Ποιος φοβάται τη Σοφία Μπεκατώρου;
Αγγέλικα Ψαρρά, Η Εφημερίδα των Συντακτών, Δημοσιευμένο: 2021-02-22
Ζούμε άραγε μια στιγμή από εκείνες που προοιωνίζονται, αν δεν αναγγέλλουν, ανατροπές; Κι αν ναι, θα αφήσουμε να την καταπιεί το σκάνδαλο Λιγνάδη; Θα δοκιμάσω να είμαι αισιόδοξη. Καθώς όλο και περισσότερες ιστορίες σεξουαλικής κακοποίησης βρίσκουν τον δρόμο για τη δημοσιότητα, η έμφυλη βία μοιάζει να αποκτά επιτέλους χαρακτηριστικά κοινωνικού ζητήματος. Ό,τι κι αν ακολουθήσει, οι φωνές των θυμάτων δεν γίνεται πια να αγνοηθούν. Κι αν αφηγούνται επώδυνα προσωπικά βιώματα, με την ίδια ανάσα μιλούν για αντρικά προνόμια, εξουσιαστικές πρακτικές, έμφυλες ιεραρχίες. Μετρώντας ατομικές πληγές φωτίζουν τις εμπειρίες ενός συλλογικού σώματος.
Η αποσιώπηση συνιστά ακόμα και σήμερα τον μηχανισμό που παρέχει ασυλία στους σεξουαλικούς παραβάτες. Κι όταν η απόκρυψη δεν είναι εφικτή, η πατριαρχική τάξη των πραγμάτων φροντίζει για τη μεταφορά του στίγματος από τον δράστη στο θύμα.
Επιδεικνύοντας αξιοθαύμαστη εφευρετικότητα, διαφορετικά περιβάλλοντα επιστρατεύουν έτσι κατά καιρούς τις δικές τους μεθόδους ενοχοποίησης των γυναικών: από το αγοραίο «πήγαινε γυρεύοντας» και την «επιστημονική» του τεκμηρίωση στις δικαστικές αίθουσες έως εκλεπτυσμένες ερμηνείες για την αδυναμία του αρσενικού να αντέξει τα καψόνια που του στήνει το σκοτεινό όσο και πανίσχυρο αντικείμενο του πόθου του. Αν και τύποις παράνομη, η σεξουαλική βία δικαιολογείται ως «φυσική» αντίδραση σε ένα παιχνίδι σαγήνης και αποπλάνησης, με τις γυναίκες να έχουν το πάνω χέρι.
Στο κλίμα αυτό η επωδός/επίκριση «γιατί τώρα;» επιχειρεί να μπολιάσει τη δημόσια συζήτηση με τη νομικίστικη λογική της παραγραφής: στα πόσα χρόνια ένα θύμα σεξουαλικής κακοποίησης δεν δικαιούται πια να θυμάται; Κι αν επιμένει να θυμάται, στα πόσα χρόνια η κοινωνία παύει να οφείλει να το ακούσει; Μολαταύτα το ερώτημα αξίζει να τεθεί. Οχι για να εξαρτήσουμε από τη χρονική απόσταση την εγκυρότητα μιας μαρτυρίας, αλλά για να σκεφτούμε το «τώρα» ως τη συγκυρία που τη διευκόλυνε να ακουστεί.
Από τη σκοπιά αυτή το «τώρα» παραπέμπει αυτόματα στο #metoo, το διεθνές κίνημα καταγγελίας της σεξουαλικής βίας που επιτρέπει σε ασύνδετα ατομικά βιώματα να γίνουν αντιληπτά ως απόρροια ενός συστήματος εξουσίας βασισμένου σε ανελαστικές έμφυλες ιεραρχήσεις. Παρέχοντάς τους κοινωνική ορατότητα, μεταφέρει τις εμπειρίες σεξουαλικής βίας στον χώρο του πολιτικού. Εκ των πραγμάτων πολυφωνικό, συγκροτεί ήδη μια πυκνά κατοικημένη κοινότητα μνήμης με τις διαδικασίες ενθύμησης, το γλωσσάρι και τις τελετουργίες της.
Δεν αποτελεί ίσως έκπληξη, αλλά το ξέσπασμα που ονομάστηκε «ελληνικό #metoo» σπανίως εντάσσεται και σε μια εγχώρια φεμινιστική γενεαλογία. Η ανάφλεξη της μνήμης, το μάθαμε πια, προϋποθέτει συχνά τη χειραφέτησή της από την Ιστορία. Μπορούμε ωστόσο να φανταστούμε όσα συμβαίνουν σήμερα χωρίς τις δεκαετίες επίμονης φεμινιστικής ενασχόλησης με την έμφυλη βία, αλλά και την πρόσφατη κινηματική αφύπνιση που πυροδότησαν οι δολοφονίες της Ελένης Τοπαλούδη και του Ζακ Κωστόπουλου;
Πράγματι, δίχως την αναδρομή σε όσα έχουν προηγηθεί, δεν είναι εύκολο να αντιληφθούμε γιατί τα πατροπαράδοτα εργαλεία δοκιμάστηκαν και αποδείχτηκαν παρωχημένα τις ώρες που ακολούθησαν την καταγγελία της Σοφίας Μπεκατώρου.
Θυμίζω πως ο βιασμός της χαρακτηρίστηκε αρχικά «βαριά κακοποίηση», ενώ το «τι γύρευε κι αυτή βραδιάτικα» ακούστηκε με ευκρίνεια προτού πέσει θύμα αυτολογοκρισίας. Γρήγορα πάντως φάνηκε πως η ενοχοποίηση των θυμάτων δεν είναι πια λειτουργική, τουλάχιστον στον δημόσιο λόγο. Στο πνεύμα των ημερών ακόμα και κανάλια με περγαμηνές στην κουλτούρα του βιασμού επιδόθηκαν, ομολογουμένως με επιτυχία, σε ασκήσεις ψυχραιμίας προκειμένου να εξασφαλίσουν τις μαρτυρίες των θυμάτων.
Νέες συνθήκες, φρέσκοι μηχανισμοί υποβάθμισης της έμφυλης βίας. Θα ξεχώριζα την αποπολιτικοποίησή της μέσα από τη γελοιοποίηση και τη διάχυση. Αν είναι γελοίος ο Χαϊκάλης, δεν μπορεί παρά να είναι γελοία και τα ανομήματά του. Στη λογική αυτή οι εγχώριοι βιαστές, καθότι Βαλκάνιοι, χλευάζονται ως καρικατούρα των αυθεντικών, καθότι δυτικών, ομολόγων τους.
Την ίδια στιγμή η σεξουαλική βία εξαερώνεται, καθώς τσουβαλιάζεται με κάθε δυνατή κοινωνική παθογένεια: τη διαφθορά της Ιστιοπλοϊκής Ομοσπονδίας, τα προβλήματα επιβίωσης σε συνθήκες καραντίνας, την παραβατικότητα στα Πανεπιστήμια. Παράλληλα ο συμφυρμός κάθε μορφής βίας, από την παιδεραστία ώς την ψυχολογική βία στους εργασιακούς χώρους, θολώνει το περίγραμμα, δεν αφήνει να γίνει αντιληπτή η έμφυλη σεξουαλική βία ως απόρροια ενός συστήματος εξουσίας και να αντιμετωπιστεί με όρους πολιτικούς.
Ετσι όμως θα συνεχίσουμε να ασχολούμαστε με τον βιαστή του αντίπαλου στρατοπέδου και να μη διακρίνουμε παρά ευάλωτους ανθρώπους που ταλαιπωρούνται από άφυλα τέρατα. Με ορατό τον κίνδυνο παλινδρόμησης σε εποχές ηθικού πανικού και ιστορίες με σύγχρονους δράκους. Οσο απωθητική κι αν είναι η περίπτωση Λιγνάδη και όσο εξοργιστικός κι αν υπήρξε ο κυβερνητικός χειρισμός της, ας μη λησμονήσουμε τη Σοφία Μπεκατώρου.
ΥΓ. Θα υπηρετούσε πιστεύω τον αγώνα του κατά της έμφυλης βίας αν το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών άλλαζε το χάσταγκ του από «είμαστε όλοι μαζί» σε «είμαστε όλες και όλοι μαζί».