«ΕΝ ΑΡΧΗ ΗΝ…» ΟΙ ΔΙΑΓΡΑΦΕΣ;
Δημήτρης Μπίρμπας, Δημοσιευμένο: 2006-12-04
Ο Συνασπισμός είναι γεγονός ότι βγήκε από τις αυτοδιοικητικές εκλογές με θετικό πρόσημο στην εκτίμηση της κοινής γνώμης. Πριν αλέκτωρ, όμως, λαλήσει τρις, ένα θέμα έρχεται στο επίκεντρο της εσωκομματικής μας ζωής και αρχίζει να δημιουργεί ρωγμές στον καθρέφτη της εικόνας μας στην κοινωνία, οι διαγραφές (ετήσια αναστολή κομματικής ιδιότητας) στη Θεσσαλονίκη από τη Νομαρχιακή Επιτροπή, κατά πλειοψηφία (18 έναντι 13).
Η αρχή έγινε με τον σ. Αντρέα Κουράκη μέλος της Νομαρχιακής Επιτροπής που εκλέχθηκε ως σύμβουλος στο ψηφοδέλτιο Μπουτάρη.
Είναι γνωστό ότι το καταστατικό μας προβλέπει ως δυνατότητα αυτή την ποινή για την περίπτωση συμμετοχής σε άλλο αυτοδιοικητικό ψηφοδέλτιο από εκείνο της κομματικής επιλογής. Οι όροι και οι διαδικασίες προσδιορίζονται με σαφήνεια στη «συνταγματική χάρτα» του κόμματος (κατ’ αρχήν απόφαση της κομματικής οργάνωσης που είναι μέλος, πλειοψηφία μελών κλπ). Όροι που δυστυχώς δεν τηρήθηκαν.
Η περίπτωση της Θεσσαλονίκης, με την σπουδή της πλειοψηφίας, αποτελεί πέραν του καταστατικού προβλήματος και ένα σημαντικό πολιτικό πρόβλημα. Όχι μόνο για την ισχυρή μειοψηφία που υπήρξε, αλλά γι’ αυτό καθ’ αυτό το πολιτικό γεγονός.
Ο σ. Αντρέας Κουράκης ακολούθησε με συνέπεια, μια όχι και τόσο προσωπική επιλογή όπως αποδείχθηκε. Επιλογή που είχε υποστηρίξει πολύ πριν από τις εσωκομματικές διαδικασίες (ένα χρόνο πριν στην Αυτοδιοικητική Συνδιάσκεψη του κόμματος), με σαφήνεια και στόχευση όπως ισχυριζόταν τον διεμβολισμό του δικομματισμού, την αμφισβήτηση της πολιτικής κυριαρχίας της δεξιάς στην πόλη και τον περιορισμό του ΚΚΕ αν αρνηθεί την συμμετοχή.
Η επιμονή του με μια ομάδα στελεχών να συνεχίσει αυτή την προσπάθεια και μετά τις κομματικές αποφάσεις είναι γνωστό ότι δεν βρήκε σύμφωνο, πολύ ορθά κατά τη γνώμη μου, το μεγάλο κομμάτι της μειοψηφίας, γι’ αυτό άλλωστε δεν υπήρξε δημόσια επιδοκιμασία της στάσης του αλλά προσπάθειες επανεκτίμησης της επίσημης κομματικής απόφασης. Ένας βασικός λόγος αυτής της στάσης ήταν η αποφυγή ακριβώς αυτού που βιώνουμε, διαδικασίες διχασμού προσωπικών συγκρούσεων κλπ.
Παρά ταύτα η επιλογή Μπουτάρη είχε σε μεγάλο βαθμό τα στοιχεία που προαναφέραμε και όλες οι μετρήσεις αποδεικνύουν ότι αυτή η επιλογή υπήρξε σχετικά πλειοψηφούσα στον κοινωνικό ΣΥΡΙΖΑ (περισσότεροι από το 40% των ψηφοφόρων), υπερισχύοντας της επίσημης κομματικής επιλογής.
Επειδή δεν πιστεύω ότι ο λαός έχει πάντα δίκιο, με ενοχλούν οι a la cart επικλήσεις του και γι’ αυτό ακριβώς το λόγο θεωρώ ότι οι δημοκρατικοί θεσμοί παρέχουν δυνατότητες ευέλικτης διαχείρισης των αντιφάσεων που παράγουν. Η αντίθεση του κομματικού «δικαίου» και της λαϊκής κομματικής επιρροής, νομιμοποίησης του αντιθέτου, μπορεί και πρέπει να αντιμετωπισθεί πολιτικά, με τρόπο που το καταστατικό παρέχει, μη εξαντλώντας βέβαια τις διοικητικές κυρώσεις.
Ακόμα και αν η –μη νόμιμη καταστατικά– απόφαση της πλειοψηφίας της Νομ. Επιτροπής ήταν η επικρατέστερη στην κομματική οργάνωση που ανήκει ο σ. Αντρέας (ως γνωστόν δεν είναι, εξ ού και η σπουδή) πιστεύω ακράδαντα ότι αποφάσεις με οριακές πλειοψηφίες σ’ αυτά τα ζητήματα οδηγούν σε αποσυσπείρωση, αναχωρητισμό και εσωστρέφεια και πρέπει να αποφεύγονται. Πολύ δε περισσότερο τώρα που το κόμμα προετοιμάζεται για τις καθοριστικές επόμενες βουλευτικές εκλογές και απαιτείται η συστράτευση του συνόλου των μελών και των επιρροών του, το μέγιστο δυνατό εύρος συνεργασιών με προγραμματική συνάφεια.
Σ’ αυτήν ακριβώς τη συγκυρία η απόφαση της πλειοψηφίας της Νομαρχιακής Επιτροπής – υπερβαίνοντας τη θεμιτή πολιτική αποδοκιμασία της συμπεριφοράς και προχωρώντας σε διχαστικές διοικητικές κυρώσεις – είναι δείγμα πολιτικής ανεπάρκειας και μανιχαϊστικής αντίληψης, που αν γίνει πολιτικά αποδεκτή θα οδηγήσει σε κυνήγι μαγισσών και σωρεία εσωκομματικών εκλογοδικείων ανά την επικράτεια (αρκετές άλλωστε είναι και οι αντίστοιχες περιπτώσεις από την «αντίθετη» μεριά: Ζωγράφου, Παλαιό Φάληρο, Πάτρα, Καστοριά κλπ.)
Ας δείξουμε τη στοιχειώδη ανοχή, το 1/10 απ’ αυτή που δείχνουμε για τη στάση των εταίρων μας στο ΣΥΡΙΖΑ.
Συνομολογήσαμε στην ανάγκη μιας νέας αρχής, ας μην την κάνουμε με διαγραφές.
Δ. ΜΠΙΡΜΠΑΣ
Μέλος της ΚΠΕ,
Γραμματεία Τμήματος Αυτοδιοίκησης
Η αρχή έγινε με τον σ. Αντρέα Κουράκη μέλος της Νομαρχιακής Επιτροπής που εκλέχθηκε ως σύμβουλος στο ψηφοδέλτιο Μπουτάρη.
Είναι γνωστό ότι το καταστατικό μας προβλέπει ως δυνατότητα αυτή την ποινή για την περίπτωση συμμετοχής σε άλλο αυτοδιοικητικό ψηφοδέλτιο από εκείνο της κομματικής επιλογής. Οι όροι και οι διαδικασίες προσδιορίζονται με σαφήνεια στη «συνταγματική χάρτα» του κόμματος (κατ’ αρχήν απόφαση της κομματικής οργάνωσης που είναι μέλος, πλειοψηφία μελών κλπ). Όροι που δυστυχώς δεν τηρήθηκαν.
Η περίπτωση της Θεσσαλονίκης, με την σπουδή της πλειοψηφίας, αποτελεί πέραν του καταστατικού προβλήματος και ένα σημαντικό πολιτικό πρόβλημα. Όχι μόνο για την ισχυρή μειοψηφία που υπήρξε, αλλά γι’ αυτό καθ’ αυτό το πολιτικό γεγονός.
Ο σ. Αντρέας Κουράκης ακολούθησε με συνέπεια, μια όχι και τόσο προσωπική επιλογή όπως αποδείχθηκε. Επιλογή που είχε υποστηρίξει πολύ πριν από τις εσωκομματικές διαδικασίες (ένα χρόνο πριν στην Αυτοδιοικητική Συνδιάσκεψη του κόμματος), με σαφήνεια και στόχευση όπως ισχυριζόταν τον διεμβολισμό του δικομματισμού, την αμφισβήτηση της πολιτικής κυριαρχίας της δεξιάς στην πόλη και τον περιορισμό του ΚΚΕ αν αρνηθεί την συμμετοχή.
Η επιμονή του με μια ομάδα στελεχών να συνεχίσει αυτή την προσπάθεια και μετά τις κομματικές αποφάσεις είναι γνωστό ότι δεν βρήκε σύμφωνο, πολύ ορθά κατά τη γνώμη μου, το μεγάλο κομμάτι της μειοψηφίας, γι’ αυτό άλλωστε δεν υπήρξε δημόσια επιδοκιμασία της στάσης του αλλά προσπάθειες επανεκτίμησης της επίσημης κομματικής απόφασης. Ένας βασικός λόγος αυτής της στάσης ήταν η αποφυγή ακριβώς αυτού που βιώνουμε, διαδικασίες διχασμού προσωπικών συγκρούσεων κλπ.
Παρά ταύτα η επιλογή Μπουτάρη είχε σε μεγάλο βαθμό τα στοιχεία που προαναφέραμε και όλες οι μετρήσεις αποδεικνύουν ότι αυτή η επιλογή υπήρξε σχετικά πλειοψηφούσα στον κοινωνικό ΣΥΡΙΖΑ (περισσότεροι από το 40% των ψηφοφόρων), υπερισχύοντας της επίσημης κομματικής επιλογής.
Επειδή δεν πιστεύω ότι ο λαός έχει πάντα δίκιο, με ενοχλούν οι a la cart επικλήσεις του και γι’ αυτό ακριβώς το λόγο θεωρώ ότι οι δημοκρατικοί θεσμοί παρέχουν δυνατότητες ευέλικτης διαχείρισης των αντιφάσεων που παράγουν. Η αντίθεση του κομματικού «δικαίου» και της λαϊκής κομματικής επιρροής, νομιμοποίησης του αντιθέτου, μπορεί και πρέπει να αντιμετωπισθεί πολιτικά, με τρόπο που το καταστατικό παρέχει, μη εξαντλώντας βέβαια τις διοικητικές κυρώσεις.
Ακόμα και αν η –μη νόμιμη καταστατικά– απόφαση της πλειοψηφίας της Νομ. Επιτροπής ήταν η επικρατέστερη στην κομματική οργάνωση που ανήκει ο σ. Αντρέας (ως γνωστόν δεν είναι, εξ ού και η σπουδή) πιστεύω ακράδαντα ότι αποφάσεις με οριακές πλειοψηφίες σ’ αυτά τα ζητήματα οδηγούν σε αποσυσπείρωση, αναχωρητισμό και εσωστρέφεια και πρέπει να αποφεύγονται. Πολύ δε περισσότερο τώρα που το κόμμα προετοιμάζεται για τις καθοριστικές επόμενες βουλευτικές εκλογές και απαιτείται η συστράτευση του συνόλου των μελών και των επιρροών του, το μέγιστο δυνατό εύρος συνεργασιών με προγραμματική συνάφεια.
Σ’ αυτήν ακριβώς τη συγκυρία η απόφαση της πλειοψηφίας της Νομαρχιακής Επιτροπής – υπερβαίνοντας τη θεμιτή πολιτική αποδοκιμασία της συμπεριφοράς και προχωρώντας σε διχαστικές διοικητικές κυρώσεις – είναι δείγμα πολιτικής ανεπάρκειας και μανιχαϊστικής αντίληψης, που αν γίνει πολιτικά αποδεκτή θα οδηγήσει σε κυνήγι μαγισσών και σωρεία εσωκομματικών εκλογοδικείων ανά την επικράτεια (αρκετές άλλωστε είναι και οι αντίστοιχες περιπτώσεις από την «αντίθετη» μεριά: Ζωγράφου, Παλαιό Φάληρο, Πάτρα, Καστοριά κλπ.)
Ας δείξουμε τη στοιχειώδη ανοχή, το 1/10 απ’ αυτή που δείχνουμε για τη στάση των εταίρων μας στο ΣΥΡΙΖΑ.
Συνομολογήσαμε στην ανάγκη μιας νέας αρχής, ας μην την κάνουμε με διαγραφές.
Δ. ΜΠΙΡΜΠΑΣ
Μέλος της ΚΠΕ,
Γραμματεία Τμήματος Αυτοδιοίκησης