Το ερώτημα είναι εάν υπάρχει η βούληση για κάτι τέτοιο. Μια σειρά από ενέργειες οδηγούν μάλλον πρός το αντίθετο συμπέρασμα με την προβολή βολικών δικαιολογητικών μύθων και επιχειρημάτων. Αλλά μια τέτοια στρατηγική θα επέτρεπε στη χώρα να μειώσει με ασφάλεια και ακίνδυνα τις στρατιωτικές δαπάνες αντί π.χ. να περικόπτει βάναυσα τις συντάξεις και κοινωνικές δαπάνες στήν υγεία , παιδεία , κ.α ( χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια ότι οι κοινωνικές δαπάνες/συντάξεις δεν θα πρέπει να εξορθολογισθούν και το συνταξιοδοτικό σύστημα να μεταρρυθμισθεί ριζικά).
Οι ένοπλες δυνάμεις είναι αναντίρρητα ο κύριος πυλώνας για την ασφάλεια της χώρας. Η ασφάλεια ωστόσο μπορεί να ενισχυθεί και με άλλες ευρυματικές προσεγγίσεις τόσο στο πλαίσιο της ΕΕ όσο και της εξωτερικής πολιτικής αλλά γενικότερα . Και οπωσδήποτε η ισχυς μιας χώρας δεν εξαρτάται μόνο και αποκλειστικά από τις ένοπλες δυνάμεις της. Εξαρτάται από την ευρωστία της οικονομίας της, την αξιπιστία, εικόνα και ελκυστικότητα που μπορεί να έχει στο περιφερειακό και διεθνές σύστημα , από παράγοντες δηλαδη που της επιτρέπουν να ασκήσει επιρροη και που αθροιστικά ταξινομούνται ως μέσα ήπιας ισχύος(soft power).
Και σ” αυτό το πεδίο η σημερινή Ελλάδα έχει διολισθήσει επικίνδυνα στη σχετική κλίμακα τόσο στο πλαίσιο της ΕΕ όσο και στο περιφερειακό σύστημα. Όταν μόλις πριν από μερικά χρόνια η Ελλάδα οδηγούσε ηγετικά τις χώρες των Δ. Βαλκανίων στην Ευρώπη, η σημερινή Ελλάδα είναι η αποκλειόμενη χώρα από τις συναθρίσεις των Βαλκανικών χωρών. Και αυτό λέει πάρα πολλά…