Στερεότυπα
Μιχάλης Μητσός, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2021-07-20
Το σοκ που προκαλούν γυναικοκτονίες όπως εκείνες των Γλυκών Νερών και της Φολεγάνδρου δεν οφείλεται μόνο στη φύση των εγκλημάτων. Προκαλείται και από την απόλυτη αδυναμία να διατρέξει κανείς με τον νου του τη διαδρομή που οδηγεί τους γυναικοκτόνους στην πράξη τους. Εχουν μιλήσει ψυχολόγοι, έχουν κάνει αναλύσεις κοινωνιολόγοι, έχει κάνει καίριες παρεμβάσεις η πολύτιμη Πρόεδρος της Δημοκρατίας για τον ρόλο της οικογένειας, του σχολείου, των χώρων εργασίας. Και πάλι: πώς μπορεί να φτάσει κάποιος να δώσει ένα τόσο άγριο τέλος στον άνθρωπο με τον οποίο αποφάσισε ελεύθερα κάποια στιγμή να συνδέσει τη ζωή του; Τι όπλισε το χέρι του; Και από ποια δεξαμενή θα μπορέσει να αντλήσει έστω και μια λέξη στη συνέχεια για να υπερασπιστεί τον εαυτό του;
Υπάρχουν δύο κίνδυνοι στην προσπάθεια προσέγγισης αυτού του φαινομένου. Και παραπέμπουν στα δύο άκρα του φάσματος. Ο ένας είναι να αποδοθεί μοιραία ένα τέτοιο έγκλημα σε ψυχοπαθολογικά αίτια: ο δράστης είναι διαταραγμένος, παίρνει ή θα έπρεπε να παίρνει χάπια, κάτι δεν πήγε καλά στη φαρμακευτική αγωγή, να πώς έφτασε σε μια τόσο βίαιη πράξη. Με άλλα λόγια, ανήκει σε μια μικρή μειοψηφία, που πάντα θα υπάρχει γιατί δυστυχώς οι άρρωστοι άνθρωποι πάντα θα υπάρχουν.
Το επιχείρημα αυτό θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στο δικαστήριο από την υπεράσπιση του δράστη, κάποιες φορές μπορεί και να ισχύει, δεν είναι όμως ποτέ αρκετό. Γιατί λείπει η βασική αιτία, το αίσθημα κατοχής που χαρακτηρίζει τις περισσότερες σχέσεις, εκείνο το ανατριχιαστικό «είσαι δική μου», που υποτίθεται ότι αναφέρεται σε αγάπη, στοργή και αφοσίωση, είναι όμως κάτι άλλο, είναι περιορισμός, είναι έλεγχος, είναι ιδιοκτησία.
Το αίσθημα ιδιοκτησίας οδηγεί υπό προϋποθέσεις και στον φόνο; Είναι - είμαστε - όλοι οι άνδρες δυνάμει βιαστές, δυνάμει βασανιστές, δυνάμει γυναικοκτόνοι; Οι δολοφόνοι της Καρολάιν και της Γαρυφαλλιάς ανήκουν σε μια σιωπηρή πλειοψηφία, ενσαρκώνουν μια σύγχρονη «κοινοτοπία του κακού»; Οχι. Η γενετικού τύπου ενοχοποίηση σύσσωμου του ανδρικού φύλου αποτέλεσε για ένα διάστημα σημαία ενός ακραίου τμήματος του φεμινιστικού κινήματος, αλλά δεν βοήθησε στην επίλυση του προβλήματος. Η αντιμετώπιση της έμφυλης βίας, θύματα της οποίας είναι κατά κανόνα οι γυναίκες, δεν μπορεί παρά να γίνει μαζί με τους άντρες, όχι απέναντί τους.
Θα ήταν λάθος να υποστηρίξει κανείς ότι η κατάσταση παραμένει στάσιμη. Οι νέες γενιές έχουν πολύ πιο ανοιχτές αντιλήψεις από τις προηγούμενες, η κουλτούρα της βίας είναι λιγότερο ανεκτή, το τείχος της σιωπής έχει ραγίσει, τα δίκτυα στήριξης και αλληλεγγύης είναι πια ορατά. Η κοινωνία έχει αφυπνιστεί. Οπως αποδεικνύεται όμως, αυτό δεν είναι αρκετό, τα ταμπού και τα στερεότυπα επιμένουν, οι ανισότητες είναι πάντα παρούσες, η μάχη για το αυτονόητο πρέπει να είναι συνεχής και καθημερινή.
Απʼ όλους μας.
Υπάρχουν δύο κίνδυνοι στην προσπάθεια προσέγγισης αυτού του φαινομένου. Και παραπέμπουν στα δύο άκρα του φάσματος. Ο ένας είναι να αποδοθεί μοιραία ένα τέτοιο έγκλημα σε ψυχοπαθολογικά αίτια: ο δράστης είναι διαταραγμένος, παίρνει ή θα έπρεπε να παίρνει χάπια, κάτι δεν πήγε καλά στη φαρμακευτική αγωγή, να πώς έφτασε σε μια τόσο βίαιη πράξη. Με άλλα λόγια, ανήκει σε μια μικρή μειοψηφία, που πάντα θα υπάρχει γιατί δυστυχώς οι άρρωστοι άνθρωποι πάντα θα υπάρχουν.
Το επιχείρημα αυτό θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στο δικαστήριο από την υπεράσπιση του δράστη, κάποιες φορές μπορεί και να ισχύει, δεν είναι όμως ποτέ αρκετό. Γιατί λείπει η βασική αιτία, το αίσθημα κατοχής που χαρακτηρίζει τις περισσότερες σχέσεις, εκείνο το ανατριχιαστικό «είσαι δική μου», που υποτίθεται ότι αναφέρεται σε αγάπη, στοργή και αφοσίωση, είναι όμως κάτι άλλο, είναι περιορισμός, είναι έλεγχος, είναι ιδιοκτησία.
Το αίσθημα ιδιοκτησίας οδηγεί υπό προϋποθέσεις και στον φόνο; Είναι - είμαστε - όλοι οι άνδρες δυνάμει βιαστές, δυνάμει βασανιστές, δυνάμει γυναικοκτόνοι; Οι δολοφόνοι της Καρολάιν και της Γαρυφαλλιάς ανήκουν σε μια σιωπηρή πλειοψηφία, ενσαρκώνουν μια σύγχρονη «κοινοτοπία του κακού»; Οχι. Η γενετικού τύπου ενοχοποίηση σύσσωμου του ανδρικού φύλου αποτέλεσε για ένα διάστημα σημαία ενός ακραίου τμήματος του φεμινιστικού κινήματος, αλλά δεν βοήθησε στην επίλυση του προβλήματος. Η αντιμετώπιση της έμφυλης βίας, θύματα της οποίας είναι κατά κανόνα οι γυναίκες, δεν μπορεί παρά να γίνει μαζί με τους άντρες, όχι απέναντί τους.
Θα ήταν λάθος να υποστηρίξει κανείς ότι η κατάσταση παραμένει στάσιμη. Οι νέες γενιές έχουν πολύ πιο ανοιχτές αντιλήψεις από τις προηγούμενες, η κουλτούρα της βίας είναι λιγότερο ανεκτή, το τείχος της σιωπής έχει ραγίσει, τα δίκτυα στήριξης και αλληλεγγύης είναι πια ορατά. Η κοινωνία έχει αφυπνιστεί. Οπως αποδεικνύεται όμως, αυτό δεν είναι αρκετό, τα ταμπού και τα στερεότυπα επιμένουν, οι ανισότητες είναι πάντα παρούσες, η μάχη για το αυτονόητο πρέπει να είναι συνεχής και καθημερινή.
Απʼ όλους μας.