Πώς οι ΑΠΕ θα ρίξουν τις τιμές ενέργειας
Παντελής Κάπρος, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2021-11-27
Tον χειμώνα 2021-2022 η Ευρώπη βιώνει έκρηξη τιμών φυσικού αερίου. Κατʼ αρχήν η Ευρωπαϊκή Ενωση πρέπει να ομολογήσει έλλειμμα πολιτικής για το φυσικό αέριο αφού δεν έλαβε μέτρα προστασίας, τόσο μέσω μηχανισμών αντιστάθμισης των τιμών (price hedging), όσο και μέσω διασφάλισης επάρκειας προσφοράς (αφού υστερεί η προσφορά από τη Ρωσία και οι αποθήκες φυσικού αερίου δεν είναι πλήρεις). Μοιάζει η ΕΕ να νόμιζε αφελώς ότι οι εξευτελιστικά χαμηλές τιμές φυσικού αερίου κατά τη διάρκεια της ύφεσης λόγω Covid θα έμεναν έτσι για πάντα.
Οι εκρηκτικές τιμές φυσικού αερίου συμπαρασύρουν σε πολύ υψηλά επίπεδα τις χρηματιστηριακές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας, οι οποίες στην Ελλάδα μετακυλίονται στις τιμές καταναλωτή σε μεγάλο βαθμό. Εκτός από τα άμεσα μέτρα ανακούφισης των καταναλωτών μέσω επιδοτήσεων που ήδη υιοθετήθηκαν, τίθεται γενικότερο ερώτημα περί δομής της ηλεκτρικής αγοράς. Είναι σωστό οι μεγάλες χρηματιστηριακές διακυμάνσεις των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας να αντανακλώνται απευθείας στα τιμολόγια των καταναλωτών;
Σε μια υγιή αγορά, η ημερήσια χρηματιστηριακή αγορά χρειάζεται, αλλά όμως όχι για να καλύπτει το 100% της αγοράς όπως στην Ελλάδα. Το μεγαλύτερο ποσοστό της κατανάλωσης πρέπει να βασίζεται σε προμήθεια σε σταθερές τιμές, μέσω μακροχρόνιων διμερών συμβάσεων. Οι τιμές τους πρέπει να αντανακλούν το μακροχρόνιο μέσο κόστος της ενέργειας και να εμπεριέχουν ασφάλιστρα κινδύνου έναντι ακραίων διακυμάνσεων των χρηματιστηριακών τιμών. Ετσι αποφεύγονται οι κρίσεις, οι καταναλωτές ξέρουν σταθερά τι θα πληρώνουν και οι παραγωγοί έχουν βεβαιότητα για τα έσοδά τους. Το μέσο κόστος της ενέργειας θα μειώνεται συνέχεια στο πλαίσιο της πράσινης μετάβασης, αφού το μέσο πλήρες κόστος ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές μειώνεται και αποτελεί μακράν τον φθηνότερο τρόπο ηλεκτροπαραγωγής.
Ομως η οργάνωση των αγορών και το ρυθμιστικό πλαίσιο δεν έχουν φθάσει ακόμα στην ωριμότητα εκείνη όπου οι τιμές καταναλωτή να αντανακλούν απευθείας το χαμηλό κόστος των ανανεώσιμων πηγών. Αυτό θα γίνει όταν οι ιδιωτικές συμβάσεις των πωλητών ενέργειας στηρίζονται απευθείας σε χαρτοφυλάκια αγοράς ενέργειας από ΑΠΕ συμπληρωμένες από τεχνολογίες αποθήκευσης και ενέργεια από φυσικό αέριο όταν και αν χρειάζεται, χωρίς όμως καθοριστικό ρόλο στο κόστος.
Είναι ατυχής η σύμπτωση της συγκυριακής έκρηξης των τιμών στο ίδιο χρονικό πλαίσιο με την προσωρινή αύξηση της εξάρτησης από το φυσικό αέριο. Συμφέροντα που καιροφυλακτούσαν, βρήκαν την ευκαιρία να κατηγορήσουν για την κρίση τιμών την πράσινη μετάβαση και την απολιγνιτοποίηση προτείνοντας επιστροφή στα καταστροφικά για το κλίμα ορυκτά καύσιμα. Η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι η επιτάχυνση της πράσινης μετάβασης με βάση τις ΑΠΕ, τη φθηνότερη δηλαδή ενεργειακή μορφή. Το σχέδιο σε όλη την Ευρώπη, και στην Ελλάδα, προβλέπει να μειώνεται συνεχώς η κατανάλωση φυσικού αερίου από τα επόμενα λίγα χρόνια και μετά, μέχρι να εξαλειφθεί εντελώς περί το 2040-2045 και να αντικατασταθεί από βιοαέριο και υδρογόνο από ανανεώσιμες πηγές.
Οι εκρηκτικές τιμές φυσικού αερίου συμπαρασύρουν σε πολύ υψηλά επίπεδα τις χρηματιστηριακές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας, οι οποίες στην Ελλάδα μετακυλίονται στις τιμές καταναλωτή σε μεγάλο βαθμό. Εκτός από τα άμεσα μέτρα ανακούφισης των καταναλωτών μέσω επιδοτήσεων που ήδη υιοθετήθηκαν, τίθεται γενικότερο ερώτημα περί δομής της ηλεκτρικής αγοράς. Είναι σωστό οι μεγάλες χρηματιστηριακές διακυμάνσεις των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας να αντανακλώνται απευθείας στα τιμολόγια των καταναλωτών;
Σε μια υγιή αγορά, η ημερήσια χρηματιστηριακή αγορά χρειάζεται, αλλά όμως όχι για να καλύπτει το 100% της αγοράς όπως στην Ελλάδα. Το μεγαλύτερο ποσοστό της κατανάλωσης πρέπει να βασίζεται σε προμήθεια σε σταθερές τιμές, μέσω μακροχρόνιων διμερών συμβάσεων. Οι τιμές τους πρέπει να αντανακλούν το μακροχρόνιο μέσο κόστος της ενέργειας και να εμπεριέχουν ασφάλιστρα κινδύνου έναντι ακραίων διακυμάνσεων των χρηματιστηριακών τιμών. Ετσι αποφεύγονται οι κρίσεις, οι καταναλωτές ξέρουν σταθερά τι θα πληρώνουν και οι παραγωγοί έχουν βεβαιότητα για τα έσοδά τους. Το μέσο κόστος της ενέργειας θα μειώνεται συνέχεια στο πλαίσιο της πράσινης μετάβασης, αφού το μέσο πλήρες κόστος ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές μειώνεται και αποτελεί μακράν τον φθηνότερο τρόπο ηλεκτροπαραγωγής.
Ομως η οργάνωση των αγορών και το ρυθμιστικό πλαίσιο δεν έχουν φθάσει ακόμα στην ωριμότητα εκείνη όπου οι τιμές καταναλωτή να αντανακλούν απευθείας το χαμηλό κόστος των ανανεώσιμων πηγών. Αυτό θα γίνει όταν οι ιδιωτικές συμβάσεις των πωλητών ενέργειας στηρίζονται απευθείας σε χαρτοφυλάκια αγοράς ενέργειας από ΑΠΕ συμπληρωμένες από τεχνολογίες αποθήκευσης και ενέργεια από φυσικό αέριο όταν και αν χρειάζεται, χωρίς όμως καθοριστικό ρόλο στο κόστος.
Είναι ατυχής η σύμπτωση της συγκυριακής έκρηξης των τιμών στο ίδιο χρονικό πλαίσιο με την προσωρινή αύξηση της εξάρτησης από το φυσικό αέριο. Συμφέροντα που καιροφυλακτούσαν, βρήκαν την ευκαιρία να κατηγορήσουν για την κρίση τιμών την πράσινη μετάβαση και την απολιγνιτοποίηση προτείνοντας επιστροφή στα καταστροφικά για το κλίμα ορυκτά καύσιμα. Η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι η επιτάχυνση της πράσινης μετάβασης με βάση τις ΑΠΕ, τη φθηνότερη δηλαδή ενεργειακή μορφή. Το σχέδιο σε όλη την Ευρώπη, και στην Ελλάδα, προβλέπει να μειώνεται συνεχώς η κατανάλωση φυσικού αερίου από τα επόμενα λίγα χρόνια και μετά, μέχρι να εξαλειφθεί εντελώς περί το 2040-2045 και να αντικατασταθεί από βιοαέριο και υδρογόνο από ανανεώσιμες πηγές.