Οι Ταλιμπάν, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η διεθνής πολιτική
Δημήτρης Κώνστας, Η Εφημερίδα των Συντακτών, Δημοσιευμένο: 2021-09-24
Παγκόσμιο σοκ από την κατάληψη της εξουσίας στο Αφγανιστάν από τους Ταλιμπάν, εκπροσώπους μιας ακραίας εκδοχής του Ισλάμ. Οσοι δεν παρακολουθούν εκ του σύνεγγυς τις εξελίξεις στις εσχατιές της Κεντρικής Ασίας αιφνιδιάστηκαν από την αναβίωση ενός θεοκρατικού καθεστώτος σε μια εποχή υποχώρησης του θρησκευτικού συναισθήματος σε ολόκληρο τον κόσμο. Πράγματι, έρευνα που δημοσιεύτηκε στο «Foreign Affairs» (1) τεκμηριώνει ότι στην περίοδο 2007-2019 το θρησκευτικό συναίσθημα μειώθηκε.
Υπάρχουν όμως δύο σημαντικές εξαιρέσεις. Η πρώτη αφορά την Ινδία, όπου η άνοδος της θρησκευτικότητας αποδίδεται στις διώξεις κατά των μουσουλμάνων της χώρας που άσκησε το κυβερνών κόμμα Indian People’s Party, διώξεις που κέντρισαν το αίσθημα θρησκευτικότητας τόσο των διωκόμενων όσο και των Ινδουιστών. Η δεύτερη εξαίρεση αφορά και τις 18 μουσουλμανικές χώρες που περιλαμβάνονταν στις 49 χώρες του δείγματος, οι οποίες διατήρησαν τις παραδοσιακές τους αξίες και αρχές (κυρίως όσον αφορά τη θέση των γυναικών και τα ζητήματα της αναπαραγωγής) ανεξάρτητα από τον βαθμό της οικονομικής τους ανάπτυξης.
Η έκπληξη οφείλεται πολύ περισσότερο σε ελλιπή παρακολούθηση της εσωτερικής πολιτικής συζήτησης στις ΗΠΑ όσον αφορά την απεμπλοκή από το Αφγανιστάν και τον τερματισμό του πολέμου κατά της τρομοκρατίας είκοσι χρόνια μετά τις επιθέσεις στους Δίδυμους Πύργους στη Νέα Υόρκη. Ολα τα στελέχη της σημερινής αμερικανικής κυβέρνησης, του πρόεδρου συμπεριλαμβανομένου, έχουν διαδραματίσει σημαντικούς ρόλους στις προσπάθειες της κυβέρνησης Ομπάμα να απεμπλέξουν τις ΗΠΑ από τους πολέμους τής μετά την 11η Σεπτεμβρίου εποχής, πολιτική που οδήγησε στη μείωση των αμερικανικών στρατευμάτων στο Αφγανιστάν και το Ιράκ από 180.000 το 2009 σε 15.000 το 2017.
Η σημερινή αμερικανική κυβέρνηση φρονεί ότι ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας υποβάθμισε άλλες σημαντικές εθνικές ανάγκες, όπως η ανάσχεση της επέκτασης της Κίνας και της Ρωσίας αλλά και η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, η συντήρηση των κρατικών υποδομών και η ετοιμότητα αντιμετώπισης κρίσεων όπως της πανδημίας. Στα επιχειρήματα υπέρ της απεμπλοκής από το Αφγανιστάν περιλαμβάνεται -χωρίς για αντικειμενικούς λόγους να προβάλλεται δημόσια- ότι τόσο εντός της ίδιας της χώρας όσο και μεταξύ εταίρων της στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας όπως η Σαουδική Αραβία και η Αίγυπτος αλλά και το Ισραήλ και η Τουρκία, με το πρόσχημα της αντιμετώπισης της τρομοκρατίας, γίνονται ανεκτές πρακτικές ελέγχου των ΜΜΕ και παραβίασης πολιτικών ελευθεριών που δημιουργούν επικίνδυνα πρότυπα κρατικής συμπεριφοράς.
H καταπολέμηση της ισλαμικής τρομοκρατίας έδωσε τροφή σε ακροδεξιούς εξτρεμιστές, κάλυψη στις δικές τους τρομοκρατικές πρακτικές, ανοχή στον ρατσισμό των λευκών και τον χριστιανικό εθνικισμό. Από την άλλη πλευρά, η διάκριση μεταξύ της ισλαμικής τρομοκρατίας και του Ισλάμ, ως θρησκεύματος εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων σε ολόκληρο τονκόσμο, έχασε την ευκρίνειά της. Για τους οπαδούς της επιστροφής στις παραδόσεις της αμερικανικής δημοκρατίας ήταν καιρός να αντιστραφεί αυτή η πορεία. Εναν χρόνο νωρίτερα, τον Οκτώβριο του 2020, το υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας, στην ετήσια αξιολόγηση των κινδύνων εσωτερικής ασφάλειας, αξιολόγησε τον βίαιο εγχώριο εξτρεμισμό ως τη μεγαλύτερη απειλή που αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ.
Πιο ισχυρή βάση έχει η ασκούμενη κριτική σχετικά με τις συνθήκες της εξόδου των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν. Οι εικόνες των κρεμασμένων από τα φτερά των αεροπλάνων Αφγανών συνεργατών των Αμερικανών, των ανθρώπων που έχασαν τη ζωή τους έξω από το αεροδρόμιο της Καμπούλ, των παρελάσεων των Ταλιμπάν σε αμερικανικά στρατιωτικά αυτοκίνητα, προβάλλοντας ως λάφυρα τα όπλα που εγκατέλειψαν οι Αμερικανοί, οι απελπισμένες γυναίκες που μίλησαν σε ξένα ΜΜΕ για τις προόδους κοινωνικής απελευθέρωσης και δικαιωμάτων που εξαφανίζονται, έπληξαν το κύρος της υπερδύναμης και των Δυτικών συμμάχων της. Επειδή η έξοδος των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν αποτελεί στρατηγική επιλογή και των προηγούμενων δύο αμερικανικών κυβερνήσεων, Ρεπουμπλικανών και Δημοκρατικών, το πολιτικό κόστος θα το καταβάλουν οι ΗΠΑ ως χώρα και όχι συγκεκριμένα πολιτικά κόμματα ή πρόσωπα. Και, γι’ αυτό, το πλήγμα στο κύρος της υπερδύναμης θα είναι βαρύτερο και οι συνέπειές του μεγαλύτερης διάρκειας.
Ωστόσο, για την πλήρη αξιολόγηση του τελικού αποτυπώματος της αμερικανικής εξόδου από το Αφγανιστάν θα πρέπει να ληφθούν υπόψη δύο ακόμη στοιχεία. Πρώτον, η δήλωση του Αμερικανού προέδρου ότι οι ΗΠΑ δεν θα αποδεσμεύσουν δισεκατομμύρια δολάρια σε χρυσό, επενδύσεις και ξένα νομίσματα που διαθέτει η αφγανική κεντρική τράπεζα στις ΗΠΑ, παρά τις πιέσεις ανθρωπιστικών οργανώσεων που προειδοποιούν ότι η οικονομία της χώρας θα καταρρεύσει. Και το κυριότερο: το παρελθόν της χώρας ως «νεκροταφείου» αυτοκρατοριών και υπερδυνάμεων. Οποιες χώρες σπεύσουν να καλύψουν το κενό που άφησαν οι ΗΠΑ στο Αφγανιστάν, πρέπει από την αρχή να σταθμίσουν τις συνθήκες υπό τις οποίες πρέπει να πάρουν τον δρόμο της εξόδου, όταν αναπόφευκτα έρθει και η δική τους σειρά.