Υποχρεωτικός εμβολιασμός και εργασιακές σχέσεις
Άννα Ευθυμίου, Η Εφημερίδα των Συντακτών, Δημοσιευμένο: 2021-07-28
Η σημαντική αύξηση των κρουσμάτων λόγω της πολύ μεταδοτικής μετάλλαξης «Δέλτα», καθώς και μια επιβράδυνση στους εμβολιασμούς ώθησαν την κυβέρνηση να καταστήσει υποχρεωτικό τον εμβολιασμό για τους εργαζόμενους σε μονάδες αυξημένης φροντίδας για ηλικιωμένους και ΑμεΑ, καθώς και στον υγειονομικό τομέα.
Σε κάθε περίπτωση, όλα αυτά τα περίπλοκα και πρωτόγνωρα ζητήματα θα λυθούν είτε από την κυβέρνηση με νομοθετικές πρωτοβουλίες, είτε από τους δικαστές στις αίθουσες των δικαστηρίων. Η άποψή μου επί του θέματος αυτού στηρίζεται στην επιστημονική μου κατάρτιση και επαγγελματική μου εμπειρία.
Το μέτρο του υποχρεωτικού εμβολιασμού των παραπάνω ομάδων των εργαζομένων, με την κύρωση της αναστολής σύμβασης εργασίας και τη στέρηση μισθού σε όσους αρνούνται το εμβόλιο, δύναται να κριθεί κατ’ αρχήν εντός των συνταγματικών ορίων λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών εργασίας των ανθρώπων αυτών και της άμεσης συνάφειάς της με τη δημόσια υγεία κατ’ εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας.
Εξ αντιδιαστολής, λοιπόν, προκύπτει ότι ο υποχρεωτικός εμβολιασμός δεν μπορεί να είναι οριζόντιος, να αφορά δηλαδή όλους τους εργαζόμενους του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, καθώς κάτι τέτοιο προσκρούει, εύλογα, σε ζητήματα συνταγματικότητας.
Επίσης, δεν μπορεί να ισχύει επ’ άπειρον. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να συνδέεται με συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα, το πιθανότερο με τη στιγμή του εμβολιασμού του εργαζόμενου ή την ύφεση της πανδημίας.
Επειδή πρόκειται για μια πρωτόγνωρη κατάσταση, είναι εύλογο να αναφύονται ζητήματα που θα ήταν επωφελές να διευκρινιστούν. Για παράδειγμα για τη χρονική περίοδο της αναστολής εργασίας είναι αδιευκρίνιστο αν ο εργαζόμενος θα ασφαλίζεται για το χρονικό αυτό διάστημα, αν θα αυτό θα συνυπολογίζεται στην αποζημίωση απόλυσής του και αν θα προσμετράται στην ομαλή εξέλιξη της εργασιακής του σύμβασης, όπως σε αξιολογήσεις, προαγωγές κτλ. Επιπρόσθετα, ζήτημα προκύπτει και με το αν θα έχει τη δυνατότητα ο εργαζόμενος κατά τη διάρκεια της αναστολής να απασχολείται αλλού, όπου ενδεχομένως δεν υπάρχει υποχρέωση εμβολιασμού, έστω και με άλλη ειδικότητα. Ζήτημα, όμως, προκύπτει ως προς την αναστολή της εργασιακής σύμβασης και με το αν θα υπάρχει εξαίρεση για ειδικές κατηγορίες εργαζομένων, όπως για εγκύους, συνδικαλιστές κ.ά.
Σίγουρα για όλα τα παραπάνω δεν υπάρχει «νομικό προηγούμενο». Ομως, το μέτρο του υποχρεωτικού εμβολιασμού είναι μέτρο «εξαιρετικού χαρακτήρα» και εξ αυτού οριοθετείται ο κύκλος των δραστηριοτήτων στις οποίες εφαρμόζεται και πρέπει να ερμηνεύεται στενά.
Από την άλλη, βέβαια, ανοίγει διάπλατα ο δημόσιος διάλογος για τις κυρώσεις που θα συνοδεύουν την ενδεχόμενη σταδιακή αύξηση των ομάδων εργαζομένων που θα υπόκεινται σε υποχρέωση εμβολιασμού σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα.
Είναι σαφές ότι από την κυβερνητική εξαγγελία της νομοθετικής ρύθμισης δεν προβλέπεται ως κύρωση η απόλυση. Κατά συνέπεια, μια τέτοια απόλυση είναι άκυρη ως καταχρηστική. Και επομένως, κανείς μη εμβολιασμένος δεν μπορεί να απολυθεί για τον λόγο αυτό. Επομένως, η πολιτεία και η κυβέρνηση ορθώς το οριοθετεί.
Ωστόσο, επειδή δεν υπάρχει νομικό προηγούμενο και στο πλαίσιο των διαφορετικών ερμηνειών που μπορεί να δοθούν στα περιθώρια έκφρασης του διευθυντικού δικαιώματος για την περίπτωση αυτή, θα ήταν επωφελής η ίδια η πολιτεία να παρέμβει νομοθετικά και να θέσει περιορισμούς στο διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη να προβαίνει σε απολύσεις σε ό,τι αφορά την περίπτωση ανεμβολίαστων εργαζομένων, ώστε να μη δίνεται η δυνατότητα καταχρηστικής άσκησής του από τυχόν κακόπιστους εργοδότες. Μάλιστα, εκτιμώ ότι η νομοθέτηση αυτή θα πρέπει να κατευθυνθεί και σε ένα πρόσθετο νομικό πλαίσιο που θα προβλέπει, πριν από την αναστολή της εργασίας του ανεμβολίαστου εργαζόμενου, τη δυνατότητα εφαρμογής άλλων, πιο ήπιων μέσων. Οπως η τοποθέτηση του ανεμβολίαστου εργαζόμενου σε άλλα καθήκοντα, έστω και υποδεέστερα, χωρίς αυτό να αποτελεί βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας (π.χ. θέση back office). Ή εναλλακτικά να τίθεται ο μισθωτός σε τηλεργασία, εφόσον αυτό είναι εφικτό.
Καταλήγοντας, οι πρωτόγνωρες και εξαιρετικές συνθήκες που δημιουργεί η πανδημία επιβάλλουν να ληφθούν εκείνα τα μέτρα σε σχέση με τις εργασιακές σχέσεις που θα ερμηνεύονται στενά χωρίς να απορρυθμίζουν την αγορά εργασίας στο πλαίσιο των δικαιωμάτων που συνταγματικά κατοχυρώνονται κατ’ εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας.