Περάσαμε πάλι δίπλα από το χείλος του γκρεμού και τη... γλυτώσαμε. Δεν έχει ιδιαίτερο νόημα να αρχίσουμε τη συζήτηση για το ποιος φταίει σε τι. Ο κ. Κουβέλης προφανώς φοβήθηκε εν όψει της μελλοντικής υλοποίησης των όσων είχε και ο ίδιος συμφωνήσει.
Με ενοχλεί πάρα πολύ, εδώ και χρόνια, η ευκολία με την οποία ορισμένοι χρησιμοποιούν βαριές κουβέντες όταν μιλούν για τα λεγόμενα εθνικά θέματα. Ειδικότερα, μου προκαλεί μεγάλη απέχθεια η χρήση του όρου «προδότης», «προδοσία» κ.λπ. Την βλέπουμε και πάλι στις μέρες μας, σε μια περίοδο, μάλιστα, που πληθαίνουν οι θεωρίες συνωμοσίας γύρω από τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Η Τουρκία, και μαζί της και ο Ταγίπ Ερντογάν, έχουν αλλάξει παρά πολύ τα τελευταία χρόνια. Κατ’ αρχήν νιώθει κανείς έντονα μια αίσθηση αυτοπεποίθησης, που δεν συναντούσε παρά μόνο την εποχή Οζάλ. Τούρκοι επιχειρηματίες που ανοίγονται στη Ρωσία, την Κίνα, και βεβαίως τα Βαλκάνια, μιλούν σαν να εκπροσωπούν μια μεγάλη αναδυόμενη δύναμη.
Εβλεπα πάλι προχθές μια τηλεοπτική συζήτηση, απ’ αυτές που κυριάρχησαν στην Ελλάδα τα τελευταία 20 χρόνια. Το μέγεθος της κρίσης και των προβλημάτων που αντιμετωπίζει πλέον η χώρα καθιστά αυτές τις συζητήσεις απλά... αφόρητες. Παλαιότερα διασκεδάζαμε με τα περίφημα πάνελς, ψάχναμε όλοι να βρούμε ποιος είναι ο πιο γραφικός, αυθάδης, ανόητος καλεσμένος.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως το μεγαλύτερο μέρος της βαριάς ευθύνης για το πού βρίσκεται σήμερα η χώρα το έχει η προηγούμενη κυβέρνηση. Καμία! Ενα σημαντικό όμως, πια, κομμάτι της ευθύνης ανήκει αναμφίβολα στη σημερινή κυβέρνηση. Μερικά κρίσιμα λάθη επιδείνωσαν καταλυτικά την κατάσταση:
Μεγαλώσαμε με τον μύθο του καθηγητή με κεφαλαίο Κ που δίδασκε, πέρα από τα μαθήματά του, και γενναιότητα. Οι πιο παλιοί διηγούντο ιστορίες με τον Τσάτσο, που οι φοιτητές του τον κουβάλησαν στην πλάτη έπειτα από μια πατριωτική ομιλία εν μέσω Κατοχής ή τον Σβώλο που μαγνήτιζε το ακροατήριό του. Και βεβαίως μετά είχαμε τον Κουμάντο, τον Καράγιωργα, τον Λευτέρη Παπαγιαννάκη.