Τα οκτώ ΟΧΙ
Μιχάλης Μητσός, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2021-07-24
Ούτε μία ούτε δύο. Οκτώ φορές είχαν τον τελευταίο μισό αιώνα οι Ελληνοκύπριοι την ευκαιρία να επιστρέψουν στην Αμμόχωστο, υπενθύμιζε τις προάλλες στον τοίχο του ο εκλεκτός φίλος και συνεργάτης των «ΝΕΩΝ» Φίλιππος Σαββίδης. Και οκτώ φορές είπαν όχι.
Η πρώτη ήταν τον Ιούλιο του 1978, όταν ο Σπύρος Κυπριανού απέρριψε σχετική πρόταση του Ραούφ Ντενκτάς γιατί τη συνέδεσε με την άρση του αμερικανικού εμπάργκο για προμήθεια όπλων στην Τουρκία. Και η τελευταία ήταν στο Κραν Μοντανά.
Mόνο ξαφνικές δεν ήταν λοιπόν οι τελευταίες κινήσεις του προέδρου Ερντογάν. Αντιθέτως, είχε προειδοποιήσει εδώ κι έναν χρόνο ότι θα προέβαινε στο άνοιγμα της Αμμοχώστου και η κυβέρνηση της Λευκωσίας μιλούσε για «πυροτεχνήματα».
Το όπλο της τελευταίας είναι η διεθνής νομιμότητα και οι ισχυρές της συμμαχίες. Και είναι ένα όπλο ισχυρό. Η Τουρκία πράγματι παραβιάζει τα ψηφίσματα των διεθνών οργανισμών και αυτό δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο από τις δυτικές πρωτεύουσες. Ο Ερντογάν μάλιστα είχε προαναγγείλει κι άλλα «καλά νέα» για τους Τουρκοκύπριους (όπως το πλήρες άνοιγμα των Βαρωσίων, την εγκατάσταση μιας βάσης drones στα κατεχόμενα ή την αναγνώρισή τους από το Αζερμπαϊτζάν και το Πακιστάν), αλλά τελικά πείστηκε από τους Αμερικανούς να είναι μαζεμένος.
Οι αντιδράσεις και οι πιέσεις όμως έχουν όρια. Η καγκελάριος Μέρκελ, ας πούμε, μίλησε απλώς για «πισωγύρισμα» και «παρέκκλιση» από τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών, τονίζοντας ότι η λύση των δύο κρατών δεν θα γίνει δεκτή από την Αθήνα και τη Λευκωσία (και όχι, ας πούμε, από τη διεθνή κοινότητα). Και μπορεί εμάς να μας αρέσει να θεωρούμε μια τέτοια στάση υποκριτική, στην πραγματικότητα όμως είναι προϊόν αυτής ακριβώς της αδυναμίας της ελληνοκυπριακής πλευράς να εκμεταλλευτεί τις ευκαιρίες που της δόθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες και, ασκώντας μια έξυπνη διπλωματία, να αποκομίσει τα μέγιστα δυνατά οφέλη από μια πιθανή λύση.
Και οι Παλαιστίνιοι είχαν ευκαιρίες και τις απέρριψαν, με αποτέλεσμα κι εκείνοι κάποια στιγμή να κουράσουν. Με άλλα λόγια, τα υπερήφανα ΟΧΙ μπορεί να φέρνουν ψήφους στο εσωτερικό, έχουν όμως συνέπειες στο εξωτερικό.
Το εννοεί ο Ερντογάν ότι η διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία είναι οριστικά νεκρή ή κάνει έναν εκβιασμό με σκοπό να υποχρεώσει τους Ελληνοκύπριους να δεχθούν μια αρνητική γιʼ αυτούς διευθέτηση; Κανείς δεν ξέρει - πιθανόν ούτε ο ίδιος. Αυτό που τον ενδιαφέρει αυτή τη στιγμή είναι να κολακέψει τους εθνικιστές συμμάχους του ώστε να ισχυροποιήσει τη θέση του στη χώρα του. Από την άλλη πλευρά γνωρίζει ότι με το να αντιμετωπίζει τους Τουρκοκύπριους ως υποτακτικούς του, μεγαλώνει η απόστασή του από αυτούς. Η διοίκηση ενός κράτους-δορυφόρου δεν είναι εύκολη υπόθεση.
Τα αδιέξοδα λοιπόν υπάρχουν και στις δύο πλευρές. Και το μέλλον είναι άδηλο.
Η πρώτη ήταν τον Ιούλιο του 1978, όταν ο Σπύρος Κυπριανού απέρριψε σχετική πρόταση του Ραούφ Ντενκτάς γιατί τη συνέδεσε με την άρση του αμερικανικού εμπάργκο για προμήθεια όπλων στην Τουρκία. Και η τελευταία ήταν στο Κραν Μοντανά.
Mόνο ξαφνικές δεν ήταν λοιπόν οι τελευταίες κινήσεις του προέδρου Ερντογάν. Αντιθέτως, είχε προειδοποιήσει εδώ κι έναν χρόνο ότι θα προέβαινε στο άνοιγμα της Αμμοχώστου και η κυβέρνηση της Λευκωσίας μιλούσε για «πυροτεχνήματα».
Το όπλο της τελευταίας είναι η διεθνής νομιμότητα και οι ισχυρές της συμμαχίες. Και είναι ένα όπλο ισχυρό. Η Τουρκία πράγματι παραβιάζει τα ψηφίσματα των διεθνών οργανισμών και αυτό δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο από τις δυτικές πρωτεύουσες. Ο Ερντογάν μάλιστα είχε προαναγγείλει κι άλλα «καλά νέα» για τους Τουρκοκύπριους (όπως το πλήρες άνοιγμα των Βαρωσίων, την εγκατάσταση μιας βάσης drones στα κατεχόμενα ή την αναγνώρισή τους από το Αζερμπαϊτζάν και το Πακιστάν), αλλά τελικά πείστηκε από τους Αμερικανούς να είναι μαζεμένος.
Οι αντιδράσεις και οι πιέσεις όμως έχουν όρια. Η καγκελάριος Μέρκελ, ας πούμε, μίλησε απλώς για «πισωγύρισμα» και «παρέκκλιση» από τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών, τονίζοντας ότι η λύση των δύο κρατών δεν θα γίνει δεκτή από την Αθήνα και τη Λευκωσία (και όχι, ας πούμε, από τη διεθνή κοινότητα). Και μπορεί εμάς να μας αρέσει να θεωρούμε μια τέτοια στάση υποκριτική, στην πραγματικότητα όμως είναι προϊόν αυτής ακριβώς της αδυναμίας της ελληνοκυπριακής πλευράς να εκμεταλλευτεί τις ευκαιρίες που της δόθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες και, ασκώντας μια έξυπνη διπλωματία, να αποκομίσει τα μέγιστα δυνατά οφέλη από μια πιθανή λύση.
Και οι Παλαιστίνιοι είχαν ευκαιρίες και τις απέρριψαν, με αποτέλεσμα κι εκείνοι κάποια στιγμή να κουράσουν. Με άλλα λόγια, τα υπερήφανα ΟΧΙ μπορεί να φέρνουν ψήφους στο εσωτερικό, έχουν όμως συνέπειες στο εξωτερικό.
Το εννοεί ο Ερντογάν ότι η διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία είναι οριστικά νεκρή ή κάνει έναν εκβιασμό με σκοπό να υποχρεώσει τους Ελληνοκύπριους να δεχθούν μια αρνητική γιʼ αυτούς διευθέτηση; Κανείς δεν ξέρει - πιθανόν ούτε ο ίδιος. Αυτό που τον ενδιαφέρει αυτή τη στιγμή είναι να κολακέψει τους εθνικιστές συμμάχους του ώστε να ισχυροποιήσει τη θέση του στη χώρα του. Από την άλλη πλευρά γνωρίζει ότι με το να αντιμετωπίζει τους Τουρκοκύπριους ως υποτακτικούς του, μεγαλώνει η απόστασή του από αυτούς. Η διοίκηση ενός κράτους-δορυφόρου δεν είναι εύκολη υπόθεση.
Τα αδιέξοδα λοιπόν υπάρχουν και στις δύο πλευρές. Και το μέλλον είναι άδηλο.