Στις κάλπες με τα «δεύτερα»!
Κάκη Μπαλή, Αυγή, Δημοσιευμένο: 2021-09-06
Ο Λάσετ και η Μπέρμποκ θεωρούνται μάλλον δεύτερες επιλογές από τα κόμματά τους
Μόλις τρεις εβδομάδες απομένουν μέχρι τις ομοσπονδιακές εκλογές στη Γερμανία κι ακόμη το κλίμα είναι υποτονικό. Παρότι η χώρα βιώνει ένα τέλος εποχής, παρότι οι δημοσκοπήσεις αφήνουν όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά, παρότι τα κανάλια είναι γεμάτα προεκλογικές εκπομπές και συζητήσεις.
Οι άνθρωποι ασχολούνται με τον καιρό, που χάλασε νωρίς, με τα απόνερα των καταστροφικών πλημμυρών του Ιουλίου, με το θρίλερ της απεργίας των μηχανοδηγών στους γερμανικούς σιδηροδρόμους, με τα κρούσματα της πανδημίας που αυξάνονται, με τις δραματικές εξελίξεις στο Αφγανιστάν και την ελάχιστα… ηρωική στάση της απερχόμενης γερμανικής κυβέρνηση στην επιχείρηση εκκένωσης της Καμπούλ.
Την προεκλογική εκστρατεία των κομμάτων την παρακολουθούν μάλλον βαριεστημένα, ενώ πρώτη φορά μοιράζουν σχεδόν ακριβοδίκαια την προτίμησή τους σε τρία κόμματα: Στους νεκραναστημένους Σοσιαλδημοκράτες (SPD), στη Χριστιανική Ένωση (CDU/CSU) και στους Πράσινους.
Μικρά ποσοστά, μικρές διαφορές
Μια ματιά στις τελευταίες πέντε δημοσκοπήσεις δείχνει το SPD να κυμαίνεται μεταξύ 23% και 25%, ένα ποσοστό ταπεινό σε σχέση με τις παλιές δόξες της “γριάς θείας της Σοσιαλδημοκρατίας”, αλλά σχεδόν εντυπωσιακό εάν συγκριθεί με τις χαμηλές πτήσεις του κόμματος την τελευταία τετραετία. Ακόμη και στις αρχές του καλοκαιριού οι Σοσιαλδημοκράτες, με υποψήφιο καγκελάριο τον Όλαφ Σολτς, μετά βίας άγγιζαν το 15%, αλλά στην τελική ευθεία προς την κάλπη έχουν περάσει πρώτοι. Κι ελπίζουν να αντέξουν μέχρι το βράδυ της 26ης Σεπτεμβρίου.
Το κόμμα της Μέρκελ, τώρα, με επικεφαλής τον Άρμιν Λάσετ, είναι σε ελεύθερη πτώση. 20% με 21% του δίνουν οι δημοσκοπήσεις, δεύτερο και καταϊδρωμένο πίσω από το SPD. Μέχρι πριν από ένα χρόνο -και για περισσότερο από μια δεκαετία- οι Χριστιανοδημοκράτες έμοιαζαν να παίζουν χωρίς αντίπαλο για την πρώτη θέση και με ποσοστό σαφώς πάνω από το 30%. Αίφνης την άνοιξη είδαν για λίγο σε κάποιες δημοσκοπήσεις τις πλάτες των Πρασίνων και τώρα βλέπουν την πλάτη του “πιο βαρετού πολιτικού όλων των εποχών”, όπως χαρακτηρίζει εδώ και χρόνια ο γερμανικός Τύπος τον Σολτς.
Οι Πράσινοι, πάλι, με επικεφαλής την Ανναλένα Μπέρμποκ -η οποία ξεκίνησε με ούριο άνεμο τον προεκλογικό αγώνα, για να τα κάνει στη συνέχεια μούσκεμα εξαιτίας των δικών της λαθών αλλά και δεχόμενη συνεχείς επιθέσεις ως “άπειρη κυβερνητικά”- έχουν περιοριστεί στην τρίτη θέση, με 17% έως 19%.
Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η κούρσα είναι ανοιχτή, αλλά τεράστιες ανατροπές δεν αναμένονται. Σε αντίθεση με την Ελλάδα, όπου έχουμε συνηθίσει να μιλάμε για τους αναποφάσιστους, οι οποίοι μπορεί και να διαμορφώσουν γνώμη έως τη στιγμή της κάλπης, στη Γερμανία ένα μεγάλο κομμάτι των ψηφοφόρων στέλνει την ψήφο του με το ταχυδρομείο ημέρες -ενίοτε και εβδομάδες- πριν από την ημέρα των εκλογών.
Το 2017 ήταν κάτι παραπάνω από τον έναν στους τέσσερις αυτοί που ψήφισαν επιστολικά, φέτος και λόγω Covid-19 εκτιμάται ότι θα ξεπεράσουν το 50%.
Τρία κόμματα στην κυβέρνηση
Ο τρικομματικός χαρακτήρας της είναι δεδομένος. Το ερώτημα είναι ποια θα είναι η τριπλέτα που θα επικρατήσει, όχι αριθμητικά, αλλά πολιτικά
Τεράστια ανατροπή, για παράδειγμα, θα ήταν να καταφέρει ένα κόμμα να πάρει πάνω από 30%, όπως επιμένει ότι μπορεί ο Λάσετ, ένας από τους πιο υποτιμημένους πολιτικούς στη Γερμανία, ο οποίος πολλές φορές απέδειξε ότι κερδίζει στο νήμα. Το ίδιο αφήνει να εννοηθεί και ο Σολτς, ο οποίος είναι από τους λίγους Σοσιαλδημοκράτες που κατάφερε να κερδίσει εκλογές τα τελευταία χρόνια. Ελπίδες να αυξήσει το ποσοστό των Πράσινων έχει και η Μπέρμποκ, καθώς οι επιδόσεις της έχουν βελτιωθεί αισθητά από τότε που ξεκίνησαν οι τηλεοπτικές εμφανίσεις και κυρίως οι “μονομαχίες” μεταξύ των τριών.
Το πιθανότερο είναι, όμως, ότι τα εκλογικά ποσοστά θα κινηθούν κοντά σε αυτά των δημοσκοπήσεων, άρα η επόμενη κυβέρνηση στη Γερμανία θα αποτελείται υποχρεωτικά από τρία κόμματα. Για πρώτη φορά. Υπενθυμίζεται ότι η Μέρκελ ήθελε μια τρικομματική κυβέρνηση και το 2017, με τους Πράσινους και τους Φιλελεύθερους (FDP), αλλά ο επικεφαλής του FDP Κρίστιαν Λίντνερ είχε πάρει πολύ ψηλά τον αμανέ και το σχέδιο ναυάγησε.
Το αποτέλεσμα ήταν άλλα τέσσερα χρόνια μεγάλος συνασπισμός, άλλα τέσσερα χρόνια ακινησία. Μόνο το σοκ της πανδημίας κατάφερε να βγάλει από τη νιρβάνα της την τέταρτη κυβέρνηση Μέρκελ -και να δώσει και μια ανάσα στην υπόλοιπη Ευρώπη, αφού, έστω προσωρινά, πρόδωσε τους όρκους της στη λιτότητα.
Η παλιά τριπλέτα
Το 2021, πάντως, ενδεχομένως και το 2022 εάν οι διαπραγματεύσεις για το σχηματισμό της επόμενης κυβέρνησης τραβήξουν πολύ, ο τρικομματικός χαρακτήρας της είναι δεδομένος.
Το ερώτημα είναι ποια θα είναι η τριπλέτα που θα επικρατήσει, όχι αριθμητικά, αλλά πολιτικά. Εάν κόψουν πρώτοι το νήμα οι Χριστιανοδημοκράτες, θα επιτευχθεί ο στόχος της Μέρκελ με τέσσερα χρόνια καθυστέρηση. Αυτή τη φορά ο αρχηγός του FDP θα κάνει το παν για να μπει στην κυβέρνηση, καθώς γνωρίζει ότι οι ψηφοφόροι του δεν θα του συγχωρήσουν μια δεύτερη άρνηση.
Αλλά και οι Πράσινοι θα μπορέσουν να επιβάλουν πολλούς από τους όρους τους, άρα θα δυσκολευτούν να κοιτάξουν προς τα αριστερά, παρά το γεγονός ότι, σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, η βάση των Πράσινων θα προτιμούσε να ενταχθεί σε μια κοκκινο-κοκκινο-πράσινη κυβέρνηση.
Ανάλογη είναι και η στάση της βάσης των Σοσιαλδημοκρατών, η οποία ξεκίνησε τη στροφή προς τα αριστερά από πρόπερσι, όταν εξέλεξε ως ηγετικό δίδυμο τους αντιπάλους του Σολτς, τη Σάσκια Έσκεν και τον Νόρμπερτ Βάλτερ Μπόργιανς.
Η δυνατότητα αλλαγής
Για πρώτη φορά -μέχρι στιγμής τουλάχιστον- και οι ηγεσίες των δύο κομμάτων παραμένουν ανοιχτές σε μια συνεργασία με την Αριστερά. Όσο κι αν πιέζονται από τον Λάσετ, αλλά και από τους δημοσιογράφους, τόσο ο Σολτς όσο και η Μπέρμποκ αποφεύγουν να αποκλείσουν το ενδεχόμενο ενός κοκκινο-κοκκινο-πράσινου συνασπισμού.
Βέβαια οι Χριστιανοδημοκράτες -και ο μέχρι πρότινος ήπιος κεντρώος Λάσετ- έβγαλαν πάλι από το χρονοντούλαπο της ιστορίας την καμπάνια με τις “κόκκινες κάλτσες” προσπαθώντας να τρομοκρατήσουν το εκλογικό σώμα ότι, αν μπει η Αριστερά στην κυβέρνηση, ένας νέος σταλινισμός θα απειλήσει τη Γερμανία. Μόνο ότι μπορεί να αναγεννηθεί ο Έριχ Χόνεκερ δεν έχουν πει ακόμη.
Ωστόσο τα χρόνια που λειτουργούσε η προπαγάνδα ότι η Αριστερά είναι ο μπαμπούλας έχουν περάσει. Ιδίως από τότε που εξελέγη ο πρώτος αριστερός τοπικός πρωθυπουργός, ο Μπόντο Ράμελο στην Ερφούρτη, χωρίς να... απαλλοτριώσει τη βιομηχανία.
Το πρόβλημα της Αριστεράς είναι αφενός οι εσωτερικοί καυγάδες της, αφετέρου το ότι έχει χάσει ένα μέρος του παραδοσιακού ακροατηρίου της, κυρίως στην ανατολική Γερμανία, είτε στις αγκάλες της υποτίθεται αντισυστημικής ακροδεξιάς AfD είτε -ακόμη περισσότερο- στους κύκλους αυτών που δεν ψηφίζουν, που δεν πιστεύουν ότι υπάρχει ένα κόμμα που να τους εκπροσωπεί.
Σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις η δύναμή της κυμαίνεται μεταξύ 6% και 8%, ποσοστό που μπορεί και να αρκεί για να γίνει ο μικρός κυβερνητικός εταίρος σε μια κυβέρνηση με το SPD και τους Πράσινους.
Ο παράγοντας FDP
Βέβαια, εάν υποθέσουμε ότι στην επόμενη κυβέρνηση θα είναι οι Σοσιαλδημοκράτες και οι Πράσινοι, θα μπορούσαν να επιλέξουν ως τρίτο εταίρο το FDP, το οποίο στις δημοσκοπήσεις κυμαίνεται από 10% έως 13%.
Μπορεί οι Φιλελεύθεροι να θεωρούν... ανίερα τα σχέδια των Πράσινων και του SPD για αύξηση της φορολογίας τόσο στην ενέργεια όσο και στους πλούσιους, αλλά ευχαρίστως θα... θυσιαστούν για να γλιτώσουν τη χώρα από μια “επικίνδυνη στροφή προς τα αριστερά”. Άλλωστε οι Φιλελεύθεροι στην ιστορία τους πάντα ήταν το κόμμα που έφτιαχνε κυβέρνηση -ενώ η παραμονή τους στην αντιπολίτευση ήταν “δηλητήριο”.
Η ακινησία της AfD
Το πιο παράξενο δημοσκοπικό στοιχείο στον δρόμο προς αυτές τις εκλογές με το -απίστευτα για τα γερμανικά δεδομένα- ανοιχτό αποτέλεσμα είναι το βάλτωμα της ακροδεξιάς AfD. Εδώ και μήνες έχει κολλήσει στο 10%, δυόμισι μονάδες κάτω από το εκλογικό αποτέλεσμα που έφερε το 2017, παρότι είναι το μόνο κόμμα που στηρίζει το αντιεμβολιαστικό κίνημα στη Γερμανία.
Βέβαια, μια ερμηνεία γι’ αυτό το ποσοστό είναι ότι οι Χριστιανοδημοκράτες και κυρίως οι Χριστιανοκοινωνιστές της Βαυαρίας έχουν κλέψει από καιρό την ατζέντα της AfD, τη σκληρή γραμμή απέναντι στους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Μια δεύτερη ερμηνεία είναι ότι η παρουσία του κόμματος στην ομοσπονδιακή Βουλή από το 2017 ήταν επιεικώς κακή, ακόμη και στα μάτια αρκετών από αυτούς που το ψήφισαν.
Πάντως, όποιο ποσοστό κι αν πάρει η Ακροδεξιά, δεν πρόκειται να γίνει δεκτή σε κανένα κυβερνητικό σχήμα. Αυτό έχει ξεκαθαρίσει η CDU/CSU -και το πιθανότερο είναι να τηρήσει τον λόγο της, όποια ανατροπή κι αν φέρουν οι κάλπες του Σεπτεμβρίου.
Δεν κερδίζει αυτός, χάνουν οι άλλοι
Η πρώτη ανατροπή, πάντως, ήρθε δυο μήνες πριν από τις εκλογές, όταν ο Όλαφ Σολτς κατάφερε να πείσει ότι είναι ο πιο κατάλληλος για καγκελάριος -στο επίπεδο των δημοσκοπήσεων. Ο ίδιος Σολτς που δεν κατάφερε να πείσει το κόμμα του ότι ήταν κατάλληλος να γίνει πρόεδρος του SPD.
H τωρινή επιτυχία του έχει να κάνει κυρίως με τα λάθη των αντιπάλων του, αλλά και με το γεγονός ότι είναι ο υπουργός Οικονομικών που κράτησε όρθια τη χώρα μέσα στην πανδημία, ενώ βρήκε αμέσως χρήματα για να στηρίξει τους πλημμυροπαθείς στο Παλατινάτο και στη Βόρεια Ρηνανία - Βεστφαλία.
Την ίδια ώρα, αυτό που χαράχτηκε στη μνήμη των Γερμανών ήταν ο Λάσετ να χαζογελάει την ώρα του μεγάλου πόνου των πλημμυροπαθών στο κρατίδιο όπου είναι πρωθυπουργός. Και η Μπέρμποκ να αναγκάζεται να παραδεχτεί ότι ωραιοποίησε το βιογραφικό της και έκανε πολλά copy - paste στο βιβλίο που έγραψε βιαστικά λίγο πριν από τις εκλογές.
Επιπλέον τόσο ο Λάσετ όσο και η Μπέρμποκ θεωρούνται μάλλον δεύτερες επιλογές από τα κόμματά τους. Στη CDU/CSU ο μεγάλος σταρ είναι ο πρωθυπουργός της Βαυαρίας Μάρκους Ζέντερ, ο οποίος και στις δημοσκοπήσεις του γενικού πληθυσμού έχει καλύτερες επιδόσεις από τον Λάσετ και στη διαχείριση της πανδημίας εμφανιζόταν καλύτερος -χωρίς απαραίτητα να είναι.
Στους Πράσινους ο μεγάλος σταρ είναι ο συμπρόεδρος του κόμματος Ρόμπερτ Χάμπεκ, που και κυβερνητική πείρα σε τοπικό επίπεδο διαθέτει και μεγάλη γοητεία στα τοκ σόου. Τουλάχιστον ο Χάμπεκ στηρίζει ξεκάθαρα την Μπέρμποκ στην προεκλογική περίοδο, την ώρα που ο Ζέντερ δεν χάνει ευκαιρία να μαχαιρώνει τον Λάσετ.
Εάν επρόκειτο για μια άλλη χώρα, θα γράφαμε ότι οι επόμενες τρεις εβδομάδες αναμένεται να είναι συναρπαστικές. Πλην όμως, εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, θα είναι μάλλον βαρετός ο δρόμος προς τις κάλπες.
Αυτό που θα είναι πραγματικά συναρπαστικό θα είναι το διάστημα αμέσως μετά, όσο θα διαρκούν οι διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης. Και δεν θα είναι απίθανο να αναγκαστεί η Μέρκελ να κάνει άλλο ένα πρωτοχρονιάτικο διάγγελμα πριν βρεθεί ο/η διάδοχός της και αναχωρήσει οριστικά από την καγκελαρία.