Μια ανάμνηση από τα μαθητικά μου χρόνια που ίσως σας θυμίσει κάτι: Οποτε αναγκαζόμουν να μελετήσω για τις εξετάσεις -την τελευταία στιγμή, ως συνήθως- ανακάλυπτα χίλια δυο πράγματα τα οποία έπρεπε οπωσδήποτε να κάνω, όπως ένα πολύ σημαντικό βιβλίο που όφειλα επιτέλους να διαβάσω ή εκείνη την ταινία για την οποία όλοι μιλούσαν κι εγώ δεν μπόρεσα ακόμα να δω.
Παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις του πρωθυπουργού προς τα άλλα κόμματα να τον συντρέξουν στο τιτάνιο έργο του αντί να βάζουν συνεχώς εμπόδια, δεν νομίζω να υπάρχει κανείς στο ΠΑΣΟΚ που να πίστεψε ότι η αντιπολίτευση θα έχανε αυτή τη θαυμάσια ευκαιρία να κερδίσει πόντους σε βάρος της κυβέρνησης.
Λίγο πριν αποχωρήσουν οι Ανανεωτικοί από το συνέδριο του Συνασπισμού, ο Δ. Στρατούλης, σε μια δραματική έκκληση, μίλησε για τον πόνο καρδιάς που ένιωσε όταν το ΚΚΕ διασπάστηκε το 1991 και προειδοποίησε ότι μια τέτοια κίνηση θα πάει την Αριστερά, όπως και τότε, πενήντα χρόνια πίσω. Δεν έχω λόγο να αμφισβητήσω την ειλικρίνειά του. Πιστεύω όμως ότι αυτή η συναισθηματική αντίδραση και κυρίως η πολιτική στάση που συνεπάγεται σηκώνει πολλή κουβέντα.
Η νοσταλγία δεν είναι καλός σύμβουλος. Ο ελεγειακός τόνος της υποκρύπτει μια επιθυμία εξωράισης του παρελθόντος, προς όφελος εκείνων που το επισκέπτονται για να μετρήσουν την απόσταση ανάμεσα στο συναρπαστικό «τότε» και το ανεπαρκές «τώρα».
Ως γνωστόν, αν θέλουμε μια ψύχραιμη, μετρημένη και κατά το δυνατόν αντικειμενική ανάλυση της κατάστασης, ο τελευταίος άνθρωπος που θα ρωτήσουμε είναι ο πολιτικός.
Απλός ο λόγος. Ολοι ξέρουμε εκ των προτέρων πως, όποτε ανοίγει το στόμα του, το μήνυμα είναι πάντα το ίδιο: Ψηφίστε εμάς και όχι τους άλλους. Γι’ αυτό ανεχόμαστε όχι μόνο την υπερβολή, αλλά και την τάση να μετατρέπει τις επιθυμίες του σε διαπιστώσεις.
Εξ όσων γνωρίζω, η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα στη Δύση που δεν διαθέτει μια μεγάλη συντηρητική παράταξη.
Και με τη λέξη «συντηρητική» δεν εννοώ υποχρεωτικά ένα δεξιό κόμμα αλλά κυρίως μια νοοτροπία, σύμφωνα με την οποία οι θεμελιώδεις θεσμοί λειτουργούν αποτελεσματικά ή τουλάχιστον προς τη σωστή κατεύθυνση και συνεπώς, δεν πρέπει να αλλάξουν.
Τον Μάιο του 1940 οι Γερμανοί διέσπασαν την αμυντική γραμμή των Αγγλογάλλων, και ενώ τα τεθωρακισμένα τους κατευθύνονταν προς το Παρίσι, το βρετανικό εκστρατευτικό σώμα αποκόπηκε, υποχώρησε και τελικά βρέθηκε περικυκλωμένο στη Δουνκέρκη, με τις πλάτες στη θάλασσα.
Ως γνωστόν είναι καλό να συζητάμε.
Οχι μόνον επειδή έτσι κάνουν οι πολιτισμένοι άνθρωποι αλλά και για έναν πρόσθετο λόγο: η αντίρρηση μερικές φορές μάς βοηθάει να ξεκαθαρίσουμε τη δική μας σκέψη. Κι αυτό μου δόθηκε η ευκαιρία να το διαπιστώσω, διαβάζοντας το άρθρο του Π. Κοροβέση στην «Ε» με τίτλο «Είναι το ΠΑΣΟΚ Αριστερά;».
Με την εμφάνιση του ΛΑΟΣ, το πολιτικό τοπίο στην Ελλάδα απέκτησε ένα είδος συμμετρίας.
Τα δύο μεγάλα κόμματα, τα οποία αυτοχαρακτηρίζονται κεντροδεξιά και κεντροαριστερά, πλαισιώνονται τώρα από μικρότερα, που υποτίθεται ότι εκπροσωπούν την καθαρή εκδοχή του δεύτερου συνθετικού τους.
Σύμφωνα με τις αναλύσεις-νεκροτομές που έχουν πληθύνει τελευταία στον ΣΥΡΙΖΑ, ένας από τους λόγους για το κακό εκλογικό αποτέλεσμα είναι ότι το κόμμα «δέχθηκε επίθεση».
Συνέβη όντως; Θα απαντήσω «σίγουρα ναι», διευκρινίζοντας ωστόσο ότι τέτοιου είδους επιθέσεις είναι όχι μόνο συνηθισμένες αλλά και απαραίτητες για τη Δημοκρατία...
Αν υπάρχει μια ουσία της μεταμοντέρνας εποχής μας -το ξέρω, οι δύο έννοιες αντιφάσκουν- είναι να υποσχόμαστε το καινούργιο, το οποίο τελικά αποδεικνύεται αναπαραγωγή του ισχύοντος, με απώτερο στόχο την επικράτηση.
Δεν ήταν υποψήφιος. Και δεν θα μπορούσε να ήταν, εφόσον δεν το επέτρεπαν όχι μόνον οι κανόνες του κόμματός του αλλά κυρίως η υγεία του. Ομως, ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης στάθηκε πάντα το πρώτο σημείο αναφοράς για οτιδήποτε είχε σχέση με την Ευρώπη.