Υπαρξιακό προαπαιτούμενο…
Γιώργος Καπόπουλος, Η Εφημερίδα των Συντακτών, Δημοσιευμένο: 2021-07-10
Χωρίς τον διχασμό και το βραχυκύκλωμα που προκάλεσε το Brexit θα ξαναβρεί το Εργατικό Κόμμα της Βρετανίας μια δυναμική εξουσίας με την οριστική εγκατάλειψη του μπλερισμού αλλά της εύκολης λύσης της επιστροφής στις ρίζες, με πιο πρόσφατο δείγμα την περίοδο Κόρμπιν;
Θα επανέλθει στο προσκήνιο το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Γαλλίας που για πρώτη φορά μετά την εξαέρωσή του την άνοιξη του 2017 κατέγραψε ένα θετικό αποτέλεσμα στις πρόσφατες περιφερειακές εκλογές;
Θα επιβεβαιωθούν οι δημοσκοπήσεις που φέρουν το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας να υποβιβάζεται στην τρίτη θέση μετά τους χριστιανοδημοκράτες και τους Πράσινους;
Θα είναι διαχειρίσιμη για το Δημοκρατικό Κόμμα της Ιταλίας η φθορά από τη συμμετοχή στην κυβέρνηση Ντράγκι;
Μπορούν ο Σάντσεθ στην Ισπανία και ο Κόστα στην Πορτογαλία να παρουσιάσουν έναν θετικό απολογισμό εναλλακτικών πολιτικών επιλογών που να πιστοποιεί ότι υπάρχουν περιθώρια αποκλίσεων από τη μόνιμη περιοριστική δημοσιονομική πολιτική της ευρωζώνης;
Ολα τα παραπάνω ερωτήματα τίθενται σε μια στιγμή που μια ομοβροντία τοποθετήσεων από την προεκλογική Γερμανία προειδοποιούν ότι οι αποκλίσεις από το Σύμφωνο Σταθερότητας όπως αυτές ορίζονται από το Σύμφωνο Ανάκαμψης είναι μια παρένθεση ειδικού σκοπού, που θα κλείσει με την επιστροφή στην προ πανδημίας κανονικότητα.
Σόιμπλε, Λασέτ, Βάιντμαν αλλά και ο σοσιαλδημοκράτης υπουργός Οικονομικών και υποψήφιος καγκελάριος Σολτς προειδοποιούν τους Μακρόν και Ντράγκι ότι η ευρωπαϊκή στρατηγική της Γερμανίας δεν αλλάζει.
Οταν το Βερολίνο με τη συνυπογραφή του Σολτς προεξοφλεί την επιστροφή στην προ πανδημίας κανονικότητα θέτει μια πρόκληση συνολικής αξιοπιστίας για την ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία - Κεντροαριστερά.
Ο Ολάντ στη Γαλλία και ο Ρέντζι στην Ιταλία είναι τα ζωντανά παραδείγματα από το πρόσφατο παρελθόν της πλήρους διάψευσης ότι μπορεί στο ασφυκτικό πλαίσιο του Συμφώνου Σταθερότητας να υπάρξει εναλλακτική διαχείριση που να αμβλύνει τις κοινωνικές και περιφερειακές ανισότητες και αποκλίσεις.
Η πρόκληση για τη Σοσιαλδημοκρατία - Κεντροαριστερά είναι υπαρξιακή.
Η ομοβροντία υπέρ της αυτόματης επιστροφής στη μόνιμη δημοσιονομική περιοριστική πολιτική σε καμιά περίπτωση δεν ακυρώνει την αναζήτηση εναλλακτικών επιλογών από τη Σοσιαλδημοκρατία - Κεντροαριστερά.
Πρώτον, η ομοβροντία για την επιστροφή το συντομότερο δυνατό στον χαμένο παράδεισο της μόνιμης περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής καταγράφεται στην κορύφωση της προεκλογικής εκστρατείας στη Γερμανία.
Δεύτερον, η αστάθμητη μεταβλητή της εξέλιξης της πανδημίας, με χαρακτηριστική την αιφνιδιαστική εμφάνιση της μετάλλαξης Δέλτα της Covid-19, ακυρώνει εκ των πραγμάτων τα σενάρια σύντομης επιστροφής στην κανονικότητα και είναι πολύ πιθανόν να θέσει θέμα όχι μόνο χρονικής παράτασης της λειτουργίας του Ταμείου Ανάκαμψης, αλλά και σημαντικής αύξησης της κεφαλαιακής του επάρκειας.
Η Σοσιαλδημοκρατία - Κεντροαριστερά δεν θα ανακτήσει ξανά τη διαχειριστική κυβερνητική αξιοπιστία μιας εναλλακτικής πολιτικής παρά μόνο με την εγκατάλειψη της εθνικής περιχαράκωσης και την αναγωγή του προγραμματικού της λόγου σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Πρόκειται δίχως υπερβολή για υπαρξιακό προαπαιτούμενο καθώς στα χρόνια που κύλησαν μετά την έναρξη της κρίσης στην ευρωζώνη εξάντλησε και τον ρόλο της ως συλλέκτριας μιας ετερόκλητης δυσαρέσκειας που συσσωρεύτηκε από τις πολιτικές λιτότητας.
Το τοπίο που διαμορφώθηκε στη Γαλλία τα τελευταία χρόνια είναι μια σκληρή προειδοποίηση για το πώς θα διαμορφωθεί η πολιτική σκηνή σε μια σειρά ευρωπαϊκές χώρες αν η Σοσιαλδημοκρατία - Κεντροαριστερά δεν αρθεί στο ύψος των περιστάσεων.
Η εξαέρωση του Σοσιαλιστικού Κόμματος την άνοιξη του 2017 με την περιθωριοποίηση του Γαλλικού Κ.Κ. να έχει προηγηθεί, οδήγησε στην ανεπεξέργαστη έκρηξη εξεγερσιακής διαμαρτυρίας των «κίτρινων γιλέκων» τον Νοέμβριο του 2018 που αντιμετωπίστηκε με μια πρωτοφανή στα ιστορικά χρονικά της χώρας καταστολή.
Τυφλό ξέσπασμα κοινωνικής οργής με τον φαύλο κύκλο καταστροφών και καταστολής να συντηρεί μια εμφυλιοπολεμική ένταση και από την άλλη μια πλειοδοσία μεταξύ Δεξιάς και Ακροδεξιάς για το ποιος είναι ο πιο αξιόπιστος εγγυητής του νόμου και της τάξης.
Εικόνες από ένα όχι και τόσο μακρινό μέλλον από μια πολιτική σκηνή που θα έχει απαξιωθεί πλήρως η Σοσιαλδημοκρατία - Κεντροαριστερά.
Στην πρόσφατη ιστορία της η ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία - Κεντροαριστερά βίωσε τρεις στιγμές επανίδρυσης:
■ Η πρώτη ήταν το συνέδριο του SPD στο Μπαντ Γκοντεσμπεργκ το 1958, όταν το παλιότερο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γηραιάς Ηπείρου εγκατέλειψε κάθε αναφορά στον μαρξισμό και αποδέχτηκε την οικονομία της αγοράς.
■ Η δεύτερη ήταν το Συνέδριο του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Γαλλίας στο Επινέ το 1971, που υιοθέτησε ως στρατηγική επιλογή τη συνεργασία με το ΓΚΚ.
■ Η τρίτη ήταν η εκλογή του Μπλερ το 1995 στην ηγεσία των Εργατικών, που δρομολόγησε την κεντρώα μετάλλαξη του κόμματος και τη διασφάλιση για δεκατρία χρόνια συνεχούς παραμονής στην εξουσία.
Παρόμοια στιγμή, πρόκληση και ευκαιρία έχει σήμερα μπροστά της η Σοσιαλδημοκρατία - Κεντροαριστερά μετά την κρίση της ευρωζώνης και την πανδημία.
Αν σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, δεν θα κερδίσει μόνο το στοίχημα της επιβίωσής της ως παράταξης εξουσίας, αλλά δίχως υπερβολή θα δώσει στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση την τελευταία ευκαιρία της.
Θα επανέλθει στο προσκήνιο το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Γαλλίας που για πρώτη φορά μετά την εξαέρωσή του την άνοιξη του 2017 κατέγραψε ένα θετικό αποτέλεσμα στις πρόσφατες περιφερειακές εκλογές;
Θα επιβεβαιωθούν οι δημοσκοπήσεις που φέρουν το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας να υποβιβάζεται στην τρίτη θέση μετά τους χριστιανοδημοκράτες και τους Πράσινους;
Θα είναι διαχειρίσιμη για το Δημοκρατικό Κόμμα της Ιταλίας η φθορά από τη συμμετοχή στην κυβέρνηση Ντράγκι;
Μπορούν ο Σάντσεθ στην Ισπανία και ο Κόστα στην Πορτογαλία να παρουσιάσουν έναν θετικό απολογισμό εναλλακτικών πολιτικών επιλογών που να πιστοποιεί ότι υπάρχουν περιθώρια αποκλίσεων από τη μόνιμη περιοριστική δημοσιονομική πολιτική της ευρωζώνης;
Ολα τα παραπάνω ερωτήματα τίθενται σε μια στιγμή που μια ομοβροντία τοποθετήσεων από την προεκλογική Γερμανία προειδοποιούν ότι οι αποκλίσεις από το Σύμφωνο Σταθερότητας όπως αυτές ορίζονται από το Σύμφωνο Ανάκαμψης είναι μια παρένθεση ειδικού σκοπού, που θα κλείσει με την επιστροφή στην προ πανδημίας κανονικότητα.
Σόιμπλε, Λασέτ, Βάιντμαν αλλά και ο σοσιαλδημοκράτης υπουργός Οικονομικών και υποψήφιος καγκελάριος Σολτς προειδοποιούν τους Μακρόν και Ντράγκι ότι η ευρωπαϊκή στρατηγική της Γερμανίας δεν αλλάζει.
Οταν το Βερολίνο με τη συνυπογραφή του Σολτς προεξοφλεί την επιστροφή στην προ πανδημίας κανονικότητα θέτει μια πρόκληση συνολικής αξιοπιστίας για την ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία - Κεντροαριστερά.
Ο Ολάντ στη Γαλλία και ο Ρέντζι στην Ιταλία είναι τα ζωντανά παραδείγματα από το πρόσφατο παρελθόν της πλήρους διάψευσης ότι μπορεί στο ασφυκτικό πλαίσιο του Συμφώνου Σταθερότητας να υπάρξει εναλλακτική διαχείριση που να αμβλύνει τις κοινωνικές και περιφερειακές ανισότητες και αποκλίσεις.
Η πρόκληση για τη Σοσιαλδημοκρατία - Κεντροαριστερά είναι υπαρξιακή.
Η ομοβροντία υπέρ της αυτόματης επιστροφής στη μόνιμη δημοσιονομική περιοριστική πολιτική σε καμιά περίπτωση δεν ακυρώνει την αναζήτηση εναλλακτικών επιλογών από τη Σοσιαλδημοκρατία - Κεντροαριστερά.
Πρώτον, η ομοβροντία για την επιστροφή το συντομότερο δυνατό στον χαμένο παράδεισο της μόνιμης περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής καταγράφεται στην κορύφωση της προεκλογικής εκστρατείας στη Γερμανία.
Δεύτερον, η αστάθμητη μεταβλητή της εξέλιξης της πανδημίας, με χαρακτηριστική την αιφνιδιαστική εμφάνιση της μετάλλαξης Δέλτα της Covid-19, ακυρώνει εκ των πραγμάτων τα σενάρια σύντομης επιστροφής στην κανονικότητα και είναι πολύ πιθανόν να θέσει θέμα όχι μόνο χρονικής παράτασης της λειτουργίας του Ταμείου Ανάκαμψης, αλλά και σημαντικής αύξησης της κεφαλαιακής του επάρκειας.
Η Σοσιαλδημοκρατία - Κεντροαριστερά δεν θα ανακτήσει ξανά τη διαχειριστική κυβερνητική αξιοπιστία μιας εναλλακτικής πολιτικής παρά μόνο με την εγκατάλειψη της εθνικής περιχαράκωσης και την αναγωγή του προγραμματικού της λόγου σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Πρόκειται δίχως υπερβολή για υπαρξιακό προαπαιτούμενο καθώς στα χρόνια που κύλησαν μετά την έναρξη της κρίσης στην ευρωζώνη εξάντλησε και τον ρόλο της ως συλλέκτριας μιας ετερόκλητης δυσαρέσκειας που συσσωρεύτηκε από τις πολιτικές λιτότητας.
Το τοπίο που διαμορφώθηκε στη Γαλλία τα τελευταία χρόνια είναι μια σκληρή προειδοποίηση για το πώς θα διαμορφωθεί η πολιτική σκηνή σε μια σειρά ευρωπαϊκές χώρες αν η Σοσιαλδημοκρατία - Κεντροαριστερά δεν αρθεί στο ύψος των περιστάσεων.
Η εξαέρωση του Σοσιαλιστικού Κόμματος την άνοιξη του 2017 με την περιθωριοποίηση του Γαλλικού Κ.Κ. να έχει προηγηθεί, οδήγησε στην ανεπεξέργαστη έκρηξη εξεγερσιακής διαμαρτυρίας των «κίτρινων γιλέκων» τον Νοέμβριο του 2018 που αντιμετωπίστηκε με μια πρωτοφανή στα ιστορικά χρονικά της χώρας καταστολή.
Τυφλό ξέσπασμα κοινωνικής οργής με τον φαύλο κύκλο καταστροφών και καταστολής να συντηρεί μια εμφυλιοπολεμική ένταση και από την άλλη μια πλειοδοσία μεταξύ Δεξιάς και Ακροδεξιάς για το ποιος είναι ο πιο αξιόπιστος εγγυητής του νόμου και της τάξης.
Εικόνες από ένα όχι και τόσο μακρινό μέλλον από μια πολιτική σκηνή που θα έχει απαξιωθεί πλήρως η Σοσιαλδημοκρατία - Κεντροαριστερά.
Στην πρόσφατη ιστορία της η ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία - Κεντροαριστερά βίωσε τρεις στιγμές επανίδρυσης:
■ Η πρώτη ήταν το συνέδριο του SPD στο Μπαντ Γκοντεσμπεργκ το 1958, όταν το παλιότερο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γηραιάς Ηπείρου εγκατέλειψε κάθε αναφορά στον μαρξισμό και αποδέχτηκε την οικονομία της αγοράς.
■ Η δεύτερη ήταν το Συνέδριο του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Γαλλίας στο Επινέ το 1971, που υιοθέτησε ως στρατηγική επιλογή τη συνεργασία με το ΓΚΚ.
■ Η τρίτη ήταν η εκλογή του Μπλερ το 1995 στην ηγεσία των Εργατικών, που δρομολόγησε την κεντρώα μετάλλαξη του κόμματος και τη διασφάλιση για δεκατρία χρόνια συνεχούς παραμονής στην εξουσία.
Παρόμοια στιγμή, πρόκληση και ευκαιρία έχει σήμερα μπροστά της η Σοσιαλδημοκρατία - Κεντροαριστερά μετά την κρίση της ευρωζώνης και την πανδημία.
Αν σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, δεν θα κερδίσει μόνο το στοίχημα της επιβίωσής της ως παράταξης εξουσίας, αλλά δίχως υπερβολή θα δώσει στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση την τελευταία ευκαιρία της.