Πολυπολιτισμικό ποδόσφαιρο
Χρήστος Κοντός, Η Καθημερινή, Δημοσιευμένο: 2021-07-06
Σαν το γαλατικό χωριό του Αστερίξ, στον πολύχρωμο ποδοσφαιρικό χάρτη της Ευρώπης ξεχωρίζει μια ομάδα, που επιμένει να αντιστέκεται στον παραλογισμό της εποχής: η Αθλέτικ Μπιλμπάο ήταν και παραμένει για παραπάνω από 120 χρόνια η μόνη ομάδα στην οποία αγωνίζονται αποκλειστικά ντόπιοι ποδοσφαιριστές, προερχόμενοι από τις 7 επαρχίες της Βασκονίας επί ισπανικού και γαλλικού εδάφους. Κι αν υπάρχουν αραιά και πού εξαιρέσεις, αφορούν περιπτώσεις σαν του Ινιάκι Γουίλιαμς, Λιβεριανού μεν στην καταγωγή, αλλά γεννημένου και μεγαλωμένου στη Βασκονία, όπου και διδάχθηκε το ποδόσφαιρο.
Οι σύλλογοι με την ακριβώς αντίθετη νοοτροπία είναι αμέτρητοι πια στον ευρωπαϊκό ποδοσφαιρικό χάρτη. Το ποδόσφαιρο είναι ο καθρέπτης μιας πολυσυλλεκτικής κοινωνίας, με ομάδες που βασίζονται κυρίως σε ξένους ποδοσφαιριστές και πολύ λιγότερο σε γηγενείς. Οι περισσότερες, μόνο κατ’ όνομα αντιπροσωπεύουν το ποδόσφαιρο μιας πόλης ή μιας περιοχής. Για παράδειγμα, στην Αρσεναλ του Βενγκέρ έπαιζαν πολύ συχνά μόνο ξένοι, χωρίς να χωρά στην αποστολή ούτε ένας Αγγλος ποδοσφαιριστής, πόσο μάλλον Λονδρέζος!
Η νέα τάξη πραγμάτων έπαψε να ξενίζει. Ομάδες τέτοιου επιπέδου είναι ανώνυμες εταιρείες με τεράστιο κύκλο εργασιών και οι οπαδοί τους συμβιβάστηκαν με την έλλειψη κάθε (ψευδ)αίσθησης εντοπιότητας, χάριν του χρήματος που φέρνει τη δύναμη και την κυριαρχία. Οταν όμως μπαίνουν στο κάδρο οι εθνικές ομάδες, η συζήτηση αλλάζει. Η εθνική ομάδα κάθε χώρας δεν είναι ένας σύλλογος – ανώνυμη εταιρεία για να μην τηρούνται ούτε τα προσχήματα, θα μπορούσε να πει κάποιος βλέποντας τα αντιπροσωπευτικά συγκροτήματα ολόκληρων εθνών να θυμίζουν παζλ φτιαγμένα από ετερόκλητα και πολύχρωμα κομμάτια.
Η περίπτωση της Ελβετίας είναι χαρακτηριστική: στην εθνική της αγωνίζονται παίκτες με καταγωγή από τη Σενεγάλη, το Καμερούν, τη Νιγηρία, τη Βοσνία, την Ισπανία, την Αλβανία, την Τουρκία, τη Σερβία, την Κροατία κ.λπ., μαζί με κάποιους λίγους (στο αίμα και την κληρονομιά) Ελβετούς, που ποδοσφαιρικά κινούνται σε πιο δεύτερο, συμπληρωματικό, ρόλο. Κι αν για αποικιοκρατικές χώρες όπως η Αγγλία, η Γαλλία και η Ολλανδία μοιάζει φυσιολογική συνέπεια η στελέχωση των εθνικών τους ομάδων με παίκτες που κατάγονται από τις (πρώην συνήθως) αποικίες τους, η «πολύχρωμη» εικόνα της εθνικής Γερμανίας δημιουργεί σοκ και δέος. Ποιος θα περίμενε, αλήθεια, την αποδοχή της διαφορετικότητας και την έκθεσή της στη βιτρίνα, σε μια χώρα όπου καλλιεργήθηκε με στρεβλό τρόπο το δόγμα της «άρειας φυλής»;
Για πολλούς, ο καθρέφτης αυτός είναι παραμορφωτικός γιατί θεωρούν ότι ένα έθνος πρέπει να εκπροσωπείται ποδοσφαιρικά από το δικό του «αίμα». Παραμόρφωση, όμως, θα υπήρχε μόνο σε περιπτώσεις αθλητικής πολιτογράφησης, με ξένους παίκτες να αλλάζουν διαβατήριο μόνο και μόνο για να δυναμώνουν τους συλλόγους και την εθνική ομάδα της νέας τους χώρας. Από τη φύση του, το ποδόσφαιρο αντανακλά τη διαμόρφωση της κοινωνίας. Η συνύπαρξη ετερόκλητων ανθρώπων σε μια εθνική ομάδα απεικονίζει τη συνύπαρξή τους στις ίδιες γειτονιές, στα ίδια σχολεία, στις ίδιες πόλεις, στην ίδια κοινωνία.
Στη συντριπτική τους πλειονότητα είναι παιδιά μεταναστών δεύτερης και τρίτης γενιάς, γεννημένα και μεγαλωμένα σε μια χώρα που έμαθαν από κούνια να τη θεωρούν δικιά τους. Και το ποδόσφαιρο αντανακλά αυτή την πραγματικότητα, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο: όσο πιο ανοικτή και ανεκτική είναι μια χώρα στη διαφορετικότητα, τόσο πιο πολυσυλλεκτικό και πολύχρωμο είναι και το αντιπροσωπευτικό της συγκρότημα…