Τίποτα το ψευδές δεν υπάρχει στην Αμμόχωστο
Φίλιππος Σαββίδης, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2021-08-14
Θυμός. Μόνο θυμός και ένα μεγάλο γιατί. Αυτά είναι τα συναισθήματα μετά από ένα οδοιπορικό στην περίκλειστη πόλη της Αμμοχώστου παραμονές της 47ης επετείου της κατάληψής της από τον τουρκικό στρατό στις 15 Αυγούστου 1974. Μέχρι τότε η Αμμόχωστος ήταν μια αμυδρή ανάμνηση των παιδικών χρόνων. Τώρα πήρε «σάρκα και οστά» με τρόπο επώδυνο.
Ξεκινήσαμε οδικώς από τη Λευκωσία περνώντας στην «άλλη πλευρά» του οδοφράγματος του Αγίου Δομετίου. Διασχίσαμε την κατεχόμενη Λευκωσία και την πεδιάδα της Μεσαορίας περνώντας κάτω από το Δίκωμο, το Λευκόνοικο, τη Σαλαμίνα. Είναι απερίγραπτη η ραγδαία οικοδομική ανάπτυξη και ο πολλαπλασιασμός των μουσουλμανικών τζαμιών. Ακόμα μια σκληρή υπενθύμιση ότι η παρέλευση του χρόνου χωρίς λύση του Κυπριακού «τσιμεντώνει» τα τετελεσμένα, καθιστώντας τα μη αναστρέψιμα.
Μιάμιση ώρα μετά φτάσαμε στην Αμμόχωστο. Η πρώτη συγκλονιστική στιγμή ήταν όταν αντικρίσαμε την «πόλη φάντασμα» από το ξενοδοχείο «Κωνστάντια». Οσα ήξερα από τις φωτογραφίες τώρα ξεδιπλώνονταν ζωντανά μπροστά μου. Η μεγάλη πληγή της Αμμοχώστου είναι αληθινή. Τίποτε το ψευδές δεν υπάρχει.
Περάσαμε το σημείο ελέγχου και μπήκαμε στην περίκλειστη πόλη. Στα αριστερά δεκάδες ποδήλατα προς ενοικίαση. Μπροστά μας η οδός Δημοκρατίας και λίγο πιο κάτω στα αριστερά η οδός Τζων Κέννεντυ. Φρεσκοασφαλτοστρωμένες και με ποδηλατοδρόμους. Σαν σε «πάρκο ψυχαγωγίας». Το στομάχι δένεται κόμπος.
Περπατήσαμε την Δημοκρατίας και την Κέννεντυ. Σχεδόν μόνοι σε μια λεηλατημένη πόλη με χορταριασμένους παράδρομους, περιτριγυρισμένοι από κουφάρια ετοιμόρροπων σπιτιών, μαγαζιών και ξενοδοχείων. Επιγραφές στα αγγλικά και στα τούρκικα μας προειδοποιούσαν για τον κίνδυνο κατάρρευσης ενώ διέκρινες τις κάμερες παρακολούθησης.
Κάθε κτίριο, σημαντικό ή ασήμαντο, γνωστό ή άγνωστο, έχει τη δική του ιστορία. Το Γυμνάσιο Αμμοχώστου και το Λύκειο Ελληνίδων στέκονται επιβλητικά παρότι μαγαρισμένα και με τις ελληνικές επιγραφές σβησμένες. Λίγο πιο κάτω το θρυλικό καφέ Edelweiss και μετά στα δεξιά τα κατεστραμμένα γραφεία της «Ολυμπιακής Αεροπορίας». Στο εμβληματικό ξενοδοχείο St. George σώζεται ο ζωγραφισμένος στον τοίχο «Δον Κιχώτης», έργο του βαρωσιώτη ζωγράφου Γεώργιου Πολ. Γεωργίου. Ανεβαίνοντας τη Δημοκρατίας στα δεξιά ετοιμόρροπος ο Κινηματογράφος Χατζηχαμπή, γνωστού και ως «Αρχοντα» της Αμμοχώστου. Και στην παραλιακή το Ξενοδοχείο «Αστερίας» με το δημοφιλές κλαμπ όπου διασκέδαζε η νεολαία της εποχής. Φτάσαμε μέχρι τις παρυφές της γειτονιάς της Αγίας Ζώνης. Δεν μας άφησαν να προχωρήσουμε παραπέρα. Εδώ βρίσκεται το 3,5% που Ερντογάν και Τατάρ ανακοίνωσαν πανηγυρικά ότι θα «ανοίξουν» για τους ελληνοκύπριους κατοίκους.
Κατεβαίνοντας την Κέννεντυ προς την παραλία δεν φαντάζεσαι αυτό που θα αντικρίσεις. Ηξερα ότι η χρυσή αμμουδιά της Αμμοχώστου ήταν μοναδική. Δεν είχα συνειδητοποιήσει όμως την ομορφιά και την απεραντοσύνη της με τα κρυστάλλινα νερά της. Σε προσκαλεί να βουτήξεις και να χαρείς την καθαρότητά της. Αμέσως, όμως, συνειδητοποιείς την επώδυνη πραγματικότητα: ομπρέλες και ξαπλώστρες προς ενοικίαση και από πάνω να κρέμεται ερειπωμένη μια ολόκληρη πόλη.
Δεν είμαι πρόσφυγας, ούτε Βαρωσιώτης. Ανήκω όμως στην τελευταία γενιά Κυπρίων που έχει βιώματα και θύμησες από την προ του 1974 Κύπρο. Γιʼ αυτό και ο θυμός είναι μεγαλύτερος και τα «γιατί» ακόμα περισσότερα που αφήσαμε να χαθούν τόσες ευκαιρίες για να επιστραφεί η Αμμόχωστος στους νόμιμους κατοίκους της. Οκτώ φορές. Ούτε μία, ούτε δύο, ούτε τρεις, αλλά οκτώ φορές είπαν «όχι» οι Ελληνοκύπριοι στην επιστροφή της Αμμοχώστου για να αποτραπεί, λέει, η «Αμμοχωστοποίηση» του Κυπριακού. Το πρώτο «όχι» ήταν το 1978. Το τελευταίο και όπως φαίνεται μοιραίο «όχι» ήταν το 2017 στις συνομιλίες του Κραν Μοντανά όπου η ατολμία της Λευκωσίας (αλλά και της Αθήνας) επέτρεψε στην Τουρκία να ξεγλιστρήσει ξεκινώντας την αντίστροφη μέτρηση για την οριστική απώλεια και της Αμμοχώστου. Η τουρκική πολιτική για το Βαρώσι δεν ήταν, εν τέλει, «πυροτέχνημα» όπως διαβεβαίωνε η κυπριακή κυβέρνηση.
Τώρα παρακολουθούμε αμήχανοι την Αμμόχωστο να χάνεται μαζί με τη Μόρφου, την Κερύνεια, την Καρπασία. Συνέπεια ενός «μακροχρόνιου αγώνα» που στηρίχτηκε σε ψευδαισθήσεις, μια ψευδοαγωνιστική ρητορική και έναν παράλογο μαξιμαλισμό. Βολεμένοι στο αφήγημα για το «ψευδοκράτος», αρνούμενοι να αντικρίσουμε τη σκληρή πραγματικότητα, ανίκανοι να διαμορφώσουμε μια ρεαλιστική στρατηγική. Μια δεύτερη «εθνική ήττα» στην Κύπρο είναι προ των πυλών. Θα τολμήσουμε, άραγε, τη λύση για να την αποτρέψουμε και να σώσουμε, ίσως, και την Αμμόχωστο;
Ξεκινήσαμε οδικώς από τη Λευκωσία περνώντας στην «άλλη πλευρά» του οδοφράγματος του Αγίου Δομετίου. Διασχίσαμε την κατεχόμενη Λευκωσία και την πεδιάδα της Μεσαορίας περνώντας κάτω από το Δίκωμο, το Λευκόνοικο, τη Σαλαμίνα. Είναι απερίγραπτη η ραγδαία οικοδομική ανάπτυξη και ο πολλαπλασιασμός των μουσουλμανικών τζαμιών. Ακόμα μια σκληρή υπενθύμιση ότι η παρέλευση του χρόνου χωρίς λύση του Κυπριακού «τσιμεντώνει» τα τετελεσμένα, καθιστώντας τα μη αναστρέψιμα.
Μιάμιση ώρα μετά φτάσαμε στην Αμμόχωστο. Η πρώτη συγκλονιστική στιγμή ήταν όταν αντικρίσαμε την «πόλη φάντασμα» από το ξενοδοχείο «Κωνστάντια». Οσα ήξερα από τις φωτογραφίες τώρα ξεδιπλώνονταν ζωντανά μπροστά μου. Η μεγάλη πληγή της Αμμοχώστου είναι αληθινή. Τίποτε το ψευδές δεν υπάρχει.
Περάσαμε το σημείο ελέγχου και μπήκαμε στην περίκλειστη πόλη. Στα αριστερά δεκάδες ποδήλατα προς ενοικίαση. Μπροστά μας η οδός Δημοκρατίας και λίγο πιο κάτω στα αριστερά η οδός Τζων Κέννεντυ. Φρεσκοασφαλτοστρωμένες και με ποδηλατοδρόμους. Σαν σε «πάρκο ψυχαγωγίας». Το στομάχι δένεται κόμπος.
Περπατήσαμε την Δημοκρατίας και την Κέννεντυ. Σχεδόν μόνοι σε μια λεηλατημένη πόλη με χορταριασμένους παράδρομους, περιτριγυρισμένοι από κουφάρια ετοιμόρροπων σπιτιών, μαγαζιών και ξενοδοχείων. Επιγραφές στα αγγλικά και στα τούρκικα μας προειδοποιούσαν για τον κίνδυνο κατάρρευσης ενώ διέκρινες τις κάμερες παρακολούθησης.
Κάθε κτίριο, σημαντικό ή ασήμαντο, γνωστό ή άγνωστο, έχει τη δική του ιστορία. Το Γυμνάσιο Αμμοχώστου και το Λύκειο Ελληνίδων στέκονται επιβλητικά παρότι μαγαρισμένα και με τις ελληνικές επιγραφές σβησμένες. Λίγο πιο κάτω το θρυλικό καφέ Edelweiss και μετά στα δεξιά τα κατεστραμμένα γραφεία της «Ολυμπιακής Αεροπορίας». Στο εμβληματικό ξενοδοχείο St. George σώζεται ο ζωγραφισμένος στον τοίχο «Δον Κιχώτης», έργο του βαρωσιώτη ζωγράφου Γεώργιου Πολ. Γεωργίου. Ανεβαίνοντας τη Δημοκρατίας στα δεξιά ετοιμόρροπος ο Κινηματογράφος Χατζηχαμπή, γνωστού και ως «Αρχοντα» της Αμμοχώστου. Και στην παραλιακή το Ξενοδοχείο «Αστερίας» με το δημοφιλές κλαμπ όπου διασκέδαζε η νεολαία της εποχής. Φτάσαμε μέχρι τις παρυφές της γειτονιάς της Αγίας Ζώνης. Δεν μας άφησαν να προχωρήσουμε παραπέρα. Εδώ βρίσκεται το 3,5% που Ερντογάν και Τατάρ ανακοίνωσαν πανηγυρικά ότι θα «ανοίξουν» για τους ελληνοκύπριους κατοίκους.
Κατεβαίνοντας την Κέννεντυ προς την παραλία δεν φαντάζεσαι αυτό που θα αντικρίσεις. Ηξερα ότι η χρυσή αμμουδιά της Αμμοχώστου ήταν μοναδική. Δεν είχα συνειδητοποιήσει όμως την ομορφιά και την απεραντοσύνη της με τα κρυστάλλινα νερά της. Σε προσκαλεί να βουτήξεις και να χαρείς την καθαρότητά της. Αμέσως, όμως, συνειδητοποιείς την επώδυνη πραγματικότητα: ομπρέλες και ξαπλώστρες προς ενοικίαση και από πάνω να κρέμεται ερειπωμένη μια ολόκληρη πόλη.
Δεν είμαι πρόσφυγας, ούτε Βαρωσιώτης. Ανήκω όμως στην τελευταία γενιά Κυπρίων που έχει βιώματα και θύμησες από την προ του 1974 Κύπρο. Γιʼ αυτό και ο θυμός είναι μεγαλύτερος και τα «γιατί» ακόμα περισσότερα που αφήσαμε να χαθούν τόσες ευκαιρίες για να επιστραφεί η Αμμόχωστος στους νόμιμους κατοίκους της. Οκτώ φορές. Ούτε μία, ούτε δύο, ούτε τρεις, αλλά οκτώ φορές είπαν «όχι» οι Ελληνοκύπριοι στην επιστροφή της Αμμοχώστου για να αποτραπεί, λέει, η «Αμμοχωστοποίηση» του Κυπριακού. Το πρώτο «όχι» ήταν το 1978. Το τελευταίο και όπως φαίνεται μοιραίο «όχι» ήταν το 2017 στις συνομιλίες του Κραν Μοντανά όπου η ατολμία της Λευκωσίας (αλλά και της Αθήνας) επέτρεψε στην Τουρκία να ξεγλιστρήσει ξεκινώντας την αντίστροφη μέτρηση για την οριστική απώλεια και της Αμμοχώστου. Η τουρκική πολιτική για το Βαρώσι δεν ήταν, εν τέλει, «πυροτέχνημα» όπως διαβεβαίωνε η κυπριακή κυβέρνηση.
Τώρα παρακολουθούμε αμήχανοι την Αμμόχωστο να χάνεται μαζί με τη Μόρφου, την Κερύνεια, την Καρπασία. Συνέπεια ενός «μακροχρόνιου αγώνα» που στηρίχτηκε σε ψευδαισθήσεις, μια ψευδοαγωνιστική ρητορική και έναν παράλογο μαξιμαλισμό. Βολεμένοι στο αφήγημα για το «ψευδοκράτος», αρνούμενοι να αντικρίσουμε τη σκληρή πραγματικότητα, ανίκανοι να διαμορφώσουμε μια ρεαλιστική στρατηγική. Μια δεύτερη «εθνική ήττα» στην Κύπρο είναι προ των πυλών. Θα τολμήσουμε, άραγε, τη λύση για να την αποτρέψουμε και να σώσουμε, ίσως, και την Αμμόχωστο;