Εξ όνυχος τον λέοντα
Γιώργος Γιαννουλόπουλος, Η Εφημερίδα των Συντακτών, Δημοσιευμένο: 2016-07-31
Πριν από μερικές εβδομάδες επέστρεφα με τα πόδια από το κέντρο της Αθήνας στο σπίτι μου, κοντά στην πλατεία Προσκόπων στο Παγκράτι, ακολουθώντας τη συνήθη διαδρομή: Βασιλίσσης Σοφίας, δεξιά στην Ηρώδου του Αττικού και αριστερά στη Βασιλέως Γεωργίου, τον δρόμο που χωρίζει το Μαξίμου από το προεδρικό.
Για όσους δεν το γνωρίζουν, αυτό μπορεί να το κάνουν σήμερα μόνον οι πεζοί επειδή η Ηρώδου του Αττικού είναι κλειστή στα αυτοκίνητα ολόκληρο το εικοσιτετράωρο και όχι μόνο το βράδυ, όπως παλιά.
Ενώ λοιπόν πλησίαζα το πρωθυπουργικό μέγαρο βαδίζοντας στο αριστερό πεζοδρόμιο -ήταν πρωί, έκανε ζέστη και ήθελα να είμαι στη σκιά- με σταμάτησε ένας αστυνομικός πριν φτάσω στα κάγκελα του Μαξίμου και μου είπε, πολύ ευγενικά, ότι θα πρέπει να περάσω στο απέναντι πεζοδρόμιο και όταν φτάσω στη συμβολή Ηρώδου του Αττικού και Βασιλέως Γεωργίου να στρίψω αριστερά. Οπερ και έπραξα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν συνέβαινε τίποτε ιδιαίτερο, όπως π.χ. η άφιξη του πρωθυπουργού ή κάποιου υψηλού επισκέπτη.
Εξω από το Μαξίμου βρίσκονταν οι αστυνομικοί φρουροί και ένας-δυο άλλοι που δεν μου έδωσαν την εντύπωση ότι περίμεναν κάτι.
Η εκτροπή από την καθιερωμένη πορεία μου ήταν αμελητέα, λίγα μόνο μέτρα.
Αλλά η εκτροπή από το σύνηθες χρήζει εξηγήσεως.
Και για να προλάβω την ένσταση ότι πρόκειται για άνευ σημασίας περιστατικό, που το αναφέρω για να μειώσω την κυβέρνηση, η οποία δίνει τις μεγάλες μάχες, όπως να μην περικοπούν άλλο μισθοί και συντάξεις, να μοιραστούν πιο δίκαια τα βάρη και να μειωθεί το χρέος κ.ο.κ., παραδέχομαι ότι το περιστατικό ήταν όντως ασήμαντο.
Το οποίο όμως αποδεικνύεται πολύ διαφωτιστικό γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο: οι αποφάσεις της κυβέρνησης για τα σημαντικά οφείλουν να κινούνται μέσα σε ένα ασφυκτικό πλαίσιο επιβεβλημένο από τους δανειστές.
Δηλαδή, δεν τις επιλέγει η ίδια, αλλά αναγκάζεται να τις δεχτεί γιατί ούτε αυτή ούτε καμία άλλη στη θέση της θα μπορούσε να κάνει κάτι διαφορετικό.
Ομως το εάν και πότε θα κλείνει η Ηρώδου του Αττικού στα αυτοκίνητα και το εάν οι πολίτες θα μπορούν να περνούν έξω από το Μαξίμου δεν αποτελεί μνημονιακή υποχρέωση της χώρας.
Πιστεύω, λοιπόν, ότι μερικές φορές εξ όνυχος γνωρίζουμε τον λέοντα: όταν το πεζοδρόμιο μπροστά στο Μαξίμου μετατρέπεται σε άβατο για τους πολίτες, αυτή η μικρή και αμελητέα αλλαγή ίσως προδίδει μια γενικότερη στάση ή μια εκ βαθέων «διάθεση» απέναντι στη διαμαρτυρία.
(Υπενθυμίζω τη συγκέντρωση έξω από το Μαξίμου που είχε καταφέρει να κάνει πριν από μερικές ημέρες το ΚΚΕ, με απόλυτα συντονισμένες κινήσεις, από διαφορετικές κατευθύνσεις.)
Διότι, ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι το συγκεκριμένο όργανο έδειξε υπερβάλλοντα ζήλο ή ότι όντως περίμεναν κάποιον επίσημο, γεγονός παραμένει ότι, σε αντίθεση με τους προηγούμενους «αστούς» ένοικους του Μαξίμου, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛΛ. έχει κλείσει εντελώς την Ηρώδη του Αττικού στα αυτοκίνητα. Γιατί άραγε;
Ολα τα κόμματα, και μάλιστα τα κόμματα εξουσίας, θέλουν να μειώσουν κατά το δυνατό τις εναντίον τους επικρίσεις και διαμαρτυρίες.
Διαφέρουν όμως ως προς το πώς φαντάζονται τους αντιπάλους τους.
Οι δεξιοί κατά καιρούς στιγμάτισαν τους αριστερούς χαρακτηρίζοντάς τους δολοφόνους, αντεθνικά στοιχεία ή προδότες έξωθεν υποκινούμενους, και προσπάθησαν, συχνά με κάθε μέσο -ας θυμηθούμε τα εγκλήματα του μετεμφυλιακού κράτους με κορύφωση τη χούντα- να τους πατάξουν.
Οι αριστεροί διαβάζουν τον ρόλο τους διαφορετικά: επικαλούμενοι το δίπολο πρόοδος - συντήρηση, πιστεύουν ότι οι δεξιοί είναι κατ’ αρχήν συντηρητικοί, δηλαδή θέλουν τα ισχύοντα να μην αλλάξουν δραστικά, ενώ οι αριστεροί, με σημαία το δικαίωμα της κριτικής, θεωρούν εαυτούς, επίσης κατ’ αρχήν, φορείς της αλλαγής και της προόδου.
Την οποία -εδώ βρίσκεται το καίριο σημείο- δεν εκπροσωπούν απλώς, αλλά ταυτίζονται μαζί της μέσα από μια σχέση αμεσότητας που υποβάλλει την αίσθηση της ενσάρκωσης.
Αυτό οδηγεί σε ένα συμπέρασμα που έχει τεράστια σημασία, αλλά ουδέποτε διατυπώνεται ρητά: ότι η Αριστερά, ως η παράταξη η οποία εκφράζει φυσιολογικά την κριτική και την αλλαγή (όσο η Δεξιά εξίσου φυσιολογικά εκφράζει τη συντήρηση), έχει τα αποκλειστικά δικαιώματα στη διαμαρτυρία ή το copyright, αν θέλετε.
Κατά συνέπεια, όσοι επικρίνουν μια κυβέρνηση της Αριστεράς, το κάνουν εκ του πονηρού, είτε εσκεμμένα είτε «αντικειμενικά», όπως θα έλεγε ο Ζαχαριάδης, με απώτερο στόχο να μην της επιτρέψουν να επιφέρει τις μεγάλες και ριζικές αλλαγές.
Αυτή η συλλογιστική, δηλαδή όποιος κρίνει την Αριστερά στην ουσία επικρίνει την κριτική σκέψη και κατ’ επέκταση την αλλαγή με την οποία η Αριστερά ταυτίζεται, έχει εξουσιοδοτήσει επιχειρήματα όπως «άλλο το μείζον και άλλο το έλασσον» ή, το γνωστό, «εμείς το κάνουμε για καλό σκοπό».
Πού οδηγεί μια τέτοια σκέψη; Μπορώ να φανταστώ τρεις διαφορετικές κατευθύνσεις: η πρώτη είναι η εμμονή σε μια αγωνιστικότητα που προϋποθέτει την άρνηση να θέσουμε στον εαυτό μας δύσκολα ερωτήματα.
Η δεύτερη, η τραγική μοίρα πολλών αριστερών, οι οποίοι κάποια στιγμή συνειδητοποιούν πως το όνειρό τους -και είναι τόσο ωραίο και τόσο ανιδιοτελές όνειρο- συχνά καταλήγει σε ιστορικά καταγεγραμμένους εφιάλτες.
Η τρίτη, μολονότι χρησιμοποιεί την ίδια ρητορική της ανατροπής, είναι πιο κυνική: ακολουθώντας το παράδειγμα των «αστών» αντιπάλων που αποβλέπουν στην άσκηση της εξουσίας, οι μεταμοντέρνοι αριστεροί εμφανίζονται ως η ενσάρκωση της ηθικής και της κριτικής σκέψης για να κατακτήσουν την εξουσία και να τη διατηρήσουν όσο γίνεται περισσότερο.
Για όσους δεν το γνωρίζουν, αυτό μπορεί να το κάνουν σήμερα μόνον οι πεζοί επειδή η Ηρώδου του Αττικού είναι κλειστή στα αυτοκίνητα ολόκληρο το εικοσιτετράωρο και όχι μόνο το βράδυ, όπως παλιά.
Ενώ λοιπόν πλησίαζα το πρωθυπουργικό μέγαρο βαδίζοντας στο αριστερό πεζοδρόμιο -ήταν πρωί, έκανε ζέστη και ήθελα να είμαι στη σκιά- με σταμάτησε ένας αστυνομικός πριν φτάσω στα κάγκελα του Μαξίμου και μου είπε, πολύ ευγενικά, ότι θα πρέπει να περάσω στο απέναντι πεζοδρόμιο και όταν φτάσω στη συμβολή Ηρώδου του Αττικού και Βασιλέως Γεωργίου να στρίψω αριστερά. Οπερ και έπραξα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν συνέβαινε τίποτε ιδιαίτερο, όπως π.χ. η άφιξη του πρωθυπουργού ή κάποιου υψηλού επισκέπτη.
Εξω από το Μαξίμου βρίσκονταν οι αστυνομικοί φρουροί και ένας-δυο άλλοι που δεν μου έδωσαν την εντύπωση ότι περίμεναν κάτι.
Η εκτροπή από την καθιερωμένη πορεία μου ήταν αμελητέα, λίγα μόνο μέτρα.
Αλλά η εκτροπή από το σύνηθες χρήζει εξηγήσεως.
Και για να προλάβω την ένσταση ότι πρόκειται για άνευ σημασίας περιστατικό, που το αναφέρω για να μειώσω την κυβέρνηση, η οποία δίνει τις μεγάλες μάχες, όπως να μην περικοπούν άλλο μισθοί και συντάξεις, να μοιραστούν πιο δίκαια τα βάρη και να μειωθεί το χρέος κ.ο.κ., παραδέχομαι ότι το περιστατικό ήταν όντως ασήμαντο.
Το οποίο όμως αποδεικνύεται πολύ διαφωτιστικό γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο: οι αποφάσεις της κυβέρνησης για τα σημαντικά οφείλουν να κινούνται μέσα σε ένα ασφυκτικό πλαίσιο επιβεβλημένο από τους δανειστές.
Δηλαδή, δεν τις επιλέγει η ίδια, αλλά αναγκάζεται να τις δεχτεί γιατί ούτε αυτή ούτε καμία άλλη στη θέση της θα μπορούσε να κάνει κάτι διαφορετικό.
Ομως το εάν και πότε θα κλείνει η Ηρώδου του Αττικού στα αυτοκίνητα και το εάν οι πολίτες θα μπορούν να περνούν έξω από το Μαξίμου δεν αποτελεί μνημονιακή υποχρέωση της χώρας.
Πιστεύω, λοιπόν, ότι μερικές φορές εξ όνυχος γνωρίζουμε τον λέοντα: όταν το πεζοδρόμιο μπροστά στο Μαξίμου μετατρέπεται σε άβατο για τους πολίτες, αυτή η μικρή και αμελητέα αλλαγή ίσως προδίδει μια γενικότερη στάση ή μια εκ βαθέων «διάθεση» απέναντι στη διαμαρτυρία.
(Υπενθυμίζω τη συγκέντρωση έξω από το Μαξίμου που είχε καταφέρει να κάνει πριν από μερικές ημέρες το ΚΚΕ, με απόλυτα συντονισμένες κινήσεις, από διαφορετικές κατευθύνσεις.)
Διότι, ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι το συγκεκριμένο όργανο έδειξε υπερβάλλοντα ζήλο ή ότι όντως περίμεναν κάποιον επίσημο, γεγονός παραμένει ότι, σε αντίθεση με τους προηγούμενους «αστούς» ένοικους του Μαξίμου, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛΛ. έχει κλείσει εντελώς την Ηρώδη του Αττικού στα αυτοκίνητα. Γιατί άραγε;
Ολα τα κόμματα, και μάλιστα τα κόμματα εξουσίας, θέλουν να μειώσουν κατά το δυνατό τις εναντίον τους επικρίσεις και διαμαρτυρίες.
Διαφέρουν όμως ως προς το πώς φαντάζονται τους αντιπάλους τους.
Οι δεξιοί κατά καιρούς στιγμάτισαν τους αριστερούς χαρακτηρίζοντάς τους δολοφόνους, αντεθνικά στοιχεία ή προδότες έξωθεν υποκινούμενους, και προσπάθησαν, συχνά με κάθε μέσο -ας θυμηθούμε τα εγκλήματα του μετεμφυλιακού κράτους με κορύφωση τη χούντα- να τους πατάξουν.
Οι αριστεροί διαβάζουν τον ρόλο τους διαφορετικά: επικαλούμενοι το δίπολο πρόοδος - συντήρηση, πιστεύουν ότι οι δεξιοί είναι κατ’ αρχήν συντηρητικοί, δηλαδή θέλουν τα ισχύοντα να μην αλλάξουν δραστικά, ενώ οι αριστεροί, με σημαία το δικαίωμα της κριτικής, θεωρούν εαυτούς, επίσης κατ’ αρχήν, φορείς της αλλαγής και της προόδου.
Την οποία -εδώ βρίσκεται το καίριο σημείο- δεν εκπροσωπούν απλώς, αλλά ταυτίζονται μαζί της μέσα από μια σχέση αμεσότητας που υποβάλλει την αίσθηση της ενσάρκωσης.
Αυτό οδηγεί σε ένα συμπέρασμα που έχει τεράστια σημασία, αλλά ουδέποτε διατυπώνεται ρητά: ότι η Αριστερά, ως η παράταξη η οποία εκφράζει φυσιολογικά την κριτική και την αλλαγή (όσο η Δεξιά εξίσου φυσιολογικά εκφράζει τη συντήρηση), έχει τα αποκλειστικά δικαιώματα στη διαμαρτυρία ή το copyright, αν θέλετε.
Κατά συνέπεια, όσοι επικρίνουν μια κυβέρνηση της Αριστεράς, το κάνουν εκ του πονηρού, είτε εσκεμμένα είτε «αντικειμενικά», όπως θα έλεγε ο Ζαχαριάδης, με απώτερο στόχο να μην της επιτρέψουν να επιφέρει τις μεγάλες και ριζικές αλλαγές.
Αυτή η συλλογιστική, δηλαδή όποιος κρίνει την Αριστερά στην ουσία επικρίνει την κριτική σκέψη και κατ’ επέκταση την αλλαγή με την οποία η Αριστερά ταυτίζεται, έχει εξουσιοδοτήσει επιχειρήματα όπως «άλλο το μείζον και άλλο το έλασσον» ή, το γνωστό, «εμείς το κάνουμε για καλό σκοπό».
Πού οδηγεί μια τέτοια σκέψη; Μπορώ να φανταστώ τρεις διαφορετικές κατευθύνσεις: η πρώτη είναι η εμμονή σε μια αγωνιστικότητα που προϋποθέτει την άρνηση να θέσουμε στον εαυτό μας δύσκολα ερωτήματα.
Η δεύτερη, η τραγική μοίρα πολλών αριστερών, οι οποίοι κάποια στιγμή συνειδητοποιούν πως το όνειρό τους -και είναι τόσο ωραίο και τόσο ανιδιοτελές όνειρο- συχνά καταλήγει σε ιστορικά καταγεγραμμένους εφιάλτες.
Η τρίτη, μολονότι χρησιμοποιεί την ίδια ρητορική της ανατροπής, είναι πιο κυνική: ακολουθώντας το παράδειγμα των «αστών» αντιπάλων που αποβλέπουν στην άσκηση της εξουσίας, οι μεταμοντέρνοι αριστεροί εμφανίζονται ως η ενσάρκωση της ηθικής και της κριτικής σκέψης για να κατακτήσουν την εξουσία και να τη διατηρήσουν όσο γίνεται περισσότερο.