Στρατηγική επίλυσης τώρα
Π.Κ. Ιωακειμίδης, Κυρ. Ελευθεροτυπία, Δημοσιευμένο: 2006-02-12
Τελικά έχει γίνει σαφές ότι ούτε για το Κυπριακό ούτε για τα Ελληνοτουρκικά υπάρχει έκδηλη βούληση από ελληνικής πλευράς ανάληψης πρωτοβουλιών και αναζήτησης λύσεων. Η ελληνική πλευρά περιορίζεται επί του παρόντος στο μάλλον δυσάρεστο έργο της... απόρριψης πρωτοβουλιών και προτάσεων που εκπορεύονται από την Αγκυρα σε ό,τι αφορά το Κυπριακό τουλάχιστον. Ετσι, η Τουρκία εμφανίζεται στη διεθνή σκηνή ως ενεργός παράγοντας για την επίλυση του προβλήματος και η ελληνική πλευρά γενικώς ως εμπόδιο, ως να μην επιθυμεί τη γρήγορη επίλυση και πάντως την επίλυση στη βάση του σχήματος της «διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας».
Αλλωστε, όλη αυτή η συζήτηση για «ευρωπαϊκή λύση» ερμηνεύεται ως προσπάθεια απόρριψης της ομοσπονδίας. Παράλληλα, προβάλλεται εντονότερα τελευταία η θέση ότι τόσο για το Κυπριακό όσο και για τα ελληνοτουρκικά «ο χρόνος εργάζεται υπέρ των ελληνικών απόψεων και συμφερόντων». Πρόκειται βεβαίως για κολοσσιαίο λάθος. Ο χρόνος δεν εργάζεται υπέρ των ελληνικών απόψεων. Το δείχνει η ιστορική εμπειρία. Η λογική, επομένως, της παραπομπής των θεμάτων στο χρόνο δεν συνιστά πολιτική στρατηγική.
Η Τουρκία μπορεί αυτή την περίοδο, λόγω των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, να έχει έναν κάποιο λόγο και κίνητρο να συμπράξει με τον τρόπο της σε μια διαδικασία επίλυσης. Αλλά εάν σχετικά σύντομα η ενταξιακή διαδικασία οδηγηθεί, όπως εκτιμάται ότι θα οδηγηθεί, σε αδιέξοδο και κρίση, τότε οι λόγοι και το κίνητρο θα εκλείψουν και η κατάσταση θα είναι εντελώς απρόβλεπτη.
Χρειάζεται, συνεπώς, στρατηγική επίλυσης τώρα και παρά το γεγονός ότι χάσαμε σημαντικές διαπραγματευτικές ευκαιρίες. Γιατί σε ό,τι αφορά τα Ελληνοτουρκικά, η παραπομπή των εκκρεμοτήτων/προβλημάτων στο χρόνο έχει σειρά από επιπτώσεις. Μεταξύ άλλων:
(Ι) Επιβαρύνει την agenda των θεμάτων εις βάρος της Ελλάδας, ενώ δεν αξιοποιεί την ενταξιακή δυναμική. Καθώς περνά ο χρόνος, προστίθενται νέα θέματα στην agenda και δημιουργούνται διαπραγματευτικές αλληλεξαρτήσεις και περιπλοκές που καθιστούν δυσκολότερη την επίλυση των προβλημάτων. Είναι σαφές ότι τα τελευταία χρόνια έχει διευρυνθεί η agenda των ελληνοτουρκικών με θέματα σαφώς βλαπτικά για τα ελληνικά συμφέροντα. Επιπλέον, η άποψη ότι στο βάθος χρόνου (και όχι τώρα) η διαπραγματευτική διαδικασία Τουρκίας - Ευρωπαϊκής Ενωσης θα μας επιτρέψει να αναζητήσουμε την επίλυση από «θέση ισχύος» στερείται ρεαλισμού. Η διαπραγματευτική διαδικασία περικλείει ισχυρές αβεβαιότητες και δεν αποκλείεται, όπως αναφέραμε, να καταρρεύσει πλήρως, πράγμα βεβαίως που θα δημιουργήσει ένα μεγάλο κενό για την ελληνική στρατηγική.
(ΙΙ) Εντείνει τις εξαρτήσεις της χώρας. Η παράταση των εκκρεμοτήτων υποχρεώνει την Ελλάδα να αναζητά υποστήριξη και συμμαχίες κυρίως σε εξω-ευρωπαϊκά κέντρα εξουσίας και επιρροής. Είναι γνωστό ότι, στο θέμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, εξω-ευρωπαϊκά κέντρα (ΗΠΑ) διαδραματίζουν ισχυρό ρόλο και μπορούν να έχουν ισχυρές παρεμβάσεις, πράγμα που αναγκάζει την Ελλάδα να «προστρέχει» σε αυτά προκειμένου να διασφαλίσει ισορροπίες και στήριξη. Με τον τρόπο αυτό, όμως, και αναπόφευκτα υποτάσσει την πολιτική της σε ασυμμετρικές εξαρτήσεις.
(ΙΙΙ) Φαλκιδεύει την ευρωπαϊκή πολιτική. Για όσο χρονικό διάστημα παραμένουν ανοιχτές οι εκκρεμότητες/προβλήματα, η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να διαμορφώνει την ευρωπαϊκή της πολιτική με σημείο αναφοράς τις εκκρεμότητες αυτές. Ετσι, όμως, συρρικνώνει το περιεχόμενο της πολιτικής της αλλά και τα περιθώρια για ευρύτερους διαπραγματευτικούς συσχετισμούς και επιλογές.
(IV) Η διαιώνιση των θεμάτων έχει οικονομικό κόστος. Η Ελλάδα δαπανά το υψηλότερο ποσοστό του ΑΕΠ (4% περίπου) σε στρατιωτικές δαπάνες απ’ όλες τις χώρες-μέλη της Ενωσης (ο μέσος όρος της Ενωσης είναι 1,9% του ΑΕΠ). Το εξαιρετικά αυτό υψηλό ποσοστό οφείλεται στην ανάγκη ενίσχυσης της στρατιωτικής ικανότητας της χώρας για την αντιμετώπιση των οποιωνδήποτε προβλημάτων προκύψουν κυρίως στο Αιγαίο (γιατί άλλη απειλή για τη χώρα αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει πλέον). Σε ένα ενδεχόμενο σενάριο επίλυσης των προβλημάτων, η χώρα θα μπορούσε να απελευθερώσει πόρους μέχρι και δύο (2) ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ.
Εύλογα μπορεί να αντιληφθεί κάποιος τη σημασία μιας τέτοιας εξέλιξης. Θα μπορούσε να επιλυθεί το δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας και να πραγματοποιηθούν επενδύσεις σε άλλους τομείς, όπως τον κοινωνικό, εκπαίδευσης της κ.λπ.
Βεβαίως, φαίνεται να αναβιώνουν τελευταία και οι απόψεις σύμφωνα με τις οποίες «επίκειται η κατάρρευση της Τουρκίας». Ως γνωστόν, υπάρχει μια σχολή σκέψης που σταθερά προβλέπει την κατάρρευση της Τουρκίας «μέσα στα αμέσως επόμενα χρόνια». Το γεγονός ότι η Ιστορία έχει μάλλον διαψεύσει τα σενάρια αυτά δεν φαίνεται να ενοχλεί τους υπέρμαχους της «θεωρίας της κατάρρευσης».
Η υλοποίηση μιας «στρατηγικής επίλυσης» προϋποθέτει είτε την οικειοθελή είτε την εξαναγκαστική συνύπαρξη και της άλλης πλευράς. Οθεν η σημασία της ενταξιακής δυναμικής (για όσο υπάρχει). Παρά το γεγονός ότι οι σημαντικές ευκαιρίες έχουν εκλείψει, μπορεί να εκπονηθεί μια «στρατηγική επίλυσης» που να προωθηθεί με «άξονα αναφοράς» την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Βεβαίως, είναι πάντοτε δυνατόν ορισμένα θέματα /εκκρεμότητες /προβλήματα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις «να συνδεθούν» με συγκεκριμένα διαπραγματευτικά κεφάλαια της ενταξιακής διαδικασίας (εφόσον οι διαπραγματεύσεις εξελιχθούν ομαλά). Θα αποτελούσε, ωστόσο, υπερβολή να πιστέψει κάποιος ότι πολιτικά θέματα μείζονος σημασίας θα επιλυθούν στο πλαίσιο μιας τεχνικής διαπραγμάτευσης ενός ενταξιακού κεφαλαίου. Η προσέγγιση οφείλει να είναι πολιτική.
Από την πλευρά της, η Κύπρος οφείλει επίσης τώρα, όσο υπάρχει κάποιο «παράθυρο ευκαιρίας» ανοιχτό, να προβάλει μια στρατηγική για την επίτευξη λύσης στη βάση διαπραγματεύσεων και ορθολογικών επιλογών, εφόσον βεβαίως επιθυμεί λύση, πράγμα όχι οπωσδήποτε αυτονόητο...
* Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΙΩΑΚΕΙΜΙΔΗΣ είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Αλλωστε, όλη αυτή η συζήτηση για «ευρωπαϊκή λύση» ερμηνεύεται ως προσπάθεια απόρριψης της ομοσπονδίας. Παράλληλα, προβάλλεται εντονότερα τελευταία η θέση ότι τόσο για το Κυπριακό όσο και για τα ελληνοτουρκικά «ο χρόνος εργάζεται υπέρ των ελληνικών απόψεων και συμφερόντων». Πρόκειται βεβαίως για κολοσσιαίο λάθος. Ο χρόνος δεν εργάζεται υπέρ των ελληνικών απόψεων. Το δείχνει η ιστορική εμπειρία. Η λογική, επομένως, της παραπομπής των θεμάτων στο χρόνο δεν συνιστά πολιτική στρατηγική.
Η Τουρκία μπορεί αυτή την περίοδο, λόγω των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, να έχει έναν κάποιο λόγο και κίνητρο να συμπράξει με τον τρόπο της σε μια διαδικασία επίλυσης. Αλλά εάν σχετικά σύντομα η ενταξιακή διαδικασία οδηγηθεί, όπως εκτιμάται ότι θα οδηγηθεί, σε αδιέξοδο και κρίση, τότε οι λόγοι και το κίνητρο θα εκλείψουν και η κατάσταση θα είναι εντελώς απρόβλεπτη.
Χρειάζεται, συνεπώς, στρατηγική επίλυσης τώρα και παρά το γεγονός ότι χάσαμε σημαντικές διαπραγματευτικές ευκαιρίες. Γιατί σε ό,τι αφορά τα Ελληνοτουρκικά, η παραπομπή των εκκρεμοτήτων/προβλημάτων στο χρόνο έχει σειρά από επιπτώσεις. Μεταξύ άλλων:
(Ι) Επιβαρύνει την agenda των θεμάτων εις βάρος της Ελλάδας, ενώ δεν αξιοποιεί την ενταξιακή δυναμική. Καθώς περνά ο χρόνος, προστίθενται νέα θέματα στην agenda και δημιουργούνται διαπραγματευτικές αλληλεξαρτήσεις και περιπλοκές που καθιστούν δυσκολότερη την επίλυση των προβλημάτων. Είναι σαφές ότι τα τελευταία χρόνια έχει διευρυνθεί η agenda των ελληνοτουρκικών με θέματα σαφώς βλαπτικά για τα ελληνικά συμφέροντα. Επιπλέον, η άποψη ότι στο βάθος χρόνου (και όχι τώρα) η διαπραγματευτική διαδικασία Τουρκίας - Ευρωπαϊκής Ενωσης θα μας επιτρέψει να αναζητήσουμε την επίλυση από «θέση ισχύος» στερείται ρεαλισμού. Η διαπραγματευτική διαδικασία περικλείει ισχυρές αβεβαιότητες και δεν αποκλείεται, όπως αναφέραμε, να καταρρεύσει πλήρως, πράγμα βεβαίως που θα δημιουργήσει ένα μεγάλο κενό για την ελληνική στρατηγική.
(ΙΙ) Εντείνει τις εξαρτήσεις της χώρας. Η παράταση των εκκρεμοτήτων υποχρεώνει την Ελλάδα να αναζητά υποστήριξη και συμμαχίες κυρίως σε εξω-ευρωπαϊκά κέντρα εξουσίας και επιρροής. Είναι γνωστό ότι, στο θέμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, εξω-ευρωπαϊκά κέντρα (ΗΠΑ) διαδραματίζουν ισχυρό ρόλο και μπορούν να έχουν ισχυρές παρεμβάσεις, πράγμα που αναγκάζει την Ελλάδα να «προστρέχει» σε αυτά προκειμένου να διασφαλίσει ισορροπίες και στήριξη. Με τον τρόπο αυτό, όμως, και αναπόφευκτα υποτάσσει την πολιτική της σε ασυμμετρικές εξαρτήσεις.
(ΙΙΙ) Φαλκιδεύει την ευρωπαϊκή πολιτική. Για όσο χρονικό διάστημα παραμένουν ανοιχτές οι εκκρεμότητες/προβλήματα, η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να διαμορφώνει την ευρωπαϊκή της πολιτική με σημείο αναφοράς τις εκκρεμότητες αυτές. Ετσι, όμως, συρρικνώνει το περιεχόμενο της πολιτικής της αλλά και τα περιθώρια για ευρύτερους διαπραγματευτικούς συσχετισμούς και επιλογές.
(IV) Η διαιώνιση των θεμάτων έχει οικονομικό κόστος. Η Ελλάδα δαπανά το υψηλότερο ποσοστό του ΑΕΠ (4% περίπου) σε στρατιωτικές δαπάνες απ’ όλες τις χώρες-μέλη της Ενωσης (ο μέσος όρος της Ενωσης είναι 1,9% του ΑΕΠ). Το εξαιρετικά αυτό υψηλό ποσοστό οφείλεται στην ανάγκη ενίσχυσης της στρατιωτικής ικανότητας της χώρας για την αντιμετώπιση των οποιωνδήποτε προβλημάτων προκύψουν κυρίως στο Αιγαίο (γιατί άλλη απειλή για τη χώρα αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει πλέον). Σε ένα ενδεχόμενο σενάριο επίλυσης των προβλημάτων, η χώρα θα μπορούσε να απελευθερώσει πόρους μέχρι και δύο (2) ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ.
Εύλογα μπορεί να αντιληφθεί κάποιος τη σημασία μιας τέτοιας εξέλιξης. Θα μπορούσε να επιλυθεί το δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας και να πραγματοποιηθούν επενδύσεις σε άλλους τομείς, όπως τον κοινωνικό, εκπαίδευσης της κ.λπ.
Βεβαίως, φαίνεται να αναβιώνουν τελευταία και οι απόψεις σύμφωνα με τις οποίες «επίκειται η κατάρρευση της Τουρκίας». Ως γνωστόν, υπάρχει μια σχολή σκέψης που σταθερά προβλέπει την κατάρρευση της Τουρκίας «μέσα στα αμέσως επόμενα χρόνια». Το γεγονός ότι η Ιστορία έχει μάλλον διαψεύσει τα σενάρια αυτά δεν φαίνεται να ενοχλεί τους υπέρμαχους της «θεωρίας της κατάρρευσης».
Η υλοποίηση μιας «στρατηγικής επίλυσης» προϋποθέτει είτε την οικειοθελή είτε την εξαναγκαστική συνύπαρξη και της άλλης πλευράς. Οθεν η σημασία της ενταξιακής δυναμικής (για όσο υπάρχει). Παρά το γεγονός ότι οι σημαντικές ευκαιρίες έχουν εκλείψει, μπορεί να εκπονηθεί μια «στρατηγική επίλυσης» που να προωθηθεί με «άξονα αναφοράς» την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Βεβαίως, είναι πάντοτε δυνατόν ορισμένα θέματα /εκκρεμότητες /προβλήματα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις «να συνδεθούν» με συγκεκριμένα διαπραγματευτικά κεφάλαια της ενταξιακής διαδικασίας (εφόσον οι διαπραγματεύσεις εξελιχθούν ομαλά). Θα αποτελούσε, ωστόσο, υπερβολή να πιστέψει κάποιος ότι πολιτικά θέματα μείζονος σημασίας θα επιλυθούν στο πλαίσιο μιας τεχνικής διαπραγμάτευσης ενός ενταξιακού κεφαλαίου. Η προσέγγιση οφείλει να είναι πολιτική.
Από την πλευρά της, η Κύπρος οφείλει επίσης τώρα, όσο υπάρχει κάποιο «παράθυρο ευκαιρίας» ανοιχτό, να προβάλει μια στρατηγική για την επίτευξη λύσης στη βάση διαπραγματεύσεων και ορθολογικών επιλογών, εφόσον βεβαίως επιθυμεί λύση, πράγμα όχι οπωσδήποτε αυτονόητο...
* Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΙΩΑΚΕΙΜΙΔΗΣ είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.